Η έρημος Λουτ στο Ιράν δικαιούται τον -μάλλον καθόλου επίζηλο- τίτλο του πιο καυτού μέρους
στον πλανήτη μας, σύμφωνα με νέα επιστημονικά δεδομένα, που έρχονται να αμφισβητήσουν την πεποίθηση ότι η πιο ζεστή τοποθεσία της Γης βρίσκεται στη Σαχάρα.
Τα στοιχεία δείχνουν πάντως ότι από χρόνο σε χρόνο μπορεί να αλλάζει το πιο ζεστό μέρος στην επιφάνεια του πλανήτη μας.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Μοντάνα στις ΗΠΑ, με επικεφαλής τον Στίβεν Ράνινγκ, που μελέτησαν δεδομένα επτά ετών από τους δορυφόρους Landsat της Αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας, βρήκαν ότι για πέντε από τα επτά χρόνια η συγκεκριμένη έρημος ήταν το πιο ζεστό μέρος του πλανήτη.
Συγκεκριμένα, η έρημος Λουτ κατείχε το παγκόσμιο ρεκόρ ζέστης το 2004, το 2005, το 2006, 2007 και το 2009. Το μεγαλύτερο ρεκόρ σημειώθηκε το 2005, όταν καταγράφηκε θερμοκρασία 70,7 βαθμών Κελσίου (159,3 Φαρενάιτ). Η δεύτερη υψηλότερη καταγραφή θερμοκρασίας (69,3 βαθμοί) έγινε σε μία έρημο στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας.
Συνήθως «βασίλισσα» των θερμοκρασιών θεωρείται η περιοχή Ελ Αζίζια στη Βόρεια Αφρική, κοντά στη λιβυκή Σαχάρα, όπου το 1922 για πρώτη φορά καταγράφηκε θερμοκρασία 58 βαθμών Κελσίου. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό, μέχρι σήμερα επισήμως αυτή θεωρείται η υψηλότερη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας σε μια περιοχή στη Γη.
Οι δορυφόροι, που ανιχνεύουν την εκπεμπόμενη υπέρυθρη ακτινοβολία, είναι σε θέση να έχουν πλέον μια ακριβέστερη και πληρέστερη εικόνα για τις επιφανειακές θερμοκρασίες -και όχι του αέρα πάνω από το έδαφος- σε κάθε γωνιά του πλανήτη. «Τα περισσότερα μέρη που αυτοαποκαλούνται τα πιο ζεστά στον κόσμο, στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε καν σοβαροί διεκδικητές του τίτλου», δήλωσε ο Ράνινγκ, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο της Γης της NASA.
Η μέτρηση των πιο καυτών σημείων της Γης, που βασικά βρίσκονται στις ερήμους (Σαχάρα, Γκόμπι, Σονόραν, Λουτ κ.α.), δεν μπορεί να γίνει από το έδαφος για πρακτικούς λόγους, καθώς λόγω του αφιλόξενου περιβάλλοντός τους είναι αδύνατη η επιτόπια διατήρηση ενός μετεωρολογικού σταθμού, γι' αυτό η συμβολή των δορυφόρων από ψηλά είναι πολύτιμη. Μία βασική επίσης διαφορά είναι ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, οι επίγειοι μετεωρολογικοί σταθμοί μετρούν την θερμοκρασία του αέρα ένα έως δύο μέτρα πάνω από το έδαφος και υπό σκιά, ενώ οι δορυφόροι μετρούν την ίδια τη θερμοκρασία του εδάφους, που απορροφά τόσο τις ακτίνες του ήλιου, όσο και θερμότητα από την ατμόσφαιρα και άλλες πηγές.
Αν και το ρεκόρ ζέστης μπορεί να μετακινείται από χρόνο σε χρόνο, πάντα ανήκει σε ξερές, βραχώδεις, άνυδρες και σκουρόχρωμες περιοχές που απορροφούν πολύ περισσότερη ηλιακή ακτινοβολία από όση αντανακλούν.
ΠΗΓΗ