Ο ιατρικός όρος για τη λιποθυμία είναι «συγκοπή». Πρόκειται για μια προσωρινή αλλά πλήρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται από υποτονία. Ακολουθείται από ταχεία ανάνηψη. Η λιποθυμία είναι σύνηθες φαινόμενο. Ένα ποσοστό 15% των παιδιών λιποθυμούν τουλάχιστον μία φορά, συνήθως στην εφηβεία.
Όπως θα διαβάσετε παρακάτω, η λιποθυμία μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, καθώς μόνο ορισμένα από αυτά τα αίτια είναι σοβαρότερα. Ωστόσο, ο βασικός μηχανισμός της λιποθυμίας είναι πάντα ίδιος και έγκειται στην αιφνίδια μείωση της παροχής αίματος στον εγκέφαλο.
Η αιμάτωση του εγκεφάλου εξασφαλίζεται από ένα πολύπλοκο σύστημα ελέγχου, που απαιτεί επαρκείς ποσότητες αίματος, καλή καρδιακή λειτουργία και καλό τόνο των αιμοφόρων αγγείων, ώστε να διατηρείται η πίεση του αίματος.
Ο τελευταίος παράγοντας, η διατήρηση του τόνου των αιμοφόρων αγγείων, είναι σημαντικός, αφού επιτρέπει τις προσαρμογές κατά τις αλλαγές της στάσης (π.χ. κατά το κάθισμα ή την έγερση). Η διαδικασία ελέγχεται από συγκεκριμένους αισθητήρες τόνου που προκαλούν συστολή ή διαστολή των αιμοφόρων αγγείων, χρησιμοποιώντας τις νευρικές οδούς του συμπαθητικού νευρικού συστήματος.
Τι μπορεί να προκαλέσει λιποθυμία;
Οι περισσότερες λιποθυμικές κρίσεις οφείλονται σε νευροκαρδιογενή συγκοπή (πρόκειται για τον ιατρικό όρο της απλής λιποθυμίας). Σε ορισμένα άτομα, τα αντανακλαστικά που ελέγχουν τη διατήρηση της στάσης είναι πολύ ευαίσθητα, γεγονός που τα καθιστά πιο ευάλωτα στη λιποθυμία. Ο φόβος για ένα πραγματικό ή ανυπόστατο αίτιο, ή ένα δυσάρεστο ερέθισμα όπως η θέαση αίματος, πυροδοτεί μια αντίδραση που μειώνει με ταχύτατους ρυθμούς την πίεση. Στη συνέχεια, μειώνεται η παροχή αίματος στον εγκέφαλο και το άτομο λιποθυμά. Είναι σύνηθες περιστατικό η λιποθυμία ενός εφήβου που στέκεται για αρκετή ώρα σε έναν υπερθερμασμένο και περιορισμένο χώρο.
Προτού λιποθυμήσει, ο έφηβος κυριεύεται συνήθως από μια αίσθηση αποπροσανατολισμού, εμφανίζει συμπτώματα όπως αποδυνάμωση, θολωμένη όραση και ναυτία, ενώ είναι ωχρός και ιδρωμένος. Έπειτα επέρχεται η απώλεια της συνείδησης και η υποτονία, συνήθως για σύντομο χρονικό διάστημα. Η παρατεταμένη αναισθησία και οι μυϊκοί σπασμοί είναι σπάνιοι στις απλές λιποθυμικές κρίσεις. Μετά τη λιποθυμία δεν υπάρχει σύγχυση, αλλά τα συμπτώματα επιστρέφουν αν το άτομο επιχειρήσει να σταθεί όρθιο ή να καθίσει πολύ γρήγορα. Ένα απλό λιποθυμικό επεισόδιο σπάνια αποτελεί ένδειξη κάποιας σοβαρής πάθησης.
Μια άλλη αιτία λιποθυμίας είναι η ορθοστατική υπόταση: η πίεση του αίματος πέφτει απότομα, όταν το άτομο σηκώνεται χωρίς να υπάρχει αντίστοιχα αυξημένος καρδιακός παλμός. Επειδή ο εγκέφαλος δεν αιματώνεται επαρκώς, ακολουθούν συμπτώματα παρόμοια με αυτά της απλής λιποθυμίας.
Η ορθοστατική υπόταση παρατηρείται συνήθως σε ευάλωτα άτομα που στέκονται όρθια για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, ειδικά αν υπάρχουν παράγοντες που μειώνουν τον όγκο του αίματος. Η αφυδάτωση από διάρροια ή η ακατάσχετη εφίδρωση εξαιτίας της ζέστης ή της έντονης σωματικής άσκησης είναι συνήθη παραδείγματα. Ορισμένα φάρμακα, το αλκοόλ και ο μειωμένος μυϊκός τόνος συμβάλλουν επίσης στην ορθοστατική υπόταση.
Λιποθυμίες προκαλούνται και από ορισμένες καρδιοπάθειες. Είναι πολύ σπανιότερες από τις απλές λιποθυμίες, αλλά απαιτούν διάγνωση και αντιμετώπιση, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ενός αιφνίδιου, τραγικού θανάτου.
