Στην παρούσα μελέτη γίνεται λόγος για το έργο Κύρου Ανάβασις του Ξενοφώντα στο οποίο υπάρχουν πολλές έννοιες και ιδέες προς διαπραγμάτευση. Εμείς θα εστιάσουμε στις έννοιες του υλικού πλούτου αλλά και των δώρων που συνήθιζαν να κάνουν στην αρχαιότητα ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για φιλοξενία, νίκης σε μια μάχη ή οτιδήποτε άλλο.
Βαρύνουσας σημασίας και εξέχοντος ενδιαφέροντος είναι οι αυτούσιοι διάλογοι αντρών για το χρήμα και τον πλούτο μέσα από ιστορικά συμβάντα που διαδραματίστηκαν εκείνη την εποχή, καθώς επίσης και την προσήλωση των ανθρώπων για την απόκτηση ολοένα και περισσότερων υλικών αγαθών και πλούτου.
Σημαίνοντα ρόλο προς όλη αυτή την «πρόκληση» θα λέγαμε της καταναλωτικής μανίας και της ακόρεστης δίψας για υλικό πλούτο, έχει η τοποθέτηση του Σωκράτη μέσα από τα λόγια του Ξενοφώντα για εκμηδενισμό της ηθικής διάστασης των ενεργειών για εκείνον που επιχειρεί να αποκτήσει πλούτο με δόλια μέσα.
Σκοπός της εργασίας είναι να καταδείξει την υπεροχή της ηθικής αξίας του ανθρώπου μέσα από την αυτάρκεια ως αντίποδα της μανιώδους αναζήτησης του χρήματος και του υλικού πλούτου από τον οποίο δεν ικανοποιείται ο άπληστος και πλεονέκτης άνθρωπος. Υπάρχει όντως ευδαιμονία στα χρήματα ή μήπως ο άνθρωπος αναζητώντας την απόκτηση των περιττών υλικών αγαθών ζει στο έρεβος του πνεύματος και της ψυχής;
Πρωτίστως παρατίθεται η έννοια του πλούτου και των δώρων στο Κύρου ανάβασις και στη συνέχεια ακολουθούν ερμηνευτικά σχόλια μέσα από παραδείγματα και ηθικά διδάγματα που σκοπό έχουν να αφυπνίσουν τον μέσο αναγνώστη για το πραγματικό νόημα της ζωής μέσα από την ηθικότητα και την ενάρετη ζωή.
Συναντώνται παραλληλισμοί με άλλα έργα και άλλους αρχαίους φιλοσόφους που δίνουν μια πιο εμπεριστατωμένη αντίληψη και μια ολοκληρωμένη εικόνα για την έννοια του υλικού και του ψυχικού πλούτου αλλά και μια συγκριτική θεώρηση ανάμεσα στην αυτάρκεια και την απληστία που ως εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες σημασιολογικά, καθοδηγούν το πνεύμα του ανθρώπου μέσα από την ποιότητα ή όχι της ζωής του. Η εργασία ολοκληρώνεται με τα συμπεράσματα τα οποία απορρέουν από όσα πρόκειται να ειπωθούν, ενώ στο τέλος παρατίθενται οι βιβλιογραφικές αναφορές που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγγραφή και την ολοκλήρωσή της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΚΥΡΟΥ ΑΝΑΒΑΣΙΣ
1.1 Ο πλούτος και τα δώρα στο έργο «Κύρου Ανάβασις»
Ο Μένωνας ο Θεσσαλός είχε διακαή πόθο να αποκτήσει πλούτο και να είναι αρχηγός για να έχει περισσότερα έσοδα. Προσδοκούσε να απολαμβάνει και πολλές τιμές ώστε να έχει περισσότερα κέρδη. Επιθυμούσε να γίνει φίλος ακόμη και με τους πολύ ισχυρούς για να μην έχει κάποια ποινή όταν παρανομεί.
Ο ίδιος φρονούσε ότι ο πιο σύντομος δρόμος για να καταφέρει εκείνα που ποθούσε διακαώς είναι να πατάει τον όρκο του και να κοροϊδεύει, ενώ η ειλικρίνεια είναι μια ανοησία. Ο ίδιος δεν επιβουλευόταν τις περιουσίες των εχθρών γιατί θεωρούσε εξαιρετικά δύσκολο να παίρνει κανείς όσα ανήκουν στους ανθρώπους που φυλάγονται. Όμως τα πράγματα των φίλων μπορούσε εύκολα να τα παίρνει γιατί οι φίλοι δεν υποψιάζονται κι άρα δε τα προσέχουν (Ξενοφώντος, 1938).
Εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλοί που θεωρούσαν την ευμάρεια και τις υλικές απολαύσεις ως το υπέρτατο αγαθό και ύψιστο σκοπό της ζωής. Ένιωθαν ότι το χρήμα και ο πλούτος είναι η κινητήρια δύναμη και προσέδιδε ένα κύρος και μια υπόληψη στον άνθρωπο. Προσπαθούσαν να το κατακτήσουν με κάθε κόστος. Είτε με μηχανορραφίες, με ύπουλο τρόπο προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα δικά τους οφέλη (Γεωργούλης, 1994).
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διαταράσσονται οι διαπροσωπικές σχέσεις οι οποίες βασίζονταν στην υποκρισία, τον φθόνο και την εκμετάλλευση. Εκείνοι οι οποίοι επιθυμούσαν να πλουτίσουν παρίσταναν τους φίλους στους πλούσιους οι οποίοι μη έχοντας υποψία για τα πονηρά σχέδια των επιτήδειων, τους εμπιστεύονταν.
