Γιατί εκείνο που βοηθεί ή εμποδίζει τη σωτηρία είναι η θέληση και τίποτε άλλο. Θέλησες κάποιο αγαθό; Πράξε το. Δεν μπορείς; Έχε τουλάχιστον την προαίρεση, και να, το έχεις, αν και δεν το έχεις. Και έτσι η συνήθεια σιγά-σιγά αυτόματα εργάζεται είτε το καλό, είτε το κακό. Αν δεν ήταν έτσι, τότε κανένας ληστής δεν θα σωζόταν.
Κι όμως, όχι μόνο σώθηκαν, αλλά και έλαμψαν πολλοί από τους ληστές. Κοίταξε πόσο μακρινή είναι η απόσταση από το ληστή στον άγιο· εντούτοις, δεν υπερίσχυσε η συνήθεια, αλλά νίκησε η προαίρεση. Εκείνον τώρα, που με τη χάρη του Χριστού είναι ευλαβής χριστιανός ή και μοναχός, τι τον εμποδίζει να γίνει όπως εκείνοι; Εκείνοι είναι μακριά, αυτός κοντά, και το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου το έλαβε κατά χάρη ή λόγω φυσικής κλίσεως ή επειδή από τους γονείς κληρονόμησε την ευσέβεια και την ευλάβεια.
Άραγε δεν είναι παράδοξο, όταν ληστές και τυμβωρύχοι γίνονται άγιοι, ενώ μοναχοί θα καταδικαστούν; Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο! Η ντροπή κάλυψε το πρόσωπό μου(Ψαλμ. 43, 16). Οι βασιλιάδες γίνονται φτωχοί, όπως ο άγιος Ιωάσαφ και οι όμοιοί του, και ο φτωχός δεν μπορεί να διατηρήσει την φτώχεια, στην οποία ήταν ανέκαθεν συνηθισμένος, ώστε να μπει χωρίς κόπο στη βασιλεία των ουρανών, με την απροσπάθεια των πραγμάτων, τα οποία δεν είχε από κληρονομία των γονέων του.
Αλλά όταν είπε ότι απαρνείται τον κόσμο, αν και δεν είχε τίποτε (γιατί τον κόσμο και τα πράγματα του κόσμου τα κατέχει άλλος, κι αυτός είχε εξουσία μόνο να τα επιθυμεί), όταν λοιπόν απαρνήθηκε τον κόσμο, τότε βρέθηκε με πολλά. Και λέει, «δεν μπορώ να είμαι ακτήμων, ούτε να υπομένω όσα μου έρχονται». Ποιά, πες μου; Τις φυλακές και τα δεσμά που είχε πρωτύτερα, κι ας ήταν και άρχοντας; Γιατί εκείνοι που έχουν τις αρχές και τα πλούτη, αυτοί τα παθαίνουν αυτά. Αλλά ποιά; Τη στέρηση των αναγκαίων, την γυμνότητα και τα λοιπά που είχε;
Δε θέλω να μιλώ λεπτομερώς και να μακραίνω το λόγο και να καταισχύνω εκείνους που είναι γεμάτοι αισχύνη· είναι αρκετή για μας αυτή ακριβώς η εμπαθής προσκόλληση σε κάτι από τα ορατά, των οποίων την επιθυμία απαρνηθήκαμε, να μας γεμίσει αισχύνη και ντροπή στο μέλλον, όπως έγινε με το Γιεζή(Δ΄ Βασ. 5, 20· και 26, 27) και τον Ιούδα(Ματθ. 26, 15· 27, 5).
Ο πρώτος, ως γνωστόν, επιθύμησε εκείνα που δεν είχε, γι' αυτό μαζί με την πτώση, έλαβε και τη λέπρα από το Θεό. Ο δεύτερος πάλι, αφού απαρνήθηκε εκείνα που είχε, πάλι επιθύμησε να τα έχει· γι' αυτό μαζί με την αγχόνη κληρονόμησε και την απώλεια.
