Είναι τόσο συχνή η ανησυχία και το αίτημα για θεραπεία κάποιου άλλου μέλους της οικογένειας, που δεν μπορώ παρά να γράψω λίγα πράγματα για το θέμα αυτό.
Χτυπά το τηλέφωνο και από την άλλη πλευρά της γραμμής ακούγεται η αγωνία ενός ανθρώπου, αγωνία όχι για τον εαυτό του, αλλά για κάποιο άλλο, κοντινό και σημαντικό, συνήθως αγαπημένο.
Αναφέρει την επιθυμία του να κλείσει συνεδρία για τον άλλον, γιατί ο ίδιος κρίνει ότι ο άνθρωπος του χρειάζεται ψυχολόγο.
Τι κάνουμε σε μία τέτοια περίπτωση οι ειδικοί ψυχικής υγείας;
Καταρχήν, πρέπει να διερευνήσουμε αν ο άλλος άνθρωπος είναι ενήλικας.
Κατά δεύτερον, ρωτάμε αν το άλλο πρόσωπο επιθυμεί να δει κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.
Αν επιθυμεί και είναι ενήλικας, διερευνούμε γιατί ο ίδιος δεν πήρε την πρωτοβουλία να τηλεφωνήσει. Υπάρχουν αρκετές εξηγήσεις γιαυτό και γιαυτό χρήζει διερεύνησης.
Αν δεν επιθυμεί και είναι ενήλικας;
Εκεί δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα με τον ίδιο. Δεν μπορεί να κάνει κανένας θεραπεία με το ζόρι. Λέμε ότι η άρθρωση του αιτήματος από τον άνθρωπο που έρχεται στο γραφείο είναι μέρος της ίδιας της θεραπείας, καθώς αναγνωρίζει ότι κάτι τον δυσκολεύει και θέλει να το αλλάξει.
Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που το περιβάλλον πιέζει πολύ κάποιον να επισκεφτεί ψυχολόγο και το πετυχαίνει. Ο άνθρωπος έρχεται χωρίς ο ίδιος να το πιστεύει. Έρχεται κυρίως για να κάνει το χατήρι στον άλλον, ή για να ησυχάσει από την συνεχή πίεση. Ο άνθρωπος αυτός, όπως είναι φυσικό, έρχεται πολύ αρνητικά προκατειλημμένος στο γραφείο, "κουμπωμένος" και παθητικά επιθετικός (χωρίς να το συνειδητοποιεί τις περισσότερες φορές). Εμφανίζει πλήθος δυσκολιών, όπως αργεί πολύ να φτάσει, δεν έχει τι να πει, έχει νευρικότητα, ξεχνά το ραντεβού κλπ. Δεν θέλει να είναι εκεί! Έχει "κλειδώσει" και η θεραπευτική σχέση-το όχημα για την αλλαγή- δεν λειτουργεί.
Φυσικά και δεν μπορεί να γίνει κανενός είδους ψυχοθεραπευτική δουλειά με έναν άνθρωπο ο οποίος έρχεται για να κάνει το χατήρι στον άλλον. Για να γίνει δουλειά, είναι απαραίτητη πρώτα η αναγνώριση του προβλήματος και η προσωπική επιθυμία για θεραπευτική παρέμβαση ως αναγκαιότητα για την καλή πορεία της ζωής του.
Συχνά, σε συγκρουσιακές οικογένειες, ή ζευγάρια, η προτροπή να πάει κάποιος σε ψ, αποτελεί προσβολή προς το άλλο μέλος. Πάντα έχει να κάνει με την στιγμή που αυτό λέγεται και την συνολικότερη ατμόσφαιρα. Φυσικά ο άλλος αμύνεται και ο ψ. γίνεται ναρκισσιστική απειλή του κι όχι σύμμαχός του, όπως πράγματι είναι. Έτσι, δυστυχώς η προτροπή να πάει κανείς σε Ψ. μέσα σε στιγμές σύγκρουσης, γίνεται εργαλιακά με στόχο τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Του λέει δηλαδή, εμμέσως, "να πας να κοιταχτείς γιατί έχεις πρόβλημα", πετώντας του το μπαλάκι της δυσλειτουργικής σχέσης και ψυχολογιοποιώντας τον. Η ψυχολογιοποίηση είναι μέσο επιβολής και επιχείρηση μείωσης της επιρροής του άλλου. Π.χ. όταν λέμε για κάποιον ο οποίος μιλά "Είναι τρελός", τότε παύουμε να ακούμε το περιεχόμενο του λόγου του. (Ωστόσο το φαινόμενο της ψυχολογιοποίησης-πρώτη φορά διερευνημένο σε βάθος από τον Στ. Παπαστάμου και συνεργάτες του-είναι πιο περίπλοκο και κάποια στιγμή θα γράψω περισσότερα γιαυτό).
Τι κάνουμε λοιπόν όταν μας έρχεται ένα αγωνιώδες αίτημα από ένα άλλο μέλος της οικογένειας κι ο ίδιος, περί του οποίου ο λόγος, δεν θέλει να κάνει θεραπεία; (Εξαιρούμε εδώ τις περιπτώσεις μακροχρόνιας σοβαρής ψυχοπαθολογίας όπου μπορεί να κινδυνεύει το ίδιο το υποκείμενο ή το περιβάλλον του. Και γι αυτό το θέμα χρειάζεται να αναφερθούμε στο μέλλον).