Για τον Σωκράτη, ο πλούτος βρισκόταν στην ψυχή. Οι ηθικές αρετές βρίσκονταν στην ψυχή. Οπότε, οι ηθικές αρετές ήταν πλούτος. Ο ίδιος θεωρούσε ότι τα χρήματα ήταν αρκετά για τα προς το ζην και πως το πραγματικό ευ ζην βρισκόταν στην αγνή ψυχή, στο ευ πράττειν και στην αρετή. Αρετές όπως δικαιοσύνη, φιλοτιμία, ανδρεία ήταν ο αληθινός πλούτος της ζωής (Κορδάτου, 1972).
Σε εκστρατείες και πολέμους που γινόντουσαν εκείνη την εποχή, οι νικητές λάμβαναν χρήματα και δώρα. Το θεωρούσαν ως την καλύτερη ανταμοιβή. Έτσι, κεντρική ιδέα όλων ήταν πώς να αποκτήσουν υλικό πλούτο και δώρα.
Στη σωκρατική εποχή τα δώρα είχαν διττή σημασία: θεωρούνταν πολύ σημαντικά ως ανταπόδοση κάποιου για τη φιλοξενία και εκλαμβάνονταν ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για κάποιον ο οποίος είχε να προσφέρει κάτι καλό. Από την άλλη τα δώρα ήταν πάντα θελκτικά και θεωρούνταν πραγματικός πλούτος εφόσον ο υλισμός είχε πάρει σάρκα και οστά στις επιθυμίες των αντρών τότε (Στεφανόπουλος, 1976). Συγκεκριμένα, ο Σωκράτης έλεγε ότι η φτώχια πλάθει ανθρώπους αλλά ο πλούτος κέρατα.
Με αυτό εννοούσε ότι οι άνθρωποι οι οποίοι απέχουν από την υλική ευμάρεια, την τρυφή και την ακολασία, μπορούσαν να εκτιμήσουν καλύτερα τη ζωή και να απολαύσουν την καθημερινότητα μέσα από απλές πράξεις αγάπης και φιλοτιμίας.
Εκείνοι οι οποίοι επικεντρώνονται στις υλικές απολαύσεις θεοποιώντας τα χρήματα και τα πλούτη, εκείνοι είναι άνθρωποι μίζεροι, διάγουν ανήθικο βίο και ως υλιστές απαξιώνουν κάθε ηθική αξία στη ζωή. Όταν ο υλικός πλούτος γίνεται αυτοσκοπός, ο άνθρωπος χάνει κάθε δυνατότητα να ζήσει την ευδαιμονία η οποία είναι ο ύψιστος σκοπός στη ζωή (Τσάτσος, 1970).
1.2 Υλικός πλούτος και ψυχική ευημερία
Με βάση τον Σωκράτη, την ευτυχία μπορεί να την ανταμώσει ο άνθρωπος στην ηρεμία της ψυχής και όχι στα πλούτη. Η ευτυχία δεν είναι κάτι η οποία έρχεται από τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, αλλά από τη γαλήνη που επικρατεί στην ψυχή. Το κακό υπάρχει παντού γύρω μας αλλά το καλό υπάρχει μόνο στην ψυχή μας. Έτσι, ενεργώντας μέσα από τις καλές πράξεις, ο άνθρωπος μπορεί να σκορπίσει το καλό όταν η ψυχή του διανθίζεται από τις ηθικές αρετές (Γεωργούλης, 1994).
Ο Σωκράτης ο οποίος έδινε έμφαση στην ηθικότητα, απαξιώνοντας τον αμοραλισμό ο οποίος βασιζόταν στην ακόρεστη δίψα για χρήματα και υλικό πλούτο, επεσήμανε ότι τα πλούτη δε δηλώνουν κανέναν απολύτως τίτλο. Τα πλούτη έχουν αξία, με την έννοια ότι μπορείς να ζεις μια άνετη ζωή χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είσαι ήσυχος με τη συνείδησή σου.
Μια ήσυχη συνείδηση μπορεί να ζει και να υπάρχει μόνο από αγαθοεργίες και οφέλη για το κοινό καλό και όχι για προσωπικό όφελος. Γιατί κείνο το οποίο έχει σημασία δεν είναι να είσαι πλούσιος στην τσέπη, αλλά στην ψυχή.
Ο ίδιος διερωτάται τι αξία μπορεί να έχει η ανθρώπινη ζωή όταν ο άνθρωπος συγκεντρώνει όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, γεμάτος από άψυχα αντικείμενα. Αυτή είναι μια ευτυχία ανεπαρκής και αναλφάβητη, δίχως συναισθήματα και δίχως παιδεία. Πρόκειται για μια ζοφερή πραγματικότητα που επισκιάζει κάθε ευγενή πρόθεση για αρωγή σε έναν συνάνθρωπο που την έχει ανάγκη (Κορδάτου, 1972).
Ο Μένωνας λόγου χάρη διακατέχεται από μια μανιώδη επιθυμία να γίνει πλούσιος σπιλώνοντας κάθε είδους αξιοπρεπή στάση απέναντι στη ζωή και αμαυρώνοντας τη στοιχειώδη παιδεία. Χαρακτηριστική είναι και η ερώτηση, σε παραλληλισμό με το Κύρου ανάβασις και την έννοια του πλούτου, του Σωκράτη προς τον Αντισθένη στο Συμπόσιο, στην Απολογία Σωκράτους:
«Αλλά εσύ Αντισθένη έλα πάλι και πες μας πώς με τόσο λίγη περιουσία καυχιέσαι για τον πλούτο σου». Και συνεχίζει: «γιατί νομίζω φίλοι μου ότι οι άνθρωποι τον πλούτο και την πενία δεν τα έχουν στο σπίτι τους, αλλά στην ψυχή τους. Επειδή βλέπω πολλούς ιδιώτες οι οποίοι ενώ έχουν πολλά χρήματα τόσο φτωχοί νομίζουν ότι είναι, ώστε να αναλαμβάνουν κάθε είδους κόπους και κινδύνους για να αποκτήσουν περισσότερα.
