Tο συγκεκριμένο πείραμα (το οποίο δεν είναι κατασκευασμένη είδηση) δεν είχε ως υποκείμενα τους «τρελούς», αλλά τους ψυχιάτρους και την ψυχιατρική επιστήμη εν γένει.
Συνέβη στην Αμερική… Το 1972…
Ο εμπνευστής του, ο Ντέιβιντ Ρόζενχαν, δίδασκε σε ένα μικρό πανεπιστήμιο «ηρωικό αλτρουισμό»!
Κάπως αυθόρμητα αποφάσισε να κάνει ένα αντιδεοντολογικό πείραμα (και σίγουρα όχι και τόσο επιστημονικό) για να ελέγξει κατά πόσο το ψυχιατρικό διαγνωστικό σύστημα μπορούσε πράγματι να διακρίνει τους σώφρωνες από τους παράφρονες.
Τηλεφώνησε σε οκτώ φίλους του και τους ρώτησε αν θα ήθελαν να προσποιηθούν τους παράφρονες για ένα μήνα.
Εκείνοι δέχτηκαν με χαρά (δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν;).
Έτσι άρχισε η εκπαίδευση (αν και οι μισοί από αυτούς ήταν ψυχολόγοι και ψυχίατροι, οπότε γνώριζαν τα συμπτώματα). Ένα βασικό κομμάτι της εκπαίδευσης ήταν να μάθουν να κρύβουν τα χάπια κάτω από τη γλώσσα τους και να τα φτύνουν μετά.
Πέντε μέρες πριν παρουσιαστούν σε δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία σταμάτησαν να πλένουν τα δόντια τους, να ξυρίζονται (άντρες και γυναίκες) και να κάνουν μπάνιο.
Έπειτα φόρεσαν παλιά και λίγο βρώμικα ρούχα και σκορπίστηκαν σε όλη την Αμερική.
Παρουσιάστηκαν στα επείγοντα ψυχιατρικών περιστατικών και δήλωσαν μόνο: «Ακούω μια φωνή να λέει γκντουπ».
Ο Ρόζενχαν είχε επίτηδες διαλέξει αυτή τη λέξη, γιατί δεν υπήρχε καμιά αναφορά μέχρι τότε σε ακουστικές ψευδαισθήσεις που να παραπέμπουν σε κόμικ. Πέρα από αυτή την φράση δεν προσποιούνταν κανένα άλλο σύμπτωμα.
Σε κάθε ερώτηση απαντούσαν με ειλικρίνεια (πέρα από το όνομα και το επάγγελμα τους).
Και ο ίδιος ο Ρόζενχαν παρουσιάστηκε στα επείγοντα παραπονούμενος για εκείνο το καρτουνίστικο «γκντουπ».
Όλοι οι «ασθενείς» εξετάστηκαν βιαστικά και διαγνώστηκαν με «παρανοειδή σχιζοφρένεια» (εκτός από έναν που έπασχε από «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση»).
Σε όλους έγινε εισαγωγή.
Μόλις εκείνοι βρεθήκαν στο ψυχιατρείο, ανέφεραν στους γιατρούς ότι η φωνή είχε σταματήσει και αισθάνονταν πλέον μια χαρά.
Όμως οι γιατροί δεν τους πίστευαν…
Ο μέσος όρος παραμονής τους στο ψυχιατρείο ήταν 19 ημέρες –παρότι εκείνοι από την πρώτη μέρα διαβεβαίωναν ότι δεν άκουγαν πλέον τη φωνή.
Η πιο μακρόχρονη παραμονή ήταν 52 μέρες. (52 μέρες έγκλειστος σε ψυχιατρείο δεν είναι η καλύτερη εμπειρία που μπορείς να έχεις στη ζωή σου).
Οι ψυχίατροι μάλιστα είχαν αξιολογήσει κάποια χαρακτηριστικά από τη ζωή των «ασθενών» έτσι ώστε να ταιριάζουν με τη διάγνωση τους.
Έγραφαν για κάποιον: «Άντρας, λευκός, ετών 39 [...] με μακρύ ιστορικό αξιοσημείωτης αμφιθυμίας [...] απουσία συναισθηματικής σταθερότητας…» κα.
