Μάξιμος ο Ομολογητής: Τρίτη εκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων περί Θεολογίας, Οικονομίας, αρετής και κακίας - Point of view

Εν τάχει

Μάξιμος ο Ομολογητής: Τρίτη εκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων περί Θεολογίας, Οικονομίας, αρετής και κακίας



1. Ένα είναι το πάνω από άναρχο και πάνω από ουσία Αγαθό, η Αγία Τρισυπόστατη Μονάδα, Πατέρας, Υιός και Άγιο Πνεύμα· μια άπειρη συμφυΐα τριών απείρων. Έχει εντελώς απλησίαστο απ' όλα τα όντα τον λόγο του είναι της, του πώς υπάρχει, του τι και ποιο είναι. Ξεφεύγει από κάθε νόηση όσων νοούν, αφού δεν εξέρχεται διόλου από την κατά φύση κρύφια εσωτερικότητά της, και αφού απλώνεται πέρα από κάθε γνώση όλων των γνώσεων.

2. Αυτό που στην ουσία Του είναι απόλυτα αγαθό, είναι εκείνο που μήτε αρχή έχει, μήτε τέλος, μήτε αιτία της υπάρξεως, μήτε οποιαδήποτε ως προς την ύπαρξή Του κίνηση προς κάποια αιτία.
Εκείνο που δεν είναι έτσι, ούτε υπάρχει απόλυτα, αφού έχει αρχή και τέλος και αιτία υπάρξεως και τη σχετική με την ύπαρξη κίνηση προς κάποια αιτία. Αυτό που δεν υπάρχει απόλυτα, και αν λέγεται ότι υπάρχει, κατά μέθεξη και επειδή θέλει το απόλυτο ον και υπάρχει και λέγεται.

3. Αν ο Λόγος προηγείται και κατευθύνει τη δημιουργία των όντων, τότε ούτε υπήρχε, ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξει λόγος ανώτερος του Λόγου. Ο Λόγος δεν είναι χωρίς νου ή χωρίς ζωή, αλλά με νου και ζωή, αφού έχει τον Πατέρα ως νού που υφίσταται κατ' ουσίαν και ο οποίος Τον γεννά, και το Άγιο Πνεύμα ως ζωή που υφίσταται κατ' ουσίαν και συνυπάρχει μ' Αυτόν.

4. Ένας Θεός υπάρχει, Πατέρας που γέννησε έναν Υιό, και πηγή του Αγίου Πνεύματος. Είναι Μονάδα που δε συγχέεται και Τριάδα που δε διαιρείται· άναρχος Νους, μόνος γεννήτορας κατά την ουσία του μόνου άναρχου Λόγου και πηγή της μόνης προαιώνιας ζωής, δηλαδή του Αγίου Πνεύματος.

5. Ο Θεός είναι ένας γιατί μία είναι η θεότητα. Είναι Μονάδα άναρχη, απλή, πάνω από κάθε ουσία, αμέριστη και αδιαίρετη. Η ίδια είναι και Μονάδα και Τριάδα κτλ.

6. Αν κάθε μετοχή (σε κάποια κατάσταση) προηγείται στη νόηση από εκείνα που μετέχουν, τότε είναι φανερό ότι η Αιτία των όντων είναι ασυγκρίτως και με κάθε τρόπο πάνω από τα όντα, επειδή κατά φύση προϋπάρχει και νοείται πριν από τα όντα. Δεν υπάρχει δηλαδή ως ουσία σε συμβεβηκότα, γιατί τότε το θείο θα αποδειχθεί κάτι σύνθετο, που έχει για συμπλήρωση της υπάρξεώς Του την ύπαρξη των όντων· αλλά υπάρχει ως η υπερουσιότητα της ουσίας.

Γιατί αν οι τέχνες εφεύραν τα σχήματα των προϊόντων τους και η φύση γενικά τις μορφές όσων περιέχει, πολύ περισσότερο ο Θεός έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη τις ουσίες των όντων, αφού είναι υπερούσιος, ή μάλλον, είναι και από κάθε έννοια υπερουσιότητας απείρως πιο πάνω. Αυτός είναι που συνέζευξε τις τέχνες με τις επιστήμες προς εξεύρεση σχημάτων, και έδωσε στη φύση την ενέργεια με την οποία δημιουργούνται οι διάφορες μορφές, και στις ουσίες έδωσε την ύπαρξη, όποια είναι αυτή.

7. Αυτός που δεν είναι μεθεκτός από τα όντα κατά την ουσία Του, αλλά θέλει να μετέχεται με άλλο τρόπο από αυτούς που μπορούν, δεν απομακρύνεται διόλου από την κρυφιότητα της ουσίας Του. Οπότε και αυτός ο τρόπος με τον οποίον μετέχεται θεληματικά, όπως Αυτός γνωρίζει, είναι για πάντα σε όλους αφανέρωτος. Έτσι και θέλοντας έφερε στην ύπαρξη εκείνα που μετέχουν, κατά το λόγο που Εκείνος γνωρίζει από υπερβολική δύναμη της αγαθότητάς Του. Αυτό λοιπόν που έγινε με τη θέληση του Δημιουργού του, δεν μπορεί ποτέ να είναι συνάναρχο με Εκείνον που θέλησε να το κατασκευάσει.

8. Ο Λόγος του Θεού που γεννήθηκε μια φορά κατά σάρκα, γεννιέται θεληματικά πάντοτε κατά πνεύμα από φιλανθρωπία για όποιους θέλουν· και γίνεται βρέφος και σχηματίζει τον εαυτό Του μέσα τους με τις αρετές. Και φαίνεται τόσο, όσο γνωρίζει ότι μπορεί να Τον δει εκείνος που Τον δέχεται. Δεν μικραίνει τη φανέρωση του μεγαλείου Του από φθόνο, αλλά μετρά ακριβώς τη δύναμη εκείνων που θέλουν να Τον βλέπουν. Έτσι πάντοτε και ενώ φαίνεται ο Λόγος του Θεού με τους τρόπους που μετέχεται, μένει πάντοτε λόγω της υπερβολής του μυστηρίου, αθέατος. Γι' αυτό, αφού μελέτησε με σοφία τη δύναμη του μυστηρίου ο θείος Απόστολος, λέει: «Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ίδιος χθες και σήμερα και στους αιώνες», επειδή γνωρίζει ότι το μυστήριο είναι πάντα νέο και ποτέ δεν παλιώνει με το να περιληφθεί από νου.

9. Ο Χριστός ο Θεός γεννιέται και γίνεται άνθρωπος με την πρόσληψη σάρκας που έχει νοερή ψυχή, Αυτός που έδωσε στα όντα την ύπαρξη από την ανυπαρξία. Τον γέννησε Παρθένος υπέρ φύση, χωρίς να καταστρέψει κανένα από τα γνωρίσματα της παρθενίας. Γιατί όπως Αυτός έγινε άνθρωπος χωρίς να μεταβάλει την θεία Του φύση ή να χάσει τη δύναμη Του, έτσι και εκείνη που Τον γέννησε, και Μητέρα την κάνει και Παρθένο τη διατηρεί. Ερμηνεύει θαύμα με θαύμα και συγχρόνως κρύβει το ένα θαύμα με το άλλο, επειδή από τον εαυτό του ο Θεός είναι κατά την ουσία πάντοτε μυστήριο και βγάζει τόσο τον εαυτό Του από τη φυσική κρυφιότητα, όσο για να την κάνει με τη φανέρωση ακόμα πιο πολύ κρύφια. Και τόσο πάλι κάνει μητέρα την Παρθένο που Τον γέννησε, οσο για να γίνουν με την κύηση άλυτα τα δεσμά της παρθενίας.

10. Οι φύσεις καινοτομούνται και ο Θεός γίνεται άνθρωπος. Δεν είναι μόνο η θεία φύση, η σταθερή και ακίνητη, που κινείται προς την κινούμενη και άστατη ανθρώπινη φύση για να την σταματήσει από τη φορά της· ούτε μόνο η ανθρώπινη φύση που χωρίς καταβολή σπέρματος σχηματίζει υπέρ φύση σάρκα, η οποία τελειοποιείται με το λόγο ώστε να σταθεί από τη φορά της· αλλά είναι και το άστρο από την ανατολή που φαίνεται την ημέρα και οδηγεί τους Μάγους στον τόπο της Σαρκώσεως του Λόγου, για να δείξει μυστικά ότι ο λόγος που υπήρχε στο Νόμο και τους προφήτες νικά την αίσθηση και οδηγεί τα έθνη προς τό μέγιστο φως της επιγνώσεως. Γιατί ολοκάθαρα ο λόγος του Νόμου και των προφητών, όταν κατανοείται μ' ευλάβεια, σαν άστρο οδηγεί προς την επίγνωση του σαρκωμένου Λόγου όσους σύμφωνα με την προαίρεση τους είναι καλεσμένοι από τη χάρη.

11. Με τη θέλησή μου εγώ ο άνθρωπος έχω παραβεί την εντολή του Θεού και ο διάβολος, δελεάζοντάς με με την ελπίδα της θεότητας έσυρε τη σταθερότητα της φύσεώς μου κάτω προς την ηδονή και καμάρωνε που μ' αυτή έφερε το θάνατο, απολαμβάνοντας τη φθορά της φύσεως. Γι' αυτό ο Θεός γίνεται τέλειος άνθρωπος, χωρίς να παραλείψει τίποτε από την ανθρώπινη φύση, εκτός από την αμαρτία, η οποία εξάλλου δεν ανήκε στην ανθρώπινη φύση. Ήθελε προβάλλοντας τη σάρκα, να δελεάσει τον άπληστο δράκοντα και να τον ερεθίσει ώστε ν' ανοίξει το στόμα του και να καταπιεί τη σάρκα, για να του γίνει δηλητήριο καταστρέφοντάς τον ολότελα με τη δύναμη της θεότητας που έκρυβε μέσα της· στην ανθρώπινη φύση όμως να γίνει φάρμακο, επαναφέροντάς την στην αρχική χάρη με τη δύναμη πάλι της θεότητας που αυτή είχε. Γιατί όπως ο διάβολος έχυσε το δηλητήριό του στο δένδρο της γνώσεως και διέφθειρε την ανθρώπινη φύση που γεύθηκε από αυτό, έτσι και ο ίδιος, όταν θέλησε να φάει τη σάρκα του Κυρίου, εξολοθρεύτηκε με τη δύναμη της θεότητας που είχε μέσα της.

