Ο Διογένης ισθμιονίκης στα Ίσθμια - Point of view

Εν τάχει

Ο Διογένης ισθμιονίκης στα Ίσθμια







 Ενώ διεξάγονταν τα Ίσθμια, ο Διογένης, ο οποίος, καθώς φαίνεται, βρισκόταν τότε στην Κόρινθο, πήγε στον Ισθμό. Στις εορταστικές συναθροίσεις ο Διογένης δεν πήγαινε για τους λόγους, για τους οποίους πηγαίνει εκεί ο πολύς κόσμος που θέλει να δει τους αθλητές και να περιδρομιάσει, αλλά, έχω τη γνώμη, ότι ο Διογένης πήγαινε για να παρατηρεί τους ανθρώπους και την ανοησία τους. Γνώριζε, βλέπεις, ότι στις γιορτές και τα πανηγύρια οι άνθρωποι δείχνουν τον αληθινό εαυτό τους, ενώ στον πόλεμο και γενικά στο στρατό μάλλον κρύβονται λόγω του κινδύνου και του φόβου που έχουν. Πίστευε, επίσης, ότι οι άνθρωποι γιατρεύονται ευκολότερα εδώ, αφού και οι σωματικές παθήσεις θεραπεύονται από τους γιατρούς πιο εύκολα όταν είναι έκδηλες παρά όταν κανείς τις κρύβει από φόβο κι ότι, από την άλλη, όσοι σ’ αυτές τις περιπτώσεις μένουν αφρόντιστοι πάνε γρήγορα χαμένοι. Γι’ αυτό κι ο Διογένης έτρεχε στα πανηγύρια. Κι όταν τον επιτιμούσαν γι’ αυτό, τους κορόιδευε και τους έλεγε εκείνο για το σκύλο, ότι δηλαδή τα σκυλιά πηγαίνουν στα πανηγύρια χωρίς να πειράζουν κανέναν από όσους είναι εκεί, αλλά γαβγίζουν και επιτίθενται στους κακοποιούς και τους ληστές, κι ότι όταν οι άνθρωποι μεθύσουν και τους πάρει ο ύπνος, εκείνα, τα σκυλιά, μένουν άγρυπνα και τους φυλάνε.


 Μόλις ο Διογένης εμφανίστηκε στο πανηγύρι κανένας Κορίνθιος δεν του έδωσε σημασία δεδομένου ότι τον έβλεπαν συχνά στην πόλη και γύρω από το Κράνειο. Γιατί οι άνθρωποι δεν δίνουν μεγάλη σημασία σε αυτούς τους οποίους συνεχώς βλέπουν και τους οποίους μπορούν να πλησιάσουν όποτε θέλουν, ενώ αντίθετα στρέφονται προς εκείνους τους οποίους βλέπουν κατ’ αραιά διαστήματα ή και που δεν τους έχουν ιδεί ποτέ ως τώρα. Έτσι, η ωφέλεια που είχαν οι Κορίνθιοι από τον Διογένη ήταν μηδαμινή, ακριβώς σαν τους άρρωστους ανθρώπους που δε θα πήγαιναν να συμβουλευτούν ένα γιατρό, τον οποίο έχουν ανάμεσά τους, αλλά σκέπτονται ότι αρκεί απλώς ότι τον βλέπουν στην πόλη.

 Από τους άλλους τον πλησίασαν προπαντός όσοι έρχονταν από μακρινούς τόπους, από την Ιωνία, τη Σικελία, την Ιταλία και ορισμένοι από εκείνους που είχαν έλθει από τη Λιβύη και ορισμένοι από τη Μασσαλία και τον Βορυσθένη· κι όλοι τους πιο πολύ επειδή ήθελαν να τον δουν και να τον ακούσουν για λίγο να μιλάει, ώστε να έχουν κατόπιν να διηγούνται στους άλλους, παρά για να ωφεληθούν. Γιατί υπήρχε για αυτόν η γνώμη ότι είχε πολύ αιχμηρή γλώσσα και ότι έδινε πληρωμένες απαντήσεις. Έτσι, όπως όσοι δεν έχουν ιδέα για το μέλι του Πόντου προσπαθούν να το δοκιμάσουν, και μόλις το γευτούν αισθάνονται δυσάρεστα και το φτύνουν αμέσως, επειδή είναι πικρό και αηδιαστικό, κατά τον ίδιο τρόπο ήθελαν να δοκιμάσουν, από περιέργεια, και τον Διογένη, και μόλις εκείνος τους αποστόμωνε έστριβαν και έφευγαν. Όταν ο Διογένης καταντρόπιαζε άλλους, ευχαριστιούνταν, οι ίδιοι όμως φοβούνταν και έφευγαν. Κι όταν πάλι εκείνος χλεύαζε και περιγελούσε, το εύρισκαν εξαιρετικά διασκεδαστικό, μόλις όμως σηκωνόταν απειλητικά και μιλούσε σοβαρά, δεν άντεχαν την ειλικρίνεια της γλώσσας του. Όπως ακριβώς, νομίζω, και τα παιδιά ευχαριστιούνται όταν παίζουν με τα καλά σκυλιά, μόλις όμως αυτά αγριέψουν και γαβγίσουν πιο δυνατά, τα παιδιά ξαφνιάζονται και πεθαίνουν από το φόβο τους.