Κάτι πολύ παράξενο είναι ότι ενώ οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό αντιμετώπιζαν τους «ασθενείς» ως ασθενείς (βάναυσα πολλές φορές), οι υπόλοιποι ασθενείς, οι αληθινοί ασθενείς του ψυχιατρείου αντιλαμβάνονταν ότι οι 9 δεν ήταν «τρελοί»!
Για παράδειγμα κάποιος νεαρός ασθενής πλησίασε το Ρόζενχαν και του είπε: «Εσύ δεν είσαι τρελός. Ή δημοσιογράφος είσαι ή καθηγητής…»
Όσο καιρό ήταν έγκλειστος ο Ρόζενχαν συμπεριφερόταν απολύτως φυσιολογικά και κρατούσε διαρκώς σημειώσεις. Αυτό οι γιατροί το χαρακτήρισαν «συμπεριφορά γραφής», και το θεώρησαν μέρος της παρανοειδούς σχιζοφρένειας του.
Όταν τελικά τον άφησαν να φύγει δημοσίευσε τα πορίσματα του στο περιοδικό Science, με τίτλο: «On being sane in insane places.»
Σάλος ξέσπασε στην Αμερική. Οι ψυχίατροι έσπευσαν να υπερασπιστούν την επιστήμη τους.
Από κάποιο νοσοκομείο έριξαν το γάντι στο Ρόζενχαν. Τον προκάλεσαν να τους στείλει όσους ψευδοασθενείς ήθελε -με ό,τι ψευδοσυμπτώματα προτιμούσε- και εκείνοι θα τους αποκάλυπταν.
Εκείνος δέχτηκε. Θα τους έστελνε τους επόμενους τρεις μήνες ένα μυστικό αριθμό ψευδοασθενών και οι ψυχίατροι θα έπρεπε να καταλάβουν ποιοι ήταν ψυχικά υγιείς.
Μετά τους τρεις μήνες το προσωπικό του νοσοκομείου ανακοίνωσε –με βεβαιότητα- ότι είχε εντοπίσει 41 από τους ψευδοασθενείς του Ρόζενχαν…
Όμως ο Ρόζενχαν δεν είχε στείλει κανέναν!
Η ψυχιατρική δεν ήταν απλώς γυμνή… Ήταν ξεβράκωτη.
Οι διαγνώσεις μέχρι τότε γίνονταν με το DSM, το «Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Νοητικών Διαταραχών». Μέχρι το πείραμα του Ρόζενχαν χρησιμοποιούσαν τη δεύτερη έκδοση του, το DSM II, του 1968.
Μετά το πείραμα μια επιτροπή ψυχιάτρων πρόσθεσε διακόσιες σελίδες και δημιούργησαν το DSM III. Όλες οι αμφισημίες και οι ασάφειες εξοβελίστηκαν. Η διαγνωστική μέθοδος εξυγιάνθηκε. Η ψυχιατρική είχε ανανήψει…
Το 2004, η Lauren Slater, η συγγραφέας του βιβλίου «Το κουτί της ψυχής», απ’ όπου προέρχονται όλες αυτές οι πληροφορίες, αποφάσισε να ξανακάνει το πείραμα του Ρόζενχαν, μόνη της.
Σταμάτησε να πλένεται, να κάνει αποτρίχωση, φόρεσε παλιά ρούχα και παρουσιάστηκε σε ένα ψυχιατρείο λέγοντας ακριβώς την ίδια φράση: «Ακούω μια φωνή να μου λέει γκντουπ».
Το αποτέλεσμα ήταν κάπως διαφορετικό από την προηγούμενη φορά.
Ο ψυχίατρος την εξέτασε για δέκα λεπτά, χωρίς να της κάνει καμιά ερώτηση για το μορφωτικό της επίπεδο ή την ποιότητα της ζωής της, τη διέγνωσε ως ελαφρώς ψυχωτική και της συνταγογράφησε Risperdal (ένα αντιψυχωτικό) με συνοδεία αντικαταθλιπτικών.