12. Το μέγα μυστήριο της Ενανθρωπήσεως, μένει πάντοτε μυστήριο. Όχι μόνο γιατί, καθώς φανερώνεται ανάλογα με τη δύναμη όσων σώζονται από αυτό, κρύβει μυστικό βάθος μεγαλύτερο απ' ό,τι φανερώνεται, αλλά γιατί και αυτό που φάνηκε, μένει ακόμη τελείως απόκρυφο και με κανένα τρόπο δεν γνωρίζεται όπως είναι. Ας μη θεωρηθεί παράδοξο το λεγόμενο. Γιατί ο Θεός όντας υπερούσιος και πολύ πιο πάνω από κάθε υπερουσιότητα, αφού θέλησε να λάβει ουσία, το έκανε με τρόπο υπερούσιο. Γι' αυτό, ενώ ως φιλάνθρωπος έγινε αληθινά άνθρωπος από την ουσία των ανθρώπων με τρόπο που υπερβαίνει τον άνθρωπο, εξακολουθεί να έχει για πάντα αφανέρωτο τον τρόπο του πώς έγινε άνθρωπος. Γιατί έγινε άνθρωπος με τρόπο που υπερβαίνει τον άνθρωπο.

13. Ας παρατηρήσομε με πίστη το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως και ας δοξάσομε μόνο με απλότητα Εκείνον που ευδόκησε να γίνει αυτό για μας. Γιατί ποιος μπορεί, θαρρώντας σε λογικές αποδείξεις, να πει πώς γίνεται σύλληψη του Θεού Λόγου; Πώς γίνεται σχηματισμός σάρκας χωρίς σπορά; Πώς γίνεται γέννηση χωρίς φθορά της παρθενίας; Πώς είναι μητέρα εκείνη που και μετά τον τοκετό έμεινε παρθένος; Πώς ο υπερτέλειος προόδευε και μεγάλωνε στο σώμα; Πώς ο καθαρός βαπτιζόταν; Πώς εκείνος που πεινούσε έτρεφε τους άλλους; Πώς εκείνος που κοπίαζε χάριζε δύναμη; Πώς εκείνος που έπασχε έκανε θεραπείες; Πώς εκείνος που πέθαινε έδινε ζωή; Και για να πω το πρώτο και το τελευταίο, πώς ο Θεός γίνεται άνθρωπος; Και το ακόμα πιο μυστηριώδες, πώς βρίσκεται να έχει υπόσταση ουσιωδώς/στη σάρκα αυτός που κατά την ουσία είναι υποστατικώς όλος στον Πατέρα; Πώς ο ίδιος, και όλος είναι Θεός κατά φύση, και όλος έγινε κατά φύση. άνθρωπος, χωρίς ν' απαρνηθεί καθόλου καμία φύση, ούτε τη θεία κατά την οποία είναι Θεός, ούτε τη δική μας κατά την οποία έγινε άνθρωπος; Μόνο η πίστη χωρεί αυτά τα μυστήρια, γιατί αυτή κάνει χειροπιαστά τα πράγματα που υπερβαίνουν το νου και τη λογική.

14. Παραβαίνοντας την εντολή ο Αδάμ, προξένησε το να περιέχει ηδονή ο τρόπος δημιουργίας της ανθρώπινης φύσεως· εξορίζοντας από τη φύση την ηδονή ο Κύριος, δε δέχτηκε τη σύλληψη μέσω σπέρματος. Παραβαίνοντας την εντολή η γυναίκα, επέφερε το να αρχίζει με οδύνη η εμφάνιση της ανθρώπινης φύσεως· αποτινάζοντας την οδύνη από την φύση ο Κύριος, δεν επέτρεψε κατά τη γέννησή Του να υποστεί η Παρθένος καμιά φθορά. Μ' αυτά ήθελε να αφαιρέσει από την φύση και τη θεληματική ηδονή, και την αθέλητη οδύνη που προήλθε από την ηδονή, ώστε να γίνει εξολοθρευτής αυτών που δε δημιούργησε, και να μας διδάξει μυστικά ν' αρχίσομε με τη βούληση μας άλλη ζωή, η οποία ξεκινά ίσως με οδύνη και κόπους, καταλήγει όμως οπωσδήποτε σε θεία ηδονή και απέραντη ευφροσύνη. Γι' αυτό γίνεται άνθρωπος και γεννιέται ως άνθρωπος ο Δημιουργός του ανθρώπου, για να σώσει τον άνθρωπο· και γιατρεύοντας τα πάθη μας με τα πάθη Του, να δειχθεί ότι Αυτός είναι «πάθος» των δικών μας παθών, που ανακαινίζει υπέρ φύση από φιλανθρωπία τις πνευματικές μας έξεις μέσω των κατά σάρκα στερήσεών Του.

15. Εκείνος που με το θείο πόθο νίκησε την κλίση της ψυχής προς το σώμα, δεν περιορίζεται πλέον από τίποτε, αν και βρίσκεται στο σώμα. Γιατί ο Θεός ο Οποίος ελκύει την επιθυμία εκείνου που Τον ποθεί, είναι ασύγκριτα πιο υψηλός απ' όλα και δεν αφήνει να προσηλώσει την επιθυμία του εκείνος που Τον ποθεί σε κάτι που είναι μετά το Θεό. Ας ποθήσομε λοιπόν το Θεό με όλη τη δύναμη της φύσεώς μας και ας μη δεσμεύσομε την προαίρεσή μας σε κανένα από τα σωματικά. Ας ανεβούμε με την προαίρεσή μας πάνω από όλα τα όντα, αισθητά και νοητά, και καθόλου ας μη μειώσει ο φυσικός μας περιορισμός τη θέληση να είμαστε μαζί με το Θεό, τον κατά φύση απεριόριστο.

16. Η κακοπάθεια των αγίων είναι αγώνας μεταξύ φθόνου και αρετής. Ο φθόνος αγωνίζεται να επικρατήσει, ενώ η αρετή αγωνίζεται να μείνει ανίκητη υπομένοντας τα πάντα. Ο φθόνος αγωνίζεται να ευοδωθεί η κακία με το να κάνει κακό στους ενάρετους, ενώ η αρετή αγωνίζεται να κρατήσει τους αγαθούς, ακόμη και αν δέχονται αλλεπάλληλες συμφορές.

17. Η πάλη της αρετής είναι το να αγωνίζεται μέσα σε κόπους. Έπαθλο της νίκης για όσους υπομένουν είναι η απάθεια της ψυχής. Στην κατάσταση αυτή η ψυχή ενώνεται μέσω της αγάπης με το Θεό και χωρίζεται αυτοπροαίρετα από το σώμα και τον κόσμο. Γιατί η κακοπάθεια του σώματος, σε όσους υπομένουν, είναι ευρωστία της ψυχής.

18. Αφού εξαπατηθήκαμε από την ηδονή εξαρχής, προτιμήσαμε τον θάνατο από την αληθινή ζωή. Ας υπομένομε λοιπόν ευχαρίστως την κακοπάθεια του σώματος που σκοτώνει την ηδονή, κι έτσι, αφού αφανίσει ο θάνατος της ηδονής τον θάνατο που προήλθε απ' αυτήν, να λάβομε πάλι πίσω, αγορασμένη με μικρούς σωματικούς κόπους, τη ζωή που την πουλήσαμε για την ηδονή.

19. Αν με την καλοπέραση της σάρκας συμβαίνει ν' αυξάνει η δύναμη της αμαρτίας, είναι φανερό ότι όταν αυτή κακοπαθεί, ξανανιώνει η δύναμη της αρετής. Ας υπομένομε λοιπόν με γενναιότητα την κακοπάθεια του σώματος, η οποία καθαρίζει τους μολυσμούς της ψυχής και προξενεί την μέλλουσα δόξα. Γιατί τα παθήματα του καιρού αυτού δεν είναι άξια να συγκριθούν με τη δόξα που μέλλει ν' αποκαλυφθεί σ' εμάς.

20. Οι γιατροί που θεραπεύουν τα σώματα δε δίνουν ένα και το αυτό φάρμακο σε όλους. Έτσι και ο Θεός που γιατρεύει τις ασθένειες των ψυχών, δε γνωρίζει ένα μόνο τρόπο θεραπείας που να ταιριάζει σε όλες, αλλά δίνοντας στην κάθε ασθένεια το κατάλληλο φάρμακο, προξενεί τη θεραπεία. Ας ευχαριστήσομε λοιπόν, όταν θεραπευόμαστε, έστω κι αν έχει ταλαιπωρία ή θεραπεία. Γιατί τό τέλος είναι μακάριο.

21. Τίποτε άλλο δέ φανερώνει την κατάσταση της ψυχής, όσο οι επα- ναστάσεις του σώματος που κακοπαθεί, στις οποίες αν υποχωρήσει, θα φανεί ότι προτιμά τη σάρκα από το Θεό. Αν όμως στα τινάγματά τους μείνει ακλόνητη, τότε θα δειχθεί ότι από τη σάρκα προτιμά την αρετή, με την οποία θα έρθει να κατοικήσει μέσα της ο Θεός που γι' αυτήν καταδέχθηκε να πάθει ως άνθρωπος και που λέει, όπως παλιά στους μαθητές: «Έχετε θάρρος, εγώ έχω νικήσει τον κόσμο». 

22. Αν όλοι οι άγιοι παιδαγωγήθηκαν με κακοπάθειες, ας ευχαριστήσομε κι εμείς όταν παιδαγωγούμαστε μαζί τους, για να αξιωθούμε να μετάσχομε και στη δόξα τους. Γιατί όποιον αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί, και χτυπά με μαστίγιο όποιον παραδέχεται σαν γιό Του. 

