Αναζητώντας στο διαδίκτυο ερμηνεία για το λήμμα «τσαρλατάνος», βρήκα μία πολύ σαφή εξήγηση. «Αυτός που ισχυρίζεται ότι έχει θαυματουργικές ικανότητες και εξαπατά τους αφελείς». Το ενδιαφέρον ήταν μάλιστα πως την ερμηνεία συνόδευαν, ως παραδείγματα, δύο κατηγορίες ανθρώπων. Οι γιατροί και οι πολιτικοί. Οι πρώτοι όταν δεν έχουν την κατάλληλη επιστημονική κατάρτιση και οι δεύτεροι όταν υπόσχονται λύσεις χωρίς ρεαλιστική βάση.
Το αληθές της περιγραφής όμως αποκρύπτει τα κενά της σύγχρονης εποχής διότι σήμερα οι τσαρλατάνοι είναι υποκατηγορίες που συναντώνται σε διάφορα περιβάλλοντα με πρώτο και καλύτερο, το διαδίκτυο.
Ο τσαρλατανισμός λοιπόν, καταλήγει ένα σύγχρονο φαινόμενο που ξεπερνά κατά πολύ τους κομπογιαννίτες παλαιότερων χρόνων, κι αυτό επειδή σήμερα ο τσαρλατάνος έχει δύο σπουδαία εφόδια που τον προωθούν στην «τροφική» διαδικτυακή (και όχι μόνο) αλυσίδα.
Πρώτον είναι ιδιαίτερα θεατρικός. Ταιριάζει στον «φακό» της εκκωφαντικής μπαρούφας. Κερδίζει την προσοχή των αφελών, ηγείται της υπερδύναμης των δημοσίων σχέσεων και μπορεί για παράδειγμα να δηλώνει με ανυπόστατη απολυτότητα πως δεν πρέπει να μιλάμε με αγνώστους στο διαδίκτυο (τρανταχτά γέλια στην αίθουσα των σόσιαλ).
Το δεύτερο εξαιρετικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου τσαρλατάνου είναι πως εξαιτίας του απομονωτικού συγκεντρωτισμού που επιτυγχάνουν τα σταθερά Like των αφελών, ζει σε έναν απολύτως δικό του κόσμο κι αυτό με έναν παράδοξο τρόπο του εξασφαλίζει δυσθεώρητη αυτοπεποίθηση βεβαιώνοντας τον πως είναι αδιανόητο να κριθεί κατ’ οιονδήποτε τρόπο.
Έτσι, μπορεί να δηλώνει πρόεδρος χρηστών του viber, πρόεδρος κατά των χάκερ ή opinion leader της πολιτικής σκηνής του τόπου, χωρίς να διανοείται την γελοιότητα που ενδύεται κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, πληκτρολογεί με greeklish ή ρητορεύει με αδίστακτη ασυναρτησία.
Στην εποχή λοιπόν της προβολής που επιβάλλεται, με μοναδική προϋπόθεση έναν «πιασάρικο» τίτλο ή μια αλαζονική αυτοπεποίθηση (διότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό των social media), ο τσαρλατάνος κερδίζει μιντιακό χώρο και χρόνο, συχνότατα καταλαμβάνει θέσεις εξουσίας και μεταλαμπαδεύει στους αφελείς, παλιακές και ουτοπικές βεβαιότητες ώστε όλοι μαζί να απομονωθούμε με τις παρωπίδες μιας μεγαλειώδους φαιδρότητας.
Και μέσα στο συμπαντικό αυτό ανέκδοτο, οι τσαρλατάνοι όχι μόνο εξακολουθούν να επιβιώνουν συντηρώντας ανόητες πεποιθήσεις αλλά με την πρώτη ευκαιρία κοσμούν τα τηλεοπτικά και διαδικτυακά παράθυρα, διότι πάντα θα υπάρχει κάποιος αφελής να τους ανοίξει τον δρόμο ή κάποιος ακόμα πιο τσαρλατάνος ώστε να τους χρησιμοποιήσει ως μαριονέτες.
