Αν δίνομε τροφή στα θηρία, πότε θα τα θανατώσομε; Κι αν διαρκώς απασχολούμαστε με έργα και λογισμούς της άλογης φιλίας και συνήθειας, πότε θα νεκρώσουμε το φρόνημα της σάρκας; Πότε θα ζήσομε την κατά Χριστόν ζωή πού υποσχεθήκαμε; Τα ίχνη των ποδιών πάνω στο χιόνι ή διαλύονται όταν λάμψει ο ήλιος, ή όταν βρέξει, εξαφανίζονται. Και οι μνήμες που έχουν σκάφτει στη διάνοια, από τη φιλήδονη διάθεση και τις ανάλογες πράξεις, εξαφανίζονται όταν ανατέλλει ο ήλιος στην καρδιά, με την προσευχή και την κατανυκτική βροχή των δακρύων. Ο Μοναχός λοιπόν που δεν πράττει σύμφωνα με το λόγο, πότε θα εξαλείψει από τη διάνοιά του τις εμπαθείς μνήμες;
Οι πρακτικές αρετές τελούνται με το σώμα, αν αφήσεις τη σχέση με τον κόσμο. Οι αγαθές μνήμες εντυπώνονται στην ψυχή και οι θεϊκοί λόγοι αναπαύονται σ΄ αυτήν, αν με συνεχείς προσευχές που αναπέμπονται με θερμή κατάνυξη από τη διάνοια, εξαλείψεις τις μνήμες των προηγουμένων σου πράξεων. Γιατί ο φωτισμός από την πίστη και τη μνήμη του Θεού και τη συντριβή της καρδιάς, αποξέουν σαν ξυράφι τις πονηρές μνήμες. Μιμήσου τη σοφία των μελισσών. Αυτές όταν αντιληφθούν το σμήνος των σφηκών να πετούν γύρω τους, παραμένουν μέσα στην κυψέλη και αποφεύγουν τη βλάβη από τους εχθρούς.
Σφήκες να θεωρείς τις κοσμικές συναναστροφές, τις οποίες αποφεύγοντας με πολλή σπουδή, παράμενε μέσα στο κελί σου στο μοναστήρι. Και από εκεί πάλι να προσπαθείς να μπαίνεις στο εσωτερικότερο φρούριο της ψυχής, που είναι ο οίκος του Χριστού και εκεί αστράφτει αδιατάρακτη ειρήνη και χαρά και γαλήνη. Τα δώρα αυτά, σαν κάποιες ακτίνες τα εκπέμπει από τον εαυτό Του ο νοητός ήλιος Χριστός και με αυτά αμείβει την ψυχή που Τον υποδέχεται με πίστη και καλή ετοιμασία.
Όταν λοιπόν κάθεσαι στο κελί σου, να μνημονεύεις το Θεό, ανυψώνοντας το νου σου απ΄ όλα και οδηγώντας τον άφωνο προς το Θεό, και να συγκεντρώνεις ενώπιον του Θεού όλη τη διάθεση της καρδιάς σου, προσκολλώμενος σ' Αυτόν με την αγάπη. Γιατί η μνήμη του Θεού είναι θεωρία του Θεού, ο οποίος έλκει την όραση και την επιθυμία του νου προς τον εαυτό Του και τον περιλάμπει με το φως Του. Όταν δηλαδή ο νους επιστρέφει στο Θεό, αφήνοντας όλες τις ειδοποιούς έννοιες των όντων, βλέπει χωρίς εικόνες και λαμπρύνει την όρασή του με την αγνωσία αυτή που υπερβαίνει κάθε γνώση, λόγω του ότι η θεία δόξα είναι απρόσιτη. Και ενώ δε γνωρίζει, αφού το βλεπόμενο είναι ακατάληπτο, γνωρίζει ωστόσο επειδή βλέπει την αλήθεια του κυρίως Όντος, του μόνου που έχει το είναι που υπερβαίνει κάθε είναι. Και με την πλούσια αγαθότητα που αναβλύζει από εκεί, τρέφοντας τον έρωτά του και ικανοποιώντας πλήρως την κινητικότητά του, αξιώνεται την χωρίς τέλος μακάρια ανάπαυση. Αυτά είναι τα γνωρίσματα της ορθής μνήμης του Θεού.
