What is the Fight-Flight-Freeze-Fawn Stress Response
Μπορεί να είστε πολύ εξοικειωμένοι με τον όρο «μάχη ή φυγή» και μπορεί επίσης να έχετε περιέργεια να μάθετε για τους σκοπούς και τους νευρολογικούς μηχανισμούς που βρίσκονται πίσω από αυτό το σύστημα. Ως παρατηρητής και παθών που βιώνει χρόνιο στρες ή που έχω βιώσει τραύμα, βλέπω τους τρόπους με τους οποίους οι αντιδράσεις του φόβου και του στρες επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Υπάρχουν περισσότεροι από δύο τρόποι που το σώμα μας μπορεί να αντιδράσει σε μια αντιληπτή απειλή. Μπορεί να βρεθούμε να προσπαθούμε να πολεμήσουμε ή να ξεφύγουμε από την απειλή, αλλά μπορεί επίσης να αντιδράσουμε με τρόπους για τους οποίους γίνεται λιγότερος λόγος. μπορεί να «παγώσουμε» ή ακόμα και να «καταρρεύσουμε».
Το μεταιχμιακό μας σύστημα είναι το μέρος του εγκεφάλου μας που είναι υπεύθυνο για τις αντιδράσεις του φόβου μας. Αυτό το μέρος του εγκεφάλου μας είναι εξαιρετικά εξελιγμένο και προσαρμοσμένο στην αντίληψη των απειλών και μπορεί να γίνει ακόμη πιο ευαίσθητο σε ορισμένα περιβάλλοντα εάν έχουμε βιώσει ένα τραύμα, προκαλώντας άγχος ακόμη και όταν το άτομο είναι ξανά «ασφαλές».
Το σημείο που θέλω να ξεκαθαρίσω περισσότερο όταν μιλάμε για τις αυτόματες απαντήσεις μας σε απειλές είναι ακριβώς αυτό. Είναι αυτόματο.
Δεν έχουμε επιλογή στο πώς αντιδρά το σώμα μας κατά τη διάρκεια μιας εξαιρετικά τραυματικής ή στρεσογόνου κατάστασης, επειδή το νευρικό μας σύστημα μπαίνει και αναλαμβάνει προσωρινά για να επιβιώσουμε από την απειλή.
Υπάρχει πολύ μεγάλο στίγμα στην κουλτούρα μας σχετικά με το πώς οι άνθρωποι «πρέπει» ή «δεν πρέπει» να ανταποκρίνονται σε μια τραυματική κατάσταση.
Σχόλια όπως, « Λοιπόν γιατί δεν προσπάθησε να τσακωθεί ή να την
" κάνει" φύγει/ " κοπανήσει";» είναι απίστευτα επιβλαβείς και είναι ενδεικτικές μιας κουλτούρας που δεν κατανοεί τις βιολογικές μας αντιδράσεις στον φόβο.
Κατανοώντας και ομαλοποιώντας ολόκληρο το φάσμα απόκρισης φόβου από μάχη σε κατάρρευση, μπορούμε να δημιουργήσουμε πιο συμπονετική γλώσσα στον τρόπο που ανταποκρινόμαστε στις στρεσογόνες αντιξοότητες.
Η απόκριση παγώματος μπορεί να θεωρηθεί ως η απόκριση "ελάφι ή λαγός στους προβολείς". Γνωρίζουμε ότι υπάρχει μια απειλή, αλλά τα σώματά μας παγώνουν με συμπαθητική, υπερδιεγερμένη ενέργεια.
Με άλλα λόγια, η απόκριση του φόβου έχει ενεργοποιηθεί και ο καρδιακός ρυθμός αυξάνεται έτσι ώστε το οξυγόνο να μπορεί να ρέει στους μύες. Αυτή η ακινησία δεν είναι επιλογή, είναι ο τρόπος του σώματός μας να προσπαθεί να προετοιμαστεί για το επόμενο βήμα, αλλά δεν είναι σε θέση να απελευθερώσει την ενέργεια μέχρι να περάσει η απειλή.