23. Ο Αδάμ, αφού συγκατατέθηκε στην πλευρά του που του πρότεινε την ηδονή, έβγαλε έξω από τον Παράδεισο το ανθρώπινο γένος. Και ο Κύριος που υπόμεινε τον πόνο από το κέντημά της, έβαλε τον ληστή μέσα στον Παράδεισο. Ας αγαπήσομε λοιπόν την κακοπάθεια του σώματος, και ας μισήσομε την ηδονή του. Γιατί η πρώτη εισάγει στον Παράδεισο και μας αποκαθιστά στα αγαθά, ενώ η άλλη βγάζει έξω και χωρίζει από τα αγαθά. 

24. Αν ο Θεός πάσχει κατά τη σάρκα αφού έγινε άνθρωπος, ποιος όταν υποφέρει, δεν χαίρεται που έχει το Θεό συμμέτοχο των παθημάτων του; Το να συμπάσχει κανείς μ' Αυτόν προξενεί τη βασιλεία. Γιατί λέει αλήθεια εκείνος που είπε: «Εφόσον συμπάσχομε, θα δοξαστούμε και μαζί Του». 

25. Αν οπωσδήποτε πρέπει να κακοπαθήσομε, επειδή αναμείχθηκε με την ανθρώπινη φύση μέσω του προπάτορά μας η ηδονή, ας υποφέρομε με γενναιότητα και καρτερία τις πρόσκαιρες κακοπάθειες, οι οποίες και το κεντρί της ηδονής το αμβλύνουν μέσα μας και μας ελευθερώνουν από τις αιώνιες κολάσεις που μας περιμένουν εξαιτίας της.

26. Όλων των αγαθών το τέρμα είναι η αγάπη, γιατί οδηγεί εκείνους που ζουν σύμφωνα μ' αυτή και τους προσφέρει και τους συγκεντρώνει στο Θεό, ο Οποίος είναι το ακρότατο αγαθό και αίτιος κάθε αγαθού, και γιατί η αγάπη είναι πιστή και δεν θα πάψει ποτέ να υπάρχει. Η πίστη είναι βάση των επομένων, εννοώ της ελπίδας και της αγάπης, καθώς κάνει βέβαιη την αλήθεια. Η ελπίδα είναι η δύναμη των άκρων, εννοώ της αγάπης και της πίστεως, γιατί δια μέσου του εαυτού της κάνει να φανεί και στις δύο Αυτό που πιστεύομε και αγαπούμε, και γιατί διδάσκει να πορευόμαστε μέσω αυτής προς Αυτό. Η αγάπη τέλος είναι η συμπλήρωση των δύο, καθώς όλη αγκαλιάζει όλο το ακρότατο Επιθυμητό και δίνει σ' αυτές την παύση της κινήσεως προς Αυτό, αντικαθιστώντας την πίστη στην ύπαρξή Του και την ελπίδα στον ερχομό Του με την απόλαυση της παρουσίας Του δια μέσου της. 

27. Το τελειότατο έργο της αγάπης και το πέρας της ενέργειάς της είναι το να κάνει να ταιριάζουν τα γνωρίσματα και οι ονομασίες με σχετικό αντιδόσιμο και στα δύο που αυτη έχει ενώσει. Έτσι κάνει τον άνθρωπο θεό, και το Θεό να γίνεται και να φαίνεται άνθρωπος, εξαιτίας της μιας και απαράλλακτης βουλησεως και κινησεως του θεληματος και των δύο. 

28. Αφού είμαστε πλασμενοι κατ' εικόνα Θεού, ας γίνομε πραγματικά κατά την εικόνα μας και του Θεού. η μάλλον μόνου και όλου του Θεού, και ολόκληροι, χωρίς να έχομε μεσα μας τίποτε το επίγειο, για να πλησιάσομε το Θεό και να γίνομε θεοί, παίρνοντας από το Θεό το να γίνομε θεοί. Γιατί έτσι αποδίδεται τιμη στα θεία δώρα και δείχνεται η αγάπη μας στην παρουσία της θείας ειρηνης. 

29. Είναι μεγα αγαθό η αγάπη, και αγαθό απ' όλα τα αγαθά το πρώτο και ανώτερο, γιατί ενώνει το θεό και τους ανθρώπους γύρω από εκείνον που την έχει. Και κάνει το Δημιουργό των ανθρώπων να φανεί ως άνθρωπος, επειδη όσο είναι δυνατο στους ανθρώπους δεν παραλλάζει από το Θεό σχετικά με το αγαθό αυτος που θεώνεται. Αυτο νομίζω ότι το ενεργεί το «να αγαπησομε το Θεό μ' όλη την καρδιά και την ψυχη και τη δύναμη μας, και τον πλησίον όπως τον εαυτο μας». 

30. Πρέπει να γνωρίζομε ότι ο διάβολος μας εξαπάτησε με δόλο κατά τρόπο κακούργο και πανούργο δια μεσου της φιλαυτίας προσβάλοντάς μας με την ηδονη, και έτσι μας χώρισε κατά την προαίρεση τον ένα από τον άλλο και από το Θεό. Διέστρεψε την ευθύτητά μας και με τον τρόπο αυτο διαίρεσε την ανθρώπινη φύση και την κατακομμάτιασε σε πολλές γνώμες και φαντασίες. 

31. Τρία είναι τα πιο μεγάλα που γίνονται αρχη του κακού και που γεννούν κάθε κακία: η άγνοια, η φιλαυτία και η τυραννικη συμπεριφορά. Το καθένα εξαρτάται και υποστηρίζεται από τα άλλα δύο. Από την άγνοια του Θεού προέρχεται η φιλαυτία, ενώ από αυτην, η τυραννικη συμπεριφορά προς τους συνανθρώπους. Και δεν θα υπάρξει αντίρρηση για το ότι αυτές τις εγκατέστησε μεσα μας ο πονηρός κατά τη σφαλερη χρηση των δυναμεων της ψυχης, δηλαδη του λογιστικού, του επιθυμητικού και του θυμοειδούς. 

32. Πρέπει με το λογικό αντίθετο στην άγνοια, να κινούμαστε μεσω της γνώσεως προς το Θεό, αναζητώντας Αυτον και μόνο. Με επιθυμία καθαρη από το πάθος της φιλαυτίας, να κατευθυνόμαστε με πόθο προς μόνο το Θεό. Και με θυμό χωρισμενο από την τυραννικη διάθεση, να αγωνιζόμαστε να επιτύχομε μόνο το Θεό. Και από αυτά να δημιουργησομε τη θεία και μακαρία αγάπη, για την οποία και υπάρχουν αυτά, και η οποία ενώνει με το θεό και κάνει θεό εκείνον που αγαπά το Θεό. 

33. Όταν ξεριζωθεί η φιλαυτία που είναι άρχη και μητέρα όλων των κακών, όπως είπα, συνήθως ξεριζώνονται μαζί και όλα όσα προέρχονται από αυτήν κι όσα την ακολουθούν. Γιατί όταν δεν υπάρχει αυτή, με κανένα ολότελα τρόπο, ούτε τo παραμικρo ίχνος ή είδος κακίας δεν μπορεί να υπάρχει. 

34. Είναι ανάγκη να φροντίζομε σε τέτοιο βαθμo για τoν εαυτό μας και για τους άλλους, όσο o ίδιος o Χριστoς έδειξε πρώτος με τoν εαυτό Του καταδεχόμενος να πάθει για χάρη μας. 

35. Για χάρη της αγάπης όλοι οι άγιοι αντιστάθηκαν στην αμαρτία, χωρίς να λογαριάσουν καθόλου την παρούσα ζωή. Και υπέφεραν τους πολύμορφους τρόπους του θανάτου, για να μαζευτούν από τoν κόσμο στoν εαυτό τους και στο Θεό, και να ενώσουν πάνω τους τα ρήγματα της φύσεως. Αυτή είναι η αληθινή και χωρίς ψεγάδι θεία σοφία των πιστών· αυτής τo τέλος είναι τo αγαθό και η αλήθεια, αν βέβαια αγαθό είναι η φιλανθρωπία, και αλήθεια είναι η από την πίστη φιλοθεΐα, τα oποία είναι γνωρίσματα της αγάπης, γιατί ενώνει τους ανθρώπους με τo Θεό και μεταξύ τους, και γι' αυτό έχει αδιάπτωτη την παραμονή των αγαθών. 

36. Ενέργεια και απόδειξη της τέλειας αγάπης προς τo Θεό είναι η ειλικρινής διάθεση με εκούσια συμπάθεια πρoς τoν πλησίον. «Γιατί εκείνος που δεν αγαπά τoν αδελφό του που τoν βλέπει —λέει o θείος Ιωάννης—, δε μπορεί να αγαπά τo Θεό, τoν oποίο δεν βλέπει». 

37. Η οδός της αλήθειας είναι η αγάπη. Δίνοντας στoν εαυτό Του αυτό τo όνομα o Λόγος του Θεού, παρουσιάζει στo Θεό και Πατέρα εκείνους που βαδίζουν αυτή την oδό καθαρούς από κάθε κακία. 

38. Η αγάπη είναι η θύρα από την οποία όποιος περνά, φτάνει στα Άγια των Αγίων και γίνεται θεατής του απλησίαστου κάλλος της αγίας και βασιλικής Τριάδας. 

39. Είναι πραγματικά φοβερo πράγμα και υπερβαίνει κάθε υπολογισμό η καταδίκη που επισύρει, τo να νεκρώσομε θεληματικά τη ζωή που μας έδωσε o Θεός με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, αγαπώντας τα πράγματα που φθείρονται. Και τoν γνωρίζουν οπωσδήποτε αυτό τo φόβο εκείνοι που προτίμησαν συνειδητά αντί για τη φιλαυτία την αλήθεια. 

