Ο πλάσας σε άνευ σου, ου δύναται σώσαι σε άνευ σου* - Point of view

Εν τάχει

Ο πλάσας σε άνευ σου, ου δύναται σώσαι σε άνευ σου*

  «Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν(θυσιάζονται) για πράγματα που αμφιβάλλουν»


  Τι κάνουμε λοιπόν όταν δεν ξέρουμε τι να κάνουμε; Η πεποίθηση έχει να κάνει περισσότερο με το να είμαστε «πεπεισμένοι» παρά να έχουμε «τέλεια γνώση»—η γνώση της καρδιάς υπερισχύει της γνώσης του λογικού μας.


  Ὅπως εἶναι γνωστό σέ ὅλους μας, ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπό μία κυρίαρχη καί διαβρωτική ἀμφισβήτηση∙ ἀπό μία συνολική ἀπαξίωση καί ἀπόρριψη τῶν πάντων. Ζοῦμε στήν Νέα Ἐποχή τῆς ἀλλοίωσης, τῆς μετάλλαξης, τῆς διαστροφῆς καί τοῦ ἀρνητισμοῦ. Ζοῦμε στήν Νέα Ἐποχή τῆς σύγχυσης, τῆς πλάνης, τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἀμετανοησίας∙ μιά ἐποχή ἀθεΐας, ἀντιθεΐας, αὐτονομημένης ἰσοθεΐας καί αὐτοθεοποίησης. Ζοῦμε στήν ἐποχή μιᾶς ἐκπληκτικῆς ἐπιστημονικῆς καί τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης, πού ὁδήγησαν τόν ἄνθρωπο στήν θεοποίηση τῆς λογικῆς του καί τῶν φυσικῶν του δυνατοτήτων.

  Αὐτή ἡ Νέ­α Ἐ­πο­χή ὑ­πάρ­χει καί δρα­στη­ρι­ο­ποι­εῖ­ται στούς ἀ­ντί­πο­δες τοῦ Θε­αν­θρώ­που. Ἀρ­νεῖ­ται καί ἀ­ντι­μά­χε­ται τήν ἀ­πο­κεκαλυμμένη ἀ­λή­θει­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εῖ καί ἀ­πορρί­πτει τόν Θεάνθρωπο καί ὅλους ὅσους ἀγωνίζονται νά ἐπιτύχουν τόν ἁγιασμό τους, τήν θέωσή τους.

  Γευόμαστε καθημερινά καί σέ συλλογικό ἐπίπεδο τόν πόλε­μο πού γίνεται κα­τά τῆς πίστεώς μας, κατά τῆς παραδό­σε­ώς μας, τῶν ἀρχῶν, τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδανικῶν τοῦ λα­οῦ μας. Στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἑλ­λά­δα μας, τήν  ἀπαστράπτουσα πνευματικά πα­τρί­δα μας, κάποιοι ἐπηρμένοι αὐ­το­α­πο­κα­λού­με­νοι δι­α­φω­τι­στές, γο­η­τευ­μέ­νοι ἀ­πό τά ψευ­δο-σπιν­θη­ρί­σμα­τα τῆς ἀλ­λοι­ω­τι­κῆς νε­οε­πο­χι­κῆς ἰ­δε­ο­λη­ψί­ας τους, ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά κα­ταρ­γή­σουν τήν πί­στη, τήν πα­ρά­δο­ση καί τήν ἱ­στο­ρι­κή αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τοῦ  λα­οῦ μας.

  Ἀνάλογα φαινόμενα διαπιστώνουμε, δυστυχῶς, καί μεταξύ ἡ­μῶν τῶν ὀρ­θο­δό­ξων χρι­στια­νῶν, μή ἐξαιρουμένων τῶν κληρικῶν καί μοναχῶν, πού πολλές φορές δέν βι­ώ­νου­με γνήσια καί αὐθεντικά τόν εὐαγγελικό τρόπο ζωῆς, ἀλλά ἐπηρεασμένοι ἀπό τήν λογικοκρατία, τήν ἐκλογικευμένη καί ἰδεολογικοποιημένη πίστη, ἀπό τήν διαλυτική ἐκκοσμίκευση καί τόν δυτικό τρόπο ζωῆς, οὐσιαστικά ἀποκλίνουμε καί ἐκτροχιαζόμαστε ἀπό τόν ἴδιο τόν προορισμό μας, τό ἴδιο τό νόημα καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς καί τῆς ὑπάρξεώς μας, ὅπως μᾶς δόθηκε ἀπό τόν Θεό καί Δημιουργό μας.

  Ὅ­λα αὐ­τά τά φαι­νό­με­να, ἄλλωστε, τῆς σή­ψε­ως καί τῆς δι­α­φθο­ρᾶς, τῆς ἀ­πα­ξι­ώ­σε­ως καί τοῦ ἐκ­μαυ­λι­σμοῦ, πού μᾶς κα­τα­κλύ­ζουν, δέν γεν­ή­θη­καν σή­με­ρα, ξαφ­νι­κά καί ἀ­ναί­τια. Εἶ­ναι ἀ­πό­το­κα τῆς φι­λαυ­τί­ας, τοῦ ἐ­γω­ι­σμοῦ, τῆς ἀ­λα­ζο­νεί­ας, τῆς νοησιαρχίας, τῆς αὐ­τάρ­κειας, τῆς φι­λο­χρη­μα­τί­ας, τῆς ἀπληστίας, τοῦ και­ρο­σκο­πι­σμοῦ, τῆς ἄκρατης εὐ­δαι­μο­νί­ας, πού κυ­ο­φο­ροῦν­ται ἐ­πί μα­κρόν δι­ά­στη­μα μέ­σα στήν κοι­νω­νί­α μας. Εἶ­ναι ἡ ἀ­μαύ­ρω­ση τοῦ κα­τ’ εἰ­κό­να καί ἡ ἀ­προ­σπά­θειά μας γιά τό κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν, ἡ ἀ­πο­στα­σί­α μας ἀ­πό τόν Θε­ό, ἡ ἄρ­νη­ση τοῦ Θε­οῦ καί ἡ θε­ο­ποί­η­ση τοῦ ἀν­θρώ­που.

  Καί ὅλα αὐτά γίνονται, παρότι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ ἕνα καί μόνο σκοπό, νά θεωθεῖ, νά γίνει, δηλαδή, θεός κατά χάριν.

  Ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ μακαριστός Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, «ἐδόθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ χαρίσματα τοῦ “κατ᾿ εἰκόνα” στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ φθάσει πολὺ ὑψηλά, νὰ πετύχει μὲ αὐτὰ τὴν ὁμοίωσή του μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πλάστη του, νὰ ἔχει μία ὄχι ἐξωτερική, ἠθικὴ σχέση μαζί Του, ἀλλὰ μία προσωπικὴ ἕνωση μὲ τὸν Δημιουργό του».

  Εἶναι ἴσως πολὺ τολμηρὸ -συνεχίζει ὁ φωτισμένος Γέροντας- ἀκόμη καὶ νὰ λέμε καὶ νὰ σκεπτόμαστε, ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ κατὰ Χάριν. 

  Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες δὲν μᾶς τὸ ἀπέκρυψαν. Ὑπάρχει δυστυχῶς ἄγνοια στοὺς ἀνθρώπους. Διότι νομίζουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι, στὴν καλύτερη περίπτωση, ἁπλῶς ἡ ἠθικὴ βελτίωσή μας, τὸ νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι. Ἐνῶ ἀπό τὸ Εὐαγγέλιο, ἀπὸ τὴν Παράδοση καὶ ἀπὸ τοὺς Πατέρες, μᾶς παραδίδεται ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς μας δὲν εἶναι αὐτό. Τὸ νὰ γίνει δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος μόνο καλύτερος ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι, ἠθικώτερος, δικαιότερος, ἐγκρατέστερος, προσεκτικότερος.

  Ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ γίνουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὁ μεγάλος σκοπός, ὁ τελικὸς σκοπός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Πλάστης καὶ Δημιουργός μας ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο. Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ σκοπός; Ἡ θέωσις. Τὸ νὰ ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν Θεό, ὄχι μὲ ἕνα ἐξωτερικὸ ἢ συναισθηματικὸ τρόπο, ἀλλὰ ὀντολογικά, πραγματικά»1 .

  Γιά νά φθάσει, ὅμως σέ αὐτή τήν ὀντολογική ἕνωση μέ τόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά στρέψει τόν νοῦ, τήν καρδιά καί τήν ἀγάπη του ἀπό τά κτίσματα στόν Κτίστη, ὥστε φωτισμένος πλέον ὁ νοῦς καί μέ κεκαθαρμένη καρδιά νά δεῖ καί νά γνωρίσει τόν Θεό, νά φθάσει δηλαδή στήν θέωση. Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἔντονα ἀπό τήν ἄγνοια ἤ τήν περιθωριοποίηση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς, ἀκόμη καί ἀπό ἐμᾶς τούς πιστούς, δίνοντας ἀποκλειστική σημασία στήν λογική, στήν θεοποίηση τῆς λογικῆς καί τήν ἀναγόρευσή της σέ ὑπέρτατη αὐθεντία καί μοναδικό ρυθμιστή τῶν κρίσεων καί τῶν ἐπιλογῶν. 

  Κυριαρχεῖται, δηλαδή, ἀπό τόν ὀρθολογισμό, πού εἶναι ἡ ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στήν λογική μας· εἶναι ἡ ἀναγωγή της σέ ἀπόλυτη καί κυρίαρχη ἀξία. Μέ τήν λογική, ὅμως, ὅπως θα δείξουμε στήν συνέχεια, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε σέ καμμία περίπτωση τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ὁ ὀρθολογισμός εἶναι ἐσφαλμένη ὁδός θεογνωσίας.

  Τόν Θεό τόν γνωρίζουμε μέ τόν νοῦ καί τήν καρδιά. Ὁ φωτισμένος νοῦς καί ἡ κεκαθαρμένη ἀπό τά πάθη καρδιά φθάνουν στήν γνώση τοῦ Θεοῦ· βιώνουν ἐμπειρικά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· μετέχουν στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί βλέπουν τό ἄκτιστο Φῶς τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ.

  Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ νοῦς καί ἡ λογική εἶναι γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Γιά τόν λόγο αὐτό καί γιά τήν εὐχερέστερη κατανόηση τοῦ θέματός μας, εἶναι ἀπαραίτητο νά κάνουμε μία εἰσαγωγή καί νά ἀναφερθοῦμε συνοπτικά στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, μέ ἀπλανή ὁδηγό τήν ἑρμηνεία καί τήν ἐμπειρία τῶν Πατέρων2.

  Εἶναι πολύ σημαντικό νά γνωρίζουμε τί εἶναι ἡ ψυχή, ποιές εἶναι οἱ ἰδιότητες καί τά γνωρίσματά της, πότε καί πῶς δημιουργεῖται, ποιά εἶναι ἡ σχέση της μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα καί τί συμβαίνει μέ τόν ἀποχωρισμό της ἀπό τό σῶμα, ὅταν ἐπέρχεται, δηλαδή, ὁ βιολογικός θάνατος τοῦ ἀνθρώπου.



  Εἰσαγωγικά περί ψυχῆς

  Θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ ψυχή εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὡς δημιούργημα εἶναι κτιστή. Εἶναι «οὐσία γεννητὴ», ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης3.

 Ἡ ψυχή, λοιπόν, εἶναι κτιστή, δημιουργημένη καί ὄχι ἄκτιστη, ἀφοῦ Ἄκτιστος εἶναι μόνον ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἄναρχος, ἀΐδιος, ἀπερινόητος, ἀπερίγραπτος, ἀνεξιχνίαστος, ἀθέατος, ἀνείδεος, ἄρρητος, ἀπρόσιτος, ἀνόμοιος, ἀφιλοσόφητος, ἀνέκφραστος, ἀχώρητος, καί πάντων ἐπέκεινα.

