Ένα πολύ ωραίο ποίημα του Καβάφη, που γράφτηκε το 1897.
Ενας γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ” ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ” εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ” εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλλα ! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Εχεις πολύν καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ” ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
… Μα απ” το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
Δυστυχώς πολλές φορές δεν φερόμαστε όπως θα έπρεπε σε ανθρώπους που έχουν την ανάγκη μας, ξεχνώντας ακόμα και τι μας έχουν προσφέρει. Αξίζει να δείτε την παρακάτω ταινία μικρού μήκους (5 λεπτά).