Μέχρι τώρα το χρησιμοποιήσαμε αλόγιστα, το ξοδέψαμε, το σκορπίσαμε, το ποτίσαμε και το μολύναμε χωρίς να σκεφτούμε αν οι επόμενες γενιές θα έχουν επαρκείς ποσότητες νερού...
Κάποια στιγμή έγινε φανερό ότι αντλούμε περισσότερο νερό απ’ αυτό που δίνει η φύση, παραβιάζοντας έτσι το υδάτινο ισοζύγιο και οδηγηθήκαμε σε ενέργειες αποκατάστασης της επιθυμητής ισορροπίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα διατάραξης αυτής της ισορροπίας είναι η υπεράνλτησητων υδάτων του υδροφόρου ορίζοντα στην περιοχή Σαριγκιόλ, στο νοτιοδυτικό πεδίο εκμετάλλευσης του λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα, προκειμένου να είναι εφικτή η εξόρυξη του λιγνίτη.
«Είναι σαφές ότι για να γίνει η εξόρυξη θα έπρεπε να υποβιβαστεί η στάθμη των υπόγειων υδάτων ώστε να μην πλημμυρίζουν τα ορυχεία. Έτσι, περιμετρικά του μετώπου εξόρυξης κατασκευάστηκαν γεωτρήσεις που αντλούν νερό με ρυθμούς πρωταθλητισμού.
Το νερό αυτό οδηγείται στις εγκαταστάσεις της ΔΕΗ για τη λειτουργία τους, στο δίκτυο της ύδρευσης αλλά και στη λίμνη Βεγορίτιδα μέσω του ρέματος Σουλού. Από εκεί, νόμιμες και παράνομες γεωτρήσεις καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες για αρδευτικές ανάγκες, με συνέπεια να ξοδεύονται οι υδάτινοι πόροι και να μην επωφελείται ούτε η λίμνη για να ανεβάσει τη στάθμη της».
Τα παραπάνω αναφέρει ο γεωλόγος μηχανικός της Διεύθυνσης Υδάτων Δυτικής Μακεδονίας, της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Ηπείρου – Δυτικής Μακεδονίας Ιωσήφ Παπαδόπουλος, με αφορμή την πραγματοποίηση διεθνούς συνεδρίου σήμερα στην Κοζάνη για τη διασφάλιση και την προστασία του νερού, στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος ”Sharp”.
Σε μία άλλη ευαίσθητη περιοχή, εκείνη της Χίου, η παρατεταμένη ξηρασία το 1989 οδήγησε τους κατοίκους στην υπεράντληση των υπόγειων υδάτων με αποτέλεσμα να πέσει η στάθμη του γλυκού νερού, να εισχωρήσει σε αυτό το νερό της θάλασσας και να προκύψουν προβλήματα υφαλμύρωσης.
Σαν να μην έφτανε αυτό, η παρουσία πετρωμάτων κυναβαρίτη συνέβαλαν στην απελευθέρωση υδραργύρου, επιβαρύνοντας έτσι το νερό. Την κατάσταση παρουσίασε στο συνέδριο ο συνεργάτης τουΠεριφερειακού Ταμείου Ανάπτυξης Βορείου Αιγαίου Βασίλης Ροζακής, επισημαίνοντας ότι το θέμα αντιμετωπίστηκε με τη δημιουργία φραγμάτων, τον περιορισμό της άντλησης υπόγειων υδάτων και με περιοριστικά μέτρα στην κατανάλωση του νερού.
Έλληνες και ξένοι επιστήμονες, ερευνητές και εκπρόσωποι φορέων συμφωνούν ότι μοναδική λύση είναι η παρακολούθηση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων ώστε να είναι γνωστό ανά πάσα στιγμή ποιες ποσότητες οδηγούνται σε ποια χρήση και πότε ξοδεύουμε περισσότερο απ’ αυτό που προσφέρει η φύση.
«Η απάντηση βρίσκεται στα σχέδια διαχείρισης των υδάτων που προωθεί το υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής» σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος και εκτιμά ότι, με βάση τις διαδικασίες που έχουν γνωστοποιηθεί, μέσα σε ενάμιση χρόνο θα υπάρχει το σχέδιο αυτό για τη Δυτική Μακεδονία. Έτσι, στη συνέχεια, θα είναι δυνατός ο σχεδιασμός μέτρων, όπως ο περιορισμός των γεωτρήσεων, η δημιουργία φραγμάτων και έργων συγκέντρωσης των νερών της βροχής αλλά και εμπλουτισμού του υδροφόρου ορίζοντα.
Τέτοιου είδους καλές πρακτικές παρουσιάζονται στο συνέδριο του ευρωπαϊκού προγράμματος “Sharp”. Στην Ιταλία χρησιμοποιούνται ηλεκτρονικές εφαρμογές υπολογισμού του νερού που χρησιμοποιείται για άρδευση, στη Μάλτα κατασκευάζονται φράγματα για την αποθήκευση νερού, στην Σκωτία τα αποθέματα καταγράφονται με τρισδιάστατα γεωλογικά μοντέλα, ενώ στη Γερμανία δημιουργήθηκε ψηφιακό βιβλίο νερού που εκτιμά την επίδραση του ανθρώπινου παράγοντα σε κάθε περιοχή.
Καθόλου πίσω δεν βρίσκεται, όμως, και η Ελλάδα στον τομέα των καλών πρακτικών, αφού σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, εδώ και χρόνια στη Σκύδρα της Έδεσσας το νερό της πηγής των Σεβαστιανώνπου περισσεύει τον χειμώνα και πλημμυρίζει τις γύρω εκτάσεις, αποθηκεύεται και διοχετεύεται μέσα στον υδροφόρο ορίζοντα για να ισορροπήσει τις απώλειές του το καλοκαίρι.
Στο ίδιο μήκος κύματος, δημιουργήθηκαν αναχώματα στη λίμνη Χειμαδίτιδα της Φλώρινας ώστε να αποθηκεύεται το νερό που ανεβάζει τη στάθμη της λίμνης το χειμώνα και να χρησιμοποιείται για άρδευση το καλοκαίρι.
Όπως υπογραμμίζουν οι επιστήμονες, το παν είναι η διαχείριση του νερού, η αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των ποσοτήτων που υπάρχουν και των ποσοτήτων που αντλούνται και η αποθήκευση της υπερβολής της φύσης ώστε να είναι διαθέσιμη σε περιόδους ξηρασίας.