Προσευχή τώρα είναι διάλογος της διάνοιας με τον Κύριο. Ο διάλογος αυτός μεταφέρει λόγια δεήσεως στο Θεό, με ολοκληρωτική προσήλωση του νου προς Αυτόν. Γιατί όταν η διάνοια επικαλείται συνεχώς το όνομα του Κυρίου και ο νους προσέχει με ενάργεια στην επίκληση του θείου ονόματος, έρχεται το φως της γνώσεως του Θεού κι επισκιάζει σαν φωτεινή νεφέλη ολόκληρη την ψυχή. Την ορθή μνήμη του Θεού ακολουθεί η αγάπη και η χαρά, όπως λέει ο Ψαλμωδός: «Θυμήθηκα το Θεό και γέμισα ευφροσύνη»(Ψαλμ. 76, 4). Την καθαρή προσευχή ακολουθεί η γνώση και η κατάνυξη, όπως λέει ο ίδιος: « Όποια μέρα θα σε επικαλεστώ, ιδού, γνωρίζω ότι εσύ είσαι ο Θεός μου»(Ψαλμ. 55, 10), και: «Θυσία πού αρέσει στο Θεό είναι το συντετριμμένο πνεύμα»(Ψαλμ. 50, 19).
Όταν ο νους και η διάνοια στέκονται μπροστά στο Θεό με ενεργό προσήλωση και θερμή δέηση, τότε ακολουθεί και η κατάνυξη της ψυχής. Κι όταν ο νους, ο λόγος και το πνεύμα προσπίπτουν στο Θεό, ο νους με την προσοχή, ο λόγος με την επίκληση και το πνεύμα με την κατάνυξη και την αγάπη, τότε όλος ο εσωτερικός άνθρωπος προσφέρει λατρεία στον Κύριο, σύμφωνα με την εντολή: «Θ΄ αγαπήσεις τον Κύριο, το Θεό σου, με όλη την καρδιά σου»(Δευτ. 6, 5).
Πλην όμως θέλω να γνωρίζεις και τούτο· μήπως ενώ νομίζεις ότι προσεύχεσαι, βαδίζεις μακριά από την προσευχή, κοπιάζεις χωρίς κέρδος και τρέχεις ματαίως. Ό,τι συμβαίνει στην ψαλμωδία, όταν ο νους τρέχει αλλού και διασπάται σε πάθη και διάφορα πράγματα, ώστε να χάνεται το νόημα των ψαλλομένων, το ίδιο γίνεται και με τη διάνοια. Πολλές φορές δηλαδή, ενώ αυτή λέει τα λόγια της προσευχής, ο νους δε συνοδεύει, ούτε προσηλώνεται στο Θεό, με τον οποίο γίνεται η συνομιλία κατά την προσευχή, αλλά εκτρέπεται από διάφορες σκέψεις χωρίς να το καταλάβει.
Έτσι, η διάνοια λέει από συνήθεια τα λόγια, ο νους όμως απομακρύνεται από τη γνώση του Θεού. Γι΄ αυτό και η ψυχή φαίνεται τότε ότι ούτε εννοεί, ούτε έχει διάθεση, επειδή ο νους διασκορπίζεται σε κάποιες φαντασίες και απασχολείται σ΄ εκείνα που τον ξεγελούν ή σ΄ εκείνα που επιθυμεί. Γιατί όταν δεν υπάρχει γνώση της προσευχής και ο δεόμενος δεν παραστέκεται μπροστά σ΄ Αυτόν που παρέχει παρηγοριά, πώς θα γλυκαθεί η ψυχή; Πώς θα ευφρανθεί η καρδιά που υποκρίνεται ότι προσεύχεται, αλλά δεν ενδιαφέρεται για αληθινή προσευχή; Θα ευφρανθεί η καρδιά όσων ζητούν τον Κύριο(Ψαλμ. 104, 3). Ζητεί τον Κύριο εκείνος που με ολόκληρη τη διάνοια και θερμή διάθεση πέφτει εμπρός στο Θεό και απομακρύνει κάθε νόημα του κόσμου για χάρη της γνώσεως και της αγάπης του Θεού, που πηγάζουν από την συνεχή και καθαρή προσευχή.
