...Είπαμε λοιπόν ότι το σώμα επιθυμεί να απολαμβάνει τα συγγενή με αυτό, μέσω της αισθήσεως, πράγμα που είναι αντίθετο με την πρόθεση της ψυχής, και όσο πιο πολύ δυναμώνει το σώμα, τόσο περισσότερο επιθυμεί. Γι' αυτό ας φροντίσει η ψυχή να βάλει χαλινό σε όλες τις αισθήσεις, για να μην απολαύσομε τα αισθητά.
Επειδή όταν είναι πιο ρωμαλέο το σώμα, περισσότερο ορμά· και περισσότερο ορμώντας, γίνεται ακράτητο· γι' αυτό η ψυχή δύσκολα φροντίζει να το νεκρώσει με νηστείες, αγρυπνίες, ορθοστασίες, χαμαικοιτίες, αλουσία και με κάθε άλλη κακοπάθεια, ώστε να καταμαράνει τη δύναμή του για να το έχει ήμερο και πειθήνιο στις νοερές πράξεις της. Αυτό είναι που έχομε να κατορθώσουμε.
Επειδή όμως αυτά είναι ευκολότατο να τα υποσχεθούμε, δύσκολο όμως να τα εφαρμόσομε, και είναι πολύ περισσότερα τα σφάλματα από τα κατορθώματα ακόμη και αν προσέχει κανείς πάρα πολύ, γιατί συχνά η αίσθηση εξαπατά, γι' αυτό έχει επινοηθεί και τρίτο φάρμακο, η προσευχή και τα δάκρυα.
Η προσευχή περιέχει ευχαριστία για όσα καλά μας έχουν δοθεί, και αίτηση συγχωρήσεως των αμαρτημάτων και ενισχυτικής δυνάμεως για το μέλλον γιατί χωρίς τη θεία βοήθεια, όπως προείπαμε, τίποτε δεν μπορεί να κατορθώσει η ψυχή. Επίσης, οδηγεί στην ένωση με τον ποθούμενο Θεό και την απόλαυσή Του, και την ολοκληρωτική κλίση της βουλήσεως προς Αυτόν το να πείσουμε τη βούληση να επιθυμεί αυτά όσο το δυνατόν πιο πολύ, είναι το μεγαλύτερο μέρος του κατορθώματος.
Και τα δάκρυα πάλι έχουν μεγάλη δύναμη. Γιατί εξιλεώνουν τον Κύριο για τα σφάλματά μας και μας καθαρίζουν από τις κηλίδες που αποκτήσαμε από την αισθητή ηδονή και δίνουν φτερά προς τον ουρανό στην επιθυμία μας. Και αυτά έτσι είναι. Το κατόρθωμα λοιπόν είναι η θεωρία των νοητών και ο τέλειος πόθος τους.
Για να το πετύχομε αυτό, χρειάζεται η δουλαγώγηση του σώματος, μέρη της οποίας είναι η νηστεία, η σωφροσύνη και άλλα, που γίνονται όλα γι' αυτό το σκοπό. Και για να πετύχομε αυτά, και μαζί μ' αυτά, χρειάζεται η προσευχή, και το καθένα από αυτά μοιράζεται σε πολλά μέρη· γιατί όπως αυτά χρειάζονται για άλλα, έτσι και γι' αυτά χρειάζονται άλλα.
Κανείς να μη νομίζει ότι η φιλοδοξία και η φιλαργυρία αφορούν στο σώμα. Μόνον η φιληδονία αφορά στο σώμα, η οποία βρήκε κατάλληλο φάρμακο την κακοπάθεια του σώματος. Οι άλλες δύο κακίες που είπαμε, είναι γεννήματα της άγνοιας. Γιατί η ψυχή υιοθετεί τα νόθα από έλλειψη εμπειρίας των πραγματικά καλών και από άγνοια των νοητών.
Με τον πλούτο νομίζει ότι παρηγορεί τη φτώχεια· συγχρόνως όμως ο πλούτος επιδιώκεται για φιληδονία και για φιλοδοξία, και καθ' εαυτόν, σαν να ήταν κάποιο καλό. Αυτό συμβαίνει από άγνοια των πραγματικά καλών. Η φιλοδοξία δεν οφείλεται στην ανάγκη του σώματος —γιατί δεν εξυπηρετεί διόλου το σώμα— αλλά στην απειρία και την άγνοια του Πρώτου Καλού και της αληθινής δόξας· αιτία αυτής και γενικά ρίζα όλων των κακών, είναι η άγνοια.
Γιατί δεν γίνεται εκείνος που εννόησε σωστά τη φύση των πραγμάτων, από που προήλθε το καθένα και που καταλήγει, κατόπιν να περιφρονήσει το σκοπό του και να στραφεί στα γήινα· γιατί η ψυχή δεν επιθυμεί εκείνο που φαινομενικά είναι καλό. Και αν τυραννείται από τη συνήθεια, μπορεί κάλλιστα να νικήσει και τη συνήθεια. Αλλά όταν ακόμη υπήρχε η συνήθεια, ξεγελιόταν από την άγνοια.
Επομένως πρέπει να φροντίσει για το πρώτο-πρώτο αγαθό, και να αποκτήσει, ορθή ιδέα περί των όντων, και ακολούθως να δώσει φτερά στη βούληση για να πετάξει προς το Πρώτο Αγαθό, να καταφρονήσει όλα τα παρόντα και να πληροφορηθεί για τη μεγάλη ματαιότητά τους. Γιατί, τι μας βοηθούν στο σκοπό μας;
Και για να συνοψίσω, ένα μόνο είναι το έργο της λογικής ψυχής μέσα στο σώμα, να επιθυμεί τον τελικό της σκοπό.
Και επειδή η ενέργεια της βουλήσεως, χωρίς νόηση, είναι ακίνητη, γι' αυτό προσλαμβάνομε τη νοερή ενέργεια. Η νόηση είναι είτε για χάρη της βουλήσεως, είτε και για τον εαυτό της και για τη βούληση· πράγμα που φαίνεται πιο σωστό...
ΣΧΟΛΙΑ
Το «Θεωρητικό» είναι μια πλήρης έκθεση των προϋποθέσεων της θεώσεως, μέσα στην οποία σημαντική θέση κατέχει ο θεωρητικός τρόπος ζωής, ως συνεχής ανάταση του νου εις τα νοητά, φυσικά με προσευχή και τη λοιπή παραδοσιακή ασκητική αγωγή. Η θεωρία των νοητών οδηγεί εις τον έρωτά τους και επομένως τα γήινα λησμονούνται.
Το «Θεωρητικό» συνοψίζει βαθειές και πυκνές εμπειρίες και προϋποθέτει πλούσια χάρη, μεγάλο και ελλαμπόμενο νου και υψηλή θεολογική γνώση, και φαίνεται, ότι μάλλον έχει γραφεί στην περίοδο του μοναχισμού του οσίου Θεοδώρου γύρω στο 660 μΧ, παρά στον καιρό της ποιμαντικής του δράσεως, αφού είναι προορισμένο να διδάξει τους μοναχούς για τη θεωρητική ζωή, όχι βέβαια στην εκδοχή των φιλοσόφων.
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, 1986, β΄τόμος)