Κατά Ματθαίον 8.22
Ποιητικότατη η φράση του Χριστού! Από τις φράσεις εκείνες που μόλις ακούγονται, όλοι αισθάνονται τη βαθειά διδασκαλία που κρύβουν μέσα τους, η οποία όμως χρειάζεται αρκετό διαλογισμό για να αγγιχτεί έστω και λίγο. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα μικρό βήμα προς την κατανόησή της, γνωρίζοντας βέβαια τις δυσκολίες μιας βαθύτερης ανάλυσης , η οποία θα απαιτούσε περισσότερο χώρο από ότι ένα μικρό άρθρο.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν το σκεπτικό μας. Ο διαλογισμός άλλωστε δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι μέσα σε λέξεις που η κάθε μία αποτελεί έναν σημαντικό σταθμό. Εδώ βλέπουμε τη λέξη «νεκρός» να παίζει έναν κυρίαρχο ρόλο. Τι θα πει νεκρός; Νεκρός =ο μη έχων ζωή μέσα του. Ωραία ως εδώ. Αλλά αισθανόμαστε ότι κατέχουμε τη λέξη νεκρός; Μήπως θα πρέπει πρώτα να σκεφτούμε τι είναι ζωή; Αφού νεκρός είναι αυτός που δεν έχει ζωή, αν εμείς δεν ξέρουμε τι είναι ζωή πώς θα καταλάβουμε τι είναι η έλλειψή της; Αυτός ο εννοιολογικός στοχασμός μπορεί να επιτρέψει μια παρένθεση για έναν φιλοσοφικό στοχασμό: Πώς μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει τι είναι ο θάνατος, αν δεν γνωρίσει πρώτα τη ζωή; (Η ερώτηση μπορεί να τεθεί κι αντίστροφα για όσους δεν φοβούνται τους πολύ προχωρημένους φιλοσοφικούς στοχασμούς). Μήπως για αυτό όλοι οι παραδοσιακοί πολιτισμοί θεωρούσαν τον θάνατο και τη ζωή όψεις του ίδιου νομίσματος; Ας κλείσουμε εδώ προς το παρόν την παρένθεση.
Είναι λοιπόν ώρα να αναρωτηθούμε τι είναι η ζωή. Μέσα στους αιώνες γράψανε διάφορα για αυτήν. Την ονόμασαν περιπέτεια, ρίσκο, δόσιμο, αλτρουισμό, περιέργεια, χαρά, δυστυχία, δράση, βίωση, εμπειρία, μάθημα, ταξίδι, μύηση, ανάμνηση, το μεταξύ διάστημα δύο θανάτων κλπ. Μπορεί ο καθένας να κρατήσει όποιον ορισμό θέλει. Παίρνοντας τώρα κάποια αντίθετα των λέξεων που είδαμε, καταλήγουμε ότι ζωή δεν είναι στασιμότητα, δεν είναι αδράνεια, δεν είναι εγωκεντρισμός, δεν είναι παίρνω μόνο, δεν είναι αμνησία, δεν είναι έλλειψη έρευνας, κλπ.
Σύμφωνα με όλα αυτά ας κάνουμε τώρα τη μεγάλη ερώτηση στον εαυτό μας:
Ζούμε; Ζούμε πραγματικά εμείς; Είσαι σίγουρος ότι απλά δεν επιβιώνεις;
Όταν είμαστε τόσο μετριότητες κυριευμένοι από το φόβο, μια και δεν ξέρουμε από πού ερχόμαστε και που πηγαίνουμε, γιατί γεννηθήκαμε και γιατί θα πεθάνουμε και άδειοι από ιδανικά και ευγενείς σκοπούς. Φοβούμενοι μη χάσουμε «τον τρόπο ζωής μας», ταυτισμένοι με τα ελαττώματά μας που τα σέρνουμε χρόνια και χρόνια κι αγκιστρωμένοι σε υποτιθέμενους φίλους και πρόσωπα που νομίζουμε ότι αγαπάμε, γιατί ολοκληρώνουν το φοβερό κενό που νιώθουμε μέσα μας. Πώς είναι δυνατόν με όλα αυτά να πιστεύουμε ότι είμαστε πραγματικά «ζωντανοί»; Μήπως για αυτό αναρωτιόταν με τόση αγωνία ο Σαίξπηρ: «Να ζει κανείς ή να μην ζει;»
Ενώ η ζωή είναι εναρμόνιση των αντιθέτων, είναι ελευθερία κι αναζήτηση, εμείς φοβόμαστε μην χάσουμε την τηλεόραση, τον υπολογιστή, το αυτοκίνητο, την εικόνα μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γιατί αν δεν υπήρχαν όλα αυτά στη ζωή μας θα είχαμε πολύ χρόνο για να σκεφτούμε …κι αυτό είναι κάτι που δυσκολεύει και πονάει τον καλοβολεμένο εαυτό μας. Και τι ειρωνεία να νιώθουμε ελεύθεροι μέσα σ’ όλα αυτά τα δεσμά και γεμάτοι ζωή, όμως… κουρασμένη ζωή, δυστυχισμένη ζωή, όπου όλα κι αν τα έχει κανείς πάντα του λείπει κάτι …
Ξέρετε καλά για τι πράγμα μιλάω. Για κείνο το μυστήριο που πάντα μας κάνει να σφίγγεται το στομάχι την ώρα που πέφτει ο ήλιος κι η φύση ησυχάζει. Εκείνα τα περίεργα δειλινά, όταν μάλλον κατά λάθος ξεφύγουμε από τον συνηθισμένο εξωτερικό ρυθμό και μείνουμε μόνοι με τον εαυτό μας. Τότε υπάρχει κάτι που φουσκώνει μέσα μας και επιτρέπει ένα απαλό άγγιγμα στη μελαγχολία, κάτι που θέλει να πετάξει μα δεν έχει φτερά και νιώθουμε ενοχές χωρίς να ξέρουμε γιατί. Σαν να έχουμε ξεχάσει κάτι σημαντικό και μένουμε άδειοι σαν τους ανθρώπους που μες στη βροχή χάσανε το τρένο. Το τρένο της ζωής. Κι είναι εδώ που γεννιέται τώρα εκείνη η σκληρή ερώτηση που δεν τολμάμε να κάνουμε στον εαυτό μας. «Μήπως είμαι ένας από τους νεκρούς που εννοεί ο Ιησούς;»
Ο Χριστός εδώ μας δίνει και μια άλλη πληροφορία: «Αφήστε, λέει, να θάψουν τους νεκρούς τους».