Για να διασαφηνίσω τη θεωρία που γεννιέται στο νου κατά τη μνήμη του Θεού, και την αξία της διάνοιας κατά την καθαρή προσευχή, θα καταφύγω σε παρομοίωση με το σωματικό μάτι και τη γλώσσα. Ό,τι είναι δηλαδή η κόρη για το μάτι και η προφορά του λόγου για τη γλώσσα, το ίδιο είναι η μνήμη για το νου και η προσευχή για τη διάνοια. Όπως το μάτι όταν δει κάποιο ορατό δε λέει τίποτε, αλλά με την πείρα της οράσεως δέχεται τη γνώση του βλεπομένου, έτσι και ο νους, καθώς μέσω της μνήμης παραδίδεται ερωτικά στο Θεό με την προσκόλληση της διάπυρης διαθέσεως και με τη σιγή της ολότελα απλής νοήσεως, καταφωτίζεται από τη θεία έλλαμψη, λαμβάνοντας αρραβώνα της μέλλουσας λαμπρότητας.
Και πάλι, όπως η γλώσσα, με τα λόγια που λέει, φανερώνει στον ακροατή την αθέατη θέληση του νου, έτσι και η διάνοια, όταν απαγγέλλει τα σύντομα λόγια της προσευχής με θέρμη και χωρίς διακοπή, παρουσιάζει στον παντογνώστη Θεό την αίτηση της ψυχής. Και με την παραμονή στην προσευχή και με την επίμονη συντριβή της καρδιάς, ανοίγουν τα φιλάνθρωπα σπλάχνα του Κυρίου που είναι γεμάτος συμπάθεια, και ο προσευχόμενος δέχεται πλούσια τη σωτηρία, όπως λέει και ο Ψαλμωδός: « Ο Θεός δε θα απορρίψει την καρδιά που έχει συντριβεί και ταπεινωθεί»(Ψαλμ. 50, 19).
Θα σε χειραγωγήσει στην καθαρή προσευχή και εκείνο που γίνεται με τον επίγειο βασιλιά. Όταν δηλαδή παρουσιαστείς στο βασιλιά, και σωματικά είσαι μπροστά του και με τη γλώσσα τον ικετεύεις και με τα μάτια τον ατενίζεις, κι έτσι προσελκύεις την ευμένειά του. Αυτό κάνε κι εσύ, είτε στη σύναξη της εκκλησίας, είτε μόνος στο δωμάτιό σου. Όταν δηλαδή συνάγεστε στο όνομα του Κυρίου με τους αδελφούς για την ακολουθία, όπως παρίστασαι με το σώμα και προσφέρεις με τη γλώσσα σου στον Κύριο την ψαλμωδία, έτσι να έχεις και το νου σου προσηλωμένο στα λόγια και στο Θεό και να γνωρίζει με ποιον συνομιλεί και ποιον πλησιάζει. Γιατί όταν η διάνοια παραδίδεται με ζέση και καθαρότητα στην προσευχή, τότε η καρδιά αξιώνεται να απολαύσει αναφαίρετη χαρά και ανέκφραστη ειρήνη. Και πάλι όταν παραμένεις μόνος στο δωμάτιό σου, μην αφήνεις την προσευχή από τη διάνοιά σου, με νήψη του νου και συντριβή του πνεύματος· και με τη νήψη θα σε επισκιάσει η θεωρία, η γνώση θα κατασκηνώσει μέσα σου με την προσευχή και η σοφία θα αναπαυτεί εντός σου με την κατάνυξη, εξορίζοντας την άλογη ηδονή και εγκαθιστώντας τη θεία αγάπη.