Γνωρίζω και αδερφούς οι οποίοι ενώ κληρονόμησαν ίση περιουσία, ο ένας από αυτούς έχει και όσα του είναι αρκετά, αλλά και εκείνα που περισσεύουν από τα έξοδά του, ενώ ο άλλος στερείται από όλα. Μαθαίνω ότι και μερικοί τύραννοι τόση δίψα έχουν για τα χρήματα ώστε να συμπεριφέρονται χειρότερα ακόμη κι από τους άπορους γιατί εξαιτίας της φτώχιας άλλοι κλέβουν, άλλοι κάνουν απαγωγές ενώ υπάρχουν και τύραννοι οι οποίοι υποδουλώνουν τις πόλεις για τα χρήματα.
Αυτούς λοιπόν εγώ πολύ τους λυπάμαι για τη δική τους αυτή βαριά ασθένεια γιατί πάσχει σαν κι αυτόν που τρώει πολλά, αλλά ποτέ δε χορταίνει. Ενώ εγώ τόσα πολλά έχω ώστε δύσκολα τα βρίσκω κι όμως καταφέρνω να τρώω τόσο ώστε να πίνω και να πίνω τόσο ώστε να διψώ και να φοράω περισσότερο για να μην κρυώνω περισσότερο από τον πλούσιο Καλλία.
Το πιο αξιόλογο από όλα τα αποκτήματα του πλούτου, εγώ θεωρώ αυτό: ότι δηλαδή αν κάποιος θελήσει να μου αφαιρέσει κάτι από αυτά που έχω, έχω τα υπόλοιπα τα οποία τα προμηθεύομαι όχι από την αγορά γιατί εκεί είναι όλα ακριβά, αλλά τα προμηθεύομαι από την ψυχή. Είναι περισσότερο εκείνοι που επιδιώκουν την οικονομία, παρά την πολυχρηματία»
(Ξενοφώντας, 1911).
Επομένως, ο Σωκράτης γνώριζε πώς να κάνει διαχωρισμό ανάμεσα σε εκείνους που όντας πλούσιοι, γύρευαν ακόμη περισσότερα και σε εκείνους που ήταν ακόμη πιο πλούσιο εφόσον επαναπαύονταν στην αυτάρκειά τους. Όπως η αρετή έτσι και η απληστία είναι στη φύση του ανθρώπου (Gigon, 1991). Δε μαθαίνεται και δε διδάσκεται.
Πρόκειται για μια εσωτερική παρόρμηση του ανθρώπου να επιθυμεί όλο και περισσότερα εφόσον διαθέτει την ιδιότητα του ακόρεστου και ανικανοποίητου. Αυτή οι άνθρωποι δε μπορούν να είναι αυτάρκεις με τίποτα, διότι τίποτα δε μετρούν με την ποιότητα όπως θα έπρεπε, αλλά με την ποσότητα.
Για αυτούς τους ανθρώπους ο πλούτος μετριέται, εκτιμάται με αριθμούς και νούμερα, υπολογίζεται από τον νου. Εν αντιθέσει με τον υλικό πλούτο, ο ψυχικός πλούτος διακρίνεται διαυγής σε κάθε καθαρή συνείδηση, έχει ανεκτίμητη και ανυπολόγιστη αξία και δε λογίζεται με αριθμούς. Στη διαβάθμιση των αγαθών, ο πλούτος θεωρείται ήσσονος σημασίας αγαθό (Vegetti, 2000).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΥΛΙΚΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΙΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ
2.1 Ο αντίκτυπος του πλούτου στην κοινωνία κατά τον Σωκράτη
Ο υπέρμετρος υλικός πλούτος και η σωρεία των υλικών αγαθών πλήττει την ηθική και τη δικαιοσύνη και γίνεται η εστία των κοινωνικών αναταραχών έχοντας τη δυνατότητα να ανατρέψουν την κοινωνική ισορροπία. Για το σωκρατικό ιδεώδες, η ανεπάρκεια του πλούτου δύναται να αντισταθμιστεί από τη συγκράτηση των αναγκών.
Σκοπός είναι η μη ύπαρξη στη διάθεση του πολίτη μεγάλων ποσοτήτων χρήματος αλλά και η αποφυγή της κερδοσκοπίας, που σημαίνει την επιβολή των ηθικών κριτηρίων αλλά και τη διατήρηση της ποιότητας ζωής έτσι ώστε να μην κινδυνεύει η κοινωνική συνοχή και ισορροπία (Vegetti, 2000).
Ο Σωκράτης ήταν ιδιαίτερα ανήσυχο πνεύμα που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην αναζήτηση της αλήθειας. Προσδιόριζε την ηθική με έναν ιδιάζοντα τρόπο και θεωρούσε ότι η αρετή έχει εξέχοντα ρόλο στις καθημερινές ενέργειες του ανθρώπου. Η αλήθεια είναι εκείνη που οδηγεί τον άνθρωπο στο φως, κι όχι σε μια ζοφερή πλάνη. Η υπέρμετρη και ακατανίκητη μανία του ανθρώπου για τα χρήματα οδηγούσε στο απόλυτο σκότος της συνείδησης, του πνεύματος αλλά και της ψυχής. Ο φιλόσοφος Σωκράτης αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα του ευδαίμονος ανθρώπου για τον λόγο ότι είναι αυτάρκης (Guthrie, 1987).