40. Ας χρησιμοποιήσομε κατάλληλα την ειρήνη, και αφού αθετήσομε τη φιλία πρoς τoν κόσμο και τoν κοσμοκράτορα διάβολο, η οποία κακώς υπάρχει μέσα μας, ας καταργήσομε έστω και αργά τoν πoλεμο που κάνομε με τα πάθη μας εναντίον του Θεού. Και αφού κάνομε με τo Θεo αδιάλυτη συνθήκη ειρήνης μαζί Του, νεκρώνοντας τo αμαρτητικo μέρος του σώματος, ας τερματίσομε την έχθρα μας πρoς Αυτόν. 

41. Είναι αδύνατο να φιλιωθούμε με τo Θεo, εφόσον με τα πάθη μας επαναστατούμε εναντίον Του και ανεχόμαστε να πληρώνομε φόρο με την κακία μας στο διάβολο, τον κακό τύραννο και φονευτή των ψυχών μας, αν δε βγούμε πρωτύτερα σε ολοκληρωτικό πόλεμο εναντίον του πονηρού. Γιατί μέχρι τότε είμαστε εχθροί και αντίπαλοι του Θεού, και ας πλάθομε για τον εαυτό μας το όνομα των πιστών, έως ότου δηλαδή θέλομε να δουλεύομε στα πάθη της ατιμίας. Και καμιά ωφέλεια δεν θα έχομε από την ειρήνη στόν κόσμο, εφόσον η ψυχή έχει κακή κατάσταση και επαναστατεί εναντίον του Δημιουργού της και δε δέχεται να ταχθεί κάτω από την εξουσία της βασιλείας Του, και είναι αγορασμένη από χίλιους-δυο ωμούς αφέντες που τη σπρώχνουν με βία στην κακία και την ετοιμάζουν απατηλά να προτιμήσει την οδό που οδηγεί στην απώλεια, παρά την οδό που σώζει. 

42. Ο Θεός μας έπλασε για να γίνομε κοινωνοί της θείας φύσεως και μέτοχοι της αιωνιότητάς Του, και να φανούμε όμοιοι με Αυτόν, θεού-μενοι μέσω της θείας χάρης. Για τη θέωση αυτή συστάθηκαν και εξακολουθούν να υπάρχουν τα όντα, και γι' αυτήν τα μη όντα καρποφόρησαν και γέννησαν τα όντα. 

43. Αν επιθυμούμε να ονομαζόμαστε και να είμαστε του Θεού, ας αγωνιστούμε να μην προδώσομε το Λόγο με τα πάθη, όπως ο Ιούδας, ή να Τον αρνηθούμε όπως ο Πέτρος. Άρνηση του Λόγου είναι να αποφύγομε να κάνομε το καλό από φόβο, και προδοσία είναι η έμπρακτη θεληματική αμαρτία, καθώς και η ορμή προς την αμαρτία. 

44. Κάθε θλίψη καταλήγει σε χαρά, και κάθε κόπος σε ανάπαυση, και κάθε ατιμία σε δόξα. Και γενικά, το τέλος όλων των θλίψεων για την αρετή είναι το να βρεθεί κανείς μαζί με το Θεό και να μείνει μ' Αυτόν για πάντα και να απολαύσει την αιώνια ανάπαυση που δεν έχει πέρας. 

45. Ο Θεός θέλοντας να μας ενώσει μεταξύ μας όχι μόνο κατά τη φύση, αλλά και κατά τη γνώση, και παρακινώντας ως αγαθός προς αυτό όλους τους ανθρώπους, χάραξε τις σωτήριες και φιλάνθρωπες εντολές για μας, και ένεκα τούτου νομοθέτησε να ελεούμε και να ελεούμαστε. 

46. Η φιλαυτία και η εξυπνάδα των ανθρώπων, αφού και τους συνανθρώπους και το Νόμο είτε τους παραμέρισε, είτε τους σοφιστεύθηκε, κατακομμάτιασε σε πολλά μέρη τη μια ανθρώπινη φύση· και αφού εισήγαγε και εξάπλωσε την αναισθησία που επικρατεί τώρα σ' αυτή, όπλισε με την προαίρεση την φύση εναντίον του εαυτού της. Γι' αυτό, όποιος με σώφρονα λογισμό και γενναίο φρόνημα μπόρεσε να διαλύσει αυτή την αντίφαση της φύσεως, ελέησε πρώτα-πρώτα τον εαυτό του, γιατί συμμόρφωσε την προαίρεσή του σύμφωνα με τη φύση, και κατέφυγε στο Θεό κατά την προαίρεση λόγω της φύσεως. Και έδειξε στον εαυτό του τι σημαίνει το «κατ' εικόνα» και πώς ο Θεός στην αρχή, δημιουργώντας τη δική μας φύση όπως έπρεπε, όμοια με τον εαυτό Του και ολοκάθαρο απεικόνισμα της αγαθότητάς Του, της εξασφάλισε την ταυτότητα με τον εαυτό της σε όλα, να είναι άμαχη, ειρηνική, χωρίς εναντιότητες, δεμένη σφιχτά με το Θεό και τον εαυτό της μέσω της αγάπης, η οποία μας εξαρτά με τον πόθο από τον Θεό και μας συνδέει μεταξύ μας με τη συμπάθεια.

47. Ο φιλάνθρωπος Θεός έγινε άνθρωπος για να συγκεντρώσει την ανθρώπινη φύση στον εαυτό Του και να τη σταματήσει από το να φέρεται άσχημα στόν εαυτό της, ή μάλλον να επαναστατεί εναντίον του εαυτού της και να έχει κομματιαστεί και να μη σταματά πουθενά εξαιτίας της άστατης κινήσεως της προαιρέσεώς της γύρω από το κάθε πράγμα.

48. Τίποτε απ' όσα είναι μετά το Θεό, δεν είναι πολυτιμότερο για όσους έχουν νου, ή μάλλον προσφιλέστερο στο Θεό, από την αγάπη. Γιατί εκείνους που είναι χωρισμένοι τους μαζεύει σε ένα, και μπορεί να δημιουργήσει ταυτότητα γνώμης για τους πολλούς ή για όλους, χωρίς εναντιότητες. Γιατί ιδίωμα της αγάπης είναι να κάνει μία τη γνώμη όσων την επιζητούν.

49. Αν από τη φύση του το αγαθό ενοποιεί και συγκρατεί τα διαιρεμένα, είναι φανερό ότι το κακό διαιρεί και καταστρέφει τα ενωμένα. Γιατί άπό τη φύση του το κακό είναι κάτι που διασκορπίζεται, είναι άστατο, πολύμορφο και διαιρετικό.

50. Απαλλαγή από όλα τα κακά και σύντομος δρόμος σωτηρίας είναι η αληθινή, ή με επίγνωση αγάπη του Θεού και η τέλεια απάρνηση της στοργής της ψυχής προς το σώμα και τον κόσμο. Σύμφωνα μ' αυτήν, αφού αποβάλομε τήν επιθυμία της ηδονής και το φόβο της οδύνης, ελευθερωνόμαστε από την κακή φιλαυτία και ανεβαίνομε στη γνώση του Δημιουργού. Και αφού πάρομε στη θέση της κακής την αγαθή νοερή φιλαυτία, τη χωρισμένη από σωματική στοργή, δεν παύομε να λατρεύομε το Θεό με αυτήν την καλή φιλαυτία, ζητώντας πάντοτε από το Θεό τον καταρτισμό της ψυχής. Γιατί αυτή είναι η λατρεία η αληθινή και πραγματικά θεάρεστη, η ακριβής επιμέλεια της ψυχής μέσω των αρετών.

51. Εκείνος που δεν επιθυμεί σωματική ηδονή και καθόλου δε φοβάται οδύνη, έγινε απαθής. Γιατί μαζί μ' αυτές και τη μητέρα τους φιλαυτία σκότωσε και όλα τα πάθη που γι' αυτές υπάρχουν και από αυτές προέρχονται, όπως και την άγνοια, την αρχηγό των κακών. Και έτσι ολόκληρος δόθηκε στο φύσει Καλό, το οποίο είναι σταθερό και μόνιμο και αναλλοίωτο, μένοντας μαζί μ' Αυτό τελείως ακίνητος να αντανακλά με ακάλυπτο πρόσωπο τη δόξα του Κυρίου και από την φωτοειδή δόξα που έχει μέσα του να βλέπει τη θεϊκή και απλησίαστη δόξα.

52. Ας αρνηθούμε την ηδονή και την οδύνη της ζωής αυτής με όλη μας τη δύναμη, και τότε θα απαλλαγούμε από κάθε επινόηση των παθών και κάθε δαιμονική κακουργία. Γιατί αγαπούμε τα πάθη για την ηδονή και εξαιτίας του πόνου αποφεύγομε την αρετή. 

53. Επειδή κάθε κακίαε εκ φύσεως καταστρέφεται μαζι με τους τρόπους που τη δημιούργησαν, βρίσκοντας ο άνθρωπος με τη πείρα του ότι κάθε ηδονή τη διαδέχεται η οδύνη, κατεύθυνε όλη την ορμή του προς την ηδονή και ολη την αποστροφή του προς την οδύνη. Την πρώτη την υπερασπίζεται με όλη του τη δύναμη, ενώ την άλλη την καταπολεμά με όλο του το ζήλο, πιστεύοντας κάτι αδύνατο, ότι με τη μέθοδο αυτή θα διαχωρίσει τη μια από την αλλη και μόνη τη φιλαυτία θα έχει ενωμένη με την ηδονή χωρίς να της βάζει τέλος η οδύνη··  το πάθος όμως φαίνεται τον κάνει ν' αγνοεί ότι σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει ηδονή χωρίς οδύνη. Γιατί είναι ανακατεμένος με την ηδονή ο πόνος, κι ας μοιάζει να μη γίνεται αντιληπτός απ' όσους τον έχουν, καθώς στο πάθος επικρατεί η ηδονή. Και είναι φυσικό να προβάλλει πάντοτε εκείνο που επικρατεί, και να σκεπάζει ό,τι συνυπάρχει. Όταν λοιπόν διεκδικούμε την ηδονή εξαιτίας της φιλαυτίας μας και φροντίζουμε να αποφεύγομε την οδύνη, πάλι για την ίδια αιτία, τότε εφευρίσκομε τα απερίγραπτα καταστρεπτικά πάθη.