Θα περιέγραφα αυτή την εμπειρία ως «ένιωθα κολλημένος» ή «δεν μπορούσα να κουνηθώ» ή «ένιωθα παράλυτος». Τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα μιας απόκρισης κατάψυξης μπορεί να μοιάζουν με άγχος, χρόνιο πόνο, ημικρανίες και άλλα συμπτώματα που βασίζονται στο σώμα.
Η απόκριση κατάρρευσης φαίνεται πολύ διαφορετική από το πάγωμα από βιολογική άποψη. Η κατάρρευση είναι μια κατάσταση υποδιέγερσης. Όταν ένα άτομο αρχίζει να βιώνει αυτή την απόκριση, μπορεί να μην μπορεί να μιλήσει και να νιώθει αποκομμένο ή αποσυνδεδεμένο από το σώμα του. Ο καρδιακός ρυθμός, η αρτηριακή πίεση και η θερμοκρασία του σώματός τους μειώνονται.
Εάν βρεθείτε με κάποιον σε αυτή την κατάσταση, μπορεί να παρατηρήσετε ότι έχει ένα «κενό βλέμμα» καθώς αντιλαμβάνεται λιγότερο τον εσωτερικό και τον εξωτερικό του κόσμο. Υπάρχει μείωση του μυϊκού τόνου, καθώς το σώμα δεν προσπαθεί πλέον να πολεμήσει ή να ξεφύγει από την απόκριση. Αυτή είναι μια αντίδραση φόβου που μπορεί να οδηγήσει σε λιποθυμία ενός ατόμου.
Αν έχετε βιώσει κάποια από αυτές τις αντιδράσεις κάποια στιγμή στη ζωή σας, καταλαβαίνετε πόσο μπερδεμένο μπορεί να είναι να μην έχετε τον έλεγχο του σώματός σας.
Η κατανόηση ότι το σώμα σας έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να σας προστατεύσει, μπορεί να σας βοηθήσει να επαναπροσδιορίσετε την εμπειρία εάν δυσκολεύεστε να κατανοήσετε την αντίδρασή σας.
Μεγάλη ωφέλεια θα σας παρέχει ένας ιδιωτικός χώρος ή λίγος χρόνος για να επεξεργαστείτε την εμπειρία σας και στη συνέχεια να ανακτήσετε τον έλεγχο των πεποιθήσεων που έχει προσδώσει μια τραυματική στιγμή.
Η εξάσκηση μπορεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση και τη διαχείριση του φόβου και των απαντήσεών σας.
****
Στην κοινωνία του σήμερα, με τους γρήγορους, σχεδόν άπιαστους, ρυθμούς της, όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με την έννοια του στρες. Αγχωνόμαστε για κάθε λογής κατάσταση και γεγονός, ενώ η ίδια η λέξη έχει γίνει κομμάτι του καθημερινού λεξιλογίου μας. Σε έναν βαθμό, αυτό είναι λογικό – είναι στην φύση του ανθρώπου να αγχώνεται.
Πότε και πώς το άγχος μας γίνεται επικίνδυνο;
Αυτό γιατί, από τους πρώτους αιώνες της εξέλιξής μας ως είδος, το συναίσθημα του άγχους χρησίμευε ώστε να αντιλαμβανόμαστε πιθανούς κινδύνους (κυριολεκτικούς και μεταφορικούς) και να αντιδρούμε κατάλληλα σε αυτούς – είτε με το να τους αντιμετωπίζουμε είτε με το να τους αποφεύγουμε. Ετούτη, η ενστικτώδης αντίδραση λέγεται ‘fight or flight’ και αντιπροσωπεύει την σημασία του άγχους για τον άνθρωπο.
Έτσι, το στρες μας είναι εν μέρει τόσο κατανοητό όσο και απαραίτητο. Σε έναν βαθμό. Γιατί από εκεί και πέρα, το συναίσθημα αποκτά σχεδόν ζωή από μόνο του, εξαπλώνεται και μας κυριεύει – κατάσταση που δεν επιφέρει κανένα όφελος στον άνθρωπο.
