Η Φυλλίς, μια ινδική περσόνα ευγενούς καταγωγής, είχε ξεμυαλίσει τον βασιλιά και κατακτητή Αλέξανδρο! Ο δάσκαλος του στρατηλάτη, ο Αριστοτέλης, νευριασμένος με τα καμώματα του μαθητή του, τον επέπληξε που πήγε και έμπλεξε με τη σαγηνεύτρα «παρδαλή» – έτσι ακριβώς την αποκάλεσε!
Ο Αλέξανδρος ταράχτηκε και άρχισε να αποφεύγει τη λάγνα Ινδή! Όμως, σε στιγμή αδυναμίας, της αποκάλυψε τον λόγο που δεν κοιμόταν πια στην αγκαλιά της. Και, τότε, εκείνη ζήτησε εκδίκηση! Με αραχνοΰφαντες haute couture δημιουργίες, εμφανίστηκε στον Αριστοτέλη και του έταξε ηδονικές στιγμές, αν εκείνος την άφηνε να τον καβαλήσει! Έτσι και έγινε!
Μάλιστα, όταν του θύμισε το «δάσκαλε που δίδασκες…», ο Αριστοτέλης, με περισπούδαστο ύφος, του απάντησε, πως, αν ένας φιλόσοφος έπρεπε να προσέχει, μια φορά, μη χάσει τα μυαλά του, ένας βασιλιάς θα έπρεπε να προσέχει δύο!
Στο Μεσαίωνα, προτού τα πιρούνια αντικαταστήσουν τα δάχτυλα ως σκεύος φαγητού, ήταν συχνά απαραίτητο, ενώ γινόταν το γλέντι, να ξεπλένει κανείς τα χέρια του. Εξ ου και το aquamanile, ένα επιτραπέζιο δοχείο διανομής νερού που χρησιμοποιούσαν στα πλούσια σπίτια. Αυτό απεικονίζει την ταπείνωση του Αριστοτέλη από τη Φύλλη, μια υποτιθέμενη σύζυγο/παλλακίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Όπως λέει η ιστορία, ο Αριστοτέλης ερωτοχτυπήθηκε από την υπέροχη Φύλλη. Εκείνη δήλωσε ότι θα το σκεφτόταν να του δώσει την προσοχή της, μόνο αν της επέτρεπε να τον καβαλήσει. Έτσι ο μεγάλος φιλόσοφος έπεσε στα χέρια και στα γόνατα. Εν τω μεταξύ, η Φυλλίς είχε κανονίσει ο Αλέξανδρος, ο μαθητής του Αριστοτέλη, να γίνει μάρτυρας αυτής της ταπεινωτικής σκηνής, στην οποία ο δάσκαλος του μελλοντικού αυτοκράτορα καβαλήθηκε σαν ένα ελαφρύ άλογο σέλας για μια γυναίκα. Ο Αριστοτέλης και η Φυλλίδα διακοσμούσαν πολλά οικιακά αντικείμενα, όπως χτένες, καθρέφτες και πιάτα. Η ιστορία είναι «αρκετά λαμπρή και ξεκάθαρα χτύπησε τους θεατές, όπως μαρτυρούν οι πολλές αποδόσεις της ιστορίας».
Κοιτάζοντας το δοχείο νερού, «οι άνθρωποι αναμενόταν σίγουρα να γελάσουν». Αλλά έπειτα «θα ερχόταν στο μυαλό μια πιο νηφάλια σκέψη. Για τις γυναίκες, να μην χρησιμοποιούν γυναικείες πονηριές για να παρασύρουν τους άντρες μακριά από τη σοβαρή, ενάρετη συμπεριφορά, και για τους άνδρες, να μην επιτρέπουν στον εαυτό τους να παρασυρθεί». Ενθαρρυντική ιστορία, σίγουρα, αλλά συνέβη πραγματικά; Σύμφωνα με τα αρχεία, η ιστορία ήταν μεσαιωνική εφεύρεση και «δεν έχει καμία σχέση με τον ιστορικό Αριστοτέλη». Κυκλοφόρησε από έναν κληρικό του δέκατου τρίτου αιώνα ονόματι Jacques de Vitry, ο οποίος έγραφε κηρύγματα που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν άλλοι ιερείς. «Τα διασκεδαστικά παραδείγματα κακής συμπεριφοράς θα ήταν σίγουρα δημοφιλή στους ιερείς που προσπαθούσαν να εμπλουτίσουν τα δικά τους κηρύγματα».
Οι μεσαιωνικές γιορτές συνήθειο είχαν να περιλαμβάνουν ένα ηθικό δίδαγμα σε κάθε γεύμα.
Στον Μεσαίωνα: «Το γυναικείο φύλο θεωρούνταν ως το κατεξοχήν απείθαρχο στην πρώιμη νεότερη Ευρώπη. "Ενα ζώον ατελές, χωρίς πίστη, χωρίς νόμο, χωρίς φόβο, χωρίς σταθερότητα", διακήρυττε ένα γνωστό αξίωμα». Για τους ανθρώπους του Μεσαίωνα και των πρώιμων νεότερων χρόνων (από τον 15ο ως τον 18ο αιώνα) η γυναικεία αταξία «θεμελιωνόταν στη φυσιολογία της». Πλάσμα αποτελούμενο από ψυχρούς και υγρούς χυμούς, αντί των θερμών και ξηρών του άνδρα, διακρινόταν από «άστατη, δόλια και ύπουλη ιδιοσυγκρασία».