Τι παραπάνω έχει ο μοναχός, αν δεν ασκεί την παρθενία και την ακτημοσύνη; Τις υπόλοιπες εντολές όλοι οι άλλοι χρεωστούν να τις φυλάξουν, γιατί είναι φυσικές. Το να αγαπά το Θεό και τον πλησίον, να υπομένει τους πειρασμούς, να μεταχειρίζεται κατά φύση τα πράγματα, να απέχει από πονηρά έργα, οφείλει κανείς να τα κάνει και μη θέλοντας.
Αν δεν τα τηρεί αυτά, δε βρίσκει ανάπαυση ούτε σ' αυτή τη ζωή. Γιατί και οι νόμοι τιμωρούν τους φταίχτες και οι άρχοντες εξαναγκάζουν στην αρετή, κατά τον Απόστολο. «Δεν έχει, λέει, χωρίς λόγο το σπαθί. Θέλεις εσύ να μην φοβάσαι την εξουσία; Κάνε το καλό, και αυτή θα σ' επαινέσει»(Ρωμ. 13, 3-4).
Όλα μεν αυτά, ως φυσικά, όλοι και τα πράττουν και τα θέλουν, αλλά και τιμωρούν την παράβασή τους. Ο κλήρος όμως του μοναχού είναι τα υπέρ φύση, αφού είναι στρατιώτης του Χριστού. Γι' αυτό και έχει χρέος να γευθεί τα παθήματα του Χριστού, για να απολαύσει και τη δόξα Του.
Αλλά και αυτό πάλι είναι φυσικός νόμος που μαρτυρείται από τα αισθητά πράγματα. Οι στρατιώτες του βασιλιά δεν δοξάζονται επειδή υποφέρουν μαζί του; Όσο υποφέρει κανείς εδώ, τόσο έπαινο δεν έχει; Και όσο ανίκανος φανεί, τόσο δεν περιφρονείται; Δε φαίνεται κανείς πιο φίλος του βασιλιά όσο περισσότερο όμοια στολή φορεί με αυτόν; Και όσο πιο ανόμοια στολή φορεί, τόσο περισσότερο δεν φαίνεται ξένος; Έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και για τον δικό μας Βασιλιά.
Όσο κανείς υποφέρει και μιμείται τη φτώχεια του Χριστού και γεύεται τα παθήματα και τις ύβρεις που Αυτός υπέφερε πριν σταυρωθεί για χάρη μας και ταφεί, τόσο περισσότερο γίνεται οικείος Του και συγκοινωνός της δόξας Του, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου. «Αν υποφέρομε, λέει, μαζί Του, τότε και θα συνδοξαστούμε »(Ρωμ. 8, 17).
Αλοίμονο, πώς δεν γνωρίζομε ότι για ψωμί μόνο, πόσο υποφέρουν και κοπιάζουν στρατιώτες και ληστές; Και πόσο μακριά πηγαίνουν στην ξενητιά οδοιπόροι και ναυτικοί; Και πόσο κόπο υποφέρουν οι άνθρωποι, χωρίς την ελπίδα της βασιλείας των ουρανών; Αν και συχνά δεν πετυχαίνουν ούτε το σκοπό για τον οποίο μοχθούν.
Κι εμείς δεν θέλομε, για χάρη της βασιλείας των ουρανών και των αιωνίων αγαθών, να υποφέρομε λίγο. Αν και αυτό δε γίνεται ίσως τόσο κοπιαστικό, όταν η προαίρεση ευχαριστείται και δε νομίζει φορτική και ανυπόφορη την απόκτηση των αρετών, αλλά μάλλον χαρά και ανάπαυση με την ελπίδα, την αμεριμνία και την ακούσια τιμή που ακολουθεί την αρετή, την οποία συνήθως και ο εχθρός σέβεται και θαυμάζει. Η αρετή καταλήγει στην ευφροσύνη και την αγαλλίαση.
Και όχι μόνον αυτό, αλλά με την αρετή έχει ενωμένη τη χαρά η απροσπάθεια, όπως τη λύπη με τα πάθη της ατιμίας η υλιστική ζωή. Από την οποία είθε να ελευθερωθούμε και να επιτύχομε την άυλη και αιώνια ζωή μέσω της απροσπάθειας που γεννά τη νέκρωση του σώματος, με τη χάρη του Ιησού Χριστού, του Κυρίου μας. Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες. Αμήν.
----------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 198-200)