Πότε το στρες μας ξεπερνά τα υγιή (απαραίτητα) επίπεδα;
Πώς μπορούμε να το αναγνωρίζουμε εγκαίρως;
Τι επιπτώσεις έχει αυτό;
Το άγχος μας, εμφανίζεται στην σκέψη, το συναίσθημα και στο ίδιο το σώμα. Παρατηρώντας αυτά, μπορούμε να καταλάβουμε πότε είμαστε υπερβολικά αγχωμένοι και να κάνουμε προσπάθεια να το μετριάσουμε.
Στον τομέα της σκέψης το άγχος εμφανίζεται με την μορφή αρνητικών σκέψεων, που είναι συχνά παράλογες ή υπερβολικές. Έτσι, όταν είμαστε αγχωμένοι τείνουμε να «τα βλέπουμε όλα μαύρα».
Δημιουργούμε αρνητικά πιθανά σενάρια στο νου μας, καταστροφολογούμε, αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε τα θετικά μιας κατάστασης. Ετούτες οι αρνητικές σκέψεις, με την σειρά τους, ξυπνούν αρνητικά συναισθήματα.
Νιώθουμε πιεσμένοι, φοβισμένοι, ίσως ακόμα και θυμωμένοι ή αγανακτισμένοι. Όσο το άγχος αυξάνεται, μπορεί να νιώσουμε αβοήθητοι, πως πνιγόμαστε και δεν υπάρχει λύση στο εκάστοτε πρόβλημα, ώσπου να καταλήξουμε να νιώθουμε απόγνωση. Όλα αυτά βέβαια έχουν αντίκτυπο και στο σώμα μας. Όταν είμαστε αγχωμένοι μπορεί να βιώνουμε μια γενικότερη σωματική ένταση.
Πιο συγκεκριμένα, έχουμε ανεβασμένους παλμούς της καρδιάς (και πίεση), ακαθόριστη και κοφτή ανάσα, τρεμάμενα άκρα, ‘πλάκωμα’ στο στήθος, σφίξιμο στο στομάχι. Συχνά μπορεί να νιώθουμε κουρασμένοι και εξουθενωμένοι, περισσότερο από το αναμενόμενο, ενώ ένα αίσθημα ‘αρρώστιας’ μας κυριεύει.
Έτσι, το άγχος μας μετατρέπεται σε full time ημερήσιο πρόγραμμα.
Μακροπρόθεσμα, όλες αυτές οι εκφάνσεις του μπορεί να μας επηρεάζουν σε ένα ευρύτερο επίπεδο.
Στην σκέψη, δυσκολευόμαστε να συγκεντρωθούμε, να θυμηθούμε και να παράγουμε πνευματική δουλειά. Συναισθηματικά, η κακή διάθεση και η ένταση γίνονται ρουτίνα, και τέλος σωματικά, κανείς μπορεί να εμφανίσει πληθώρα ψυχοσωματικών συμπτωμάτων (δηλαδή προβλημάτων υγείας του σώματος που δεν εξηγούνται από σωματική πάθηση).
Εδώ πρέπει να τονιστεί πως τα τελευταία χρόνια, ένα τεράστιο κύμα ερευνών έχει εστιάσει στις επιπτώσεις του χρόνιου άγχους στην υγεία. Οι περισσότερες από αυτές τις μελέτες βρήκαν σημαντική σχέση μεταξύ των υψηλών επιπέδων άγχους (μακροπρόθεσμα) και διαφόρων ασθενειών – από καρδιαγγειακά νοσήματα, μέχρι και καρκίνο.
Το άγχος λοιπόν είναι μια κατάσταση που μας επηρεάζει σε πολλά επίπεδα – γεγονός που το κάνει δύσκολο στην αναγνώριση ως πηγή του προβλήματος.
Παρατηρώντας τον εαυτό μας μπορούμε να διακρίνουμε πότε εμφανίζουμε τα συμπτώματα του άγχους συναισθηματικά, γνωστικά και σωματικά, με σκοπό να αποφύγουμε να μετατραπεί σε μακροχρόνια μόνιμη κατάσταση, με αρνητικό αντίκτυπο στην ζωή και την καθημερινότητά μας.