Κυβερνιόταν από κατώτερα ένστικτα, κυριευόταν από το πάθος αντί της λογικής, γινόταν υστερική, και επιπλέον, ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, κατέληγε πρόθυμο σκεύος της μαγείας, υπήκοος του Σατανά. Εξ ου και χρειαζόταν τα όρια που έθεταν η καθιερωμένη κοινωνική ιεραρχία και η πατριαρχική οικογένεια. Η συμφωνία μάλιστα ήταν καθολική: η υποταγή στον άνδρα ως σύζυγο είχε τις ευλογίες όλων.
Στην εδραιωμένη αυτή άποψη η προσωρινή και βραχύχρονη αντιστροφή των ρόλων μεταξύ ανδρών και γυναικών σε διάφορες γιορτές λειτουργούσε εκείνα τα χρόνια ως ασφαλιστική δικλίδα στις υπάρχουσες εντάσεις μιας και αμέσως μετά από την γιορτή τα πράγματα επέστρεφαν στην προηγούμενη κατάσταση.
Έτσι στην Γαλλία υπήρχε το καρναβαλικό έθιμο στο οποίο οι γυναίκες εκδικούνταν τους συζύγους που τις έδερναν κάνοντάς τους να σκύβουν το κεφάλι ή εξαναγκάζοντάς τους σε διαπόμπευση διά της ιππασίας γαϊδάρου.
Μπορεί σήμερα να μην λέει τίποτα στον σύγχρονο άνθρωπο αυτή η αντιστροφή των ρόλων αλλά στο Μεσαίωνα σήμαινε πως, ένα κατώτερο είδος όπως η γυναίκα, με τα θέλγητρά της μπορεί να υπερισχύσει στο ανώτερο είδος που αποτελεί ο άνδρας.
Για τους παραπάνω λόγους ένας μεσαιωνικός μύθος Γαλλικής και γερμανικής αρχικά προέλευσης, «Το τραγούδι του Αριστοτέλη» γνώρισε πανευρωπαϊκή διάδοση μεταξύ 13ου και 17ου αιώνα γιατί επέχει θέση παραδειγματικής ιστορίας για τον κίνδυνο της ανδρικής υποταγής στα γυναικεία θέλγητρα με συνέπεια την ηθική καταρράκωση και τη δημόσια διαπόμπευση.
Το πόσο σημαντική ήταν η επίδραση του για αιώνες είναι εμφανές από το πλήθος των έργων, πάνω από 200, που απεικονίζεται (μετάλλια, κιονόκρανα, μικρογραφίες, τοιχοπετάσματα, σχέδια, χαρακτικά, πίνακες)
Η φανταστική αυτή ιστορία ήταν διδακτική στην εποχή της γιατί ο μέγιστος των φιλοσόφων ο Αριστοτέλης, παρά την μεγάλη ηλικία του, μετατρέπεται σε υποζύγιο μιας νέας και όμορφης γυναίκας με χαλινάρια και μαστίγιο: εικόνα που παραπέμπει ευθέως σε ερωτικό παιχνίδι - και μάλιστα σε ερωτικό παιχνίδι όπου την εξουσία ασκεί η γυναίκα: στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ευειδής Ινδή Φυλλίς.
Η υπόθεση του ποιήματος αφορά τον παράφορο έρωτα του Μεγάλου Αλεξάνδρου για τη Φυλλίδα σε βαθμό που να παραμελεί τις κρατικές υποθέσεις. Ως δάσκαλός του ο Αριστοτέλης παρεμβαίνει για να τον επιπλήξει:
«Μοιάζεις σα να 'σαι στη βοσκή
ζεις σαν το ζώο στο παχνί
θα πρέπει να 'χεις τρελαθεί
που για μια ξένη παρδαλή
ξέχασες πια ποιος είσαι συ».
Προσωρινά, ο βασιλιάς συμμορφώνεται προκαλώντας την απογοήτευση της ερωμένης του, η οποία τελικά του εκμαιεύει το αίτιο της απουσίας από την κλίνη και αποφασίζει να εκδικηθεί. Περιφέρεται ελαφρώς ενδεδυμένη στον κήπο ξυπνώντας τον πόθο στον γηραιό φιλόσοφο. Όταν της ζητεί επίμονα να ενδώσει στις επιθυμίες του εκείνη δέχεται, προβάλλοντας όμως ένα δικό της αίτημα:
«Γιατί η τρελή ιδέα μου 'χει έρθει
να σας καβαλήσω για λίγο
πάνω στο χορτάρι αυτού του ωραίου κήπου.
Και θα 'θελα, είπε η κόρη
να σας σελώσω πρώτα
για να γίνουν όλα με την πρέπουσα τιμή»
Σελωμένος με τιμή ο Αριστοτέλης που «η Φύση τον είχε αποτρελάνει», γελοιοποιείται μπροστά στον Αλέξανδρο που τον εγκαλεί για τη συμπεριφορά του από τον πύργο. Η απάντηση που δίνει είναι ότι αφού εκείνος, ένας φιλόσοφος, εγκατέλειψε κάθε λογική μπροστά στα θέλγητρα μιας γυναίκας, ο βασιλιάς οφείλει να είναι διπλά προσεκτικός. Το τελικό συμπέρασμα είναι αφοριστικό:
«Καλύτερη η μοναξιά από γυναίκας συντροφιά».
Η μυθοπλασία αυτή επέζησε μέχρι τον 19ο αιώνα στο «άλογο του Αριστοτέλη», παιχνίδι συναναστροφών όπου μια γυναίκα ιππεύει έναν άνδρα και «περιφέρεται στο δωμάτιο για να τη φιλήσουν όλοι όσοι συμμετέχουν.