  Κάθε κτιστό, κάθε δημιούργημα ἔχει ἀρχή καί τέλος. Ἄρα κανένα κτίσμα δέν εἶναι αἰώνιο καί ἀθάνατο. Εἰδικά, ὅμως, ἡ ψυχή, ἐνῶ ἔχει ἀρχή καί θά ἔπρεπε, ὡς κτίσμα, νά ἔχει καί τέλος, κατά θεία βούληση, ὄχι ἐκ τῆς φύσεώς της, ἀλλά ἐπειδή ἔτσι θέλησε ὁ Θεός, δέν ἔχει τέλος, εἶναι ἀθάνατη. Εἶναι, δηλαδή, ἡ ψυχή θνητή κατά τήν φύση, ἀλλά ἀθάνατη κατά χάριν.

  Ἡ ψυχή εἶναι ἐθελότρεπτη, αὐτεξούσια, ἔχει, δηλαδή, ἐλεύθερη βούληση, ἐλεύθερη προαίρεση καί ἐλεύθερη ἐπιλογή. Τό αὐ­τε­ξού­σιο εἶ­ναι ἡ δυ­να­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που νά ἐ­ξου­σιά­ζει τόν ἑ­αυ­τό του, νά ἐ­πι­λέ­γει ἐ­λεύ­θε­ρα καί ἀ­βί­α­στα τόν τρό­πο τῆς ζω­ῆς του καί τῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τάς του. 

  Τό­σο πο­λύ, μά­λι­στα, σέ­βε­ται ὁ Θε­ός τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, πού:  «ὁ ἄ­νευ σοῦ πλά­σας σε (Θε­ός) οὐ δύ­να­ται ἄ­νευ σοῦ σῶ­σαί σε»· δη­λα­δή ὁ Θε­ός, πού χω­ρίς τήν δι­κή σου συμ­με­το­χή σέ ἔ­πλα­σε, δέν μπο­ρεῖ, χω­ρίς τήν δι­κή σου συμ­με­το­χή, νά σέ σώ­σει.

 Τό αὐτεξούσιο εἶναι πραγματικά μοναδική καί μεγαλειώδης δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ τοῦ παρέχει τήν δυνατότητα καί τό δικαίωμα ἀκόμη καί νά Τόν ἀρνεῖται. Γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες χαρακτηρίζουν τό αὐτεξούσιο καί ὡς ἰσόθεο, φυσικά κατά χάριν. «Ἰ­σό­θε­ον γὰρ ἔ­στι τὸ αὐ­τε­ξού­σιον»4 , μᾶς λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης.


  Ἕνα καίριο ἐρώτημα, τό ὁποῖο ἀνέκαθεν ἀπασχολοῦσε τόν ἄνθρωπο καί τό ὁποῖο δέν ἀπαντήθηκε ποτέ ἐπαρκῶς οὔτε ἀπό τήν φιλοσοφία οὔτε ἀπό τήν ἰατρική ἐπιστήμη, εἶναι τό πῶς καί πότε δημιουργεῖται ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅμως, τό ἔχει ἀπαντήσει σαφέστατα. Ἡ ψυχή δημιουργεῖται ταυτόχρονα μέ τό ἀνθρώπινο σῶμα, οὔτε πρίν οὔτε μετά τήν δημιουργία τοῦ σώματος.

  Δημιουργεῖται, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Πατέρες, «ἐξ ἄκρας συλλήψεως»· μέ τήν σύλληψη, δηλαδή, τοῦ ἀνθρωπίνου ἐμβρύου ἔχουμε ταυτόχρονα, θείᾳ βουλήσει, καί τήν δημιουργία τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία φανερώνεται καί ἐκφράζεται, καθώς ἀναπτύσσεται τό ἔμβρυο καί ὁ ἄνθρωπος. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἡ ψυχή εἶναι ἐξ ἀρχῆς ὁλοκληρωμένη, δέν μπορεῖ, ὅμως, νά ἐκδηλώσει τίς ἐνέργειές της ἐξ ἀρχῆς λόγῳ τοῦ μή ἀνεπτυγμένου ἀνθρωπίνου σώματος. Οἱ ἐνέργειές της, δηλαδή, ἐμφανίζονται σταδιακά μέ τήν πρόοδο τῆς σωματικῆς ἀναπτύξεως.

  Κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, τόν συγγραφέα τῆς Κλίμακος, «κατ’ αὔξησιν γὰρ τὴν τοῦ σώματος καὶ αὕτη τὰς οἰκείας ἐνεργείας διαδείκνυσι»5, ὅσο, δηλαδή, αὐξάνεται τὸ (ἀνθρώπινο) σῶμα, τόσο φανερώνει καὶ ἡ ψυχή τὶς ἐνέργειές της.

  Τό τονίζουμε αὐτό διότι κυκλοφοροῦν ποικίλες λανθασμένες ἀπόψεις καί θεωρίες γιά τό θέμα. Κάποιες ἀπό αὐτές ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ψυχή δημιουργεῖται τούς πρώτους μῆνες τῆς ζωῆς τοῦ ἐμβρύου καί συγκεκριμένα μετά τόν τρίτο μήνα τῆς κυήσεως. Μέ τόν τρόπο αὐτό μάλιστα ἀπενοχοποιοῦν τίς ἀμβλώσεις, πού δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό πραγματικοί ἠθελημένοι φόνοι καί μάλιστα κατά ἀνυπεράσπιστων νηπίων.

  Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὑπάρχουν καί οἱ θεωρίες, πού εἶναι ἐπηρεασμένες ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία καί ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ ψυχή προϋπάρχει τοῦ σώματος.

 Εἶναι ἡ γνωστή θεωρία τῆς προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, παράγωγο τῆς ὁποίας εἶναι καί αὐτή τῆς μετεμψυχώσεως. 

  Κατά τόν μέγιστο Ἕλληνα φιλόσοφο Πλάτωνα, ἡ ψυχή, ἔχοντας ἁμαρτήσει στόν χῶρο τῶν ἰδεῶν, τιμωρεῖται ἀπό τόν Θεό καί ἐγκλωβίζεται στό ἀνθρώπινο σῶμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν φυλακή τῆς ψυχῆς.6

  Τό σῶμα, ὅμως, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία, δέν ἀποτελεῖ σέ καμμία περίπτωση τήν φυλακή τῆς ψυχῆς, ἀλλά κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ναός τοῦ ἐν ἡμῖν Ἁγίου Πνεύματος7.

 Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μᾶς λέγει ὅτι «Δέν εἶναι ἡ ψυχή στό σῶμα, ἀλλά τό σῶμα μέσα στήν ψυχή»8.

  Καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἡ ψυχή βρίσκεται σέ κάθε σημεῖο τοῦ σώματος· συνέχει τό ἀνθρώπινο σῶμα, τό περιέχει, τό συγκροτεῖ, τό συγκρατεῖ καί τό ζωοποιεῖ9. Εἶναι, δηλαδή, καί μέσα σέ ὁλόκληρο τό σῶμα, ἀλλά ταυτόχρονα περιβάλλει ἐξωτερικά καί ὁλόκληρο τό σῶμα.

 Ἡ ψυχή εἶναι αὐτή πού μεταδίδει στά ὄργανα καί τίς αἰσθήσεις τοῦ σώματος δύναμη ζωῆς καί ἀντίληψη τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων.10


  Ὁ ἄνθρωπος, στήν ὁλότητά του, ἀποτελεῖται καί ἀπό ψυχή καί ἀπό σῶμα. Οὔτε ἡ ψυχή ἀπό μόνη της, οὔτε τό σῶμα ἀπό μόνο του συνιστοῦν τόν ὅλο ἄνθρωπο, ἀλλά τό συναμφότερο. Ψυχή καί σῶμα συνιστοῦν στόν ἄνθρωπο μία ἀδιάρρηκτη ψυχοσωματική ἑνότητα. Ἡ διάρρηξη αὐτῆς τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας σηματοδοτεῖ τόν βιολογικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου.

  Μετά τόν φυσικό θάνατο τοῦ ἀνθρώπου καί τήν διάρρηξη τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας, ἡ ψυχή ἀναχωρώντας πρός τόν οὐρανό ἀναμένει καί ποθεῖ τήν ἐπανασύνδεσή της μέ τό σῶμα κατά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν στήν Δευτέρα Παρουσία, μέ τό δικό της σῶμα μέ τό ὁποῖο ἔζησε στήν γῆ. 

  Τό σῶμα, πού θά ἔχει πεθάνει, μέ ὁποιοδήποτε τρόπο, στήν γῆ, θά ἀναστηθεῖ, θά ἀναπλασθεῖ καί θά ἀνακαινιστεῖ κατά τήν μέλλουσα κρίση.

  Θά εἶναι πνευματικό καί ἄφθαρτο, ὄχι ὅμως καί ἄϋλο, ἀφού ἄϋλος εἶναι μόνο ὁ Θεός.

  Ὡς κτιστό, θά ἔχει κάποια ὑλικότητα. Θά ἔχει διαστάσεις, ἀλλά ὄχι βαρύτητα. Θά εἶναι διακριτό, θά ἔχει, δηλαδή, σχῆμα ἀναγνωρίσιμο (θά ἀναγνωρίζεται, δηλαδή, ποιός εἶναι ὁ καθένας). Ἡ ψυχή, πού δέν πεθαίνει ποτέ ὀντολογικά, γιατί εἶναι κατά χάριν ἀθάνατη, θά συνδεθεῖ ξανά μέ τό δικό της ἀνακαινισμένο πλέον σῶμα καί θά ἀνασυγκροτηθεῖ, ἔτσι, καί πάλι ὁ ὅλος ἄνθρωπος. Καί, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ πολύ γνωστός καί πολυγραφότατος θεολόγος, φιλόλογος καί συγγραφέας τῆς ἐποχῆς μας, μακαριστός Νικόλαος Βασιλειάδης στό θαυμάσιο καί κλασικό του βιβλίο «Τό Μυστήριο τοῦ Θανάτου», «τό σῶμα ἐκεῖνο θά εἶναι τό “αὐτό καί οὐκ αὐτό”, ὅπως σημειώνει ὁ θεῖος Χρυσόστομος. Δηλαδή, θά εἶναι αὐτό τοῦτο τό σῶμα, πού ὑπῆρξεν ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά μέ ἰδιότητες διαφορετικές»11.

  Τό ἀναστημένο καί ἀνακαινισμένο, λοιπόν, ἀνθρώπινο σῶμα θά εἶναι ἄφθαρτο καί πνευματικό καί ὄχι θνητό καί φθαρτό, ὅπως ἦταν στήν βιολογική ζωή του.

  Στήν αἰώνια ζωή, λοιπόν, μετά τήν τελική Κρίση, αὐτός ὁ ἄφθαρτος καί ἀνακαινισμένος πλέον ἄνθρωπος, εἴτε σεσωσμένος εἴτε κολασμένος, θά βλέπει τό ἴδιο πρᾶγμα, δηλαδή τήν ἄκτιστη δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καί ἀπό αὐτῆς τῆς ἀπόψεως ἔχουν τό ἴδιο τέλος.

  Ὅλοι βέβαια θά δοῦν τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μέ μία διαφορά: Οἱ μέν σεσωσμένοι θά δοῦν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς γλυκύτατον καί ἀνέσπερον, οἱ δέ κολασμένοι, θά δοῦν τήν ἴδια δόξα τοῦ Θεοῦ ὡς πῦρ καταναλίσκον, σάν φωτιά πού θά τούς [κατα]καίη... Ἡ βίωσις, δηλαδή, αὐτοῦ τοῦ Φωτός θά εἶναι διαφορετική στούς μέν ἀπό τούς δέ».