54. Αγνοεί ο άνθρωπος και δεν αισθάνεται την ηδονή και την οδύνη, όταν στο Θεό, που είναι το όντως αγαπητό και αξιέραστο και επιθυμητό, δέσει ή μάλλον κολλήσει το νου του, οπότε γίνεται ελεύθερος από τη σωματική σχέση.

55. Όπως δεν μπορεί να λατρεύει κανείς το Θεό καθαρά, αν δεν καθαρίζει από τα βάθη την ψυχή του, έτσι δεν μπορεί να λατρεύει την κτίση αν δεν περιποιείται το σώμα. Επιτελώντας σ' αυτό το σώμα ο άνθρωπος τη φθοροποιό αυτή λατρεία και καταντώντας φίλαυτος, είχε ακατάπαυστα ενεργούμενη μέσα του την ηδονή και την οδύνη, τρώγοντας διαρκώς από το δένδρο της παρακοής που παρείχε ανακατωμένη τη γνώση του καλού και του κακού με την πείρα μέσω της αισθήσεως. Και αν κανείς πει ότι το δένδρο της γνώσεως του καλού και του κακού είναι η ορατή κτίση, δε θα σφάλει. Γιατί η απόλαυση της εκ φύσεως προξενεί ηδονή και οδύνη.

56. Όπου δεν επικρατεί το λογικό, εκεί είναι φυσικό να επικρατεί η δύναμη της αισθήσεως, στην οποία έχει αναμειχθεί κατά κάποιο τρόπο η δύναμη της αμαρτίας. Αυτή κρυφοσέρνει την ψυχή με την ηδονή σε οίκτο τάχα προς τη συγγενή κατά την υπόσταση σάρκα, και αφού της αναθέσει σαν φυσικό της έργο την εμπαθή και ηδονική επιμέλεια της σάρκας, την απομακρύνει από τη ζωή που ταιριάζει στη φύση της και την πείθει να γίνει δημιουργός της κακίας, η οποία καθ' εαυτήν είναι ανυπόστατη.

57. Κακία της νοερής ψυχής είναι η λησμοσύνη των φυσικών καλών, και προέρχεται από την εμπαθή σχέση προς τη σάρκα και τον κόσμο. Τη λησμοσύνη αυτή την αφανίζει το λογικό, όταν ενεργεί στρατηγικά σύμφωνα με την πνευματική επιστήμη, διερευνώντας τη φύση του κόσμου και της σάρκας και οδηγώντας την ψυχή στη συγγενική της χώρα των νοητών. Εκεί δεν έχει κανένα πέρασμα ο νόμος της αμαρτίας, γιατί δεν έχει πια την αίσθηση να τον περνά εκεί σαν γέφυρα, αφού η αίσθηση έχει ήδη χωριστεί κατά τη σχέση της με την ψυχή και έχει απορριφθεί στα αισθητά θεάματα, των οποίων ο νους αφού ξεπέρασε τη σχέση και τη φύση, δεν τα αισθάνεται ολότελα.

58. Όταν το λογικό κυριαρχεί στα πάθη, κάνει τις αισθήσεις όργανο των αρετών. Έτσι αντίθετα, όταν τα πάθη κυριαρχούν πάνω στο λογικό, διαμορφώνουν τις αισθήσεις σύμφωνα με την αμαρτία. Πρέπει λοιπόν με νήψη να εξετάζομε και να μελετούμε με ποιο τρόπο η ψυχή θα κάνει την καλή αντιστροφή όπως πρέπει, ώστε εκείνα με τα οποία πρωτύτερα αμάρτανε, να τα μεταχειριστεί τώρα για την πραγματοποίηση και στερέωση των αρετών.

59. Το άγιο Ευαγγέλιο διδάσκει την απάρνηση της σαρκικής ζωής και την υπόσχεση της πνευματικής ζωής. Μιλώ γι' αυτούς οι οποίοι, ενώ συνεχώς πεθαίνουν κατά άνθρωπον, εννοώ την ανθρώπινη ζωή στη σάρκα κατά τον αιώνα τούτο, ζούνε όμως κατά Θεόν μόνο πνευματικά, όπως ήταν ο θείος Απόστολος και οι όμοιοί του, οι οποίοι δεν ζουν διόλου δική τους ζωή, αλλά έχουν το Χριστό μέσα τους να ζει στην ψυχή τους. Έτσι εκείνοι που είναι νεκροί για το Θεό στον αιώνα τούτο, δοκιμάζονται στη σάρκα έχοντας θλίψεις και βάσανα πολλά και στενοχώριες και υπομένοντας διωγμούς και χίλια-δυο είδη πειρασμών με χαρά.

60. Κάθε πάθος σχηματίζεται οπωσδήποτε με το συνδυασμό κάποιου αισθητού πράγματος και μιας αισθήσεως και μιας φυσικής δυνάμεως, του θυμού π.χ. ή της επιθυμίας, η οποία έχει εκτραπεί από τη φυσική λειτουργία της. Αν λοιπόν ο νους εξετάσει το αποτέλεσμα της συνθέσεως του αισθητού και της αισθήσεως και της φυσικής δυνάμεως και μπορέσει, αφού τα ξεχωρίσει, να επαναφέρει στο φυσικό του λόγο το καθένα και να θεωρήσει το αισθητό καθ' εαυτό, χωρίς τη σχέση της αισθήσεως προς αυτό, και την αίσθηση χωρίς την οικειότητα του αισθητού προς αυτήν, και την επιθυμία, για παράδειγμα, ή μια άλλη φυσική δύναμη χωρίς την εμπαθή διάθεση προς την αίσθηση και το αισθητό, όπως η συγκεκριμένη κίνηση του πάθους καθορίζει να γίνεται η θεωρία, τότε διέλυσε και έκανε σκόνη τη σύσταση του οποιουδήποτε πάθους και τη σκόρπισε κάτω από το νερό της γνώσεως, όπως έκανε παλιά ο Μωυσής στο χρυσό μοσχάρι, και εξαφάνισε ολότελα και αυτή την ψιλή φαντασία των παθών, με την αποκατάσταση των στοιχείων που συνθέτουν τα πάθη, χωριστά το καθένα, στη φυσική τους κατάσταση.

61. Ο βίος που έχει κηλιδωθεί από πολλά αμαρτήματα των σαρκικών παθών, είναι σαν ένα κατασπιλωμένο φόρεμα·  γιατί ο καθένας είναι φυσικό να φαίνεται από τη διαγωγή του σαν από ένα φόρεμα αν είναι δίκαιος ή άδικος. Ο ένας έχει φόρεμα καθαρό, τον ενάρετο βίο. Ο άλλος έχει την ζωή του κηλιδωμένη με πονηρά έργα. Ή μάλλον, φόρεμα λερωμένο από τη σάρκα είναι η συνειδητή έξη και διάθεση που διαμορφώνει την ψυχή με τη μνήμη των πονηρών κινήσεων και ενεργημάτων της σάρκας. Βλέποντας συνεχώς η ψυχή να την τυλίγει η έξη και διάθεση αυτή σαν φόρεμα, γεμίζει από τη δυσωδία των παθών. Γιατί όπως από το Πνεύμα με τις αρετές που συνυφαίνονται κατά λόγο μεταξύ τους, γίνεται φόρεμα για την ψυχή, που όταν το φορεί γίνεται ωραία και δοξασμένη, έτσι και από τη σάρκα, όταν συνυφαίνονται μεταξύ τους κατ' αναλογίαν τα πάθη, γίνεται ένα ακάθαρτο και λεκιασμένο φόρεμα που δείχνει από τη δική του κατάσταση τι λογής είναι η ψυχή, αφού της έδωσε άλλη μορφή και εικόνα διαφορετική από τη θεία.

62. Βέβαιη εγγύηση της ελπίδας ότι θα θεωθεί η ανθρώπινη φύση αποτελεί η ενανθρώπηση του Θεού, η οποία κάνει τον άνθρωπο θεό στο βαθμό που Εκείνος έγινε άνθρωπος. Γιατί Εκείνος που έγινε άνθρωπος χωρίς αμαρτία είναι φανερό ότι θα θεοποιήσει την ανθρώπινη φύση χωρίς να τη μεταβάλει σε θεότητα· και τόσο θα την ανεβάσει για τον εαυτό Του, όσο Αυτός κατέβασε χαμηλά για τον άνθρωπο τον εαυτό Του. Αυτά διδάσκοντας μυστικά και ο μέγας Απόστολος, λέει ότι θα φανερωθεί στους επερχόμενους αιώνες ο υπερβολικός πλούτος της αγαθότητας του Θεού προς εμάς.

63. Όταν το λογικό επιστατεί στο θυμό και την επιθυμία, δημιουργεί τις αρετές·  όταν ο νους συλλαμβάνει τους λόγους των δημιουργημάτων, συλλέγει· την αλάνθαστη γνώση. Όταν λοιπόν το λογικό, αφού απομακρύνει όσα του είναι αντίθετα, βρει το σύμφωνα με τη φύση του αξιαγάπητο, και ο νους, ξεπερνώντας όσα μπορούν να γνωσθούν, φτάσει στην Αιτία των όντων που ξεπερνά κάθε ουσία και γνώση, τότε πραγματώνεται κατά χάρη το πάθος της θεώσεως. Αυτό μεταφέρει το λογικό από τη φυσική διάκριση εκεί όπου δεν υπάρχει αντικείμενο της διακρίσεως, και οδηγεί το νου να αναπαυθεί από το φυσικό τρόπο νοήσεως εκεί όπου δεν υπάρχει κάτι να  το γνωρίσει, και κάνει θεό, μέσα στην ταυτότητα που δίνει η στάση, εκείνον που αξιώνεται τη θεία μέθεξη.