Δεν αναζητά όλο και περισσότερα για να τα κατακτήσει, πόσο μάλλον με δόλιο τρόπο. Δρα ενάρετα σε όλη τη ζωή του, αγωνίζεται μετά περισσής ανδρείας και γενναιότητας στα πεδία των μαχών για την υπεράσπιση της πατρίδας του, με σύνεση και λιτότητα στην καθημερινότητά του αλλά και με φρόνηση στη διδακτική πράξη. Η ευδαιμονία είναι κάτι το οποίο παρέχει στον Σωκράτη την ακλόνητη πίστη ότι με την ηθική στάση ζωής που υπηρετεί, γίνεται αρεστός στις ιδέες του αγαθού (Guthrie, 1987).
2.2 Ο πλούτος κατά τον Ξενοφώντα
Πλούτος κατά τον Ξενοφώντα είναι η απόκτηση πολλών αγαθών ώστε να καλυφθούν οι ανθρώπινες ανάγκες. Με βάση τον Ξενοφώντα, ο πλούτος προσδιορίζεται από τις ανάγκες του ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα:
Ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος έχει λιγότερες ανάγκες είναι πιο πλούσιος από εκείνον που έχει περισσότερες ανάγκες, πάντα με τη σταθερή ποσότητα του πλούτου.
Επί παραδείγματι, ο Σωκράτης θεωρείται πιο πλούσιος σε σύγκριση με τον Κριτόβουλο, για τον λόγο ότι έχει λιγότερες ανάγκες (Windelband, 2003).
Ο ιστορικός Ξενοφώντας, δε θεωρεί τον πλούτο αυτοσκοπό, αλλά το θεωρεί ως μέσον για την επίτευξη του στόχου που έχει θέσει κάποιος κι αυτό είναι κάτι που τον κάνει να αντιτίθεται με τη νοοτροπία της αποθησαύρισης του πλούτου. Για το περιεχόμενό του, θεωρεί πως μόνο τα ωφέλιμα αγαθά είτε είναι υλικά, είτε είναι πνευματικά δύναται να θεωρηθούν ωφέλιμα.
Επί παραδείγματι, ακόμη και εκείνο το όφελος το οποίο πηγάζει από τη χρησιμοποίηση των εχθρών, θεωρείται αγαθό συστατικό του πλούτου. Επομένως, εκείνο το οποίο χρησιμοποιείται με ωφέλιμο τρόπο, μπορεί να αποτελέσει αγαθό του πλούτου (Γεωργούλης, 1994).
Ο Ξενοφώντας προβαίνει σε έναν σαφή διαχωρισμό στην περίπτωση που κάποιος δε δύναται να χρησιμοποιήσει ένα αγαθό λόγω της άγνοιας ή της ανικανότητας. Άρα, κρίνεται απαραίτητο να γνωρίζει κάποιος τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιήσει το αγαθό για να είναι επικερδές.
Ο Σωκράτης, στον «Οικουμενικό» επισημαίνει ότι η αφθονία των αγαθών είναι φυσικό επακόλουθο της καλλιέργειας της γης. Η γεωργία προσφέρει ευχαρίστηση, πλούτο αλλά συνάμα και άσκηση του σώματος (Κορδάτου, 1972). Η βάση της οικονομίας σύμφωνα με τον Ξενοφώντα είναι η γεωργία, η πιο χρήσιμη εργασία και τέχνη για τον καλό και αγαθό άντρα από την οποία πολλοί άνθρωποι αποκτούν όλα εκείνα τα απαραίτητα και πλουτίζουν.
Ο πλούτος, ως μεμονωμένη έννοια είχε σχετική αξία στον Ξενοφώντα για τον λόγο ότι ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την ανδρεία, τη φρόνηση και τη φιλοτιμία. Από την άλλη, ο Ξενοφώντας στα «Απομνημονεύματα» ισχυρίζεται ότι όχι μόνο ο πλούτος, αλλά και όλα τα υλικά αγαθά που τον προσδιορίζουν, έχουν σχετική αξία και μόνο μέσα από τη φρόνιμη χρήση τους θεωρούνται αγαθά ενώ διαφορετικά, ανάγοντα στα κακά (Τσάτσος, 1970).
«Σεύθη, νομίζω πως για έναν άνθρωπο, όταν τύχει να είναι αρχηγός, δεν υπάρχει πιο όμορφο και πιο λαμπρό απόκτημα από την αρετή, τη δικαιοσύνη και τη γενναιότητα. Εκείνος που τα έχει αυτά είναι πλούσιος γιατί γύρω του υπάρχουν πολλοί που είναι φίλοι, κι άλλοι που λαχταρούν να γίνουν.
Με κατηγορούσαν στους Λακεδαιμονίους πως εσένα υπολόγιζα περισσότερο από εκείνους και για τον εαυτό τους παραπονιόνταν πως νοιαζόμουν πιο πολύ να πηγαίνουν καλά οι δικές σου υποθέσεις παρά οι δικές τους. Έλεγαν ακόμη πως από εσένα έπαιρνα και δώρα. Για ποιο λόγο νομίζει ότι με κατηγόρησαν πως έπαιρνα τα δώρα σου;
Επειδή είδαν ότι σου έχω κάποια έχθρα ή επειδή κατάλαβαν την καλή μου διάθεση για τα ζητήματά σου; Εγώ πιστεύω πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τη γνώμη ότι εκείνος που παίρνει από κάποιον τα δώρα, πρέπει να του είναι αφοσιωμένος.
Κι εσύ πριν σου προσφέρω κάποια υπηρεσία, με δέχτηκες με χαρά που φαινόταν στα μάτια σου και στα λόγια σου και στα δώρα που μου πρόσφερες και δε χόρταινες να μου υπόσχεσαι εκείνα που σκόπευες να μου κάνεις» (Ξενοφώντος, 1911).