  Ὁπότε τό ἔργο τῶν παπάδων –συνεχίζει- δέν εἶναι νά μᾶς βοηθήσουν νά δοῦμε αὐτήν τήν δόξα, διότι αὐτό θά γίνη ὁπωσδήποτε. Τό ἔργο ἑστιάζεται στό πῶς θά δῆ ὁ κάθε ἄνθρωπος τόν Θεόν... Δηλαδή τό ἔργο εἶναι νά κηρύττη στούς ἀνθρώπους ὅτι ὑπάρχει Θεός ἀληθινός, ὅτι ὁ Θεός ἀποκαλύπτεται εἴτε ὡς Φῶς εἴτε ὡς πῦρ καταναλίσκον, ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά δοῦμε τόν Θεόν, καί νά μας προετοιμάζη , ὥστε νά δοῦμε τόν Θεόν ὄχι σάν φωτιά, ἀλλά σάν Φῶς.

 Αὐτή ἡ προετοιμασία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, πού θέλουν νά δοῦν τόν Θεόν ὡς Φῶς, εἶναι στήν οὐσία της μία θεραπευτική ἀγωγή, ἡ ὁποία πρέπει νά ἀρχίση καί νά τελειώση σ’ αὐτήν τή ζωή. Πρέπει σ’ αὐτήν τή ζωή νά γίνη ἡ θεραπεία καί νά περατωθῆ. Διότι μετά θάνατον οὐκ ἔστι μετάνοια»12 .

  Γι’ αὐτό καί εἶναι τελείως ἐσφαλμένη ἡ ἀντίληψη τῶν κατηγόρων τοῦ χριστιανισμοῦ ὅτι ὁ χριστιανισμός εἶναι θρησκεία πού ἐνδιαφέρεται μόνο γιά κάποια ἄλλη ζωή, γιά ἕναν μακρυνό δηλαδή Παράδεισο. Ὁ χριστιανισμός κατ’ ἀρχήν δέν εἶναι θρησκεία, δέν εἶναι φιλοσοφικό σύστημα, δέν εἶναι ἀξιακό σύστημα, δέν εἶναι κοινωνικό σύστημα· δέν εἶναι μιά σειρά ἀπό ἐντολές καί ἀπό κανόνες, πού ἡ τήρησή τους θά μᾶς ἐξασφαλίσει μιά θέση στόν Παράδεισο. Δέν εἶναι ἕνα σύνολο ἐναρέτων καί ἠθικῶν ἀνθρώπων, πού ἐπιτελοῦν καλές πράξεις, ὥστε νά ἀνταμειφθοῦν γιά αὐτές στήν ἄλλη ζωή. Ὁ χριστιανισμός εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ ἀποκεκαλυμένη Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ.

 Ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται, ἀλλά ἀποκαλύπτεται στούς ἀνθρώπους, πού ἔχουν ἁπλή, ταπεινή καί καθαρή καρδιά.


  Ὁ Χριστός δέν εἶναι οὔτε κοινωνικός ἐργάτης, οὔτε φιλόσοφος καί ὅσοι τόν ἀντιμετωπίζουν ἤ τόν ἀποδέχονται μόνο ὡς στοχαστή, ἐπαναστάτη ἤ κοινωνικό μεταρρυθμιστή ἤ ὅσοι ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό μία ἀπρόσωπη ἀνώτερη δύναμη καί μόνο, ὅσοι δηλαδή δέν ἀναγνωρίζουν στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τό Θεανδρικό Πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ (τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος), αὐτοί δέν μποροῦν οὐσιαστικά νά εἶναι χριστιανοί καί μάλιστα ὀρθόδοξοι, ἄν δέν ἐνεργοποιοῦν τήν ἐν Χριστῷ ταυτότητά τους.

  Ὁ χριστιανισμός, λοιπόν, δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ἀπεναντίας εἶναι ἡ «θεραπεία ἀπό τήν ἀρρώστια τῆς θρησκείας», ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός καί συνεχίζει λέγοντας πώς «ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶναι ἕ­να ἀνοικτό νοσοκομεῖο μέσα στήν ἱστορία (“ἰατρεῖον πνευματικόν” κατά τόν Ἰ. Χρυσόστομο), πού προσφέρει τή θεραπεία τῆς καρδίας (κάθαρση) γιά νά προχωρήσει κανείς στόν “φωτισμό” της ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τελικά νά φθάσει στή “θέωση”, τόν μοναδικό προορισμό τοῦ ἀνθρώπου»13.

  Γι’ αὐτό καί ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης τόνιζε συνεχῶς καί μέ ἐπιμονή ὅτι «ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α δέν εἶ­ναι ἕ­να πρα­κτο­ρεῖ­ο πού κό­βει εἰ­σι­τή­ρια γιά τόν Πα­ρά­δει­σο, ἀλ­λά εἶ­ναι νο­σο­κο­μεῖ­ο πού θε­ρα­πεύ­ει τόν ἄν­θρω­πο, ὥ­στε, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος δῆ τόν Θε­ό, τό­τε ὁ Θε­ός νά γί­νη Πα­ρά­δει­σος γι’ αὐ­τόν.

  Οἱ ἅ­γιοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι, οἱ ὁ­ποῖοι θε­ρα­πεύ­θη­καν καί γι’ αὐ­τό βί­ω­σαν τό ἔ­λε­ος καί τήν ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ. Θε­ρα­πεύ­θη­κε ἡ ψυ­χή τους καί τό σῶ­μα τους, γι’ αὐ­τό καί ἔ­χουν μέ­σα τους τήν Χά­ρη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος»14 .

  Τί εἶναι, ὅμως, τό ἄκτιστο φῶς, θά ρωτοῦσε κάποιος, γιά τό ὁποῖο τόσος πολύς λόγος γίνεται καί ἡ θέα καί ἡ μέθεξη τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ κύριος σκοπός τῆς ζωῆς μας καί θά εἶναι αὐτό πού θά ἀπολαμβάνουμε στήν ἄλλη ζωή;

  «Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς»15. Καί ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, στήν πρώτη του ἐπιστολή, ἐπαναλαμβάνει αὐτή τήν μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ: «Καί αὕτη ἐστίν ἡ ἐπαγγελία ἥν ἀκηκόαμεν ἀπ' αὐτοῦ [τοῦ Χριστοῦ] καί ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστι καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία»16. Δηλαδή: Σᾶς ἀναγγέλλουμε αὐτήν τήν ἀγγελία, τήν ὁποία ἀκούσαμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι φῶς καί δέν ὑπάρχει σ’ Αὐτόν καθόλου σκοτάδι.

  Ἡ θέα καί ἡ θεωρία τοῦ ἀκτίστου φωτός δέν μπορεῖ, βεβαίως, νά περιγραφεῖ μέ λόγια. Δέν μποροῦν τά κτιστά λόγια νά περιγράψουν τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου. Γι’ αὐτό καί θά μεταφέρουμε, στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, βέβαια, τήν ἐμπειρία τῶν Πατέρων, τῶν θεοπτῶν δηλαδή, ἔτσι ὅπως τήν βίωσαν καί τήν καταγράφουν οἱ ἴδιοι, ὥστε νά λάβουμε μία ἐλάχιστη γνώση.

  Τό ἄκτιστο φῶς, εἶναι ἡ ἄκτιστη καί θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Τό θεῖο αὐτό φῶς εἶναι ἀνέσπερο, γλυκύτατο, χαριέστατο καί ἀκραιφνές (καθαρό) φῶς, ἄναρχον καὶ ἀΐδιον, πού πληροῖ τόν ἀνακαινιζόμενο ἄνθρωπο ψυχοσωματικά μέ ὑπερκόσμια καί ἀκατάληπτη εὐφροσύνη καί ἀνέκφραστη ἡδονή, εἰρήνη καί χαρά καί ἱλαρότητα καί εἶναι πηγή ὑπερφυῶν χαρισμάτων καί ἀποκάλυψη οὐρανίων μυστηρίων. Εἶναι ὁμοιόμορφο, ἀκέραιο καί γεμάτο ἀπό μιά βαθειά εἰρήνη.

  Τό ἄκτιστο φῶς, κατά τόν ἁγιασμένο Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ, εἶναι ὡς πρός τήν φύση του θεία [ἄκτιστη, δηλαδή,] ἐνέργεια, κάτι τελείως διαφορετικό ἀπό τό φυσικό φῶς. Κατά τή θέα του ἐπικρατεῖ προπαντός ἡ αἴσθηση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, πού ἐμπλουτίζει ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο17.

  Τό θεῖο φῶς εἶναι ἄνωθεν δωρεά, εἶναι ἀκτινοβολία τῆς ὑπερκοσμίου δόξης, ἡ δόξα του πληροῖ τά πάντα. Εἶναι ἡ δόξα τῆς θείας φύσεως, ἡ καλλονή τοῦ μέλλοντος καί μένοντος αἰῶνος, ἡ ἄναρχος καί ἀδιάδοχος βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄκτιστο, ἀνονόμαστο, ἀκράτητο, ἀκατάληπτο, ἄϋλο. Κάποτε γίνεται ὁρατό καί μέ τά σωματικά μάτια [ἐφόσον, βεβαίως, ἐνισχυθοῦν καταλλήλως ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ]. Εἶναι ἱλαρό καί τρυφερό, ἑλκύει πρός αὐτό καί τήν καρδιά καί τόν νοῦ οὕτως, ὥστε νά ἐπιλανθάνεταί τις τῆς γῆς [νά ξεχνᾶ κανείς τά γήινα], ἁρπαζόμενος εἰς ἄλλον κόσμον»18 .

  
  Ἐδῶ κλείνουμε τήν εἰσαγωγή περί τῆς ψυχῆς καί εἰσερχόμαστε στό κυρίως θέμα. Ἴσως κάποια ἀπό αὐτά πού ἀναφέρθηκαν, καί ὅσα θά ἀναφερθοῦν καί στήν συνέχεια, θεωροῦνται κάπως δύσκολα, καί ὄντως εἶναι δύσκολα στήν κατανόησή τους, ὅταν μάλιστα ἐλάχιστα ἔχουμε ἐντρυφήσει σέ αὐτά. Συγχωρέστε μας, ἀλλά θά ἐπιμείνουμε σέ αὐτά, κι ἄς εἶναι δύσκολα, καθώς θεωροῦμε πολύ σημαντικό νά ἀσχολούμαστε καί μέ τέτοια θεολογικά καί δογματικά ζητήματα. Δυστυχῶς, οἱ περισσότεροι χριστιανοί, τολμῶ νά πῶ καί κληρικοί καί μοναχοί, εἴμαστε ἀδαεῖς καί ἀπληροφόρητοι γιά τά καίρια καί σωτηριολογικῆς καί αἰώνιας σημασίας ζητήματα τῆς ζωῆς.    

  Οἱ Πατέρες πάντοτε στίς ὁμιλίες τους καί στά κείμενά τους ἀναφέρονταν, εὐκαίρως - ἀκαίρως, στίς δογματικές ἀλήθειες καί τήν θεολογία τῆς πίστεώς μας καί γι’ αὐτό οἱ χριστιανοί τῶν παλαιότερων ἐποχῶν ἦταν γνῶστες αὐτῶν τῶν θεμάτων. Ἔτσι ὁ πιστός λαός, ὡς ἐνημερωμένος, ὑπῆρξε πάντοτε καί ὁ φύλακας τῆς πίστεώς μας.



  Ὁ νοῦς ὡς ὄργανο Θεογνωσίας

  Ἡ εἰσαγωγική ἀναφορά στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀπαραίτητη γιά τήν κατανόηση τοῦ θέματος, καθώς ὁ νοῦς καί ὁ λόγος (ἡ λογική) εἶναι δύο ἀπό τίς γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς, συνιστοῦν, δηλαδή, τήν νοερά καί λογική ἐνέργειά της.