64. Την ψυχή που σκούριασε τελείως από την ακαθαρσία της ηδονής, την καθαρίζει η κακοπάθεια και της αφαιρεί ολότελα τους δεσμούς με τα υλικά, καθώς η ψυχή μαθαίνει τη ζημία που ακολουθεί τη φιλία με αυτά. Γι' αυτό το λόγο ο Θεός, σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση Του, επιτρέπει στον διάβολο να καταπιέζει με δοκιμασίες τους ανθρώπους.

65. Η ηδονή και η λύπη, η επιθυμία και ο φόβος και τα επακόλουθά τους, δε δημιουργήθηκαν από την αρχή μαζί με την ανθρώπινη φύση, γιατί τότε θα συντελούσαν και στο σκοπό της φύσεως. Υποστηρίζω κάτι που έμαθα από τον μεγάλο Γρηγόριο Νύσσης, ότι αυτά μπήκαν αργότερα λόγω της εκπτώσεως από την τελειότητα και συνδέθηκαν με το πιο άλογο μέρος της φύσεως. Με αυτά, στη θέση της μακαρίας και θείας εικόνας, ευθύς μόλις έγινε η παράβαση του Αδάμ, έγινε φανερή και καθαρή στον άνθρωπο η ομοίωση με τα άλογα ζώα. Γιατί έπρεπε, αφού σκεπάστηκε η αξία του λογικού, να τιμωρηθεί δικαίως η φύση των ανθρώπων με τα γνωρίσματα της αλογίας που μόνη της διάλεξε. Έτσι οικονόμησε με τη σοφία Του ο Θεός για να έρθει ο άνθρωπος σε συναίσθηση της λογικής μεγαλοσύνης του νου του.

66. Στους πνευματικούς αγωνιστές γίνονται καλά και τα πάθη όταν, απομακρύνοντάς τα με σοφία από τα σωματικά, τα χρησιμοποιούμε για να αποκτήσομε τα ουράνια. Όταν δηλαδή μετατρέψομε την επιθυμία σε κίνηση που ορέγεται τη νοερή πόθηση των θείων·  την ηδονή, σε γαλήνια ευφροσύνη της θελητικής ενέργειας του νου για τα θεία χαρίσματα·  το φόβο, σε επιμέλεια προφυλάξεως από τη μέλλουσα τιμωρία λόγω των αμαρτιών τη λύπη τέλος, σε μεταμέλεια για τη διόρθωση κάποιου τωρινού κακού. Και μ' ένα λόγο, όπως κάνουν οι σοφότεροι γιατροί που με το σώμα της φαρμακερής έχιδνας εξουδετερώνουν τη βλάβη που αυτή προκάλεσε, ή προξενούν ανοσία για ενδεχόμενη, κι εμείς να χρησιμοποιούμε τα πάθη αυτά για εξόντωση κακίας που υπάρχει ή που την περιμένομε, και γι' απόκτηση και φύλαξη αρετής και γνώσεως.

67. Ο νόμος της Παλαιάς Διαθήκης, με την πρακτική φιλοσοφία καθαρίζει την ανθρώπινη φύση από κάθε μολυσμό. Ο νόμος της Καινής Διαθήκης, με τη θεωρητική μυσταγωγία ανεβάζει το νου με τη θεία γνώση από τα σωματικά στα θεάματα τα συγγενή με τα νοητά.

68. Η αγία Γραφή τους αρχαρίους που βρίσκονται κάπου στα προπύλαια της θείας αυλής των αρετών, τους ονομάζει «φοβούμενους». Εκείνους που απόκτησαν μια ορισμένη έξη των λόγων και των τρόπων της αρετής, τους ονομάζει «προκόπτοντες». Κι εκείνους που με την εξάσκηση της αρετής έφτασαν ήδη με τη γνώση στην κορυφή της αποκαλυπτικής αλήθειας των αρετών, τους αποκαλεί «τελείους». Εκείνος λοιπόν που αποστράφηκε την παλιά του αναστροφή με τα πάθη και παρέδωσε όλη του τη διάθεση στα θεία πράγματα λόγω του φόβου, δεν υπολείπεται σε κανένα καλό απ' όσα αρμόζουν στους αρχαρίους, και αν ακόμη δεν απόκτησε την έξη των αρετών ούτε έγινε μέτοχος της σοφίας που διδάσκεται στους τελείους. Αλλά ούτε και ένας από τους «προκόπτοντες» υστερεί σε κάποιο από τα καλά που ανήκουν στο βαθμό του, και αν δεν απόκτησε ακόμη την υψηλότατη γνώση των θείων που έχουν οι τέλειοι. Γιατί οι τέλειοι, αφού αξιώθηκαν ήδη να λάβουν μυστικά τη θεωρητική θεολογία και αφού καθάρισαν το νου τους από κάθε υλική φαντασία και τον έκαναν εικόνα που φέρει ακέραιο το ομοίωμα της θείας ωραιότητας χωρίς καμιά έλλειψη, αποδεικνύονται ότι έχουν εγκαταστήσει μέσα τους τη θεία αγάπη.

69. Δύο ειδών είναι ο φόβος·  αγνός και μη αγνός. Ο φόβος της κολάσεως που δημιουργείται κυρίως για τα αμαρτήματά μας, επειδή αιτία της δημιουργίας του έχει την αμαρτία, δεν είναι αγνός, ούτε και θα υπάρχει για πάντα, γιατί εξαφανίζεται με τη μετάνοια μαζί με την αμαρτία. Εκείνος όμως που πάντοτε υπάρχει χωρίς τη λύπη για αμαρτήματα, αυτός είναι ο αγνός φόβος, ο οποίος δε θα λείψει ποτέ. Γιατί είναι σαν φυτεμένος από το Θεό στην κτίση και κάνει ολοφάνερη σε όλους τη φυσική σεβασμιότητα του Θεού και την υπεροχή Του, που είναι πάνω από κάθε βασιλεία και δύναμη.

70. Εκείνος που δεν φοβάται το Θεό ως κριτή, αλλά Τον σέβεται για το υπερβολικό μεγαλείο της άπειρης δυνάμεως Του, δικαίως δεν υστερεί, αλλά είναι τέλειος στην αγάπη, και αγαπά το Θεό με συστολή και τον πρέποντα σεβασμό. Αυτός είναι εκείνος που απόκτησε το φόβο που παραμένει στον αιώνα του αιώνος, και δεν υστερεί καθόλου ούτε στο παραμικρό.

71. Από τα όντα γνωρίζομε τον Αίτιο των Όντων. Από τη διαφορά των όντων διδασκόμαστε την ενυπόστατη Σοφία του Θεού. Και από τη φυσική κίνηση των όντων μαθαίνομε την ενυπόστατη Ζωή του Θεού, τη δύναμη που ζωοποιεί τα όντα, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα.

72. Το Άγιο Πνεύμα δεν απουσιάζει από κανένα από τα όντα και μάλιστα από εκείνα που έχουν οπωσδήποτε λογικό. Γιατί αυτό συγκρατεί τη γνώση καθενός, επειδή είναι Θεός και Πνεύμα Θεού, και με τη δύναμή Του προχωρεί προνοητικά ανάμεσα απ' όλα τα όντα·  ανακινεί το κατά φύση λογικό που έχει το καθένα και μέσω αυτού φέρνει σε συναίσθηση όσων έχουν γίνει εσφαλμένα πέρα απ' ό,τι ορίζει η φύση εκείνον που αισθάνεται και έχει την προαίρεσή του υπάκουη στο να δέχεται τους ορθούς και σύμφωνους με τη φύση λογισμούς. Γι' αυτό και βρίσκομε πολλούς ανθρώπους από τους πολύ βαρβάρους και νομάδες, οι οποίοι αλλάζουν και γίνονται καλοκάγαθοι και απορρίπτουν τους θηριώδεις νόμους που ίσχυαν ανέκαθεν σ' αυτούς.

73. Το Άγιο Πνεύμα είναι βέβαια παρόν σε όλα γενικώς τα όντα, καθώς όλα τα συγκρατεί και ανακινεί τα φυσικά τους σπέρματα. Ιδιαίτερα όμως υπάρχει σ' όλους, όσοι υπακούουν στο Νόμο, γιατί υποδεικνύει σ' αυτούς την παράβαση των εντολών και τους φωτίζει σχετικά με την υπόσχεση του ερχομού του Χριστού·  και επιπλέον όσων είπαμε, υπάρχει σ' όλους (τους χριστιανούς γιατί τους χαρίζει την υιοθεσία. Με την ιδιότητά Του όμως να προξενεί σοφία, σε κανένα από τους παραπάνω δεν υπάρχει αναγκαστικά, εκτός σ' εκείνους που έχουν φανεί συνετοί και που με την ένθεη ζωή τους έκαναν τους εαυτούς των αξίους της θεοποιητικής κατοικήσεώς Του μέσα  τους. Γιατί καθένας που δεν κάνει τα θεία θελήματα, ακόμη και αν είναι πιστός, έχει καρδιά ασύνετη, καθώς είναι εργαστήριο πονηρών λογισμών, και σώμα βυθισμένο στις αμαρτίες, καθώς περιπλέκεται συνεχώς σε μολυσμούς παθών.

74. Ο Θεός, ο Οποίος επιθυμεί τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και πεινά για τη θεοποίησή τους, ξεραίνει την οίησή τους σαν την άκαρπη συκιά, με το σκοπό, αφού προτιμήσουν να είναι δίκαιοι από το να νομίζονται τέτοιοι, και αφού ξεντυθούν το υποκριτικό φόρεμα της ηθικής επιδείξεως, να περάσουν ευσεβώς τη ζωή τους, όπως θέλει ο θείος λόγος, επιδιώκοντας ανόθευτα τις αρετές και επιδεικνύοντας στο Θεό μάλλον την κατάσταση της ψυχής τους, παρά στους ανθρώπους το ψεύτικο εξωτερικό σχήμα των ηθών.