Ο πιο διάσημος τσαρλατάνος της αρχαιότητας. Ίδρυσε μαντείο στη Μικρασία και έδινε χρησμούς μέσα από το στόμα ενός φιδιού. Εξαπατούσε τους πιστούς και απέκτησε τεράστια φήμη...
Σύμφωνα με τον Λουκιανό μεταξύ 150 και 170 μ.Χ. ένας τσαρλατάνος και απατεώνας που ονομαζόταν Αλέξανδρος ίδρυσε στη Μικρά Ασία μια ασυνήθιστα πετυχημένη σέκτα.
Ο άνδρας αυτός είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του άστατα σε διάφορες πόλεις και αποφάσισε τελικά να εγκατασταθεί στη Χαλκηδόνα επειδή λεγόταν ότι οι άνθρωποι εκεί ήταν ιδιαίτερα χοντροκέφαλοι.
Πρώτα κατασκεύασε μια ορειχάλκινη (μπρούτζινη) πλάκα πάνω στην οποία μια επιγραφή διακήρυσσε ότι πολύ σύντομα θα επέστρεφε ο θεός της ιατρικής Ασκληπιός.
Έθαψε κρυφά την πλάκα, υποκρίθηκε στη συνέχεια ότι την ανακάλυψε κατόπιν θεϊκής υπόδειξης και κατόρθωσε έτσι να πείσει τους ντόπιους να χτίσουν ένα ναό στο θεό.
Στη συνέχεια έπιασε ένα φίδι, το ζώο της Ιατρικής και το έβαλε μέσα σε ένα άδειο αβγό χήνας. Την επόμενη μέρα άρχισε να μιλά ξένες γλώσσες. Κατάφερε να παρασύρει ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων στο εργοτάξιο του ναού όπου, τελείως συμπτωματικά υποτίθεται, βρήκε το αβγό.
Εκστασιασμένη η λαοσύναξη παρακολούθησε το φίδι να γεννιέται μέσα στα χέρια του.
Με την απάτη αυτή ο Αλέξανδρος κέρδισε αναρίθμητους οπαδούς. Στη συνέχεια κατασκεύασε από σχοινί και φελλό ένα τεχνητό φίδι με ανθρώπινο κεφάλι το οποίο επιδείκνυε όποτε υποδεχόταν επισκέπτες στη σκοτεινή αίθουσα του ναού.
Έτσι ο Αλέξανδρος ανέδειξε τον εαυτό του σε ανώτατο ιερέα της λατρείας του άγιου φιδιού που έγινε γνωστό με το όνομα Γλύκων.
Ο κόσμος μπορούσε επίσης να θέτει ερωτήματα στο “μαντείο” γραμμένα σε σφραγισμένα ρολά παπύρων. Ο Αλέξανδρος άνοιγε τη σφραγίδα με μια πυρωμένη βελόνα και μετά έδινε απαντήσεις στους πιστούς αφήνοντας τους κατάπληκτους.
Σύντομα ο εφευρετικός Αλέξανδρος δάνεισε στο φίδι και φωνή.
Με κλωστές και αλογότριχα ο Αλέξανδρος κουνούσε το στόμα του φιδιού, που έμοιαζε σαν να μιλάει.
Από το διπλανό δωμάτιο μιλούσε μια συνεργός του απατεώνα μέσα σε ένα μακρύ σωλήνα που είχε κατασκευαστεί από λαρύγγια γερανών και κατέληγε σε φάρυγγα φιδιού.
Σύντομα η είδηση για το μαντείο έφτασε στη Ρώμη και όλο και περισσότεροι άνθρωποι συνέρρεαν εκεί.
Ο Λουκιανός που μεταφέρει την ιστορία, παρέμεινε δύσπιστος και έθεσε στο μαντείο μια μεγάλη σειρά από ερωτήσεις για να το δοκιμάσει.
Το μόνο που κατάφερε να εισπράξει όμως ήταν η οργή του λαού. Όταν τελικά πέθανε ο Αλέξανδρος, φαίνεται ότι ορισμένοι μυημένοι κατόρθωσαν να συνεχίσουν την απάτη. Νομίσματα και επιγραφές της εποχής αποδεικνύουν πόσο διάσημος ήταν ο Γλύκων.