  Ἡ νοερά ἐνέργεια τοῦ νοῦ, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, προσιδιάζει στήν γνώση καί ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου (τό ὁποῖο εἶναι καί ὑπέρλογο), δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ λογική ἐνέργεια στήν γνώση τοῦ κτιστοῦ, τοῦ φυσικοῦ δηλαδή κόσμου, πού μᾶς περιβάλλει.

  Ἴσως λεκτικά νά ἠχεῖ ὡς πλεονασμός, ὅταν μιλᾶμε γιά λογική καί νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Κι αὐτό γιατί ἡ χρήση τῆς γλώσσας καί οἱ ὅροι εἶναι ἐπηρεασμένα σέ μεγάλο βαθμό ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία, ὅπου οἱ λέξεις λογική καί νοερά θεωροῦνται συνώνυμες καί οἱ ἔννοιές τους ταυτόσημες.

  Ταυτόσημες θεωροῦνται, ἐπίσης, καί οἱ ἔννοιες νοῦς, λογική καί διάνοια, τίς ὁποῖες θά δοῦμε παρακάτω. Στήν ὀρθόδοξη θεολογία, ὅμως, οἱ λέξεις αὐτές λαμβάνουν διαφορετικό περιεχόμενο καί σημαίνουν διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους. Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ὁ νοῦς καί ἄλλο ὁ λόγος, ἡ λογική.

  Γι’ αὐτό καί οἱ Πα­τέ­ρες, κυρίως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μᾶς δι­δά­σκουν ὅ­τι στόν ἄν­θρω­πο ὑ­πάρ­χουν δύ­ο γνω­στι­κά κέν­τρα, δύ­ο τρό­ποι, δη­λα­δή, γιά νά κα­τα­λα­βαί­νει ὁ ἄνθρωπος τά πράγ­μα­τα, τήν κτι­στή φυ­σι­κή δη­μι­ουρ­γί­α, δηλαδή, ἀλλά καί τόν ἴ­διο τόν Θε­ό.

   Τό ἕ­να κέν­τρο εἶ­ναι ὁ νοῦς, πού ἐνεργεῖται, ἔ­χει, δηλαδή, τήν ἕ­δρα του στήν καρ­διά, στήν πνευματική καρδιά, πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Τό ἄλλο κέντρο εἶ­ναι ὁ λό­γος, ἡ λο­γι­κή, πού δρᾶ καί ἐνεργεῖ διά τοῦ ἐγ­κε­φά­λου. Αὐ­τά τά δύ­ο γνω­στι­κά κέν­τρα ἀ­πο­κα­λοῦν­ται, ἐ­πί­σης, ἀ­πό τούς Πα­τέ­ρες πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση (ὁ νοῦς) καί φυ­σι­κή γνώ­ση (ὁ λό­γος, ἡ λο­γι­κή).

  Ὁ νοῦς εἶ­ναι τό κέν­τρο τῆς ψυ­χῆς καί γι’ αὐ­τό οἱ Πα­τέ­ρες τόν ἀ­πο­κα­λοῦν «τό ἡ­γε­μο­νι­κόν τῆς ψυ­χῆς» ἤ τόν ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς. Ὁ νοῦς εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρη­τι­κή ἐ­νέρ­γεια τῆς ψυ­χῆς.     Μέ τόν νοῦ ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει τόν Θε­ό, ἀ­πο­κτᾶ τήν ἐμ­πει­ρί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πο­κτᾶ, δηλαδή, τήν πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση.

  Ὁ λό­γος (ἡ λο­γι­κή) εἶ­ναι ἡ πρα­κτι­κή ἐ­νέρ­γεια τῆς ψυ­χῆς. Μέ τόν λό­γο (τήν λο­γι­κή) ὁ ἄν­θρω­πος γνω­ρί­ζει τήν φύ­ση καί τήν κτι­στή δη­μι­ουρ­γί­α. Ἡ γνώ­ση τῆς κτίσεως καί τοῦ φυσικοῦ κόσμου, τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, δηλαδή, τοῦ Θε­οῦ βο­η­θά­ει, βε­βαί­ως, τόν ἄν­θρω­πο νά ὁδηγηθεῖ πρός τήν γνώ­ση τοῦ ἴ­διου τοῦ Θε­οῦ, τήν ὁ­ποί­α, ὅ­μως, ἀ­πο­κτᾶ μόνο μέ τόν νοῦ. Μέ τήν λο­γι­κή, δη­λα­δή, δέν μπο­ροῦ­με νά γνω­ρί­σου­με τόν Θε­ό, πού εἶναι ὑπέρλογος. Ἡ λο­γι­κή μᾶς ὁ­δη­γεῖ στήν ἀ­νάγ­κη τῆς πί­στε­ως στόν Θε­ό. Ἡ ἀ­λη­θι­νή, ὅ­μως, γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ γί­νε­ται μέ τόν νοῦ, μέ τήν καρ­διά.

  Τό με­γα­λύ­τε­ρο ἐμ­πό­διο, πού δέν ἐ­πι­τρέ­πει στόν σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο νά φθά­σει στήν γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τό:

   ὅ­τι προ­σπα­θεῖ νά Τόν γνω­ρί­σει μέ λά­θος τρό­πο, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας λαν­θα­σμέ­να μέ­σα. Ἀν­τι­κα­θι­στᾶ, δη­λα­δή, τόν νοῦ μέ τόν λό­γο (τήν λο­γι­κή) καί κα­τα­λή­γει ἔ­τσι στόν ὀρ­θο­λο­γι­σμό καί στήν ἀ­δυ­να­μί­α νά γνω­ρί­σει ἀ­λη­θι­νά τόν Θε­ό.

  Ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἅγιος Πα­ΐ­σιος ὁ ἁγιορείτης: «Ἡ λο­γι­κή, ἡ φυ­σι­κή γνώ­ση δη­λα­δή, εἶ­ναι αὐ­τή πού μᾶς βο­η­θά­ει νά ἀ­πο­κτή­σου­με [καί] τήν πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση. Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­μέ­νη στήν φυ­σι­κή γνώ­ση, πα­ρα­μέ­νη στήν φύ­ση καί δέν ἀ­νε­βαί­νει στόν Οὐ­ρα­νό. Δη­λα­δή πα­ρα­μέ­νει στόν ἐ­πί­γει­ο Πα­ρά­δει­σο πού πο­τι­ζό­ταν ἀ­πό τόν Τί­γρη καί τόν Εὐ­φρά­τη καί χαί­ρε­ται τήν ὄ­μορ­φη φύ­ση μέ τά ζῶ­α, ἀλ­λά δέν ἀ­νε­βαί­νει στόν οὐ­ρά­νιο Πα­ρά­δει­σο, νά χα­ρῆ μέ τούς Ἀγ­γέ­λους καί τούς Ἁ­γί­ους. Γιά νά ἀ­νε­βοῦ­με στόν οὐ­ρά­νιο Πα­ρά­δει­σο, εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη ἡ πί­στη στόν Νοι­κο­κύ­ρη τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, γιά νά Τόν ἀ­γα­πή­σου­με, νά ἀ­να­γνω­ρί­σου­με τήν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά μας, νά τα­πει­νω­θοῦ­με, γιά νά Τόν γνω­ρί­σου­με καί νά συ­νο­μι­λοῦ­με μα­ζί Του προ­σευ­χό­με­νοι καί νά Τόν δο­ξά­σου­με καί ὅ­ταν μᾶς βο­η­θά­η καί ὅ­ταν μᾶς δο­κι­μά­ζη»19.



  Ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ

  Σύμφωνα μέ τόν Ναυ­πά­κτου κ. Ἱ­ε­ρό­θεο­ καί τόν μα­κα­ρι­στό Κα­θη­γη­τή π. Ἰ­ω­άν­νη Ρω­μα­νί­δη, «τό προ­πα­το­ρι­κό ἁ­μάρ­τη­μα τοῦ Ἀ­δάμ συ­νί­στα­ται κυ­ρί­ως σέ τρί­α πράγ­μα­τα. 

  Τό πρῶ­το ὅ­τι ἔ­παυ­σε ὁ νοῦς νά λει­τουρ­γεῖ. Τό δεύ­τε­ρο ὅ­τι ταυ­τί­στη­κε ὁ νοῦς μέ τήν λο­γι­κή, γι­’ αὐ­τό ὁ πε­πτω­κώς ἄν­θρω­πος δέν ξέ­ρει τί εἶ­ναι ὁ νοῦς. Ξέ­ρει μό­νο τί εἶ­ναι ἡ λο­γι­κή. Καί τό τρί­τον ὅ­τι ὑ­πο­δου­λώ­θη­κε ὁ νοῦς στά πά­θη καί στίς συν­θῆ­κες τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος »20 .

  Ὁ νοῦς, λοιπόν, μετά τήν πτώση ἀμαυρώθηκε, ἀσθένησε, σκοτίσθηκε, ὅπως μᾶς λένε οἱ Πατέρες. Αὐτό ση­μαί­νει ὅ­τι φεύγει ἀπό τήν κύρια ἐνασχόλησή του, πού εἶναι ἡ διαρκής μνήμη τοῦ Θεοῦ, καί δι­α­χέ­ε­ται στό πε­ρι­βάλ­λον καί στήν κτί­ση. Ἔτσι, ὁ νοῦς ὑ­πο­δου­λώ­νε­ται στά πά­θη καί ταυ­τί­ζε­ται μέ τήν λο­γι­κή.

  Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μᾶς λέει πώς ἡ προσπάθεια τοῦ διαβόλου γιά νά ρίξει τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία ξεκινᾶ ἀπό τόν νοῦ. Ὁ νοῦς εἶναι ὁ πρῶτος στόχος τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι κινοῦν τούς ἐμπαθεῖς λογισμούς τῆς ψυχῆς, ὥστε νά ὑποδουλώσουν τόν νοῦ καί κατόπιν νά ἀκολουθήσει ἡ ὁλοκληρωτική συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία. Μετά τήν ὑποχώρηση τοῦ νοῦ, συνεχίζει ὁ Μάξιμος, «ἄγουσιν εἰς τήν κατά διάνοιαν ἁμαρτίαν καί, ταύτης ἀποτελεσθείσης, φέρουσιν αὐτόν λοιπόν αἰχμάλωτον εἰς τήν πράξιν»21. Δηλαδή, ἀφοῦ ἡττηθεῖ ὁ νοῦς ἀπό τήν προσβολή τῶν δαιμόνων, τόν ὁδηγοῦν στό νά ἐπιτελέσει τήν ἁμαρτία μέ τήν διάνοια καί μετά καί ἀπό αὐτό, κρατώντας τον αἰχμάλωτο, τόν ὁδηγοῦν στό νά ἐπιτελέσει τήν ἁμαρτία καί στήν πράξη.

  Αὐτή εἶναι, λοιπόν, ἡ αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ, ἡ ὁποία δημιουργεῖ μέσα του αὐτό πού οἱ Πατέρες ἀποκαλοῦν «εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας». Εἶναι αὐτό πού μέ σύγχρονους ὅρους θά λέγαμε ὅτι ὁ νοῦς ἀποκτᾶ ἐφάμαρτες παραστάσεις, εἰκόνες, τίς ὁποῖες, ἐφόσον δέν τίς ἀπαρνηθεῖ ἐν μετανοίᾳ, ἀνά πᾶσα στιγμή καί σέ ἀνύποπτο χρόνο, -ἴσως καί μετά τήν παρέλευση πολλῶν ἐτῶν- τίς ἀνακαλεῖ, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁδηγεῖ καί πάλι στήν πτώση καί στήν ἁμαρτία τόν ἄνθρωπο, ἀκόμη καί σέ προχωρημένη ἡλικία.