 Και ο Διογένης τότε έκανε τα ίδια χωρίς να αλλάζει στάση και χωρίς να νοιάζεται αν θα τον επαινούσε ή αν θα τον έψεγε κάποιος απ’ όσους παρεβρίσκονταν εκεί, ακόμη κι αν είχε έρθει και αν συνομιλούσε μαζί του κάποιος πλούσιος ή διάσημος άνθρωπος, ένας στρατηγός ή ένας κυβερνήτης ή κάποιος από τους πολύ ταπεινούς και φτωχούς. Αλλά οσάκις κάποιος από αυτούς έλεγε ανοησίες, ο Διογένης απλώς τον περιφρονούσε, εκείνους όμως που ήθελαν να κάνουν τον σπουδαίο και περηφανεύονταν για τον πλούτο ή την καταγωγή ή για την οποιαδήποτε άλλη αξία τους, αυτούς ο Διογένης τους ζόριζε και τους στηλίτευε με κάθε τρόπο. Ορισμένοι τον θαύμαζαν ως τον πιο σοφό απ’ όλους τους ανθρώπους, σε ορισμένους άλλους έδινε την εντύπωση πως ήταν παλαβός, πολλοί τον περιφρονούσαν θεωρώντας τον ζητιάνο και εντελώς μηδαμινό άνθρωπο, μερικοί τον χλεύαζαν, κι άλλοι προσπαθούσαν να τον εξευτελίσουν πετώντας του κόκκαλα στα πόδια όπως στα σκυλιά, ενώ άλλοι πηγαίνοντας πιο κοντά τού έπιαναν το τριμμένο ρούχο, πολλοί όμως δεν τον ανέχονταν και αγανακτούσαν, ακριβώς όπως λέει ο Όμηρος για τον Οδυσσέα, ότι τον αντιμετώπιζαν με ειρωνεία οι μνηστήρες. Έτσι κι εκείνος είχε ανεχθεί για λίγες μέρες την ανάρμοστη συμπεριφορά και την αυθάδειά τους, και το ίδιο έκανε και ο Διογένης, από κάθε άποψη. Γιατί πραγματικά έμοιαζε με βασιλιά και άρχοντα, ο οποίος, ντυμένος φτωχικά, τριγυρνούσε ανάμεσα στους δούλους και τους υποτακτικούς του που γλεντοκοπούσαν αγνοώντας ποιος ήταν, και εκείνος τους ανεχόταν έτσι μεθυσμένους και αχαλίνωτους από την άγνοιά τους και τη βλακεία.


