Η γνώση ότι θα στερηθώ μια για πάντα όλα αυτά τα όμορφα της ζωής, γεννάει το φοβερό πόνο του θανάτου
Τον Μάρτιο του 1997 (περίπου 15 μήνες πριν φύγει με τον τρόπο που επέλεξε) ο Λιαντίνης έδωσε μια διάλεξη στη Σχολή Εφαρμογών Υγειονομικού του 401 Σ.Ν. Έκανε μια «Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου» (όπως ήταν ο τίτλος της διάλεξης) με κοινό στρατιωτικούς γιατρούς και φοιτητές και στη συνέχεια δέχθηκε ερωτήσεις.
Σύντομο απόσπασμα από την διάλεξη του καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη.
Στο τέλος του κειμένου, μπορείτε να δείτε και ένα απόσπασμα σε βίντεο από τη διάλεξή του.
Η πρώτη ένδειξη του φόβου του θανάτου είναι στην Παλαιά Διαθήκη, εκεί στο Γ΄ Γενέσεως. Γίνεται μία ωραία περιγραφή του φαινομένου. Λέει ότι όταν ο θεός έπλασε τους Πρωτόπλαστους, και τους είπε, τους έβαλε στον Παράδεισο, ανάμεσα στους τέσσερις ποταμούς, Φισών, Γεών, Τίγρης και Ευφράτης, λέει “από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω βρώσει φαγή”. (Απ’ όλα θα φάτε). “Από δε του ξύλου έστι εν μέσω του Παραδείσου, του γινώσκειν αγαθόν και πονηρόν, ου φάγητε απ’ αυτού ου δε μη άψεσθαι, ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε”.
Κούνησε το δάχτυλο έντρομα ο Δημιουργός και τους λέει:
“Την ημέρα που θα φάτε από το δέντρο της γνώσης, θα πεθάνετε!”
Εμείς ξέρουμε ότι έφαγαν, αλλά δεν πέθαναν. Αυτή είναι η εξωτερική όψη.
Τι θα πει “θανάτω αποθανείσθε”; Που είναι και η μόνη τιμωρία. Γιατί το άλλο, η έξωση του Παραδείσου είναι… η έξωση από τον Παράδεισο κτλ είναι απλοϊκά πράγματα, απόκτησε τη γνωστική συνείδηση ο άνθρωπος, τη γνώση δηλαδή, και αμέσως βγήκε έξω από τη φύση, απ’ την οποία δεν έχει βγει κανένα άλλο έμβιο ον, μένει μέσα ακόμη, το σπουργιτάκι, ο λαγός, το πουλί κτλ… Ο άνθρωπος βγήκε έξω και έκανε τον κόσμο αντικείμενο και τον εξετάζει. Κι από δω αρχίζουν και τα βάσανά του πια, το “ακάνθας και τριβόλοις”, {…}
Αλλά η τιμωρία η μεγάλη που τους απείλησε ο θεός είναι ότι “θα πεθάνετε”. Η γνωστική μας συνείδηση λοιπόν είναι που μας κάνει να ξέρουμε το θάνατο και μας δημιουργεί αυτή την οδύνη κι αυτόν τον πόνο.
Αυτό αποδεικνύεται και γεωμετρικά, πάντα στην ίδια αυτή σήμανση από την Παλαιά Διαθήκη, στο Δ΄ Γενέσεως, και μην ακούτε αυτά που λένε ότι το δέντρο της γνώσης είναι σεξουαλική {…} κι όλες αυτές οι ανοησίες που λένε στις τριόδους. Το δέντρο της γνώσης αυτό είναι ότι ο άνθρωπος απόκτησε τη γνωστική συνείδηση. Ο εγκέφαλός του καθώς μεγάλωσε, να το πούμε με τη θεωρία της εξέλιξης, και έχουμε εδώ και νευροχειρουργούς, η κρανιακή κάψα από τα 250 κυβικά εκατοστά που ήταν ο homo habilis και ο homo erectus, του 2,9 εκατομμύρια χρόνια με τη φοβερή αυτή εξέλιξη, έγινε στα 1200 κυβικά εκατοστά και κάποτε έγινε η φοβερή εκείνη έκρηξη μέσα στο μυαλό του, ένα φωτόνιο συνείδησης διατύπωσε την πρώτη απορία. Ξέφυγε από τα ζώα κτλ.
Έτσι ερμηνεύει, απομυθοποιεί, ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος, Ιμμάνουελ Καντ, το μύθο της … αυτής… ότι ο όφις, λέει, είναι το πρώτο “γιατί”.
Έγραψε μια εργασία στη μέση ηλικία του ο Καντ, με τίτλο “Μικρή”. Υποθετική αρχή της ανθρώπινης ιστορίας. Πώς αρχίζει ο άνθρωπος και η ιστορία του.
Και λέει, ο όφις που μας λέει το Γ΄ Γενέσεως, είναι το πρώτο “γιατί”. Η πρώτη απορία που είδε στον άνθρωπο.
Λοιπόν… Πώς αποδεικνύεται τώρα γεωμετρικά ότι την ημέρα που θα φάνε θα πεθάνουν; Αυτό μας το λέει αμέσως στο Δ΄ Γενέσεως που διηγείται την ιστορία του Κάιν και του Άβελ. Οι δύο γιοι του Αδάμ, ο ένας σκότωσε τον άλλον. Έτσι;
Δοκίμασαν κι οι Αμερικανοί να το κάνουν φιλμ. “Ανατολικά της Εδέμ”. Βέβαια, ωχρά υποκατάστατα σ’ αυτά τα μεγαλεία, το μόνο που έσωσε αυτό το φιλμ είναι εκείνος ο ωραίος Τζέιμς Ντιν, που πέθανε νέος. Γιατί πέθανε νέος στα 25 του χρόνια; Νέοι πεθαίνουν… “Νέος πεθαίνει ον τινα φιλεί θεός.”