  Οἱ ἐφάμαρτες αὐτές παραστάσεις καλλιεργοῦνται στόν νοῦ, διά τῶν αἰσθήσεων, μέ τήν φαντασία. Ἡ φαντασία, κατά τήν ἁγιοπατερική παράδοση, εἶναι ἡ ἀποθήκη τῶν αἰσθήσεων. Ἡ φαντασία εἶναι μιά δύναμη τῆς ψυχῆς, τήν ὁποία ἐκμεταλλεύεται ὁ διάβολος, καθώς εἶναι εὐάλωτη, καί τήν χρησιμοποιεῖ ὡς γέφυρα πρόσβασης στόν νοῦ καί τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

  Αὐτή ἡ δράση τοῦ διαβόλου διά τῶν αἰσθήσεων καί τῆς φαντασίας ἀναχαιτίζεται μέ τά ἅγια Μυστήρια. Τά ἅγια μυστήρια καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ περιφρουροῦν καί διασφαλίζουν τίς πύλες τῶν αἰσθήσεων καί κόβουν, ἔτσι, τίς γέφυρες πρόσβασης τοῦ διαβόλου στόν νοῦ.

 Τά μυστήρια, καί ἰδιαίτερα ἡ συμμετοχή σε αυτά, –πού μέ τόση πολλή λύσσα πολεμᾶ ὁ διάβολος- εἶναι, ἄν μπορούσαμε νά κάνουμε τόν παραλληλισμό, ὅ,τι εἶναι τό format (φορμάτ = ἐκκαθάριση) γιά τόν σκληρό δίσκο τοῦ ὑπολογιστῆ, πού διαγράφει ὅλα τά δεδομένα, τά ὁποῖα δέν μπορεῖ πλέον νά ἀνακτήσει πάλι ὁ ὑπολογιστής.

  Δοξασμένο τό Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, πού ἐν τῇ ἀπείρῳ εὐσπλαχνίᾳ Του, μᾶς χάρισε ὅλα τά μέσα καί τά ἀντίδοτα, τά ἅγια Μυστήριά Του δηλαδή, γιά νά ὑπερνικοῦμε τά ὅπλα καί τίς πονηρές μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου!



  Ἡ θεραπεία τοῦ νοῦ

Ἡ αἰχμαλωσία τοῦ νοῦ στά ἐ­ξω­τε­ρι­κά πράγ­μα­τα ἔχει ὡς συνέπεια ὁ νοῦς νά ὑ­πο­λει­τουρ­γεῖ, χω­ρίς βέ­βαι­α νά κα­τα­στρέ­φε­ται. Ἡ θε­ρα­πεί­α του εἶ­ναι νά ἐ­πι­στρέ­ψει ὁ νοῦς στήν καρ­διά, ὥ­στε νά μπο­ρεῖ νά λει­τουρ­γή­σει κα­τά φύ­ση, νά ἔ­χει, δη­λα­δή, συ­νε­χή μνή­μη Θε­οῦ.

  Αὐτό μᾶς τό πιστοποιεῖ καί τό ἐμπειρικό παράδειγμα πού μᾶς μεταφέρει μία ἁγιασμένη μορφή τῶν ἡμερῶν μας, ὁ χαρισματοῦχος μακαριστός γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης. Σᾶς παρακαλῶ νά δώσετε ἰδιαίτερη προσοχή στό παράδειγμα αὐτό. « Οἱανδήποτε ἐργασία κι ἄν κάνῃς, λέγε τήν εὐχή. Ἐνίοτε δυσκολεύεσαι νά λέγῃς τήν εὐχή ταυτοχρόνως εἰς τήν ἐργασίαν σου. Θά ἔρθη ὅμως καιρός, ὅπου ἐνῶ θά κάνῃς οἱανδήποτε ἐργασία, ἐνῶ θά ἔχῃς οἱανδήποτε ἀπασχόλησι, θά λέγῃς ταυτοχρόνως καί τήν εὐχή. Θά λέγεται μόνη της ἡ εὐχή. Τρόπον τινά, σάν νά ἔχῃς δύο ἐγκεφάλους. Ὁ ἕνας θά λέγῃ τήν εὐχήν καί ὁ ἄλλος θά ἐκτελῆ οἱανδήποτε ἐργασία, οἱανδήποτε ἀπασχόλησι»22. Αὐτοί οἱ «δύο ἐγκέφαλοι», πού μᾶς ἀναφέρει ὁ Γέροντας εἶναι τά δύο γνωστικά κέντρα, πού προαναφέραμε. Ἕνα εἶναι ὁ νοῦς καί ἕνα ἡ λογική. Μπορεῖ, δηλαδή, κάποιος χρησιμοποιώντας τήν λογική νά ἐπιδίδεται ἀκόμη καί στίς πιό δύσκολες καί λεπτές διανοητικές ἐργασίες (ὑπολογισμούς, λογιστικά, πειράματα, λεπτές χειρουργικές ἐπεμβάσεις, ὁδήγηση κ.λπ.) καί ταυτόχρονα νά διατηρεῖ τόν νοῦ του ἀνέπαφο καί ἀπόλυτα συγκεντρωμένο στήν μνήμη τοῦ Θεοῦ λέγοντας τήν εὐχή, Κύριε ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με. Αὐτές οἱ πνευματικές καταστάσεις δέν εἶναι μόνο γιά τούς κληρικούς καί τούς μοναχούς, ἀλλά καί γιά ὅλους τούς λαϊκούς. Δέν εἶναι οὔτε πολύ δύσκολο οὔτε πολύ εὔκολο. Σᾶς τό βεβαιώνω, εἰλικρινά, καθώς ἔχω γνωρίσει τέτοια πρόσωπα, στίς μέρες μας, ὄχι μόνο κληρικούς καί μοναχούς, ἀλλά καί ἀρκετούς λαϊκούς, πού ἔχουν φτάσει σέ αὐτή τήν κατάσταση, πού περιγράφει ὁ ἁγιασμένος Γέροντας Ἐφραίμ. Ἀπαιτοῦνται, βεβαίως, προϋποθέσεις, δηλαδή μετάνοια, ταπείνωση καί  αὐτομεμψία.

  Τό κύριο μέλημά μας, λοιπόν, γιά τήν θεραπεία τοῦ νοῦ θά πρέπει νά εἶναι ἡ ἐφαρμογή τῆς θεραπευτικῆς ἀγωγῆς, ἡ ὁποία εἶναι πνευματικό νοσοκομεῖο, θεραπευτήριο παθῶν καί ἰατρεῖο ψυχῶν. Στό πνευματικό αὐτό νοσοκομεῖο, ὡς θνητοί ἄνθρωποι, ἔχουμε ἀνάγκη θεραπείας. Τελικά ὅλοι μας, μηδενός ἐξαιρουμένου -ὡς σάρκα φοροῦντες καί τόν κόσμον οἰκοῦντες- εἴμαστε πνευματικά ἀσθενεῖς καί ἔχουμε ὅλοι ἀνάγκη θεραπείας, καί μάλιστα ἐντατικῆς θεραπείας.

  Ἡ θεραπευτική ἀγωγή, περιλαμβάνει, σύμφωνα μέ τούς Πατέρες, τρία στάδια: τό πρῶτο εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, τό δεύτερο ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τό τρίτο ἡ θέωση, ὁ δοξασμός.

  Θεραπευμένος, ἔτσι, ὁ νοῦς ἐπιστρέφει στήν καρδιά καί ἀποκτᾶ τήν πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση, ἡ ὁποία δέν εἶ­ναι ἀ­πόρ­ροι­α τῆς λο­γι­κῆς, τοῦ μυα­λοῦ μας. Δέν κα­τέ­χε­ται μό­νον ἀ­πό τούς εὐ­φυ­εῖς, ἀ­πό τούς μορ­φω­μέ­νους, ἀ­πό τούς ἐ­πι­στή­μο­νες. Δέν ἀ­παι­τεῖ σύν­θε­τη σκέ­ψη, πο­λύ­πλο­κες ἀ­να­λύ­σεις καί συλ­λο­γι­σμούς. Ἡ πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ πού προ­σφέ­ρε­ται σέ ὅ­λους, μορ­φω­μέ­νους καί ἀ­γραμ­μά­τους, γνω­στι­κούς καί ἀ­δα­εῖς, ἔ­ξυ­πνους καί ἁ­πλο­ϊ­κούς. Μέ τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος, ἄλλωστε, λάβαμε ὅλοι μας τίς ἴδιες ἀκριβῶς δωρεές, τά ἴδια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κανείς λιγότερα καί κανείς περισσότερα. Ἡ πνευματική γνώση, λοιπόν, εἶναι δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ὅ­λους ὅ­σοι ἔ­χουν ἁ­πλή, τα­πει­νή καί κα­θα­ρή καρ­διά. Ἡ γνώση καί ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Θε­οῦ στούς ἁ­πλούς, τα­πει­νούς καί καθαρούς ἀν­θρώ­πους καί ὄ­χι ἀ­πο­τέ­λε­σμα λο­γι­κῆς ἐ­πε­ξερ­γα­σί­ας.

  Ἡ πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση δέν σπου­δά­ζε­ται στά πα­νε­πι­στή­μια καί τά σπου­δα­στή­ρια τοῦ κό­σμου, δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται μέ δι­πλώ­μα­τα καί με­τα­πτυ­χια­κούς τί­τλους σπου­δῶν, δέν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­κεί­με­νο ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν ἐ­ρευ­νῶν. Ἡ πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση εἶ­ναι ὑ­πό­θε­ση τῆς καρ­διᾶς, εἶ­ναι φω­τι­σμέ­νος νοῦς, εἶ­ναι με­το­χή στήν ἀ­γά­πη, τήν ἄκτιστη χά­ρη καί δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι ἡ Ἀ­πο­κά­λυ­ψη τῆς Ἀ­λή­θειας τοῦ Θε­οῦ στήν ζω­ή μας καί στόν κό­σμο ὁ­λό­κλη­ρο. Ἐρ­γα­στή­ριο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς γνώ­σε­ως εἶ­ναι ἡ ἐμπιστοσύνη καί ἡ ἐλ­πί­δα στόν Κύριό μας καί Θεό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στόν Θε­ό καί ἡ αὐ­το­εγ­κα­τά­λει­ψή μας στήν ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη καί πρό­νοι­ά Του. Εἶ­ναι ἡ κα­θη­με­ρι­νή ἄ­σκη­ση καί τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι ἡ ἐ­ξά­σκη­ση τῆς ἀ­γά­πης, διά τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας καί τῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης ἐ­νερ­γου­μέ­νης. Εἶ­ναι φι­λα­δελ­φί­α, κα­λο­σύ­νη, συγχωρητικότητα.

  Αὐτή ἡ πνευματική γνώση μᾶς ὁδηγεῖ νά κατανοήσουμε τήν λογική τοῦ Θεοῦ, τό πῶς ἐνεργεῖ, δηλαδή, ὁ Θεός στήν ζωή μας. Ἡ λο­γι­κή τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι ἄλ­λη, ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή καί πολ­λές φο­ρές ἐκ δι­α­μέ­τρου ἀν­τί­θε­τη ἀ­πό τήν λο­γι­κή τοῦ κό­σμου καί τό κο­σμι­κό φρό­νη­μα. Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος —ὁ κο­σμι­κός ἄν­θρω­πος— ἀ­γω­νί­ζε­ται κα­θη­με­ρι­νά γιά νά κά­νει τήν ζω­ή του πιό εὔ­κο­λη, πιό ἄ­νε­τη, πιό βο­λι­κή. 