Παρατηρείται λοιπόν ότι ο Ξενοφώντας, θαυμάζοντας την προσήλωση του Σωκράτη για την ηθική του, κάνει λόγο για τα δώρα τα οποία δεν είναι υλικός πλούτος, αλλά δώρα είναι οι ηθικές αρετές με τις οποίες προικίζεται ο άνθρωπος. Αυτές είναι η φιλοτιμία, η ανδρεία και η δικαιοσύνη.
Για τον Σωκράτη, ο πραγματικός πλούτος του ανθρώπου δεν έγκειται στο κυνήγι του υλικού πλούτου αλλά στηριζόταν μόνο στην έννοια της ηθικής (Στεφανόπουλος, 1976). Εξάλλου, είναι γνωστό τοις πάσι ότι συχνά ο Σωκράτης ρωτούσε τους συμπολίτες του:
«Δε ντρέπεστε για την προθυμία σας να αποκτήσετε όσο πιο πολλά πλούτη, φήμη και τιμές γίνεται αλλά δε νοιάζεστε το ίδιο για τη σοφία ή την αλήθεια ή για την καλύτερη κατάσταση της ψυχής σας; Ασχολείστε συνέχεια με τις οικογένειές σας και τις ευθύνες σας ενώ θα έπρεπε να ανησυχείτε περισσότερο για την ευημερία της ψυχής σας» (Ξενοφώντος, 1938).
Ο ίδιος, παρακινούσε τους ανθρώπους να ενδιαφερθούν για την ψυχή τους και να γνωρίσουν τον εαυτό τους γιατί όταν μάθουμε τους εαυτούς μας, μπορούμε να αρχίσουμε να νοιαζόμαστε και για αυτούς.
Θεωρούσε την ψυχή ως την αληθινή ουσία του ανθρώπου και την αρετή ως εκείνο το οποίο επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την αναζήτηση και την ποιοτική βελτίωση της ψυχής.
Η αυτογνωσία εξάλλου δεν είναι τίποτε άλλο παρά σοφία και δε μπορούμε να κάνουμε σαφή διαχωρισμό του καλού από τα κακό, του σωστού από το λάθος αν δεν έχουμε σοφία (Κορδάτου, 1972).
Κατά τον Ξενοφώντα, μπορεί να συναντήσει κανείς την ευτυχία στην ψυχή του και μόνο, όταν αυτή είναι απαλλαγμένη από την απληστία και την πλεονεξία. Η ευτυχία και η καθαρή συνείδηση βρίσκεται στη δικαιοσύνη, στον χαρακτήρα και στις πράξεις. Βρίσκεται στην ελευθερία επιλογών αλλά και των αποφάσεών του.
Η ευτυχία βρίσκεται στη συνεργασία πνεύματος και σώματος και όχι στο έρεβος του υλισμού. Η ευτυχία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την συναισθηματική πληρότητα, την αγάπη, τη χαρά, τη δύναμη για τη νίκη της ψυχής κι όχι την αμετροέπεια του μυαλού που ζητάει διαρκώς χρήματα και πλούτη.
(Γεωργούλης, 1994).
Μπορεί κανείς να συνδυάσει την αληθινή ευτυχία με το χρυσό χρώμα των χρημάτων; Φυσικά και όχι. Κανένας δε μπορεί να αντέξει για μεγάλο χρονικό διάστημα αρεσκόμενος στο να υπάρχει από τα χρήματα και μόνο για τα χρήματα.
Τα πλούτη δε καθιστούν τον άνθρωπο βασιλιά της ευτυχίας της ψυχής, αλλά αντίθετα, η ευτυχία της ψυχής σε κάνει βασιλιά όλου του πλούτου. Ο Ξενοφώντας, ορμώμενος από τον Σωκράτη, πρώτα σκεπτόταν για την ψυχική του ηρεμία και σε δεύτερη μοίρα έβαζε τον οικονομικό παράγοντα. Έτσι θα έπρεπε να κάνουν όλοι.
(Τσάτσος, 1970).
Για κάθε άνθρωπο, ο πλούτος και τα δώρα έχουν διαφορετική σημασία. Στο συγκεκριμένο έργο, τα δώρα και ο πλούτος είναι η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η τιμιότητα και το φιλότιμο κατά τον Ξενοφώντα. Για άλλους είναι η νίκη σε μια μάχη και για άλλους είναι τα υλικά αγαθά και τα χρήματα.
Ο Σωκράτης, όντας φτωχός και εμπνεόμενος από την τιμιότητα των ηθικών αρετών, ουδέποτε πόθησε τα υλικά αγαθά. Ήταν αυτάρκης και ενίσταται σε οποιονδήποτε που ορέγεται χρήμα και δόξα, πόσο μάλλον όταν τα αποκτά με δόλιο μέσο.
(Στεφανόπουλος, 1976).
«Αν μεν λάβουμε τώρα περισσότερα, αυτό μπορεί να μας δώσει πλούτο ολιγοχρόνιο. Αν όμως παραβλέψουμε αυτά και αποκτήσουμε εκείνα από τα οποία γεννάται ο πλούτος, αυτό μπορεί να δίνει σε εμάς και σε όλους τους δικούς μας τον πλούτο παντοτινά».
(Ξενοφώντος, 1979).