Στο Δ΄ Γενέσεως λοιπόν μας λέει ότι ο ένας σκότωσε τον άλλον. Ο ένας ήταν ποιμένας, ο άλλος ήταν γεωργός, φθόνησαν εκεί με τις θυσίες κτλ Σήκωσε το αξινάρι, του ‘δωσε μία, τον σκότωσε.
Και τότε, λέει, τον σημάδεψε εδώ ο θεός, μ’ ένα κεραυνό, να φαίνεται στο μέτωπό του ότι έχει σκοτώσει.
Έτσι βγήκε ο θάνατος στον κόσμο.
Αυτό δε σημαίνει ότι ο πρώτος άνθρωπος που πέθανε ήταν ο Άβελ. Ή ο πρώτος φονιάς ήταν ο Κάιν. Εκατομμύρια είχαν πεθάνει και είχαν σκοτώσει ως τότε. Αλλά τώρα που απόκτησε τη γνωστική συνείδηση, έμαθε τι είναι θάνατος!
Την ίδια σήμανση θα τη βρούμε, να μην το παραλείψουμε, να μη θυμόμαστε και τις ρίζες μας; να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας! την ίδια σήμανση θα τη βρούμε στην υπέροχη εκείνη διήγηση από την ελληνική πια, την κλασική ελληνική τέχνη, με τον Οιδίποδα – ωχ – με τον Οιδίποδα και την όλη την τραγωδία που συνυφαίνεται γύρω του.
Ο Οιδίποδας, ο Οιδίπους. Στις Θήβες.
Δεν ήξερε. Όπως δεν ήξερε και ο Αδάμ και η Εύα. Και κάποτε έμαθε. Γι’ αυτό συνουσιαζότανε με τη μάνα του. Όπως μία κατσίκα γεννάει ένα κατσικάκι αρσενικό, ένα τραγάκι, και τον επόμενο χρόνο θα συνουσιαστεί με τη μάνα του. Δεν υπάρχει αυτή η διάκριση, δεν υπάρχει γνώση.
Λοιπόν… Αλλά σε μια στιγμή έμαθε. Γι’ αυτό στον Οιδίποδα αποδίδουν το στοιχείο του πιο σοφού ανθρώπου. Η ιστορία με τη Σφίγγα. Την ξέρετε… Υπήρχε η Σφίγγα, αυτό το τέρας εκεί, η φύση είναι αυτή, η οποία όποιος περνούσε του ‘βαζε ένα αίνιγμα:
“Πες μου: Δίπουν, τετράπουν, τρίπουν, ου φωνή, τι είναι αυτό;” Που έχει φωνή;
Και δεν μπορούσε να το λύσει κανείς! Κι όταν πέρασε ο Οιδίποδας, χοχ…
“Άνθρωπον λέγεις!” Αυτό το αίνιγμά σου, της λέει, που ζητάς, είναι ο άνθρωπος! Που περπατάει με τα τέσσερα παιδάκι, με τα τρία με τη μαγκουρίτσα γέρος, με τα δύο κτλ κι έχει φωνή κτλ.
Αυτό, πίσω απ’ αυτή την απλή σήμανση, υπάρχει ένα τρομακτικό σημείο φιλοσοφικό. Εκείνη τη στιγμή γίνονται τα αποκαλυπτήρια του ανθρώπου. Μέσα στη φύση. Ξεχωρίζει ο άνθρωπος από τη φύση. Είναι το ανάλογο, δηλαδή, με το Γ΄ Γενέσεως.
Και μετά, δεν εγνώριζε, όπως ο Αδάμ και η Εύα, γνωρίζουν και ακολουθούν όλες αυτές οι τραγωδίες και όλα αυτά τα βάσανα που ξέρουμε, που έρχονται… Οι δύο γιοι που σκοτώνονται, κοιτάξτε, και σκανδαλιστικές ομοιότητες. Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης σφάζονται, όπως ο Κάιν σκοτώνει τον Άβελ, κλπ.
Και έρχεται και ο έρωτας μαζί, ο έρωτας στην Παλαιά Διαθήκη έρχεται στην αρχή του Δ΄ Γενέσεως, αμέσως μετά τη γνώση, “Αδάμ δε έγνω Εύαν, τη γυναίκα αυτού, και συλλαβούσα έτεκεν τον Κάιν.” Εδώ έρχεται ο έρωτας.
Αυτή η γνώση λοιπόν, γεννάει το φόβο του θανάτου.
Αλλά, πέρα απ’ αυτό, όταν λέμε “Φόβος θανάτου”, η αίσθηση ότι θα χάσουμε μια για πάντα αυτό τον κόσμο, και δε θα τον ξαναδούμε ποτέ, τον ήλιο, τη θάλασσα, δε θα ξαναπιώ κρασάκι, δε θα ξαναγευτώ το φιλί, το “παίξε με” που λέει το θηλυκό, δε θα ξανακούσω Μότσαρτ, δε θα ξαναπάω στην Επίδαυρο, δε θα ξαναδώ τα έργα μου… Αυτός πια, ο πόνος, η γνώση ότι θα στερηθώ μια για πάντα όλα αυτά τα πράγματα, γεννάει το φοβερό πόνο του θανάτου, που σημαίνει, αντιστρέφοντας την οπτική, ότι τον πόνο του θανάτου τον γεννάει η αγάπη που έχουμε για τη ζωή και δε θέλουμε με τίποτα να τη χάσουμε.