Πίστεψέ με, σου λέω αλήθεια· αν σε όλη σου την πνευματική εργασία αποκτήσεις αχώριστη την μητέρα των καλών, την προσευχή, αυτή δε θα νυστάξει ώσπου να σου δείξει τον θείο νυμφώνα, να σε οδηγήσει μέσα και να σε γεμίσει ανείπωτη δόξα και ευφροσύνη. Γιατί αυτή αφαιρεί όλα τα εμπόδια, εξομαλύνει το δρόμο της αρετής και τον κάνει εύκολο σ' εκείνον που τη ζητεί.
Πρόσεξε τώρα τον τρόπο της προσευχής της διάνοιας. Η συνομιλία με το Θεό αφανίζει τους εμπαθείς λογισμούς. Η ανάταση του νου στο Θεό φυγαδεύει τις έννοιες του κόσμου. Η κατάνυξη της ψυχής απομακρύνει τη φιλία της σάρκας. Και τότε φανερώνεται η προσευχή, από την ασίγητη απαγγελία του θείου ονόματος, ότι είναι συμφωνία και ένωση του νου, του λόγου και της ψυχής. « Όπου είναι -λέει ο Κύριος-, δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι κι εγώ ανάμεσά τους»(Ματθ. 18, 20). Έτσι λοιπόν η προσευχή, ανακαλώντας τις δυνάμεις της ψυχής από το διασκορπισμό που προκαλούν σ' αυτές τα πάθη, τις συνδέει μεταξύ τους· και συνδέοντας τότε μαζί της την τριμερή ψυχή, τη συμφιλιώνει με τον ένα τρισυπόστατο Θεό. Πρώτα, δηλαδή, με τους τρόπους της αρετής αφαιρεί από την ψυχή την ασχήμια της αμαρτίας· έπειτα, αφού ξαναζωγραφίσει στην ψυχή το κάλλος των θείων χαρακτήρων με την αγία γνώση που δίνει, την παρουσιάζει στο Θεό. Και η ψυχή παρευθύς γνωρίζει τον Ποιητή της, όπως λέει ο Ψαλμωδός: « Όποια μέρα σε επικαλεστώ, ιδού, γνωρίζω ότι εσύ είσαι ο Θεός μου»(Ψαλμ. 55, 10)· και αυτή, γνωρίζεται από το Θεό. Γιατί ο Κύριος γνωρίζει τους δικούς Του(Β΄ Τιμ. 2, 19).
Τον γνωρίζει, γιατί έχει μέσα της καθαρή την εικόνα Του, και κάθε εικόνα αναφέρεται στο πρωτότυπο· και γνωρίζεται από Αυτόν για την ομοίωσή της με Αυτόν λόγω των αρετών, με τις οποίες και γνώση Θεού έχει, και γνωρίζεται από το Θεό.
Εκείνος που ζητάει την εύνοια του βασιλιά, μεταχειρίζεται τρεις τρόπους: ή απευθύνει λόγους ικεσίας, ή στέκεται σιωπώντας, ή πέφτει στα πόδια εκείνου που μπορεί να τον βοηθήσει. Έτσι και η καθαρή προσευχή, συναπτόμενη με το νου, το λόγο και το πνεύμα, με το λόγο επικαλείται το θείο όνομα, με το νου ατενίζει σταθερά τον παρακαλούμενο Θεό, ενώ με το πνεύμα εκδηλώνει την κατάνυξη, την ταπείνωση και την αγάπη. Και έτσι εξευμενίζει την άναρχη Τριάδα, τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, τον ένα Θεό.