Χωρίς την περιγραφή του Λουκιανού δεν θα γνωρίζαμε σήμερα πως λειτουργούσε το κόλπο της εξαπάτησης.
Ο τσαρλατάνος που κορόιδεψε τους επιστήμονες
Ο νεαρός Σιμωνίδης μεγάλωσε μέσα σε ένα καταπιεστικό περιβάλλον στη Σύμη, όπου πέρα από τον αυταρχικό πατέρα του κυριαρχούσε και ένας «αχρείος με σταυρό», ο θείος Βενέδικτος.
Τα βράδια ο μοναχός συνήθιζε να επισκέπτεται το επτάχρονο αγόρι στο δωμάτιό του προκαλώντας του αποστροφή.
Δέκα ετών ο Σιμωνίδης θα βρεθεί στην Αίγινα, σ' ένα πρότυπο σχολείο που ίδρυσε ο Καποδίστριας, καταφέρνοντας να απαλλαγεί από τον διεστραμμένο θείο.
Όταν όμως επιστρέφει στο νησί, εκείνος είναι εκεί και συνεχίζει. Η προοπτική του να πάει να σπουδάσει στην Αθήνα τον ενθουσιάζει. Απελπίζεται όμως όταν μαθαίνει ότι πρώτα θα πρέπει να ακολουθήσει τον θείο Βενέδικτο σε κάποιες μονές του Βορρά.
Αποφασίζει να δηλητηριάσει τον πατέρα του και τη μητριά του. Ρίχνει στο φαγητό τους αρσενικό αλλά όχι αρκετό ώστε να τους σκοτώσει. Τον ανακαλύπτουν και για να τον τιμωρήσουν τον στέλνουν στον Άθω, με συνοδό του τον θείο Βενέδικτο.
Δίχως να το ξέρει όμως, ο Σιμωνίδης έχει πιαστεί σε μια «θαυμάσια» παγίδα. Δίπλα στους καλόγερους της αθωνικής πολιτείας θα μάθει να χειρίζεται παλαιά χειρόγραφα και τις τεχνικές της γραφής και του σχεδίου και θα έρθει σε επαφή με ένα εξαιρετικό πλήθος παλαιών κειμένων, τα οποία θα αποτελέσουν την πρώτη ύλη τόσο της εμπορικής όσο και της πλαστογραφικής του δεινότητας.
Οι πρώτοι περιηγητές-αγοραστές, οι «ευεργέτες της μορφωμένης ανθρωπότητας» από τον πολιτισμένο Βορρά, έχουν κάνει ήδη την εμφάνισή τους και αυτό που επιθυμούν είναι ό,τι επιθυμεί και ο Σιμωνίδης: να σώσουν τα ελληνικά πολιτισμικά αγαθά από τη «βάρβαρη σχέση τους» με τους Ελληνες, σημειώνει ο Σάπερ.
Πέρα όμως από να τα διαφυλάξει, ο Σιμωνίδης θα αναλάβει να τα εμπλουτίσει, ακόμη και να τα εφεύρει.
Έχοντας εξελιχθεί σε δεινό πλαστογράφο, ο Σιμωνίδης θα συγγράψει, μεταξύ άλλων, ένα έργο ενός ανύπαρκτου βυζαντινού ζωγράφου του 5ου αιώνα ο οποίος υποτίθεται ότι εφηύρε την ηλιοτυπία, μια μέθοδο ζωγραφικής μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας. Θα τον ξεσκεπάσει όμως ο αρχαιολόγος και διπλωμάτης Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο οποίος θεωρούσε τον Σιμωνίδη δωσίλογο.
Θα συγγράψει επίσης το περίφημο «Συμαΐς: Ιστορία της Απολλωνιάδος σχολής», μια εξαντλητική παρουσίαση μιας εξίσου ανύπαρκτης και παντελώς άγνωστης, έως το 1848 που εκδόθηκε το βιβλίο, ομάδας φιλοσόφων και μαθηματικών από την εποχή του Θεοδόσιου Β'.
Έχοντας λοιπόν στις αποσκευές του πλήθος χειρογράφων από την αστείρευτη πηγή του Αθω, ο Σιμωνίδης θα ταξιδέψει στην Ανατολή και στην Ευρώπη, άλλοτε ως Δρ. Φιλοσοφίας και άλλοτε ως αρχαιολόγος.