 Γενικώς οι διοργανωτές των Ισθμίων, αλλά και άλλοι έγκριτοι άνθρωποι, και με επιρροή, δεν αισθάνονταν καθόλου άνετα και ήσαν επιφυλακτικοί κάθε φορά που τον συναντούσαν, και όλοι τον προσπερνούσαν σιωπηλά κοιτάζοντάς τον καχύποπτα. Όταν όμως εκείνος έφτασε να φορέσει στο κεφάλι του στεφάνι από πιτυά, οι Κορίνθιοι έστειλαν κάποιους υπηρέτες και του μήνυσαν να βγάλει το στεφάνι και να μην κάνει τίποτα παράνομο. Ο Διογένης τότε τους ρώτησε γιατί να εί ναι παράνομο που φόρεσε αυτός στεφάνι πιτυάς και να μην είναι παράνομο και για τους άλλους. Του είπε λοιπόν τότε κάποιος ότι είναι παράνομο «επειδή δεν νίκησες, Διογένη». Σε τούτο ο Διογένης απάντησε: «Έχω νικήσει πολλούς και μεγάλους ανταγωνιστές, όχι σαν αυτά τα δουλάκια που παλεύουν τώρα εδώ και πετούν δίσκο και τρέχουν, αλλά από κάθε άποψη πιο σκληροτράχηλους αντιπάλους: τη φτώχεια, την εξορία, την καταφρόνια, κι ακόμη την οργή, τη θλίψη, την επιθυμία, το φόβο και το πιο ακαταμάχητο απ’ όλα τα θηρία, την ηδονή. Αυτό που κανένας, ούτε Έλληνας ούτε βάρβαρος δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το πολεμάει και το νικάει με τη δύναμη της ψυχής του, αλλά όλοι έχουν νικηθεί κι αποκάμει σε τούτο τον αγώνα, Πέρσες, Μήδοι, Σύροι, Μακεδόνες, Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι –εκτός από εμένα! Τι λοιπόν; Το αξίζω κατά τη γνώμη σας το στεφάνι εγώ, ή θα το πάρετε και θα το δώσε τε σε κάποιον που έχει φουσκώσει από το πολύ κρέας. Αυτά να πάτε να πείτε σ’ εκείνους που σας έστειλαν και, ακόμη, ότι αυτοί παρανομούν: γιατί χωρίς να έχουν νικήσει σε κανέναν αγώνα, περιφέρονται φορώντας στεφάνια. Κι επίσης ότι έχω δώσει μεγαλύτερη αίγλη στους αγώνες των Ισθμίων με το να βάλω εγώ το στεφάνι, και ότι για το στεφάνι αυτό θα έπρεπε να ανταγωνίζονται όχι άνθρωποι αλλά κατσίκια.»


 Ύστερα από αυτό το περιστατικό, σαν είδε κάποιον να αποχωρεί από το στάδιο μαζί με ένα μεγάλο πλήθος και να μην πατάει καν στη γη, αλλά να τον κρατά ψηλά στους ώμους ο όχλος κι άλλους να ακολουθούν από πίσω και να φωνάζουν δυνατά, άλλους πάλι να πηδούν από τη χαρά τους και να σηκώνουν τα χέρια ψηλά στον ουρανό κι άλλους να του φορούν στεφάνια και ταινίες, μόλις ο Διογένης μπόρεσε να τον πλησιάσει, τον ρώτησε γιατί γινόταν όλος αυτός ο θόρυβος γύρω από αυτόν και τι είχε συμβεί. Εκείνος τότε του απάντησε: «Νίκησα, Διογένη, στο αγώνισμα του δρόμου των ανδρών». – «Ε, και τι είναι αυτό;» έκανε τότε ο Διογένης, «δεν έγινες δα και πιο έξυπνος, έστω και τόσο δα, από το γεγονός ότι ξεπέρασες όσους έτρεχαν μαζί σου, ούτε είσαι τώρα πιο μυαλωμένος από ό,τι πρωτύτερα ούτε λιγότερο δειλός, ούτε έχεις λιγότερη ταραχή στην ψυχή, ούτε θα χρειαστείς λιγότερα πράγματα από εδώ και πέρα, ούτε θα έχει η ζωή σου στο μέλλον λιγότερους πόνους». – «Σίγουρα όχι» είπε, «είμαι ωστόσο ο πιο ταχύς απ’ όλους τους Έλληνες». – «Όχι όμως κι από τους λαγούς» είπε ο Διογένης, «ούτε κι από τα ελάφια· κι αυτά τα ζώα, τα πιο γρήγορα απ’ όλα, είναι συνάμα και τα πιο δειλά, και νιώθουν φόβο για τους ανθρώπους, για τα σκυλιά, για τους αετούς και ζουν μια ζωή ελεεινή. Δεν ξέρεις» συνέχισε, «ότι η ταχύτητα είναι σημάδι δειλίας; Συμβαίνει, δηλαδή, τα ίδια ζώα να είναι ταχύτατα και συνάμα εξαιρετικά δειλά.