Όπως η ποικιλία των φαγητών ανοίγει την όρεξη να τα δοκιμάσει κανείς, έτσι και οι διάφορες έννοιες των αρετών ξυπνούν την κινητικότητα του νου. Γι΄ αυτό, βαδίζοντας το δρόμο της διάνοιας, να διαλέγεις τα λόγια της προσευχής και ν΄ απευθύνεσαι στον Κύριο με αδιάκοπες φωνές χωρίς να αποθαρρύνεσαι· να δέεσαι συνεχώς μιμούμενος την αναίδεια της χήρας που πέτυχε να κάμψει τον αμείλικτο δικαστή. Τότε βαδίζεις σύμφωνα με τις επιταγές του Πνεύματος(Γαλ. 5, 16)· δεν προσέχεις τις σαρκικές επιθυμίες και δε διακόπτεις με κοσμικούς λογισμούς τη συνέχεια της προσευχής, αλλά γίνεσαι ναός του Θεού καθώς Τον υμνείς απερίσπαστος. Όταν ασκείς έτσι την κατά διάνοια προσευχή, αξιώνεσαι να φτάνεις και στη μνήμη του Θεού και να εισέρχεσαι στα άδυτα του νου και να κατοπτεύεις τον Αόρατο με μυστικές θεωρίες και μόνος να λατρεύεις στη μόνωση μόνο το Θεό πλημμυρίζοντας από γνώση μαζί με αγάπη.
Όταν λοιπόν δεις να σε κυριεύει χαύνωση στην προσευχή, τότε να μεταχειρίζεσαι βιβλίο, και διαβάζοντας προσεκτικά, να δέχεσαι μέσα σου τη γνώση. Μην προσπερνάς βιαστικά τα λόγια, αλλά να τα στοχάζεσαι βαθιά και να θησαυρίζεις το νόημά τους. Ύστερα να αναλογίζεσαι όσα διάβασες, ώστε με τη μελέτη αυτή να τα κατανοείς, να γλυκαίνεται η διάνοιά σου και να σου μένουν αλησμόνητα. Κι έτσι ν΄ αναρρίπτεται ο ζήλος σου για τα θεία διανοήματα, σύμφωνα με το ρητό: «Κατά τη μελέτη μου θ΄ ανάψει μέσα μου φωτιά»(Ψαλμ. 38, 4). Όπως η τροφή με τη μάσηση ευχαριστεί τη γεύση, έτσι και τα θεία λόγια, όταν στρέφονται μέσα στην ψυχή, τρέφουν και κατευφραίνουν τη διάνοια, όπως λέει και ο Ψαλμωδός: «Πόσο γλυκά είναι τα λόγια Σου στο λάρυγγά μου!»(Ψαλμ. 118, 103). Ν΄ αποστηθίζεις και λόγια του Ευαγγελίου και αποφθέγματα των μακαρίων Πατέρων και να ερευνάς τους βίους τους, για να τα έχεις μελέτημά σου κατά τις νύχτες· ώστε όταν η διάνοιά σου κουραστεί από την προσευχή, να την ανανεώνεις με την ανάγνωση και τη μελέτη των θείων λόγων και να την κάνεις προθυμότερη στην προσευχή. Επίσης να χρησιμοποιείς την ψαλμωδία, αλλά με φωνή πολύ σιγανή και με παρακολούθηση από το νου, δίχως να ανέχεσαι ν΄ αφήσεις κάποιο λόγο να περάσει χωρίς να τον εννοήσεις.