  Στό­χος καί ἐ­πι­δί­ω­ξή, εἶ­ναι ἡ εὐ­μά­ρεια καί ἡ εὐ­δαι­μο­νί­α. 

  Θέ­λει νά ζεῖ κα­λά, νά ἔ­χει ὑ­γεί­α, νά ἔ­χει κα­λή οἰ­κο­γε­νεια­κή ζω­ή, νά εἶ­ναι ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νος ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κά, νά ἔ­χει χρή­μα­τα καί κτήματα, οἰκήματα καί ὀχήματα καί νά κα­τέ­χει πολ­λά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά. Καί ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α του αὐ­τή δέν ἔ­χει μέ­τρο, δέν ἔ­χει ὅ­ριο, ἀλ­λά εἶ­ναι ἀ­κό­ρε­στη, ἀ­στα­μά­τη­τη, γί­νε­ται ἕ­να συ­νε­χές κυ­νη­γη­τό πλού­του, ἀ­νέ­σε­ων καί ἐ­πι­τυ­χι­ῶν.

  Ἀν­τί­θε­τα, γιά τήν λο­γι­κή τοῦ Θε­οῦ ὅ­λα αὐ­τά εἶ­ναι ἀ­νού­σια καί ξέ­να. Ὁ Θε­ός δέν ζη­τᾶ ἀ­πό μᾶς κα­τα­κτή­σεις καί ἐ­πι­τεύγ­μα­τα, δέν μᾶς ὑ­πό­σχε­ται ἀ­νέ­σεις καί ἐ­πι­τυ­χί­ες, ἀλ­λά μᾶς κα­λεῖ σέ πνευ­μα­τι­κή ἐ­γρή­γορ­ση, σέ ἄ­σκη­ση, σέ κό­πους, σέ ἀ­γώ­να. Ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ στήν ζω­ή μας δέν συ­νε­πά­γε­ται εὐ­τυ­χί­α καί εὐ­η­με­ρί­α, μέ τήν κο­σμι­κή τους ἔν­νοι­α. Ἀν­τί­θε­τα, μά­λι­στα, ὁ Θε­ός μᾶς ἐ­πι­σκέ­πτε­ται καί μέ­σα ἀ­πό τίς θλί­ψεις, τόν πό­νο, τίς ἀ­σθέ­νει­ες. Μᾶς φα­νε­ρώ­νε­ται μέ­σα ἀ­πό τίς δο­κι­μα­σί­ες, τίς ἀ­πο­τυ­χί­ες, τίς δι­ώ­ξεις, τίς συ­κο­φαν­τί­ες, τίς ἀ­δι­κί­ες, τούς ἐμ­παιγ­μούς. Ἄ­κο­πος καί ἄ­λυ­πος βί­ος δέν ὁ­δη­γοῦν πο­τέ στόν Οὐ­ρα­νό, το­νί­ζουν οἱ Πα­τέ­ρες.

  «Οὐδείς ἀνέβη εἰς τόν οὐρανόν μετ’ ἀνέσεως», γράφει ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος. Καί ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριός μας, ἄλ­λω­στε, μᾶς ξε­κα­θά­ρι­σε ὅ­τι «στε­νή καί τε­θλιμ­μέ­νη ἡ ὁ­δός ἡ ἀ­πά­γου­σα εἰς τήν Βα­σι­λεί­αν τῶν Οὐ­ρα­νῶν»23.

  Ὁ Ἅγιος Πα­ῒ­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της μᾶς πα­ρου­σιά­ζει μέ ἐ­νάρ­γεια καί γλα­φυ­ρό­τη­τα τήν δι­ά­στα­ση αὐ­τή ἀ­νά­με­σα στήν ἀν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή καί τήν λο­γι­κή τοῦ Θε­οῦ.

  «Οἱ Ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, γράφει, τά ἔ­βλε­παν ὅ­λα μέ τό πνευ­μα­τι­κό, μέ τό θε­ϊ­κό μά­τι. Τά Πα­τε­ρι­κά εἶ­ναι γραμ­μέ­να μέ τό πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ καί μέ τό πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ ἔ­κα­ναν τίς ἑρ­μη­νεῖ­ες οἱ Ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες. Τώ­ρα δέν ὑ­πάρ­χει συ­χνά αὐ­τό τό πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ, γιά νά κα­τα­λα­βαί­νουν τά Πα­τε­ρι­κά. Τά βλέ­πουν ὅ­λα μέ τό κο­σμι­κό μά­τι, δέν βλέ­πουν πιό πέ­ρα, δέν ἔ­χουν τήν εὐ­ρύ­τη­τα πού δί­νουν ἡ πί­στη καί ἡ ἀ­γά­πη.

 Ὁ Μέ­γας Ἀρ­σέ­νιος ἄ­φη­νε τά βά­για μέ­σα στό νε­ρό, χω­ρίς νά τό ἀλ­λά­ζη, καί τό νε­ρό μύ­ρι­ζε πο­λύ. Ἐ­μεῖς ποῦ νά κα­τα­λά­βου­με τί πή­γα­ζε μέ­σα ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο τό βρώ­μι­κο νε­ρό! ‘‘Μά δέν τό κα­τα­λα­βαί­νω αὐ­τό­’’, σοῦ λέ­ει ὁ ἄλ­λος. Δέν στέ­κε­ται νά δῆ μή­πως ὑ­πάρ­χη καί κά­τι ἄλ­λο, ἀλ­λά τό ἀρ­νεῖ­ται, για­τί δέν τό κα­τα­λα­βαί­νει!

  Ὅ­ταν μπαί­νη ἡ λο­γι­κή, δέν μπο­ρεῖ νά κα­τα­λά­βη κα­νείς οὔ­τε τό Εὐ­αγ­γέ­λιο οὔ­τε τούς Ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες. Ἀλ­λοι­ώ­νε­ται τό πνευ­μα­τι­κό αἰ­σθη­τή­ριο, καί ὁ ἄν­θρω­πος μέ τήν λο­γι­κή του βγά­ζει ἄ­χρη­στα καί τό Εὐ­αγ­γέ­λιο καί τά Πα­τε­ρι­κά»24.

  Καί σέ ἄλλο σημεῖο σημείωνε:

  «Θυμᾶμαι, ἦταν ἕνα γεροντάκι στήν Μονή Ἐσφιγμένου, τόσο ἁπλό πού καί τήν Ἀνάληψη [τοῦ Χριστοῦ] τήν νόμιζε γιά Ἁγία. Ἔκανε κομποσκοίνι καί ἔλεγε: «Ἁγία τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν»! Κάποτε ἕνας ἀδελφός στό Γηροκομεῖο ἦταν ἄρρωστος, καί δέν εἶχε τί νά τοῦ δώση νά φάη. Μιά καί δυό κατεβαίνει τίς σκάλες, ἀνοίγει τό παράθυρο πού ἔβλεπε πρός τήν θάλασσα, ἁπλώνει τά χέρια στήν θάλασσα καί λέει: «Ἁγία μου Ἀνάληψη, δῶσ’ μου ἕνα ψαράκι γιά τόν ἀδελφό». Καί ἀμέσως -ὤ τοῦ θαύματος!- ἕνα τόσο μεγάλο ψάρι ξεπηδάει ἀπό τήν θάλασσα μέσα στά χέρια του. Οἱ ἄλλοι πού τό εἶδαν, ἔμειναν ἔκπληκτοι. Ἐκεῖνος τούς κοιτοῦσε καί χαμογελοῦσε, σά νά τούς ἔλεγε: «Τί παράξενο βλέπετε;». Ἐμεῖς ἔχουμε γνώσεις, ξέρουμε πότε γιορτάζει ὁ ἕνας ὁ Ἅγιος, πῶς μαρτύρησε ὁ ἄλλος, πότε ἔγινε ἡ Ἀνάληψη καί ποῦ ἔγινε καί πῶς ἔγινε, καί ὅμως οὔτε ἕνα τόσο δά ψαράκι δέν μποροῦμε νά ἔχουμε! Αὐτά εἶναι τά παράξενα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τά ὁποῖα ἡ λογική ὅσων διανοουμένων ἔχουν μέσα τους τόν ἑαυτό τους καί ὄχι τόν Θεό δέν τά συλλαμβάνει, γιατί ἔχουν τήν στεῖρα κοσμική γνώση μέ τήν κοσμική πνευματική ἀρρώστεια καί λείπει τό Ἅγιο Πνεῦμα»25.

  Καί σέ μία ἄλλη ἀνάλογη περίπτωση ἔλεγε:

  «Ἡ ἀριθμητική τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετική ἀπό τήν ἀριθμητική τῶν ἀνθρώπων. Τό 4 γιά τόν Θεό εἶναι ἄριστα, ἐνῶ τό 9 δέν εἶναι ἄριστα». Καί στήν ἐρώτηση μου πῶς ἐξηγεῖται αὐτό, εἶπε: «Ὅταν κανείς παίρνη 2 χαρίσματα ἀπό τόν Θεό καί τά διπλασιάζει (4) παίρνει ἄριστα, ἐνῶ ἐκεῖνος πού ἔλαβε 5 χαρίσματα καί ἀντί νά τά διπλασιάζει (10) τά ἔκανε 9 δέν πῆρε ἄριστα»26.

Ο ὀρ­θο­λο­γι­σμός, ὡς κύρια ἔκφραση αὐτῆς τῆς κοσμικῆς λογικῆς, περ­νών­τας ἀ­πό ὅ­λες τίς πτώ­σεις τῆς ὑ­πε­ρη­φα­νε­ί­ας, μᾶς ὁ­δη­γεῖ τε­λι­κά στήν αὐ­το­δι­κα­ί­ω­ση· για­τί μᾶς πε­ί­θει ὅ­τι ἔ­χου­με δί­κιο· καί ἐ­φ' ὅ­σον οἱ σκέ­ψεις μας, τά λό­για μας καί οἱ πρά­ξεις μας εἶ­ναι λο­γι­κές, ἄ­ρα εἶ­ναι ὀρ­θές καί δί­και­ες. Ἔ­χου­με, λοι­πόν, δί­κιο· ἄ­ρα καί δι­κα­ί­ω­μα νά τό ἐ­πι­βάλ­λου­με ὡς γνώ­μη, ὡς ἐ­πι­θυ­μί­α καί ὡς συμ­πε­ρι­φο­ρά.

 Ἀ­πό τό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ξε­κι­νᾶ μί­α ἀ­τε­λε­ύ­τη­τη πο­ρε­ί­α πρός τήν μη­δέ­πο­τε ἐ­πι­τυγ­χα­νο­μέ­νηγια­τί εἶ­ναι καί ἀ­κό­ρε­στη αὐ­το­δι­κα­ί­ω­σή μας, πού μᾶς πα­ρα­σύ­ρει σέ μί­αν ἁ­λυ­σί­δα δια­ρκῶς με­γα­λύ­τε­ρων καί βα­ρύ­τε­ρων ἁ­μαρ­τη­μά­των.

  Ὁ αὐ­το­δι­και­ο­ύ­με­νος ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού πά­σχει ἀ­πό ψυ­χο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα, ἐ­πει­δή ἀ­πω­θεῖ τήν ἐ­νο­χή του. Γί­νε­ται ἔ­τσι νευ­ρι­κός, δι­α­τα­ραγ­μέ­νος, ἀ­νι­κα­νο­πο­ί­η­τος, ἀ­παι­τη­τι­κός, ἀ­νυ­πό­μο­νος, ἀ­νυ­πά­κου­ος, αὐ­θά­δης, ἐ­ρι­στι­κός. Ἀ­κο­λου­θών­τας τό πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Ἑ­ω­σφό­ρου, δέν θέ­λει νά ζη­τή­σει συγ­χώ­ρη­ση καί νά ὁ­μο­λο­γή­σει τίς ἁ­μαρ­τί­ες του.

  Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει ὡς ἐ­πῳ­δό τά λό­για τοῦ μη­δε­νι­στῆ Ἄλ­μπερτ Κα­μύ: «εἶ­χα δί­κιο, ἔ­χω ὁ­πωσ­δή­πο­τε δί­κιο, θά ἔ­χω πάν­τα δί­κιο» καί ὀρ­θώ­νει μό­νος του ἀ­νυ­πέρ­βλη­το φράγ­μα στήν ἄ­βυσ­σο τοῦ Θε­ί­ου ἐ­λέ­ους.

  Ὁ ὀρ­θο­λο­γι­σμός εἶ­ναι συμ­πυ­κνω­μέ­νη ὑ­πε­ρη­φά­νεια, ἀλ­α­ζο­νεί­α, αὐ­το­δι­καί­ω­ση, αὐ­τάρ­κεια καί αὐ­το­νο­μί­α, ἕνα σκαλοπάτι πρίν ἀπό τήν ἀμετανοησία. Κα­τά τόν μα­κα­ρι­στό Γέ­ρον­τα Σω­φρό­νιο τοῦ Ἔσ­σεξ, ὅμως, ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια ἀ­πο­τε­λεῖ τήν μό­νι­μη ἀ­πει­λή τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς, βρί­σκε­ται στήν ρί­ζα ὅ­λων τῶν τρα­γω­δι­ῶν τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους, καί ἀ­πο­τε­λεῖ τήν οὐ­σί­α τοῦ ἅ­δη. Ἡ ὑπερηφάνεια δέν εἶναι μιά ἁπλή ἀδυναμία, εἶναι λοιμώδης ἀσθένεια πού ὑποβόσκει σέ ὅλες τίς ἁμαρτίες.

  Ἔ­τσι ὁ ὀρ­θο­λο­γι­σμός γί­νε­ται ἁ­μαρ­τη­τι­κή νο­ο­τρο­πί­α καί βι­ο­θε­ω­ρί­α καί ὄ­χι μιά ἁ­πλή ἁ­μαρ­τί­α. Εἶ­ναι κα­τ’ οὐ­σί­αν ἀ­πι­στί­α. Γι’ αὐ­τό καί ἀλ­λο­τρι­ώ­νει τόν ἄν­θρω­πο, τόν ἀ­πο­μο­νώ­νει καί τόν ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πό τόν Θε­ό καί ἀ­πό τούς συ­να­θρώ­πους του. Ὁ ὀρθολογιστής κα­θί­στα­ται, ἔτσι, στοι­χεῖ­ο δι­α­λυ­τι­κό τῆς φιλίας, τοῦ γά­μου, τῆς οἰ­κο­γέ­νε­ιας, τοῦ μοναστηριακοῦ κοι­νο­βί­ου καί τῆς κοι­νω­νί­ας.

  Τε­λι­κά ὁ ὀρ­θο­λο­γι­στής, πα­ρά τήν λαμ­πρό­τη­τα τῶν ἐ­πι­τευγ­μά­των του, κα­τα­λή­γει νά εἶ­ναι ὁ κου­ρα­σμέ­νος, ὁ κε­νός, ὁ ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τος, ὁ ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος. Αὐ­τός πού βι­ώ­νει κα­θη­με­ρι­νά τό δρά­μα τῆς ὑ­παρ­ξια­κῆς ἀ­γω­νί­ας του, τῆς ἀ­να­σφά­λειάς του καί τοῦ ἀ­δι­ε­ξό­δου, στό ὁποῖο τόν πα­γι­δεύ­ει ἡ λο­γι­κή του καί ἡ αὐ­το­πε­ποί­θη­σή του, στίς ὁ­ποῖ­ες τό­σο στη­ρί­χτη­κε.

  Θά πρέ­πει, λοι­πόν, νά βγοῦ­με ἀ­πό τά ὅ­ρια τῆς πε­πε­ρα­σμέ­νης ἀν­θρώ­πι­νης λο­γι­κῆς καί νά μποῦ­με στήν ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη, τόν πλοῦ­το καί τήν εὐ­λο­γί­α τῆς λο­γι­κῆς τοῦ Θε­οῦ, ἔ­τσι ὅ­πως εὔ­στο­χα καί γλα­φυ­ρά μᾶς πε­ρι­γρά­φει ὁ Ἅγιος Πα­ΐ­σιος:

  «Ποι­ά λο­γι­κή; Ἡ κο­σμι­κή; Αὐ­τή ἡ λο­γι­κή δέν ἔ­χει καμ­μιά θέ­ση στήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή. Μπα­ί­νουν Ἄγ­γε­λοι, Ἅ­γιοι ἀ­πό τό πα­ρά­θυ­ρο, το­ύς βλέ­πεις, μι­λᾶς μα­ζί τους, φε­ύ­γουν.­.. Ἄν πᾶς νά τά ἐ­ξε­τά­σης αὐ­τά μέ τήν λο­γι­κή, δέν γί­νε­ται. Στήν ἐ­πο­χή μας πού ἔ­χουν αὐ­ξη­θῆ οἱ γνώ­σεις, δυ­στυ­χῶς ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη μό­νο στήν λο­γι­κή κλό­νι­σε τήν πί­στη ἀ­πό τά θε­μέ­λια καί γέ­μι­σε τίς ψυ­χές ἀ­πό ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά καί ἀμ­φι­βο­λί­ες. Γι­'­ αὐ­τό στε­ρο­ύ­μα­στε τά θα­ύ­μα­τα, για­τί τό θαῦ­μα ζῆ­ται καί δέν ἐ­ξη­γεῖ­ται μέ τήν λο­γι­κή. Ἀν­τί­θε­τα, ἡ πί­στη στόν Θε­ό τρα­βά­ει τήν θε­ϊ­κή δύ­να­μη κά­τω καί ἀ­να­πο­δο­γυ­ρί­ζει ὅ­λα τά ἀν­θρώ­πι­να συμ­πε­ρά­σμα­τα. Κά­νει θα­ύ­μα­τα, ἀ­να­στα­ί­νει νε­κρο­ύς καί ἀ­φή­νει μέ στό­μα ἀ­νοι­κτό τήν ἐ­πι­στή­μη.

   Ὅ­λα τά πράγ­μα­τα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς ἐ­ξω­τε­ρι­κά φα­ί­νον­ται ἀ­νά­πο­δα. Ἄν δέν ἀ­να­πο­δο­γυ­ρί­ση κα­νε­ίς τό κο­σμι­κό του φρό­νη­μα, νά γί­νη πνευ­μα­τι­κός ἄν­θρω­πος, ἀ­δύ­να­τον εἶ­ναι νά γνω­ρί­ση τά μυ­στή­ρια τοῦ Θε­οῦ πού μᾶς φα­ί­νον­ται πα­ρά­ξε­να (ἀ­νά­πο­δα). Ὅ­ποι­ος νο­μί­ζει ὅ­τι μπο­ρεῖ νά γνω­ρί­ση τά μυ­στή­ρια τοῦ Θε­οῦ μέ τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐ­πι­στη­μο­νι­κή θε­ω­ρί­α, μοι­ά­ζει μέ ἀ­νό­η­το πού θέ­λει νά δῆ τόν Πα­ρά­δει­σο μέ τό τη­λε­σκό­πιο»27 .

  Αὐ­τή ἡ ὀρ­θο­λο­γι­στι­κή καί ὑ­λι­στι­κή ἀν­τί­λη­ψη τῆς ζω­ῆς –κύ­ριο γνώ­ρι­σμα τῆς δαι­μο­νο­κρα­τού­με­νης Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς– δη­λη­τη­ριά­ζει τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα καί ἀ­πο­σα­θρώ­νει τά πνευ­μα­τι­κά θε­μέ­λια τοῦ σύγ­χρο­νου δυ­τι­κοῦ κό­σμου, οὐ μήν ἀλλά καί τῆς καθ’ ἡμᾶς ἀνατολῆς. Με­τα­τρέ­πει τά θε­όσ­δο­τα πρό­σω­πα σέ αὐ­το­δι­και­ω­μέ­να, αὐ­τάρ­κη καί αὐ­το­νο­μη­μέ­να ἄ­το­μα, σέ ἀπομονωμένες μονάδες. Ἀ­νά­γει τήν ἁ­μαρ­τί­α σέ ἀξία, κα­θαι­ρεῖ τόν Θε­ό καί ἀ­πο­θε­ώ­νει τόν ἄν­θρω­πο, κα­θι­στᾶ τήν ἐ­πι­στή­μη καί τήν τε­χνο­λο­γί­α σέ ἀ­πό­λυ­τη αὐ­θεν­τί­α καί προ­σκυ­νᾶ τήν λο­γι­κή, ἀρ­νεῖ­ται τήν θε­όσ­δο­τη ἐ­λευ­θε­ρί­α καί υἱ­ο­θε­τεῖ τήν δου­λεί­α στά πά­θη. Αὐ­τές οἱ ἀν­τι­λή­ψεις καί πρα­κτι­κές εἰ­σβάλ­λουν μα­ζι­κά στόν ὀρ­θό­δο­ξο κό­σμο, ἰ­σο­πε­δώ­νον­τας δόγ­μα­τα, λα­τρεί­α καί πα­ρα­δό­σεις. Εἰ­σβά­λλουν καί στήν Ὀρ­θό­δο­ξη πατρίδα μας τό­σο στήν κα­θη­με­ρι­νή ζω­ή μας μέ τό προ­σω­πεῖ­ο τοῦ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ καί τῆς ἐκ­κο­σμι­κεύ­σε­ως.

  Ἀπό ὅλα αὐτά ἀποδεικνύεται περίτρανα τό πόσο σημαντικό εἶναι νά ἔχουμε σωστή ὀρθόδοξη πίστη, καθώς αὐτή εἶναι ἡ μόνη ἀσφαλής ὁδός γιά τήν σωτηρία μας. Ἄς ἀγωνισθοῦμε νά μήν χά­σου­με τήν πί­στη μας, ἀλλά νά τήν διαφυλάξουμε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ. Ἄς ξεκινήσουμε τήν προσπάθεια νά μάθουμε τήν πίστη μας, γιατί δυστυχῶς ἀγνοοῦμε καίρια σημεῖα τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας.

  Ἄς ξεκινήσουμε μία πιό συστηματική μελέτη τῶν Πατέρων καί συγχρόνων πνευματικῶν κειμένων, πού θά μᾶς βοηθήσουν στήν πνευματική μας πορεία. Ἄς ἀγωνισθοῦμε νά κά­νου­με αὐ­τή τήν ὑ­πέρ­βα­ση ἀ­πό τήν φυ­σι­κή στήν πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση, ἀ­πό τόν πα­λαι­ό στόν νέ­ο ἄν­θρω­πο, ἀ­πό τά ἐ­πί­γεια στά Οὐ­ρά­νια.

  Ἄς ξε­κι­νή­σου­με τόν πνευ­μα­τι­κό ἀ­γώ­να γιά τήν κά­θαρ­ση τῶν πα­θῶν μας, ὥ­στε νά φθά­σου­με στόν φω­τι­σμό τοῦ νοῦ καί τῆς καρ­διᾶς μας ἀ­πό τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα καί νά ἀ­ξι­ω­θοῦ­με, μέ τήν χά­ρη τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, τῆς θέ­ας τῆς ἀ­κτί­στου δό­ξης Του καί ἀπό αὐτή τήν ζωή. Ἄς μήν πτοηθοῦμε ἀπό τήν δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος καί ἄς θέσουμε ὡς ἀρχικό μας στόχο τό πρῶτο στάδιο πού εἶναι ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη. Ὁ Πανάγαθος Θεός μας εἶναι Θεός τῶν καρδιῶν μας καί ἔρχεται καί πολλαπλασιάζει τήν κάθε καλή μας -ἔστω καί μικρή- προσπάθεια. Ἀκόμη, λοιπόν, κι ἄν δέν φτάσουμε σέ ὑψηλές καταστάσεις, ἀκόμη κι ἄν δέν γευτοῦμε τήν γλυκύτητα καί τήν ἀγαλλίαση τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου φωτός ἀπό αὐτή τήν ζωή, τουλάχιστον ἄς τό ποθήσουμε μέ ζέση καί μέ καρδιά συντετριμμένη, μέ ταπείνωση, αὐτομεμψία καί μετάνοια, μέ νήψη, εὐχή καί προσευχή. Καί νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θά μᾶς ἐλεήσει ὁ Θεός καί θά συνεργήσει στούς κόπους μας καί θά μᾶς ἀνταμείψει.