Τις επόμενες οκτώ μέρες η Λόρεν πήγε σε οκτώ διαφορετικά νοσοκομεία. Η αντιμετώπιση ήταν η ίδια: Κανείς δεν της έκανε εισαγωγή, αλλά της έγραψαν –συνολικά- 25 αντιψυχωτικά και 60 αντικαταθλιπτικά. Η εξέταση ήταν πάντα το ίδιο επιπόλαια. Αλλά, όπως λέει χαρακτηριστικά η συγγραφέας: «Όλοι φρόντιζαν να πάρουν το σφυγμό μου».
Το πείραμα του Ρόζενχαν δεν έδειξε ότι η ψυχιατρική είναι λανθασμένη, αλλά ότι οι ψυχίατροι κάνουν διαγνώσεις «επιδημιολογικά».
Αν κάθε μέρα εξετάζεις είκοσι ανθρώπους που πάσχουν από μανιοκατάθλιψη είναι φυσιολογικό να διαγνώσεις ως μανιοκαταθλιπτικό και κάποιον ο οποίος είναι απλώς κυκλοθυμικός.
Επιπλέον οι κοινωνικές συνθήκες υπαγορεύουν τις διαγνώσεις στους ψυχιάτρους.
Πριν είκοσι και τριάντα χρόνια τα παιδιά που δεν μπορούσαν να «κάτσουν ήσυχα για ένα λεπτό» ή αρνούνταν να κάνουν τα μαθήματα τους, ήταν μόνο άτακτα παιδιά ή «διαόλου κάλτσα».
Τώρα πάσχουν από ελλειμματική προσοχή και υπερκινητικότητα.
Στην Αμερική ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των παιδιών αρχίζουν τα ψυχοφάρμακα λίγο μετά το μητρικό γάλα. Στην Ελλάδα, για την ώρα, τα πηγαίνουν στον ψυχολόγο (ο οποίος δεν επιτρέπεται να συνταγογραφεί φάρμακα). Όμως είναι και εδώ «προβληματικά παιδιά».
Τα αντικαταθλιπτικά είναι πιο συνηθισμένα πλέον από τον καφέ και το τσιγάρο (τα τελευταία είναι ανθυγιεινά).
Οι γέροι που έπιναν μια νταμιτζάνα κρασί στην καθισιά τους ήταν κάποτε «γερά ποτήρια». Τώρα αν πίνεις πάνω από τρία ποτήρια τη βδομάδα θεωρείσαι «λανθάνων αλκοολικός».
Οι μητέρες που φωνάζουν στα παιδιά τους χρειάζονται ψυχολογική υποστήριξη, τα ζευγάρια που τσακώνονται οικογενειακό σύμβουλο και οι μακροχρόνια άνεργοι χρειάζονται (όχι δουλειά), αλλά κάτι που θα τους κάνει να χαμογελάνε καθώς θα περνάνε τη θηλιά στο λαιμό τους.
Μάλλον ο Άλντους Χάξλεϊ, στον Θαυμαστό Καινούριο Κόσμο του, είχε προβλέψει σωστά: Για όποιον αισθανόταν άσχημα υπήρχε το «σόμα», το γαλάζιο χάπι, το οποίο χορηγούσε δωρεάν η κυβέρνηση, και έκανε τους πάντες ευτυχισμένους.
Τα αντικαταθλιπτικά είναι το «σόμα» της εποχής μας.
Προειδοποίηση: Μη δοκιμάσετε να κάνετε –με τους εαυτούς σας ως υποκείμενα- το πείραμα του Ρόζενχαν στην Ελλάδα. Θα βρεθείτε ισόβια έγκλειστοι στη Λέρο, γυμνοί, χωρίς φαΐ και ηλεκτρικό ρεύμα.
Διαβάστε το: «Η φωλιά του Κούκου», του Κέν Κέσεϊ (για το συγκεκριμένο βιβλίο ο Τζακ Κέρουακ έγραψε: «Κι άλλο, κύριε Κέσεϊ, κι άλλο».)
Ή ξαναδείτε την ταινία του Φόρμαν, για να θαυμάσετε πάλι τον ανυπότακτο Νίκολσον, να μισήσετε την προϊσταμένη (την πιο κακιά «κακιά» που έχει περάσει από την οθόνη) και να δακρύσετε όταν ο Αρχηγός σπάει τα κάγκελα και χάνεται στους τίτλους τέλους –αφήνοντας πίσω του τον λοβοτομημένο.