Θα πραγματοποιήσει ανασκαφές στην Κωνσταντινούπολη, όπου δεν θα διστάσει να τάξει στα μέλη της Ιεράς Συνόδου τις επιστολές των Αποστόλων ενώ στο Λονδίνο θα παρουσιάσει τα χειρόγραφά του μπροστά στα 500 μέλη της Βασιλικής Φιλολογικής Εταιρείας τα οποία θα τον αποδεχθούν με ενθουσιασμό.
Στη Λειψία, θα καταφέρει να πουλήσει έναντι 5.000 ταλίρων ένα παλίμψηστο 70 φύλλων με την ιστορία των Αιγυπτίων βασιλέων στον πρώσο βασιλιά.
Θα πεθάνει ή στην Αλεξάνδρεια, την πόλη της θρυλικής βιβλιοθήκης, έχοντας ζήσει τα τελευταία χρόνια ως επαίτης και πλανόδιος πωλητής, ή ξεχασμένος σε μια μικρή πόλη της Αλβανίας ή από σφαίρα του Μπίλι του Τρομερού (Billy the Kid) στον πόλεμο των ράντσων του Λίνκολν Κάουντρι στις ΗΠΑ ή στη Μονή Ρουσάνου στα Μετέωρα, όπου κατέφθασε με το όνομα Βενέδικτος.
Ποιος όμως υπήρξε τελικά ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης;
«Ένας Βυζαντινός που ήθελε να επηρεάσει την Ιστορία αλλά κοιτάζοντας προς τα πίσω» ή ένας «απατεώνας χαρισματικός, καθ' έξιν ψεύτης και προδότης, που έπλασε και επινόησε τον ίδιο του τον εαυτό»;
Ένας «πειρατής» της Ιστορίας, μια «μηχανή του χρόνου», ένας «λαθρεπιβάτης της λογοτεχνίας»; Άγιος και παλιάνθρωπος μαζί;
Έρμαιο της εποχής του; Πλαστογράφος του παρελθόντος ή θεμελιωτής του (τότε) παρόντος; Επιστήμονας ή τσαρλατάνος; Ευπατρίδης ή δωσίλογος;
Σε κάποιο σημείο του βιβλίου του ο Σάπερ παραθέτει ένα παλιό δημοσιογραφικό ρητό το οποίο λέει ότι η έρευνα καταστρέφει τις ωραιότερες ιστορίες, και στην περίπτωση του Σιμωνίδη το ρητό αυτό μοιάζει να έχει ισχύ. Το ερώτημα για το ποιος υπήρξε ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης ίσως να είναι προτιμότερο να μείνει αναπάντητο.
Ο τσαρλατάνος ως «σοφός» και γλυκόλογος παρασέρνει ακόμα και χιλιάδες ανυποψίαστους και αφελείς ανθρώπους.
Το φαινόμενο του τσαρλατανισμού κληρικών κάθε βαθμίδας και διαλογής στην Εκκλησία δεν είναι καινούργιο, καθότι είναι συνδεδεμένο με την υποκρισία και τον φαρισαϊσμό, στοιχεία πολύ γνωστά και αρχαία τους ενσαρκωτές των οποίων ο ίδιος ο Χριστός στηλίτευσε με εκείνα τα φοβερά «ουαί».
Εκείνο που κάνει να φαντάζει καινούργια και διαδεδομένη αυτή η παθογένεια του τσαρλατανισμού είναι τα λεγόμενα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης τα οποία εκ φύσεως τους έχουν τη δυνατότητα να οπαδοποιούν ακόμα και την Εκκλησία.
Κι έτσι από Σώμα Χριστού να την μεταποιούν σε μία θρησκειοποιημένη σέκτα, στην οποία ο κάθε τσαρλατάνος μετατρέπεται σε ψυχοσώστη, και πνευματικό γκουρού εμφανιζόμενος ως «σοφός» και γλυκόλογος και παρασύροντας ακόμα και χιλιάδες ανυποψίαστους και αφελείς ανθρώπους οι οποίοι αναζητούν ένα αποκούμπι ελπίδας να κρατηθούν.