75. Άλλη είναι η αιτία του να πράττομε, και άλλη του να πάσχομε. Η αιτία του να πράττομε είναι η φυσική δύναμη προς ενέργεια των αρετών, ενώ η αιτία του να πάσχομε είναι είτε δωρεά όσων είναι υπέρ τη φύση, είτε αναγκαίο επακολούθημα της ροπής μας στα παρά φύση· γιατί όπως δεν έχομε φυσική τη δύναμη για όσα υπερβαίνουν τα όντα, έτσι [δεν] έχομε φυσική τη δύναμη για όσα είναι μη όντα. Πάσχομε λοιπόν τη θέωση κατά χάρη, επειδή είναι υπέρ φύση, και δεν την προξενούμε, γιατί δεν έχομε από τη φύση μας δύναμη δεκτική της θεώσεως. Και πάσχομε πάλι, ως αντίθετη στη φύση μας, με την προαίρεσή μας κατά σύμπτωση την κακία, γιατί δεν έχομε φυσική δύναμη προς δημιουργία κακίας. Πράττομε λοιπόν όντας εδώ κατά τη φύση μας τις αρετές, γιατί έχομε φυσική τη δύναμη να τις πράττομε·  ενώ πάσχομε για το μέλλον τη θέωση, δεχόμενοι τη χάρη προς τούτο ως δωρεά.

76. Πράττομε εμείς, όσο έχομε ενεργό τη λογική δύναμη με την οποία εκ φύσεως μπορούμε να πράττομε τις αρετές, και όσο η νοερή μας δύναμη, η δεκτική κάθε γνώσεως, προσπερνά ακατάσχετα τη φύση όλων όσα υπάρχουν και αποτελούν αντικείμενο γνώσεως και αφήνει πίσω της όλους τους αιώνες. Πάσχομε όταν, έχοντας περάσει τελείως τους λόγους των όντων, φτάσομε —με τρόπο που ξεπερνά τη γνώση— στην Αιτία των όντων, και εκεί καταπαύσομε την ενέργεια των δυνάμεών μας μαζί με όσα εκ φύσεως είναι πεπερασμένα. Γινόμαστε τότε εκείνο, το οποίο καθόλου δεν αποτελεί κατόρθωμα της φυσικής δυνάμεως, αφού η φύση δεν έχει τη δύναμη να φτάσει το υπέρ φύση. Γιατί κανένα δημιούργημα δεν μπορεί από τη φύση του να προξενήσει τη θέωση, αφού ούτε μπορεί να φτάσει το Θεό. Μόνο η θεία χάρη έχει φυσικό ιδίωμα να χαρίζει με αναλογία στα όντα τη θέωση, καθώς λαμπρύνει τη φύση με το υπερφυσικό φως και την ανεβάζει πάνω από τα όριά της με την υπερβολική δόξα. 

77. Έπειτ' από αυτή τη ζωή παύομε να πράττομε τις αρετές· δεν παύαμε όμως να πάσχομε κατά χάρη τη θέωση που παρέχεται ένεκα των αρετών. Γιατί το υπερφυσικό πάθος είναι απεριόριστο όσο και δραστικό, ενώ το παρά φύση πάθος είναι ανύπαρκτο και ανενεργό.

78. Τύποι των θείων αγαθών είναι οι τρόποι των αρετών και οι λόγοι των όντων, με τους οποίους ο Θεός γίνεται συνεχώς άνθρωπος. Και ως σώμα έχει τους τρόπους των αρετών, ενώ ως ψυχή τους πνευματικούς λόγους της γνώσεως· μέσω αυτών θεοποιεί τους αξίους δίνοντάς τους ενυπόστατη μορφή αρετής και χαρίζοντας ουσιαστική ύπαρξη γνώσεως χωρίς πλάνη.

79. Ο πιστός και πρακτικός νους μοιάζει με τον απόστολο Πέτρο, που φυλακίστηκε από τον Ηρώδη —όνομα που ερμηνεύεται «δερμάτινος». Έτσι και αυτός, όταν κρατηθεί από τον δερμάτινο νόμο, δηλαδή από το σαρκικό φρόνημα, τότε κλείνεται στη φυλακή με δύο φρουρούς και μια σιδερένια πύλη. Πολεμείται δηλαδή και από την ενέργεια των παθών και από τη συγκατάθεση της διάνοιας στα πάθη· όταν περάσει ανάμεσα απ' αυτές σαν από δύο φρουρές ή φυλακές, μέσω του λόγου της πρακτικής φιλοσοφίας σαν με βοήθεια αγγέλου, φτάνει στη σιδερένια πύλη που οδηγεί στην πόλη, δηλαδή στη στερεά και απότομη και δυσκολοπολέμητη σχέση των αισθήσεων προς τα αισθητά. Την πύλη αυτή ανοίγει αυτόματα ο λόγος της πνευματικής θεωρίας της φύσεως και άφοβα πλέον παραπέμπει το νου στα συγγενή νοητά, ελεύθερο από τη λύσσα του Ηρώδη.

80. Ο διάβολος είναι και εχθρός του Θεού και εκδικητής. Εχθρός του Θεού είναι όταν, από μίσος προς Αυτόν, παρουσιάζεται ο ολέθριος σαν να έχει αγάπη προς εμάς τους ανθρώπους, και πείθει την προαίρεσή μας με τα εκούσια πάθη μέσω της ηδονής να προτιμά από τα αιώνια αγαθά τα πρόσκαιρα, με τα οποία κλέβει όλη την επιθυμία της ψυχής και μας απομακρύνει τελείως από τη θεία αγάπη, κάνοντάς μας θεληματικούς εχθρούς του Δημιουργού. Εκδικητής πάλι είναι όταν, δείχνοντας γυμνό το μίσος του εναντίον μας, αφού πλέον γίναμε με την αμαρτία υποχείριοί του, ζητεί την τιμωρία μας. Γιατί τίποτε άλλο δεν είναι τόσο ευχάριστο στο διάβολο, όσο άνθρωπος που τιμωρείται. Όταν του επιτραπεί αυτό, τότε εφευρίσκει τα αλλεπάλληλα κύματα των αθέλητων παθημάτων και τα επιφέρει σαν λαίλαπα ανελέητα εναντίον εκείνων που έλαβε την άδεια κατά παραχώρηση Θεού. Και αυτό όχι γιατί θέλει να εκπληρώσει το θείο πρόσταγμα, αλλά γιατί επιθυμεί να κορέσει το πάθος του μίσους του εναντίον μας, ώστε η ψυχή, ατονώντας και γονατίζοντας από το πολύ βάρος των οδυνηρών συμφορών, να περικόψει τη δύναμη της θείας ελπίδας της μετατρέποντας σε αιτία αθεΐας τα κύματα των δεινών που επέρχονται σ' αυτήν για σωφρονισμό.


81. Όταν εκείνοι που απόκτησαν την πρακτική έξη και τη θεωρητική γνώση τις μεταχειρίζονται για δόξα ανθρώπινη, και με το φέρσιμό τους ιχνογραφούν εξωτερικά τις αρετές και λένε λόγια μόνο σοφίας και γνώσεως, χωρίς να έχουν έργα δικαιοσύνης, και για τη φαινομενικη αρετη και γνώση τους δείχνουν αλαζονεία απέναντι των άλλων, τότε εύλογα παραδίνονται στα δεινα που τους αρμόζουν, και μαθαίνουν εκ των υστέρων την ταπεινοφροσύνη, την οποία αγνόησαν από τη μάταιη οίηση τους. 

82. Καθένας από τους δαίμονες, αναλογα με την ιδιαίτερη του ικανότητα συμβαίνει να προκαλεί αυτη η την άλλη επιφορά των πειρασμών. Γιατί καθένας προξενεί διαφορετικη κακία, και ο ένας είναι σαφώς πιο ακάθαρτος άπό τον άλλον και ικανότερος σε ορισμένο μάλλον είδος κακίας. 

83. Χωρίς την παραχώρηση του Θεού, κι αυτοί οι δαίμονες δεν μπορούν να υπηρετούν τον διάβολο. Γιατί αυτός ο ίδιος ο Θεός επιτρέπει με την πρέπουσα φιλάνθρωπη και αγαθη πρόνοια στο διάβολο να επιφέρει με τους υπηρέτες του δαίμονες διάφορες τιμωρίες. Αυτό το φανερώνει καθαρά η ιστορία του Ίώβ, που γράφει ότι δεν μπορούσε διόλου ο διάβολος να πλησιάσει τον Ιώβ, χωρίς τη θέληση του Θεού. 

84. Πραγματικη πίστη είναι η φανερη και έμπρακτη, κατά την οποία ο Λόγος του Θεού φανερώνεται στους πρακτικούς παίρνοντας σώμα με τις εντολές. Μέσω αυτών, ως Λόγος, ανεβάζει όσους τις πράττουν προς τον Πατέρα, στον οποίο βρίσκεται Αυτός κατά φύση. 

85. Το μυστηριο της Νέας Διαθηκης κηρύττει την αλλαγη ζωης, την αγγελικη λατρεία, τη θεληματικη αποξένωση της ψυχης από το σώμα και την έναρξη της θεϊκης μεταμορφώσεως με τη χάρη του Πνεύματος. Πνευματικη περιτομη εννοεί ο λόγος του Θεού την αποκοπη της εμπαθούς σχέσεως της ψυχης προς το σώμα. 

86. Επειδη ο Θεός είναι αγαθός και θέλει να ξεριζώσει ολότελα από μέσα μας το σπόρο της κακίας, δηλαδη την ηδονη, η οποία σύλησε από τον νου τη θεία αγάπη, επιτρέπει στον διάβολο να μας προξενησει πόνους και τιμωρίες. Έτσι ξύνει από την ψυχη με τους πόνους τη σκουριά της προηγούμενης ηδονής και συγχρόνως θέλει να μας προξενήσει μίσος και τέλεια αποστροφή προς τα παρόντα, τα οποία θωπεύουν μόνο την αίσθηση, επειδή χρησιμοποιώντας τα δεν έχομε πέρα από την τιμωρία κανένα κέρδος. Και θέλει ακόμα, την εκδικητικη και μισάνθρωπη δύναμη του διαβόλου να την κάνει αφορμή επιστροφής στην αρετή, για όσους θεληματικά έφυγαν από αυτήν. 