Σίγουρα δεν "συνομωτούμε" με το μέλος της οικογένειας για να δούμε τον άνθρωπο μέσα σε σενάρια του τύπου: "ελάτε από το σπίτι, δεν θα του πω ότι είστε ψυχολόγος, να τον δείτε, να του μιλήσετε και θα σας πληρώσω την επίσκεψη". Αλίμονο! Η σχέση ψυχολόγου και ψυχοθεραπευόμενου βασίζεται στην εμπιστοσύνη! Ακόμη (και ιδιαίτερα) κι αν είναι περίπτωση ψύχωσης, η συνομωσία με μέλη του περιβάλλοντος αντί να βοηθήσει τον άνθρωπο, τον οδηγεί σε παράνοια (αντιλαμβάνεται το παράξενο του πράγματος και φαντασιώνει κάτι το απειλητικό-και με το δίκιο του!).
Αυτό που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε είναι να δουλέψουμε με τον άνθρωπο που φέρει το αίτημα. Αυτόν που ανησυχεί. Εκείνος εκφράζει ένα αίτημα και μάλιστα με αγωνία! Θα πρέπει κι ο ίδιος να καταλάβει ότι θεραπεία δεν γίνεται αν δεν υπάρχει αίτημα από τον ίδιο τον θεραπευόμενο! Αν ο ίδιος αποδεχτεί να δουλέψει ψυχοθεραπευτικά πάνω στο θέμα της ανησυχίας του αλλά και της σχέσης που έχει με τον άλλον, τότε η δική του αλλαγή επιδρά πάνω στο άλλο μέλος και αλλάζει και εκείνο. Η συστημική θεωρία μας έχει βοηθήσει πολύ να δούμε ότι η οικογένεια, το ζεύγος, μία ομάδα αποτελούν συστήματα όπου όταν αλλάξει ένα μέλος, αλλάζουν και τα άλλα και οι μεταξύ τους σχέσεις.
Έτσι, ο άνθρωπος που εκφράζει ένα σύμπτωμα αλλά αρνείται, για τους δικούς του λόγους, να επισκεφτεί ψυχολόγο, αλλάζει έμμεσα με την αλλαγή του μέλους που έχει εκφράσει την ανησυχία του και δουλεύει θεραπευτικά γιαυτήν. Κι αυτό επιτυγχάνεται γιατί μειώνεται το στρες του απέναντι στην δυσκολία του αγαπημένου μέλους, μπορεί να την αντιμετωπίσει και να την δει σε άλλη διάσταση, να καταλάβει που είναι η δική του συμβολή στην επιδείνωση του προβλήματος και να κάνει αλλαγές.
Μειώνοντας το άγχος του οικείου για το πρόσωπο που φέρει την δυσκολία ή το σύμπτωμα, τότε το ίδιο αρχίζει να αναλαμβάνει την δική του ευθύνη, καθώς όπως είναι φυσικό-αλλά δυστυχώς όχι πάντα ορατό, όταν κάποιος ανησυχεί πάρα πολύ για τον άλλον, τότε εκείνος παύει να ανησυχεί για τον εαυτό του. Αυτό δεν σημαίνει ότι περνά στην αδιαφορία, αλλά λειτουργεί ωφέλιμα και όχι βλαβερά για τον ίδιο, τον άλλον και την σχέση τους...
Ένα άλλο όφελος που υπάρχει δουλεύοντας ψυχοθεραπευτικά με τον άνθρωπο που εκφράζει το αίτημα είναι καθώς η σχέση βελτιώνεται, παύει να πιέζει το άλλο μέλος να επισκεφτεί ψυχολόγο, με τον τρόπο που το έκανε, και τότε μπορεί ο φέρων το σύμπτωμα (αν πράγματι το φέρει!) να το αποφασίσει μόνος του, αφού δεν υπάρχει πια σχέση κόντρας με την οικογένεια γιαυτό το θέμα. Αν το αποφασίσει, κι αυτή η απόφασή του προέρχεται όχι από συμμόρφωση, αλλά από δική του ενδοσκόπηση και αναγνώριση της δυσκολίας του, τότε είναι πολύ κοντά στην αλλαγή για την βελτίωση της ποιότητας της ζωής του.
Υπάρχει και μία τελευταία περίπτωση, ωστόσο αρκετά συχνή. Να ανησυχεί κάποιος για τον άλλον όχι γιατί το άλλο μέλος χρήζει ανησυχίας και θεραπείας, αλλά γιατί αναδύονται ασυνείδητα συναισθήματα και σκέψεις οι οποίες έχουν περισσότερο να κάνουν με τα προσωπικά του βιώματα και τραύματα παρά με το γεγονός ότι ο άλλος βρίσκεται πράγματι σε κρίση.
Έτσι, μόνο μέσα από την διερεύνηση του αιτήματος και την δουλειά πάνω στο θέμα της ανησυχίας του μέλους μπορούμε πραγματικά να πετύχουμε θεραπευτικά αποτελέσματα ευεργετικά τελικά για όλη την οικογένεια, ή την σχέση γονιών παιδιών, ή το ζευγάρι.
Δήμητρα Σταύρου
-Ψυχολόγος