Ξεχωρίζει τους νεκρούς της ζωής και τους νεκρούς του θανάτου! Θα λέγαμε ότι η πρώτη κατηγορία είναι οι πνευματικά νεκροί και η δεύτερη είναι οι σωματικά νεκροί, κι αν θεωρήσουμε ότι πνεύμα είναι ισχυρότερο από την ύλη (όπως θεωρείται από τις περισσότερες φιλοσοφίες και θρησκείες), τότε οι πνευματικά νεκροί είναι δύο φορές νεκροί. (Όπως κι αντίστοιχα για την εσωτερική γνώση οι «πραγματικά» πνευματικά ζωντανοί είναι οι δύο φορές γεννημένοι, τίτλος που συναντάμε στην αρχαιότητα να δίνεται σε κάποιους μύστες). Τη διαφορά αυτού που πραγματικά ζει κι αυτού που νομίζει πως ζει, μα την δίνει πολύ παραστατικά ο Πλάτωνας στο μύθο της σπηλιάς. Οι άνθρωποι διηγείται, βρίσκονται αλυσοδεμένοι μέσα σε μια σπηλιά. Οι σκιές τους απεικονίζονται στους τοίχους της σπηλιάς χάρι στο λίγο φως που μπαίνει από την είσοδο της σπηλιάς και σε μια φωτιά που καίει ανάμεσα. Οι αλυσοδεμένοι πιστεύουν ότι η σπηλιά είναι ο μοναδικός πραγματικός κόσμος και οι σκιές τους η αληθινή ζωή. Μόνο όταν κάποιος σπάσει τις αλυσίδες του και βγει έξω από τη σπηλιά θα γνωρίσει την αληθινή ζωή, τον αληθινό κόσμο με τον ήλιο, τα δέντρα, τα ποτάμια, τα πουλιά… Αλλά είναι πολύ γερές οι αλυσίδες που κρατούν τους ανθρώπους στη σπηλιά, κι είναι πολύ δυνατός ο μύθος της ψεύτικης ελευθερίας…..
Ας στείλουμε τώρα τη σκέψη μας σε όλους αυτούς που μας μίλησαν για την αλήθεια που έζησαν σαν αναμμένοι δαυλοί μες στη νύχτα των χρόνων, που δεν δείλιασαν να πεθάνουν μιλώντας για ύπαρξη της αληθινής ζωής, ή που έζησαν με αυτό τον σκοπό. Ίσως τελικά να βρούμε ότι είχε δίκιο ο Δον Κιχώτης και να ‘μαστε εμείς οι τρελοί που βλέπουμε τα κάστρα για ανεμόμυλους. Ας θυμηθούμε τα λόγια ενός άλλου μεγάλους δασκάλου ποιητή, του Χαλίλ Γκιμπράν: «Η ζωή είναι ένα νησί μέσα σε έναν ωκεανό μοναξιάς. Η ζωή σου αδερφέ μου, είναι μοναχική κατοικία. Η ζωή του πνεύματός σου αδερφέ μου, σπαράζει μέσα στη μοναξιά, κι αν δεν υπήρχε ετούτη η μοναξιά, δεν θα ήσουν εσύ, μήτε θα ΄μουν εγώ. Αν δεν υπήρχε τούτη η μοναξιά, ακούγοντας τη φωνή σου, θα πίστευα πως εγώ είχα μιλήσει ή βλέποντας το πρόσωπό σου, θα νόμιζα ότι τη δική μου εικόνα βλέπω στον καθρέπτη».
Μπορούμε να γίνουμε ζωντανοί. Να ζωντανέψουμε τη ζωή μας. Να μάθουμε να δίνουμε στους άλλους, να φωτίζουμε, να αγκαλιάζουμε, να ανοίγουμε δρόμους, να υπακούμε σε ανώτερους ρυθμούς, να βγούμε από τον εγωκεντρισμό μας και ανακαλύψουμε το «εμείς», έτσι ώστε όταν μετά από αρκετά χρόνια γυρίσουμε πίσω τη σκέψη μας στα χρόνια που ζήσαμε, να μπορούμε να πούμε ότι είχε όλο αυτό κάποιο νόημα, ότι βάλαμε κι εμείς ένα μικρό λιθαράκι για να ομορφύνει το ψηφιδωτό του κόσμου. Και ίσως μόνο για αυτό να αξίζει κανείς να ζήσει πραγματικά. Άλλωστε μια άλλη γνωστή φράση του Χριστού, «αγαπάτε αλλήλους» αποτελεί άλλη μια αφορμή για διαλογισμό.