«Ευλογημένο Καταφύγιο»
του Φώτη Κόντογλου
«ΚΑΡΔΙΑ ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΗ»
Αληθινή χαρά, η πονεμένη
Εχτές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουνα ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας περασμένα τα μεσάνυχτα, και συλλογιζόμουνα.
Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κ΄ έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κ΄ η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ΄ όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτ΄ απ΄ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρησε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ΄ ένα παλιόν καστρότοιχο. Το κρουσταλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται κι΄ ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο: «Καλότυχος ο άνδρας πού ΄χει καλή γυναίκα. Η καλή γυναίκα ευφραίνει τον άνδρα της, και θα ζήσει ειρηνεμένα τα χρόνια της ζωής του. Καλή γυναίκα, κορώνα στο κεφάλι του ανδρός της. Η εμορφιά της καλής γυναίκας φεγγοβολά μέσα στο σπίτι σαν τον ήλιο που βγαίνει και λάμπει ο κόσμος». Τέτοια γυναίκα μου χάρισε κ΄ εμένα ο Κύριος.
Η εμορφιά δεν την περηφάνεψε, ίσια-ίσια η ταπείνωση την πλήθυνε, κι ο φόβος του Θεού την ευωδίασε. Ανάμεσα στις έμορφες ξεχώρισε, γιατί η ακαταδεξιά δεν θάμπωσε το κρούσταλλό της, κ΄ η πονηρία δεν λέρωσε το σιντέφι της ψυχής της. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος. Μαρία η απλή! Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κ΄ εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι, «ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολοταύτα στ΄ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κ΄ ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κ΄ η ευλάβεια. Κ΄ εμείς που καθόμαστε μέσα, είμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος, που είπε: «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δέ εκζητούντες τον Κύριον ούκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα, και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κ΄ έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κ΄ η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκειά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ΄ όνομά του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε, και πρώτ΄ απ΄ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρησε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ΄ ένα παλιόν καστρότοιχο. Το κρουσταλένιο νερό του δεν θολώνει με τα χρόνια, αλλά γίνεται κι΄ ολοένα πιο καθαρό και πιο γλυκόλαλο: «Καλότυχος ο άνδρας πού ΄χει καλή γυναίκα. Η καλή γυναίκα ευφραίνει τον άνδρα της, και θα ζήσει ειρηνεμένα τα χρόνια της ζωής του. Καλή γυναίκα, κορώνα στο κεφάλι του ανδρός της. Η εμορφιά της καλής γυναίκας φεγγοβολά μέσα στο σπίτι σαν τον ήλιο που βγαίνει και λάμπει ο κόσμος». Τέτοια γυναίκα μου χάρισε κ΄ εμένα ο Κύριος.
Η εμορφιά δεν την περηφάνεψε, ίσια-ίσια η ταπείνωση την πλήθυνε, κι ο φόβος του Θεού την ευωδίασε. Ανάμεσα στις έμορφες ξεχώρισε, γιατί η ακαταδεξιά δεν θάμπωσε το κρούσταλλό της, κ΄ η πονηρία δεν λέρωσε το σιντέφι της ψυχής της. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήμερος άνθρωπος. Μαρία η απλή! Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κ΄ εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι, «ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου, και μολοταύτα στ΄ αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κ΄ ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε η πίστη κ΄ η ευλάβεια. Κ΄ εμείς που καθόμαστε μέσα, είμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος, που είπε: «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δέ εκζητούντες τον Κύριον ούκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κ΄ η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάσθηκε και την πήρε ο ύπνος. Έπιασα να συλλογίζουμαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαινόταν αν είναι άνθρωπος αποκάτω από το σκέπασμα. Κ΄ είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι΄ αυτό είπε ο Δαυίδ: «πας άνθρωπος ψεύστης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πού ΄ναι σαν ξωκκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένα ανάμεσα
στ΄ αρχοντόσπιτα της Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο κ΄ οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμμένοι πίσω από το καταπέτασμα πού χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ΄ έχουνε ξεχασμένον, κ΄ η χαρά η μυστική, που την νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κ΄ η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο. Και φχαρίστησα Εκείνον, που κάνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, χαρούμενους τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά σους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους βάλανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεχτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυΐδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή, όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία Του. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώθουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουν και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάτι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
στ΄ αρχοντόσπιτα της Βαβυλωνίας, κρυμμένο, σαν τον φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο κ΄ οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμμένοι πίσω από το καταπέτασμα πού χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος κι άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ΄ έχουνε ξεχασμένον, κ΄ η χαρά η μυστική, που την νοιώθουνε όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κ΄ η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο. Και φχαρίστησα Εκείνον, που κάνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, χαρούμενους τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά σους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους βάλανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεχτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυΐδ που λέγει: «Κύριε, εν θλίψει επλάτυνάς με». Επειδή, όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία Του. Μα οι άνθρωποι δεν τα νοιώθουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουν και να ταπεινωθούνε, ώστε να νοιώσουνε κάτι παραπέρα από την καλοπέραση του κορμιού κι από τα μάταια πάθη τους.
Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο και δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο, γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται· και δάκρυα για μένα, γιατί πολλές φορές δείλιασα τη φτώχεια και τους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένοιωσα πώς δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα, χωρίς να περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι αντρειεύτηκα κατά το πνεύμα, κ΄ ένοιωσα πώς δεν φοβάμαι τη φτώχεια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά, πώς δεν πρέπει ο άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κ΄ η παρηγοριά, κ΄ εκεί βρίσκουνται οι πηγές της αληθινής ζωής. Αληθινά, η φτώχεια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει, όμως, και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβιά τη δίνει ο Κύριος άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ΄ αυτόν τον πόλεμο πού η αντρεία λέγεται ταπείνωση, και τα βραβεία είναι καταφρόνεση και ξευτελισμός, δεν βαστάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένοιωσε αληθινά τι είναι η ζωή, και γιατί ο Χριστός είπε: «Εγώ είμαι η ζωή», και γιατί είπε «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε». Όποιος δεν απελπίστηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πώς υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι΄ αυτόν, παρεχτός του Θεού.
Κ΄ εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένοιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κ΄ ειρήνη με περισκέπασε, κ΄ είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο: «Εβόησα εν θλίψει μου πρός Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου»! «Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσο άπατη με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, πού την κρατάνε αμπάρες ακατέλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας ερθεί η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησιά σου. Όσοι φυλάγονται μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με φωνή αινέσεως θα σε δοξολογήσω». Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ΄ έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο πού να σιχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους, και να νοιώθω πώς είμαι κερδισμένος, όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πώς είμαι ζημιωμένος· και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κ΄ έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις». Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Έ, πώς χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια, όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και θάν απλώσεις μονάχα το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου· γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρουνται όλα τα καλά και τ΄ αγαθά, μ΄ όλο πού δεν έχουνε τη δική σου την αξιωσύνη; Κοίταξε τη φτώχεια σου, κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου, το φτωχό το παιδί σου, πού υποφέρνουνε από σένα! Άλλη φορά τον άκουγα, με όλο που δεν έκανα ό,τι μου ΄λεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούω ολότελα. Εμένα ο νους μου ήτανε σε κείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους, που δεν έχουνε ελπίδα, και σε κείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα, και χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράγματα πού δεν μπορούνε να τ΄ αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε. Επειδής οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι και θέλουνε να ζεσταθούνε και ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράγματα, σαν τον θερμασμένο πού ρίχνει απάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πώς οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο απομέσα πλούτος, για να ΄χουν ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράγματα. Αυτά που λένε χαρές και ηδονές, τα δοκίμασα κ΄ εγώ σαν άνθρωπος, και πίστευα κ΄ εγώ πώς ήτανε στ΄ αλήθεια χαρά κ΄ ευτυχία. Μα γλήγορα κατάλαβα πώς ήτανε ψευστιές και φαντασίες ασύστατες, και πώς χοντραίνουνε την ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια και δεν μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ΄ αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεχτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα.
Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη· για τούτο θέλουνε να βρίσκουνται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζουνται, ώστε να θαρρούνε πώς είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μια ελπίδα της καρδιάς που τις αξιώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι΄ αυτό, Κύριε και Θεέ και Πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχεια, κι από τα βάσανα, κι από την καταφρόνεση του κόσμου, για ν΄ ανεβεί σε Σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένοιωσε την αδυναμία του αληθινά· όσο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θάν απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη του σε Σένα· αλλιώς θα γκρεμνιστεί στο βάραθρο της απελπισίας. Με τί λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου, που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ΄ έκανε να βλέπω; Εκείνος έστρεψε την λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγεν ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ΄ Αυτόν»!
*
Αδέρφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου! Έτσι που βλέπετε, έβλεπα κ΄ εγώ, και θαρρούσα πώς έβλεπα· μά τώρα κατάλαβα πώς ήμουνα στραβός και κουφός και ποδαγρός. Μετά χαράς δέχουμε κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φως, μήτε τ΄ αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στο δρόμο που πάγει εκεί οπού είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί που βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. Όποιος δεν καταλάβει πώς είναι απροστάτευτος κ΄ έρημος στον κόσμο τούτον, δεν θα ταπεινωθεί: κι όποιος δεν ταπεινωθεί, δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στον Θεό. Γι΄ αυτό δεν θέλω καμμιά καλοπέραση· καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη τη νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμαι κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούκλι μου, ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ΄ όξω, τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πώς κλαίγανε και πώς παρακαλούσανε ν΄ ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε. Το καντήλι έρριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του απάνου στα κονίσματα και στ΄ ασημωμένο Ευαγγέλιο. Δόξα σοι ο Θεός, καλά ήμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες με τις γυναίκες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής, γιορτάζει τον θάνατο του κορμιού του, πού κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λές πώς κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούριος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πώς σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής. «Πάτερ άφες αυτοίς, ού γάρ οίδασι τι ποιούσι». Τι κάνουνε; Πού πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμνιστούνε τα παλάτια τους, θα σβύσει και όλη τούτη η οχλοβοή κι΄ η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα πού δεν γίνηκε ποτές. Ώ κατάδικοι, τι ξεγελιόσαστε;
«Ίνα τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψεύδος;»