Αυτά είπε ο Κύρος. Βλέπουμε ότι ο Κύρος αποσκοπούσε έναν πλούτο ο οποίος δεν είναι προσωρινός αλλά το ποθούσε ως μια δια βίου κατάσταση από την οποία θα απολάμβανε όλα εκείνα τα αγαθά που λαχταρούσε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
3.1 Τα δώρα στο Κύρου Ανάβασις
Εκεί έστειλαν προς τους Έλληνες οι Ηρακλειώτες δώρα φιλοξενίας τρεις χιλιάδες μεδίμνους, κρίθινο αλεύρι και δυο χιλιάδες κεράμια κρασί, είκοσι βόδια και πρόβατα εκατό. Ο Λύκων ο Αχαιός είπε ότι θαυμάζει τους στρατηγούς οι οποίοι «δε προσπάθησαν να μας προμηθεύσουν σιτηρά γιατί τα δώρα που μας έστειλαν δε μας φτάνουν για τρεις μέρες και δεν έχουμε από πού να λάβουμε τα αναγκαία για την οδοιπορία μας». Εδώ παρατηρείται ένα είδος πλεονεξίας. Ο ίδιος φαίνεται να μην είναι ευχαριστημένος με την ποσότητα των δώρων τονίζοντας ότι υπήρχε ανάγκη για μεγαλύτερη ποσότητα.
(Ξενοφώντος, 1911).
Ο Σωκράτης θίγει ένα ζήτημα όχι ήσσονος σημασίας για την αρχαιότητα: την διάκριση ανάμεσα στην ανταλλαγή των αγαθών και την ανταλλαγή των δώρων, ανάμεσα στις αμοιβές και τις δωρεάν παροχές. Πρόκειται για μια διάκριση η οποία ομολογουμένως είναι δυσνόητη και σε αυτό έγκειται η σπουδαιότητά της.
Η ανταλλαγή των αγαθών εδραιώνει μια σχέση ανάμεσα στα αντικείμενα, μια σχέση η οποία οικοδομείται πάνω στον παράγοντα «τιμή». Τα αγαθά είναι ανταλλάξιμα και μετριούνται εύκολα, οπότε και συγκρίνονται (Στεφανόπουλος, 1976). Η ποσότητα αλλά και η ποιότητά τους δύνανται να διαχωριστούν σε μικρές μονάδες, ακόμη και σαν νόμισμα. Ναι μεν είναι απρόσωπα και η ανταλλαγή των αγαθών αντανακλά αυτό το απρόσωπο. Η συναλλαγή είναι διαυγής και οριστική.
Η ανταλλαγή των δώρων δεν εγκαθιδρύει σχέσεις ανάμεσα στα αντικείμενα αλλά ανάμεσα σε ανθρώπους που συνδέονται από τότε με δεσμούς φιλίας. Έτσι, τα δώρα έχουν προσωπικό χαρακτήρα και έτσι όπως είναι προσωπικά, καλό είναι να μην υπόκεινται σε αμερόληπτη εκτίμηση. Σε αντίθεση με τα αγαθά, τα δώρα είναι αντικείμενα που εκφράζουν ευγνωμοσύνη. Τα δώρα και τα αγαθά συναντώνται στις ίδιες κοινωνίες.
(Τσάτσος, 1970).
Για το ζήτημα της πλεονεξίας, τοποθετήθηκε ο Ξενοφώντας στο έργο «Κύρου Ανάβασις» μέσα από τα λόγια του Σωκράτη που τόσο θαύμαζε: «Πλεονεξία μέγιστον ανθρώποις κακόν». Αυτό είναι κάτι που τω όντι επαληθεύεται στην πραγματικότητα, για τον λόγο ότι ο πλεονέκτης παρομοιάζεται με ένα απύθμενο πιθάρι.
Ο άπληστος έχει την λανθασμένη αντίληψη ότι γίνεται πλούσιος με τη συσσώρευση των υλικών αγαθών και παραμελεί την πραγματικότητα ότι ο πλούτος συναντάται στην εσωτερική αυτάρκεια αλλά και στην ελαχιστοποίηση των αναγκών του.
Ο ίδιος ο Σωκράτης δίδασκε: «πλουσιώτερος ο ελαχίστοις αρκούμενος- αυτάρκεια φύσεως γαρ πλούτος» (Στεφανόπουλος, 1976).
Και για αυτό κάποτε, ο σοφός αυτός δάσκαλος απευθυνόμενος σε κάποιον που ενδιαφερόταν μόνο για τη συσσώρευση των υλικών αγαθών, τον επέπληττε με επιτακτικό τόνο και τον παραίνεσε να μην επιχειρήσει να μεγαλώσει την περιουσία του αλλά να μειώσει την επιθυμία του.
Στην πραγματικότητα, όσο αυξάνονται οι επιθυμίες του ανθρώπου, τόσο πιο έντονα νιώθει την έλλειψη των υλικών αγαθών. Αυτό είναι κάτι το οποίο δικαιώνεται απόλυτα κάτι που με πολύ σοφία έλεγε ο Σωκράτης:
«φτωχός δεν είναι αυτός που έχει λίγα, αλλά εκείνος ο οποίος επιθυμεί πολλά».
Καλό είναι να μη μας εξαπατά η αίσθηση της επάρκειας. Για κανέναν λόγο η αφθονία των αγαθών δε θα γεμίσει την ψυχή του άπληστου. Αυτός δε μπορεί να πάρει ικανοποίηση, όσα αγαθά κι αν απολαύσει και για τον λόγο αυτό παρομοιάζεται με αδηφάγο ζώο.
(Κορδάτου, 1972).
Αν αντιθέσει με αυτό, στην περίπτωση κατά την οποία ο άνθρωπος χαλιναγωγήσει τις ορέξεις του και περιορίσει τις επιθυμίες του, θα λυτρωθεί από εκείνες τις πιεστικές του ανάγκες. Θα αποστασιοποιηθεί από την έλξη των υλικών αγαθών και τότε θα είναι πραγματικά πλούσιος.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του πάμφτωχου Σωκράτη ο οποίος όταν έβλεπε την αφθονία των αγαθών στην αγορά των Αθηνών, συνήθιζε να λέει:
«Πόσο πλούσιος είμαι που δε τα έχω ανάγκη»
(Γιγον, 1991).
Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι μόνο πραγματικά πλούσιος αλλά είναι και πραγματικά ελεύθερος. Διότι η χειρότερη ειρκτή του ανθρώπου είναι οι ίδιες οι ανάγκες του. Σε μια τέτοια φυλακή είναι σήμερα κλεισμένος ο άνθρωπος. Εφόσον σήμερα ο άνθρωπος ζει σε μια κοινωνία απληστίας που καλείται κοινωνία της αφθονίας.
Ουδέποτε ο άνθρωπος δεν απόλαυσε τόσα όσα σήμερα και ποτέ δεν ήταν τόσο άπληστος όσο σήμερα. Ο ίδιος βιώνει τη φτώχια του πλούτου. Ο καταιγισμός των υλικών αγαθών, επέφερε σε αυτόν την ηθική νόσο και την ψυχική αδηφαγία. Έτσι, ζει για να καταναλώνει και δε καταναλώνει για να ζει.
Τα δώρα είναι δείγμα προς την έκφραση ευγνωμοσύνης για κάτι που ήδη έχει παρασχεθεί ή χρησιμοποιήθηκε ως αρωγός σε μια δύσκολη στιγμή. Κάποιοι όμως το θεωρούν όχι μόνο δεδομένο, αλλά ορέγονται ακόμη περισσότερα δώρα προκειμένου να ικανοποιήσουν τα προσωπικά τους οφέλη μέσα από το ανικανοποίητο της ψυχής τους.
(Guthrie, 1987).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
3.1 Η απληστία σήμερα
Οι μηχανισμοί παραγωγής των τεχνητών αναγκών όπως λόγου χάρη η διαφήμιση, ανάγουν τον άνθρωπο σε ένα αδηφάγο καταναλωτικό ον. Όλη του τη δραστηριότητα την απορροφούν οι καταναλωτικές του ανάγκες. Αγοράζει αδιαλείπτως και με μανία, θεωρώντας ότι λυτρώνεται από τα δεσμά της ανάγκης και δίχως να το αντιλαμβάνεται, γίνεται δέσμιος των νέων αναγκών. Διότι η καταναλωτική μανία μοιάζει με ένα αδηφάγο όρνεο.
Έτσι σταδιακά οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δυνάμεθα να ξεφύγουμε μόνο μέσα από την εσωτερική μας αυτάρκεια που θα μας δώσει τη δυνατότητα να προσανατολιστούμε αλλά και να εστιάσουμε στον εσωτερικό μας κόσμο, για να ασχοληθούμε πιο πολύ με το πνεύμα μας και να μη γινόμαστε δούλοι των αναγκών μας που δε μας είναι απαραίτητες οι περισσότερες από αυτές.
(Windelband, 2003).
Αίτημα των σύγχρονων κοινωνικών επιταγών μας είναι μια ποιοτική ζωή και κάτι τέτοιο δύναται να επιτευχθεί αν σώσουμε τον εαυτό μας από τη μανία για ποσότητα.
Δε θα ήταν εύλογο λοιπόν να αρνηθούμε το σημασιολογικό περιεχόμενο του πλούτου αλλά και των άλλων υλικών αγαθών. Ο ασκητισμός δύναται να έχει λειτουργικό ρόλο ως εξαίρεση λα όχι σαν κανόνες της κοινωνικής ζωής.
Η χρήση του μέτρου δύναται να αποτελέσει τη χρυσή τομή και για την κτήση αλλά και για την απόλαυση των υλικών αγαθών. Εξάλλου, γνωστό τοις πάσι είναι και το «τα αγαθά κόποις κτώνται» που σημαίνει πως ότι δεν έχει αποκτηθεί με μόχθο, έχει μηδαμινή αξία για τον Σωκράτη.
Η κοινωνία μας βάλλεται από μια σωρεία αχόρταγων ανθρώπων ως αδηφάγα όρνεα όπως πολύ ορθά χαρακτήρισε ο Ξενοφώντας για τους ανθρώπους που είναι εθισμένη στον υπερκαταναλωτισμό και την πλουτοκρατία.
Η αντιστοιχία είναι πολύ σωστή όταν κάποιος κάνει λόγο για γεμάτη τσέπη και άδεια ψυχή. Η αντίθεση αυτάρκειας και απληστίας σηματοδοτεί μια ατέρμονη μάχη που τα ηνία κρατούν οι πλεονέκτες μιας και που αποτελούν τη μεγαλύτερη κοινωνική μερίδα μέσα στην οποία ζουν και εξελίσσονται.
(Vegetti, 2000).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το έργο Κύρου Ανάβασις του Ξενοφώντα έχει διάσπαρτα παραδείγματα των ανθρώπων για το χρήμα, τον υλικό πλούτο και τα δώρα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Μένωνας ο οποίος προτίθετο να πράξει τα μη δέοντα για να κατακτήσει χρήμα, ακόμη και με δόλιο τρόπο. Εκείνο που διαφαίνεται καθαρά στο συγκεκριμένο έργο, είναι η ακόρεστη δίψα για υλικό πλούτο των ανθρώπων οι οποίοι αγνοούν παντελώς τον δρόμο προς την ευδαιμονία μέσα από αγαθές πράξεις και ενέργειες.