  Μᾶς διαβεβαιώνει γι’ αὐτό καί ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος μιλώντας γιά τόν ἀγωνιζόμενο πνευματικά, πού δέν πρόλαβε νά γευθεῖ τίς ἐμπειρίες τῆς θέας τῆς ἄκτιστης δόξας τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Μᾶς λέγει λοιπόν, ὁ Ἅγιος πώς «ἄν συντηρήσει τήν φυσική του θέρμη... καί δέν ἀφήσει τήν ἀναζήτηση καί τήν ἔρευνα καί τόν πρός Αὐτόν πόθο, ἀκόμη κι ἄν δέν τά ἔχει δεῖ, ἄν τρέφει τούς λογισμούς μέ τίς ἔννοιες τῶν ἀναγινωσκομένων θείων Γραφῶν καί τούς συγκρατεῖ, γιά νά μήν κλίνουν πρός τά ἀριστερά, καί δέν δεχθῆ κανένα διαβολικό σπόρο μέ μορφή ἀληθείας [νά μήν δεχθεῖ, δηλαδή, αἱρετικά φρονήματα], ἀλλά μᾶλλον φυλάξη τήν ψυχή του μέ ζῆλο καί ζήτηση ἀπό τόν Θεό μέ ἔμπονη προσευχή καί ὑπομονή, τότε αὐτός θά τοῦ παράσχη τά αἰτούμενα καί θά τοῦ ἀνοίξει τήν θύρα, καί μάλιστα λόγῳ τῆς ταπεινώσεώς του. Διότι τά μυστήρια ἀποκαλύπτονται στούς ταπεινόφρονες.

  Ἄν ἀποθάνει μέ αὐτήν τήν ἐλπίδα, καί ἄν ἀκόμα δέν ἔχει δεῖ ἐκείνη τήν γῆ πουθενά, νομίζω ὅτι θά λάβει κληρονομιά μαζί μέ τούς παλαιούς δικαίους πού ἤλπισαν ὅτι θά φτάσουν στήν τελειότητα, ἀλλά δέν τήν ἀντίκρυσαν, κατά τό ἀποστολικό λόγιο, διότι ἐργάσθηκαν ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς των μέ τήν ἐλπίδα καί μέ αὐτήν ἐπέθαναν»28.

Γένοιτο. Ὁ Θεός μαζί μας. 

*«῾Ο πλάσας σε ἄνευ σοῦ, οὐ δύναται σῶσαί σε ἄνευ σοῦ»
Ιερὸς Αὐγουστῖνος


Εὰν δὲ σὺ ἁμαρτάνωντας καὶ μὴ μετανοῶντας, μηδὲ ἐξομολογούμενος, ἔχῃς ἐλπίδα, ὅτι θέλει σὲ ἐλεήσει ὁ Θεός, ἤξευρε, ὅτι ἡ ἐλπίς σου αὕτη εἶναι ψευδὴς καὶ μὲ τὸ ψεῦδος παρηγορῆσαι.

 ῞Οθεν πληροῦται εἰς ἐσὲ τὸ τοῦ ῾Ησαΐου ἐκεῖνο: 

 «᾿Εθήκαμεν ψεῦδος τὴν ἐλπίδα ἡμῶν καὶ τῷ ψεύδει σκεπασθησόμεθα» 
(῾Ησ. κηʹ 15).


1 Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἡ θέωσις ὡς σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 2000, σελ. 14-15


2 Βλ. σχ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἡ Ἰατρική ἐν Πνεύματι Ἐπιστήμη, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου


3 Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως ὁ λόγος, PG 46, 29B, ΕΠΕ 1, σ. 228


4 Ἁγίου Γρη­γο­ρίου Νύσ­σης, Εἰς τοὺς κοι­μη­θέν­τας, G.N.O. IX.1, σ. 54.1-10, ΕΠΕ 10, Πατερικές ἐκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσ/νίκη 1990, σελ. 182-183: «Ἐ­πει­δὴ γὰρ θε­ο­ει­δὴς ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­γέ­νε­το καὶ μα­κά­ριος τῷ αὐ­τε­ξου­σί­ῳ τε­τι­μη­μέ­νος (τὸ γὰρ αὐ­το­κρα­τές τε καὶ ἀ­δέ­σπο­τον ἴ­διόν ἐ­στι τῆς θεί­ας μα­κα­ρι­ό­τη­τος)…εἰ γὰρ ἑ­κου­σί­ως τὴν ἀν­θρω­πί­νην φύ­σιν κα­τὰ τὴν αὐ­τε­ξού­σιον κί­νη­σιν ἐ­πί τι τῶν οὐ δε­όν­των ὁρ­μή­σα­σαν βια­ίως τε καὶ κα­τη­ναγ­κα­σμέ­νως τῶν ἀ­ρε­σάν­των ἀ­πέ­στη­σεν, ἀ­φαί­ρε­σις ἂν ἦν τοῦ προ­έ­χον­τος ἀ­γα­θοῦ τὸ γι­νό­με­νον καὶ τῆς ἰ­σο­θέ­ου τι­μῆς ἀ­πο­στέ­ρη­σις (ἰ­σό­θε­ον γὰρ ἔ­στι τὸ αὐ­τε­ξού­σιον)­». Δηλαδή: Ἐπειδή δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ὅμοιος μέ τόν Θεό καί μακάριος, τιμημένος μέ τό αὐτεξούσιο (γιατί ἡ αὐτεξουσιότητα καί ἡ ἐλευθερία εἶναι ἰδιότητες τῆς θείας μακαριότητας)... Ἄν δηλαδή ἀποσποῦσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τήν βία καί τόν καταναγκασμό ἀπό ὅ,τι τῆς ἄρεσε, ὅταν εἶχε ὁρμήσει σύμφωνα μέ τήν αὐτεξούσια κίνησή της σέ πράγματα ἀνεπίτρεπτα, τό γεγονός θά ἦταν ἀφαίρεση τοῦ ἐξαίρετου ἀγαθοῦ καί ἀποστέρηση τῆς ἰσόθεης τιμῆς (γιατί τό αὐτεξούσιο εἶναι ἰσόθεο).


5 Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου: Κλῖμαξ, σελ. 136, σημ. 2.


6 Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει σχετικὰ: «Μὴ νομίζεις ὅτι εἶναι ἀρχαιοτέρα (ἡ ψυχὴ) ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ σώματός των, μήτε ὅτι μένει διαπαντὸς μετὰ τὴν ἀποσύνθεση τοῦ σώματος. Διῶξε μακριὰ τὶς φλυαρίες τῶν “σοβαρῶν” φιλοσόφων, ποὺ δὲν ἐντρέπονται νὰ ὑποστηρίζουν, ὅτι αἱ ψυχαὶ των καὶ αἱ σκυλίσιαι ψυχαὶ εἶναι ὁμοειδεῖς μεταξὺ των, ποὺ λέγουν ὅτι οἱ ἴδιοι ὑπῆρξαν κάποτε καὶ γυναῖκες καὶ θάμνοι καὶ ψάρια θαλασσινά. Ἐγὼ δὲ δὲν λέγω μὲν ὅτι ὑπῆρξαν ποτὲ ψάρια, τὸ λέγω ὅμως καὶ τὸ ὑποστηρίζω, ὅτι, ὅταν ἔγραψαν αὐτὰ τὰ πράγματα ἦσαν ἀλογώτεροι καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια».


7 Κορ. Α΄, 7,19 « Ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστίν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν»;


8 Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, TLG , Work #003 6.13 to Work #003 6.14: «Οὐκ ἔστιν οὖν ἡ ψυχὴ ἐν σώματι͵ ἀλλὰ τὸ σῶμα ἐν τῇ ψυχῇ».


9 Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: «Ἡ μέντοι ψυχή συνέχουσα σῶμα, ᾧ καί ἐκτίσθη, πανταχοῦ τοῦ σώματος ἐστίν οὐχ ὡς ἐν τόπῳ οὐδ᾽ ὡς περιεχομένη (ἐννοεῖται τοῦ σώματος), ἀλλ᾽ ὡς συνέχουσά τε καί περιέχουσα καί ζωοποιοῦσα τοῦτο (τό σῶμα δηλ.) κατ᾽ εἰκόνα καί τοῦτο ἔχουσα Θεοῦ». Ἡ μέν ψυχή δηλ. συνέχει τό σῶμα, μέ τό ὁποῖο ἐκτίσθη μαζί, εἶναι σέ ὅλο τό σῶμα, ὄχι σάν σέ ἕνα τόπο, καί ὄχι ὅτι περιέχεται ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή συνέχει καί περιέχει καί ζωοποιεῖ τό σῶμα καί εἶναι βέβαια εἰκόνα του Θεοῦ (ΕΠΕ 9, 562, PG151,260Α).


10 Ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, Λόγοςπερί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, PG 46, 29B, ΕΠΕ 1, σ. 228


11 Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Τό μυστήριον τοῦ θανάτου, ἐκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «ὁ Σωτήρ», Ἀθήνα 1986, σελ. 434


12 Πρωτοπρ. Ἰω. Ρωμανίδη, Πατερική Θεολογία, ἔκδ. «Παρακαταθήκη», Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 47-48


13 Πρωτ. Γεωργίου Μετελληνοῦ, Ὄψεις τῆς Ὀρθόδοξης Ταυτότητος


14 Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Λόγοι καί Διάλογοι, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, σελ. 364


15 Ἰω. 8,12


16 Α΄ Ἰω. α΄ 5


17 Ἀρχιμ. Σωφρονίου, Τό ἄκτιστο φῶς καί οἱ τρόποι θεωρίας του, Ὁ Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Ἀθήνα 1988, σελ. 195-200


18 Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Εἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, 2007, σελ. 124-131


19 Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου Ἁγιορείτου Λό­γοι, τ. Α΄, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχ. «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σου­ρω­τή Θεσ/νίκης 2003, σελ. 215


20 Ἀρ­χιμ. (νῦν Μη­τρ. Ναυ­πά­κτου) Ἱ­ε­ρο­θέ­ου, Τό πο­λί­τευ­μα τοῦ Σταυ­ροῦ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, σελ. 162


21 Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολιγητοῦ, Περί Ἀγάπης ἑκατοντάς Δευτέρα, λα΄, Φιλοκαλία τόμ. Β΄, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀθήνα 1984, σελ. 18




23 Ματθ. 7,14


24 Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου Ἁγιορείτου Λό­γοι, ὅ.π., σελ. 231


25 Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου Ἁγιορείτου Λό­γοι, ὅ.π., σελ. 212-213


26 Μητρ. Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ὡς ἐμπειρικός θεολόγος, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου Θεοτόκου, σελ. 31


27 Γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου Ἁγιορείτου Λό­γοι, ὅ.π., σελ. 225-226


28 Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Λόγοι Ἀσκητικοί, Φιλοκαλία 8Α, σελ. 224-225



 (Ὁμιλία Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Ἀναστασίου
 Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς
 Μεγάλου Μετεώρου)

Pages