Κι αν ποτέ κάτι διαφύγει την προσοχή σου, επανάλαβε το στίχο, όσες φορές χρειαστεί, μέχρις ότου κάνεις το νου σου να παρακολουθεί τα λεγόμενα. Γιατί ο νους έχει τη δύναμη και να ψάλλει με το στόμα, και το Θεό να μνημονεύει. Και αυτό διδάξου το από τη φυσική πείρα. Όπως δηλαδή εκείνος που βρίσκεται και συνομιλεί με κάποιον, τον βλέπει ταυτόχρονα και με τα μάτια του, έτσι κι εκείνος που ψάλλει με τα χείλη μπορεί συνάμα και να ατενίζει με τη μνήμη το Θεό. Τις γονυκλισίες μη τις αφήνεις, γιατί με το γονάτισμα εικονίζεται η πτώση της αμαρτίας και γίνεται ένα είδος εξομολογήσεως, ενώ με την ανόρθωση υποδηλώνεται η μετάνοια και συμβολίζεται η υπόσχεση για ενάρετο βίο. Κάθε γονυκλισία να γίνεται με τη νοερή επίκληση του Χριστού, ώστε πέφτοντας μπροστά στον Κύριο με την ψυχή και με το σώμα, να κάνεις ευδιάλλακτο το Θεό των ψυχών και των σωμάτων.
Αν, τέλος, απασχολήσεις και τα χέρια σου με κάποιο έργο αθόρυβο μαζί με την κατά διάνοια προσευχή, για να αποκρούεις τον ύπνο και τη ραθυμία, και τούτο συμβάλλει στον ασκητικό αγώνα.
Όλες αυτές οι εργασίες, όταν γίνονται μαζί με την προσευχή, ακονίζουν το νου, εξορίζουν την ακηδία, κάνουν πιο ζωηρή την ψυχή και το νου οξύτερο και θερμότερο στην απασχόλησή του με την κατά διάνοιαν εργασία.
Όταν χτυπήσει το τάλαντο, βγες από το κελί σου, έχοντας τα σωματικά μάτια στραμμένα στη γη και τη διάνοια στερεωμένη στη μνήμη του Θεού. Αφού μπεις στην εκκλησία και πάρεις τη θέση σου στο χορό, μήτε να αργολογείς με τον διπλανό σου Μοναχό, μήτε να μετεωρίζεσαι με το νου σε ματαιότητες. Αλλά ν΄ ασφαλίζεις τη γλώσσα σου με μόνη την ψαλμωδία και τη διάνοιά σου με την προσευχή. Όταν γίνει απόλυση, πήγαινε στο δωμάτιό σου και άρχισε τον κανόνα που σου έχει οριστεί.
Όταν πας στην τράπεζα, μην παρατηρείς γύρω τις μερίδες των αδελφών, μήτε να αφήνεις την ψυχή σου σε διάφορες υποψίες όχι καλές. Να βλέπεις και να τρως εκείνα που έβαλαν εμπρός σου, δίνοντας στο στόμα την τροφή, στην ακοή την ακρόαση των αναγνωσμάτων και στην ψυχή σου την προσευχή. Έτσι θα τρέφεσαι σωματικά και πνευματικά και θα δοξολογείς ολοκληρωμένα Αυτόν που σου παρέχει πλούσια τα αγαθά της επιθυμίας σου. Από εκεί αφού σηκωθείς με σεμνότητα και σιωπή, πήγαινε στο κελί σου και σαν εργατική μέλισσα να επιδοθείς στην εργασία των αρετών.
Όταν εκτελείς μια διακονία μαζί με τους αδελφούς, να εργάζονται τα χέρια σου, τα χείλη να σιωπούν και ο νους να μνημονεύει το Θεό. Και αν κανένας αρχίσει να αργολογεί, για να διακόψεις αυτή την αταξία σήκω και βάλε μετάνοια.