Σε αυτά τοποθετείται ο Σωκράτης ξεδιπλώνοντας την τόσο εύστοχη επιχειρηματολογία του με ύφος αρκούντως επικριτικό προς τους άπληστους και πλεονέκτες οι οποίοι έχουν αποδομήσει τις ηθικές αξίες στη ζωή και πορεύονται με βάση το πνευματικό και ψυχικό έρεβος που διακρίνει την υπέρμετρη τάση να αποκτούν όλο και περισσότερα υλικά αγαθά.
Ο Σωκράτης μιλάει με παραδείγματα, τεκμηριώνει την συνολική του αποτίμηση για το χρήμα και τον πλούτο και προβαίνει σε ηθικά διδάγματα με πλούσιο εννοιολογικό περιεχόμενο αναλώμενος στη συγκριτική θεώρηση ανάμεσα στον υλικό και τον ψυχικό ή πνευματικό πλούτο. Ο νους είναι εκείνος που προσδιορίζει τον τρόπο της σκέψης μας και την στάση μας απέναντι στο χρήμα και την πλουτοκρατία.
(Gigon, 1991).
Η στάση του Σωκράτη μέσα από τα λεγόμενα του Ξενοφώντα στο συγκεκριμένο έργο «Κύρου Ανάβασις» για τον υλικό πλούτο και την καταναλωτική μανία του ανθρώπου για την κατάκτηση ολοένα και περισσότερων υλικών αγαθών είναι αμιγώς αρνητική. Ο ίδιος τονίζει ότι το χρήμα ναι μεν μπορεί να εξασφαλίσει τα αναγκαία προς το ζην, όμως δεν είναι απαραίτητο μέσο για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην ευδαιμονία.
Το χρήμα για τον Σωκράτη είναι η ανθρώπινη επινόηση που αποσκοπεί να υπηρετεί τον άνθρωπο. Το χρήμα μπορεί να δώσει ψεύτικους φίλους και αληθινούς εχθρούς όπως πολύ ωραία παρατίθεται στο έργο το παράδειγμα του Μένωνα ο οποίος επί σκοπού πλησιάζει τους πλούσιους ανθρώπους και δη τους απονήρευτος, προκειμένου να τους αποσπάσει χρήματα με κάθε δόλιο μέσο.
(Guthrie, 1987).
Όσον αφορά την πλουτοκρατία και την υλιστική εποχή, ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι δημιουργεί μεγάλη σύγχυση και αναστάτωση στις δομές της κοινωνίας και πως διαταράσσει τις υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις.
Ο Σωκράτης επίσης έκανε πολύ εύστοχα λόγο για την αυτάρκεια στον άνθρωπο και για την απληστία, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες έννοιες. Συγκεκριμένα, φρονεί ότι εκείνος ο οποίος δεν είναι ευχαριστημένος με τα λίγα, δεν έχει τη δυνατότητα να ικανοποιηθεί από τα πολλά. Επιπλέον, εκείνος ο οποίος θεωρεί την έλλειψη χρημάτων ως το χείριστο κακό, σφάλλει για τον λόγο ότι υπάρχει χειρότερο κακό, που δεν είναι άλλο από την καταναλωτική μανία.
(Windelband, 2003).
Όπως πολύ ορθά έλεγε ο Πλάτων:
«όποιος θέλει πραγματικά να είναι πλούσιος, ας μη κάνει την περιουσία του μεγαλύτερη, αλλά να κάνει την πλεονεξία του μικρότερη».
Κι επειδή οι ηθικές αρετές ουδεμία σχέση έχουν με το χρήμα κι αφού ο Σωκράτης είναι παράδειγμα ηθικής, τότε εκείνος ο οποίος διαφθείρεται και νικιέται από τον υλικό πλούτο, δε δύναται να γίνει δίκαιος με βάση τα χρήματα τα οποία υπηρετεί.
Επίσης, όπως πολύ ορθά υπογραμμίζει ο Δημόκριτος, η επιθυμία για χρήματα, αν δε περιοριστεί από την ικανοποίησή της, είναι πολύ χειρότερη κι από την εσχάτη ένδεια διότι οι μεγαλύτερες επιθυμίες δημιουργούν μεγαλύτερες ανάγκες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ελληνική:
Γεωργούλη, Κ. (1994). Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας. Αθήνα: εκδόσεις Παπαδήμα
Κορδάτου, Ι. (1972). Ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Αθήνα: εκδόσεις Μπουκουμάνη
Ξενοφώντος, Κύρου Ανάβασις. Μετάφραση Δ. Αναστασόπουλος. 1911. Αθήνα: Φέξις
Ξενοφώντος, Κύρου Ανάβασις. Μετάφραση Α. Τζάρτζανος. 1938. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος
Ξενοφώντος, Κύρου Ανάβασις. Μετάφραση Γ.Δ Ζευγώλης. 1979. Η κάθοδος των Μυρίων. Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις. Αθήνα:ΟΕΔΒ
Στεφανόπουλου, Κ. (1976). Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι. Αθήνα: εκδόσεις Αγγελόπουλος- Μπρουζιώτης
Τσάτσου, Κ. (1970). Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων. Αθήνα: Εστία
Ξένη μεταφρασμένη :
Gigon, O. (1991). Βασικά προβλήματα της αρχαίας φιλοσοφίας. Μετάφραση Ν. Σκουτερόπουλου. Αθήνα: εκδόσεις Γνώση
Guthrie, W. (1987). Οι Έλληνες φιλόσοφοι. Αθήνα: εκδόσεις Παπαδήμα
Vegetti, M. (2000). Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας. Μετάφραση Γ. Δημητρακόπουλου. Αθήνα: εκδόσεις Τραυλός
Windelband, W. (2003). Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Τόμος Β., Μετάφραση Ν. Σκουτερόπουλου, Αθήνα: ΜΙΕΤ