 Ο Ηρακλής, λ.χ., ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο είχε μαζί του τόξα και τα χρησιμοποιούσε εναντίον εκείνων που το έβαζαν στα πόδια, επειδή ήταν πιο αργός από πολλούς άλλους και δεν μπορούσε να τρέξει και να πιάσει τους κακούργους». Εκείνος τότε του είπε ότι «Για τον Αχιλλέα, ο οποίος ήταν γοργοπόδαρος, ο ποιητής λέει πως ήταν εξαιρετικά θαρραλέος». – «Και πώς το ξέρεις ότι ήταν γοργοπόδαρος ο Αχιλλέας; Αυτός δεν μπόρεσε να πιάσει τον Έκτορα μ’ όλο που τον κυνηγούσε μια μέρα ολόκληρη. Δεν ντρέπεσαι», συνέχισε ο Διογένης, «να καμαρώνεις για κάτι στο οποίο είσαι υποδεέστερος από τα πιο μηδαμινά ζώα; Θαρρώ πως δεν μπορείς να φτάσεις στο τρέξιμο ούτε μια αλεπού. Όμως πόσο πιο μπροστά από τους αντιπάλους ήσουν;» – «Πολύ λίγο, Διογένη» είπε εκείνος. «Ώστε λοιπόν έγινες ευτυχισμένος μόλις για ένα βήμα». – «Αλλά αυτοί που τρέχαμε είμαστε οι καλύτεροι». – «Μα και οι κορυδαλοί πόσο πιο γρήγορα δε διασχίζουν το στάδιο από σας έτσι δεν είναι;» – «Οι κορυδαλοί όμως είναι πουλιά» είπε εκείνος, – «Ωραία» έκανε ο Διογένης” «κι αν το πιο γρήγορο όν είναι και το πιο καλό, είναι, ίσως, πολύ προτιμότερο να είναι κανείς κορυδαλός παρά άνθρωπος επομένως διόλου δεν πρέπει να νιώθει κανείς οίκτο για τα αηδόνια ή για τους τσαλαπετεινούς που από άνθρωποι έγιναν πουλιά, καθώς λέει ο μύθος». – «Εγώ πάντως» είπε εκείνος, «όντας άνθρωπος, είμαι ο πιο ταχύς απ’ όλους τους ανθρώπους». – «Ε, και μ’ αυτό; Δεν είναι εύλογο και στα μυρμήγκια κάποιο να είναι πιο ταχύ από κάποιο άλλο; Λες να το θαυμάζουν αυτό τα μυρμήγκια; Ή δε θα σου φαινόταν γελοίο αν θα θαύμαζε κανείς ένα μυρμήγκι για την ταχύτητά του; Αν όλοι όσοι έτρεχαν ήσαν κουτσοί, θα έπρεπε να υπερηφανευόσουν επειδή ξεπέρασες, κουτσός κι εσύ, κάποιους άλλους κουτσούς;»

 Έτσι μιλώντας με εκείνο τον άνθρωπο έκανε ώστε πολλοί από τους παρόντες να περιφρονήσουν αυτό το πράγμα, κι εκείνος να φύγει γεμάτος θλίψη και πολύ πιο ταπεινός. Και δεν ήταν μικρή η υπηρεσία που πρόσφερε στους ανθρώπους: κάθε φορά που έβλεπε κάποιον, ο οποίος περηφανευόταν χωρίς λόγο και για πράγμα μηδαμινό, πέρα από κάθε λογική, τον ταπείνωνε λίγο και του αφαιρούσε κάτι από την ανοησία του, όπως ακριβώς κάνουν και όσοι παρακεντούν ή καυτηριάζουν τα φουσκωμένα και πρησμένα μέρη του σώματος.

 Καθώς συνέβαιναν αυτά, ο Διογένης είδε δυο άλογα δεμένα μαζί, που άρχισαν ύστερα να χτυπιούνται και να κλοτσούν το ένα το άλλο, και πολύ κόσμο να στέκεται εκεί γύρω και να τα κοιτάζει, έως ότου το ένα, αποκαμωμένο, έσπασε την αλυσίδα και το ‘βαλε στα πόδια. Ο Διογένης πλησίασε τότε το άλογο που έμεινε δεμένο, του πέρασε στο κεφάλι ένα στεφάνι και το ανακήρυξε Ισθμιονίκη, αφού είχε νικήσει στις κλοτσιές. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τα γέλια και γενικώς σούσουρο μεγάλο, κι ήσαν πολλοί εκείνοι που θαύμαζαν τον Διογένη και κορόιδευαν τους αθλητές, λένε μάλιστα πως ορισμένοι έφυγαν χωρίς καν να πάνε να δουν τους αθλητές -όσοι είχαν φτωχικά καταλύμματα ή ούτε καν τέτοια.

Pages