Ν' αποδιώχνεις τούς λογισμούς και να μην τους επιτρέπεις να διαβαίνουν από την καρδιά σου και να πολυκαιρίζουν σ΄ αυτήν, γιατί η παραμονή των εμπαθών λογισμών ζωογονεί τα πάθη και θανατώνει το νου. Αμέσως την ώρα που σε προσβάλλουν, με την πρώτη κίνηση του νου, βιάσου να τους εξοντώσεις με το βέλος της προσευχής. Κι αν επιμένουν να σε ενοχλούν και να προκαλούν σύγχυση στη διάνοιά σου, και άλλοτε να υποχωρούν, ενώ άλλοτε να επιτίθενται, να ξέρεις ότι είναι οχυρωμένοι πίσω από προηγούμενό σου θέλημα. Και επειδή έχουν αποκτήσει δικαιώματα στην ψυχή σου λόγω της ήττας της προαιρέσεώς της, για αυτό σε ταράζουν και σε ενοχλούν. Γι΄ αυτό πρέπει να τούς στηλιτεύεις με την εξομολόγηση· γιατί όταν φανερωθούν οι πονηροί λογισμοί, τρέπονται σε φυγή. Όπως δηλαδή όταν φωτίζει το φως, το σκότος υποχωρεί, έτσι και το φως της εξομολογήσεως αφανίζει τούς λογισμούς των παθών, πού κι αυτοί είναι σκότος. Τούτο γίνεται επειδή η κενοδοξία και η άνεση, λόγω των οποίων έβρισκαν τόπο οι λογισμοί, καταστράφηκαν με την αισχύνη της εξομολογήσεως και την κακοπάθεια του κανόνα πού επιβλήθηκε.
Έτσι, καθώς οι λογισμοί βρίσκουν τη διάνοια ελεύθερη από τα πάθη με τη συνεχή και την κατανυκτική προσευχή, τρέπονται σε φυγή ντροπιασμένοι. Όταν ο αγωνιστής προσπαθεί με την προσευχή να ανακόπτει τούς λογισμούς πού τον ταράζουν, τούς ανακόπτει για λίγο και εμποδίζει τα ποικίλα νοήματά τους καθώς παλεύει και αντιπολεμά· δε λυτρώνεται όμως τελείως, γιατί αποδέχεται τις αιτίες των λογισμών πού τον ενοχλούν, δηλαδή τη σωματική ανάπαυση και την επιθυμία των κοσμικών τιμών, και γι΄ αυτές τις αιτίες δε σπεύδει στην εξομολόγηση. Έτσι δεν έχει ειρήνη, αφού κατέχει αυτά πού ανήκουν δικαιωματικά στους εχθρούς. Ποιος είναι εκείνος πού κατέχει ξένα σκεύη και δεν του τα ζητούν οι ιδιοκτήτες τους; Και ποιος, πού δεν αποδίδει όταν του ζητούν εκείνα πού κακώς κατέχει, ελευθερώνεται από τούς αντιδίκους του; Όταν όμως ο αγωνιζόμενος, ενισχυμένος από τη μνήμη του Θεού, αγαπήσει την εξουθένωση και την κακοπάθεια της σάρκας και προχωρήσει χωρίς να ντρέπεται στην εξομολόγηση των λογισμών του, αμέσως οι εχθροί αναχωρούν και η διάνοια ελευθερωμένη εξασφαλίζει αδιάκοπη τη συνέχεια της προσευχής και τη μελέτη των θείων.
Κάθε υπόνοια πού δημιουργείται στην καρδιά σου εναντίον κάποιου, να την απορρίπτεις τελείως, γιατί καταλύει την αγάπη και την ειρήνη. Κάθε συμφορά πού σου έρχεται απ΄ έξω, να τη δέχεσαι με γενναιότητα, γιατί προξενεί τη σωτήρια υπομονή, την υπομονή πού χαρίζει τη διαμονή και την ανάπαυση στους ουρανούς. Όταν έτσι περνάς τις ημέρες σου, θα ζήσεις την παρούσα ζωή με καλή διάθεση, καθώς θα σε ευφραίνουν οι μακάριες ελπίδες, ενώ κατά το θάνατό σου θα μετατεθείς από τα εδώ με παρρησία και θα μεταβείς στους τόπους της αναπαύσεως, τούς οποίους σου ετοίμασε ο Κύριος, ως ανταπόδοση των εδώ κόπων σου, για να συμβασιλεύσεις με Αυτόν.
Στον Κύριο ανήκει κάθε τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το πανάγιο, αγαθό και ζωοποιό Του Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και σε όλους τούς αιώνες. Αμήν.
--------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 145-154).