87. Είναι πρέπον και δίκαιο να τιμωρούνται από τον διάβολο εκείνοι οι οποίοι δέχθηκαν ευχαρίστως τις κακές συμβουλές του για εκούσια αμαρτηματα. Γιατί ο διάβολος και την ηδονή σπέρνει, με τα εκούσια πάθη, και την οδύνη προξενεί, με τα ακούσια παθήματα. 

88. Ο λόγος που ο θεωρητικός και γνωστικός νους παραδίνεται πολλές φορές προς τιμωρία στο διάβολο, ο οποίος δικαίως του προξενεί πόνους και συμφορές, είναι για να μάθει υποφέροντας να φιλοσοφεί μάλλον περί καρτερίας και υπομονής στους πόνους, παρά να ματαιολογεί ανώφελα με υπερηφάνεια για ανύπαρκτα πράγματα. 

89. Εκείνος που υποφέρει γιατί έχει παραβεί κάποια θεία εντολή, αν εννοήσει την αιτία της θείας πρόνοιας που τον τιμωρεί για να τον θεραπεύσει, και τη συμφορά δέχεται ευχαρίστως και το σφάλμα για το οποίο τιμωρείται διορθώνει με χαρά. Εκείνος όμως που μένει αναίσθητος σ' αυτή τη θεραπεία, δίκαια χωρίζεται από τη χάρη που του δόθηκε και παραδίνεται στη σύγχυση των παθών, και αφήνεται να καταλήξει στην διάπραξη εκείνων των αμαρτημάτων που επιθυμούσε εσωτερικά. 

90. Εκείνος που θεληματικά, από συναίσθηση των αμαρτιών του δείχνει υπομονή καθώς δέχεται τις επίπονες επιθέσεις των αθέλητων πειρασμών, μαζί με την πρέπουσα ευχαριστία, δεν εκδιώκεται από την έξη της αρετής και τη χάρη, γιατί υποτάχθηκε με τη θέλησή του στο ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας και δέχεται τις δοκιμασίες σαν να πληρώνει χρέος. Αλλά παραμένοντας σ' αυτές, στο βασιλιά της Βαβυλώνας καταβάλλει ως φόρο τους βίαιους πόνους που προξενήθηκαν από το παθητικό μέρος της φύσεώς του, και την κατά διάνοια συγκατάθεση γι' αυτούς, ως χρεώστης τους για τις προηγούμενες αμαρτίες- στο Θεό όμως προσφέρει τη διόρθωση των σφαλμάτων μέσω της αληθινής λατρείας, δηλαδή της ταπεινής διαθέσεως. 

91. Εκείνος που δε δέχεται με ευχαριστία τη συμφορά που με ακούσιους πειρασμούς επιτρέπει ο Θεός προς διόρθωσή του, και δεν αποβάλλει μετανοώντας την οίηση που έχει γιατί τάχα είναι δίκαιος, αυτός, επειδή αντιτάσσεται στις διαταγές της δίκαιης κρίσεως του Θεού και δεν καταδέχεται να υποταχθεί θεληματικά στο ζυγό του βασιλιά της Βαβυλώνας, παραδίνεται σύμφωνα με θεία διαταγή σε αιχμαλωσία και κλοιούς και δεσμά και αρρώστια και θάνατο και μαχαίρι και εξορίζεται εντελώς από την πατρίδα του. Γιατί όλα αυτά, και περισσότερα ακόμη, παθαίνει εκείνος που εξορίζεται από την έξη της αρετής και της γνώσεως σαν από την πατρίδα του. Και ο λόγος είναι που δεν θέλει από υπερηφάνεια και μάταιη οίηση να εκτίσει τις ποινές που του επιβάλλονται για τις αμαρτίες του και να χαίρεται στις θλίψεις, στις ανάγκες και στις στενοχώριες όπως ο θείος Απόστολος. Γιατί γνώριζε ο μέγας Αποστολος ότι η ταπείνωση που προέρχεται από τους σωματικούς πόνους φυλάγει τους θείους θησαυρούς της ψυχής· γι' αυτό και ευχαρίστως έκανε υπομονή και για τον εαυτό του και για όσους ήταν τύπος αρετής και πίστεως, ώστε και αν ως υπεύθυνοι πάσχουν —όπως ο Κορίνθιος πού επιτιμήθηκε—, να έχουν παρηγοριά και παράδειγμα υπομονής αυτόν που υπέφερε χωρίς να φταίει. 

92. Εκείνος που δε στέκεται εξαιτίας της αισθήσεως στα σχήματα των ορατών, αλλά με το νου αναζητά τους λόγους τους ως υποτυπώσεις των νοητών ή παρατηρεί τους λόγους των αίσθητών κτισμάτων, διδάσκεται ότι κανένα από όσα βλέπομε δεν είναι ακάθαρτο. Γιατί όλα έχουν γίνει εκ φύσεως πολύ καλά. 

93. Εκείνος που δεν μεταβάλλεται μαζί με την κίνηση των αισθητών, εργάζεται ανόθευτα τις αρετές. Εκείνος που δεν άφησε τα αισθητά να αποτυπώσουν στο νου του τα σχήματά τους, αυτός έχει λάβει την αληθινή ιδέα των όντων. Εκείνος πάλι που με τη διάνοιά του προσπέρασε και αυτή την ουσία των όντων, αυτός ως άριστος θεολόγος, έπειτ' από αυτήν, είδε με τρόπο άγνωστο τη Μονάδα. 

94. Κάθε θεωρητικός νους που έχει το μαχαίρι του Πνεύματος, δηλαδή τον λόγο του Θεού, αφού θανάτωσε μέσα του την κίνηση της ορατής κτίσεως, κατόρθωσε την αρετή. Και αφού απόκοψε από τον εαυτό Του τη φαντασία των αισθητών σχημάτων, βρήκε την αλήθεια που υπάρχει μέσα στους λόγους των όντων, πάνω στην οποία στηρίζεται η φυσική θεωρία. Και αφού ανέβηκε πάνω από την ουσία των όντων, δέχεται το φωτισμό της θείας και άναρχης Μονάδας, ο οποίος αποτελεί το μυστήριο της αληθινής θεολογίας. 

95. Στον καθένα φανερώνεται ο Θεός ανάλογα με την ιδέα που έχει περί Αυτού. Σ' εκείνους που με την επιθυμία τους ξεπέρασαν την υλική σύνθεση και οι δυνάμεις της ψυχής τους κινούνται με ίση δύναμη γύρω από το Θεό σε μία και την αυτή αεικινησία, φανερώνεται ως Μονάδα και Τριάδα, τόσο για να δείξει την ύπαρξή Του, όσο και να διδάξει μυστικά τον τρόπο της υπάρξεώς Του. Σ' εκείνους που η επιθυμία τους κινείται μόνο γύρω από τα υλικά και οι δυνάμεις της ψυχής τους δεν συνδέονται μεταξύ τους, δεν φανερώνεται όπως είναι Αυτός, αλλά όπως είναι εκείνοι, δείχνοντάς τους ότι και με τα δυο τους χέρια έχουν αγκαλιάσει την υλική δυάδα, κατά την οποία συγκροτήθηκε όλος ο σωματικός κόσμος, από ύλη δηλαδή και μορφή· 

96. Ο θείος Απόστολος τις διάφορες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος τις ονομάζει διάφορα χαρίσματα, τα οποία ενεργούνται από ένα και το αυτό Πνεύμα. Αν λοιπόν κατά το μέτρο της πίστεως καθενός δίνεται η φανέρωση του Πνεύματος με τη μετοχή στο τάδε χάρισμα, είναι φανερό ότι καθένας πιστός δέχεται την ενέργεια του Πνεύματος στο βαθμό που αναλογεί με την πίστη και την κατάσταση της ψυχής του. Και η ενέργεια αυτή του χαρίζει την κατάλληλη έξη για την εργασία αυτής ή εκείνης της εντολής. 

97. Ένας δέχεται λόγο σοφίας, άλλος λόγο γνώσεως, άλλος λόγο πίστεως και άλλος άλλο από τα χαρίσματα του Πνεύματος που απαριθμεί ο μέγας Απόστολος. Έτσι, ένας δέχεται μέσω του Πνεύματος το χάρισμα της τέλειας και άμεσης αγάπης προς το Θεό, η οποία δεν έχει τίποτε υλικό, ανάλογα με την πίστη του· άλλος το χάρισμα της τέλειας αγάπης προς τον πλησίον μέσω του ίδιου Πνεύματος· και άλλος κάποιο άλλο χάρισμα. Και ο καθένας έχει το χάρισμά του ενεργοποιούμενο από το ίδιο Πνεύμα, όπως είπα· γιατί είναι χάρισμα του Πνεύματος κάθε έξη που ενεργοποιείται προς εργασίαν εντολής, λέει ο Απόστολος. 

98. Το βάπτισμα του Κυρίου είναι η τέλεια νέκρωση της προαιρέσεώς μας προς τον αισθητό κόσμο. Ενώ το ποτήρι, είναι η άρνηση και αυτής της παρούσας ζωής μας υπέρ της αλήθειας.

99. Το βάπτισμα του Κυρίου είναι τύπος των δικών μας αυτοπροαίρετων κόπων που κάνομε για χάρη της αρετής, με τους οποίους αφού καθαρίσομε τους μολυσμούς της συνειδήσεώς μας, δεχόμαστε τον εκούσιο θάνατο της προαιρέσεως προς τα ορατά. Το ποτήρι είναι τύπος των περιστασιακών ακούσιων πειρασμών που επέρχονται σε μας [παρά] την προαίρεσή μας για χάρη της αλήθειας. Με αυτούς, προτιμώντας το θείο πόθο περισσότερο κι από την ίδια τη φύση μας, δεχόμαστε θεληματικά το βίαιο θάνατο της φύσεως. 

100. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στο βάπτισμα και το ποτήρι: το βάπτισμα νεκρώνει την προαίρεση προς τα ευχάριστα του βίου, για χάρη της αρετής, ενώ το ποτήρι κάνει τους ευσεβείς να προτιμούν την αλήθεια και από αυτή τη φύση.

Pages