Υπάρχουν τριών ειδών καρδιακά προβλήματα που συνδέονται με τα λιποθυμικά επεισόδια: οι αποφρακτικές καταστάσεις, που παρακωλύουν την επαρκή παροχή αίματος όταν το άτομο καταβάλλει έντονη σωματική προσπάθεια· η στεφανιαία νόσος, που εμποδίζει την παροχή οξυγόνου στο μυοκάρδιο· και οι αρρυθμίες, οι οποίες είναι ανωμαλίες στο ηλεκτρικό σύστημα που ρυθμίζει τους καρδιακούς παλμούς.
Οι παθολογικοί παράγοντες που εμποδίζουν την καρδιά να αυξήσει τους παλμούς της όποτε κρίνεται αναγκαίο, τελικά μειώνουν την αιμάτωση του εγκεφάλου. Σε αυτές τις καταστάσεις συγκαταλέγεται ο καρδιακός αποκλεισμός και μια κληρονομική πάθηση που καλείται σύνδρομο μακρού Q-T.
Δύο ενδείξεις που υποδηλώνουν ότι η συγκοπή μπορεί να οφείλεται σε καρδιακό πρόβλημα είναι το ιστορικό αισθήματος παλμών ή η λιποθυμία όποτε καταβάλλεται έντονη σωματική προσπάθεια. Οι αποφρακτικές καταστάσεις συνήθως συνοδεύονται από καρδιακό φύσημα. Οι διαταραχές στο ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς είναι συνήθεις, αλλά δεν συνδέονται απαραίτητα με χειρουργική επέμβαση στην καρδιά.
Ωστόσο, για ορισμένα καρδιακά αίτια λιποθυμίας δεν υπάρχουν προειδοποιητικές ενδείξεις. Συνεπώς, όποιος λιποθυμά, πρέπει να κάνει ηλεκτροκαρδιογράφημα, ενώ όποιος λιποθυμά ύστερα από κόπωση πρέπει να υποβάλλεται σε ενδελεχείς καρδιολογικές εξετάσεις, συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής του καρδιακού ρυθμού για μεγάλο χρονικό διάστημα με συσκευή Holter.
Επίσης, πρέπει να αξιολογηθούν τα ψυχολογικά αίτια της λιποθυμίας. Ορισμένα άτομα μπορεί να αγχωθούν τόσο πολύ, ώστε να παρουσιάσουν υπεραερισμό, ο οποίος ενδέχεται να προκαλέσει απώλεια των αισθήσεων για μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως, ένα τυπικό ιστορικό αρκεί για να πραγματοποιηθεί η διάγνωση. Ορισμένα περιστατικά λιποθυμίας οφείλονται σε υστερία και εκδηλώνονται με δραματικό τρόπο.
Συνήθως παρατηρούνται σε κορίτσια που διανύουν την περίοδο της εφηβείας. Η παρουσία τους συνδέεται με ένα ιστορικό συχνών λιποθυμικών κρίσεων που δεν συνοδεύονται από αίσθημα αποπροσανατολισμού, αποδυνάμωση, ναυτία και ωχρότητα. Επιπλέον, εκδηλώνονται πάντα μπροστά σε άλλα άτομα. Η έφηβη δεν βιώνει το άγχος που χαρακτηρίζει τα πραγματικά λιποθυμικά επεισόδια, ενώ οποιαδήποτε πτώση είναι μελετημένη, κι έτσι δεν προκαλεί κακώσεις.
Υπάρχουν κι άλλα προβλήματα που συνδέονται με την απώλεια συνείδησης. Ο σπασμός του βήχα μπορεί να είναι τόσο σφοδρός, ώστε να εμποδίσει την παροχή οξυγόνου στον εγκέφαλο. Αυτή η κατάσταση παρατηρείται συχνά στον κοκίτη. Η υπογλυκαιμία μπορεί επίσης να προκαλέσει λιποθυμικά επεισόδια.
Ένας μεθυσμένος έφηβος μπορεί να λιποθυμήσει, αν έχει πιει αρκετά. Και, ασφαλώς, η λιποθυμία μπορεί να οφείλεται σε επιληπτική κρίση. Σε γενικές γραμμές, οι επιληπτικές κρίσεις διαφέρουν από τις λιποθυμίες, επειδή πριν από την κρίση εκδηλώνονται ελάχιστα συμπτώματα, στη διάρκεια της κρίσης παρατηρούνται σπασμοί, ενώ μετά τη λήξη του επεισοδίου το παιδί φαίνεται αδύναμο και νυσταγμένο.
Πώς αντιμετωπίζεται η λιποθυμία;
Περίπου το 80% των λιποθυμιών είναι νευροκαρδιογενείς συγκοπές. Ωστόσο, αν ένα άτομο λιποθυμά για πρώτη φορά, πρέπει να αξιολογηθεί η κατάστασή του. Τα περιστατικά που απαιτούν θεραπεία, πρέπει να εντοπίζονται με τις κατάλληλες εξετάσεις. Συνεπώς, είναι προτιμότερο να συμβουλευτείτε το γιατρό σας.
Τα επαναλαμβανόμενα λιποθυμικά επεισόδια απαντώνται συνήθως σε άτομα με παθολογικούς ψυχολογικούς ή καρδιολογικούς παράγοντες.
ΠΗΓΗ