Θα προτιμούσαμε να πεθάνουμε μέσα στον φόβο ,παρά να κουβαλήσουμε τον σταυρό και να αφήσουμε τις ψευδαισθήσεις μας να πεθάνουν.
Αναπαράγουμε το οικείο κι όχι το ευχάριστο.
Προτιμούμε το οικείο έχοντας την αίσθηση, ή την ψευδαίσθηση, ότι ασκούμε ένα είδος ελέγχου πάνω του.
Άλλωστε ως σήμερα με αυτό το οικείο, έχουμε καταφέρει να επιβιώσουμε, αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι επαναλαμβάνοντάς το θα επιβιώσουμε και αύριο.
Τι γίνεται λοιπόν στην περίπτωση που το οικείο είναι δυσάρεστο, απειλητικό και προκαλεί δυσφορία;
Ο ψυχισμός μας έχει την τάση να προτιμάει να το αναπαράγει ακριβώς γιατί προτιμά το γνωστό από το άγνωστο.
Σε επίπεδο ατομικής ψυχολογίας ένας άνθρωπος που έχει ζήσει την σωματική βία μέσα στην οικογένεια κι ενώ γνωρίζει ότι αυτό ήταν πηγή μεγάλου πόνου και δυστυχίας κι επιθυμεί να μεγαλώσει και να ξεφύγει από αυτή την βίαιη οικογένεια, όταν μεγαλώνει ξαναδημιουργεί ή συναινεί στην ίδια κατάσταση διαιωνίζοντας τη βία μέσα στη βιωματική αλυσίδα.
Ο φόβος για το άγνωστο υπάρχει ως έμφυτη κατάσταση και συντηρεί για καιρό τον άνθρωπο στην ψυχική ασθένεια. Και αυτό γίνεται παρόλο που ο άνθρωπος υποφέρει και θέλει να αλλάξει.
Για να επέλθει η αλλαγή χρειάζεται να συνειδητοποιήσει το ότι είναι ανώφελο να ζει με μάταιο πόνο και να πάρει αυτό το ρίσκο της αλλαγής.
Σε κάθε ανθρώπινο επίτευγμα προηγείται η ανάληψη κάποιου μικρότερου ή μεγαλύτερου ρίσκου.
Δεν νοείται πρόοδος και εξέλιξη χωρίς ρίσκο.
Ο φόβος για το άγνωστο είναι μέσα στην ανθρώπινη φύση. Είναι θα λέγαμε ο πιο παράλογος φόβος της ανθρώπινης φύσης. Φοβόμαστε το άγνωστο σημαίνει φοβόμαστε το αύριο, το επόμενο λεπτό, το επόμενο δευτερόλεπτο. Φοβόμαστε την ζωή μας μετά. Και φυσικά στην ρίζα του φόβου για το άγνωστο είναι ο φόβος του θανάτου, που εξίσου είναι παράλογος, αφού αυτή είναι η κοινή μας μοίρα.
Το μυστικό του μεγαλείου του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού βρίσκεται ακριβώς σε αυτή την επεξεργασία του φόβου του θανάτου.
Σε κάθε μυστήριο, σε κάθε τελετή και σε κάθε γιορτή των αρχαίων Ελλήνων ο στόχος είναι να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με την θνητότητά του. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ο άνθρωπος σε όλα τα αρχαία κείμενα αποκαλείται «θνητός» για να μην ξεχνά την μοίρα του.
Το άγνωστο δεν μπορούμε να το αποφύγουμε καθώς δεν μπορούμε να ελέγξουμε ούτε το επόμενο δευτερόλεπτο. Άρα ο φόβος για το άγνωστο πέρα από τον φόβο του θανάτου αφορά και τον φόβο για την μελλοντική ζωή.
Τι γίνεται όμως όταν καλούμαστε να πάρουμε μία απόφαση να μείνουμε ή να φύγουμε από μία γνωστή κατάσταση;
Σε μία τέτοια περίπτωση, χρειάζεται να έχουμε γνώση του παράλογου φόβου για το άγνωστο, να τον παραμερίσουμε προς στιγμή και να επιστρατεύσουμε όσο μπορούμε τον ορθολογισμό.
Η λογική χρειάζεται να μπει μπροστά και να κάνουμε έναν απολογισμό της υπάρχουσας κατάστασης για να δούμε αν πράγματι μένουμε ή φεύγουμε.
Ο όρος «to fight or to fly». Είναι μία διαδικασία έμφυτη στην ζωή. Και η απόφαση πάντα πρέπει να γίνεται μετά από νοητική επεξεργασία της κατάστασης.
Μία γυναίκα που έχει και παιδιά, κακοποιείται καθημερινά από τον βίαιο άντρα της. Η βία συμβαίνει κατ' εξακολούθηση κι όλα δείχνουν ότι τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.
Μένει στο γνωστό και το οικείο ή παίρνει το ρίσκο να φύγει; Τι θα κάνατε στην θέση της;
Φοβούμενη το άγνωστο και μην παίρνοντας την απόφαση να φύγει (μπορεί να επικαλεσθεί αφορμές που έχουν να κάνουν με την πρακτική πλευρά της ζωής-όπως π.χ. την απουσία πόρων κ.ά. αλλά στην ρίζα κάθε οικονομικής εξάρτησης βρίσκεται πάντα η συναισθηματική) μένει στον καταστροφικό αυτό γάμο. Με τον ίδιο τρόπο φοβούμενη το άγνωστο και μένοντας με τον βίαιο σύντροφό της Bertrand Cantat (τραγουδιστή του γνωστού γαλλικού συγκροτήματος «Noir Desir») η Marie Trintignan, (κόρη του διάσημου Γάλλου ηθοποιού Jean Louis Trintignan) χάνει την ζωή της τελικά έπειτα από πτώση μετά από ένα βίαιο σπρώξιμο του από ένα μοιραίο χτύπημα στο κεφάλι…
Στο δίλημμα «μένω ή αλλάζω» η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων θα απαντήσουν το πρώτο.
Το ασυνείδητο του υποκειμένου- ναρκωμένο και τυφλό δεν σκέφτεται. Όταν όλα συνάδουν ότι πρέπει κανείς να μετακινηθεί από το οικείο, γιατί αυτό στρέφεται εναντίον του, και δεν το κάνει, τότε μιλάμε για ψυχική αγκύλωση που μπορεί να σχετίζεται με πλήθος ψυχικών άμυνών με κυρίαρχη την πολύ πρωτόγονη ψυχική άμυνα της άρνησης.
«Όχι δεν συμβαίνει κάτι κακό, όχι δεν καίγεται το σπίτι μου για να το εγκαταλείψω (και άρα μένω να καώ)»..
Το ασυνείδητο είναι τυφλό. Δεν μπορεί κανείς να το γνωρίσει σε όλο του το μεγαλείο. Όσα χρόνια ψυχανάλυσης κι αν κάνει κάποιος, πάντα κάτι ασυνείδητο θα του διαφεύγει.
Από την άλλη, η αλλαγή για την αλλαγή είναι το ίδιο ανόητη όσο η παραμονή στο οικείο, μόνο και μόνο επειδή είναι οικείο. Η αλλαγή που χρειάζεται ανάληψη ρίσκου μπορεί να είναι προϊόν τυχοδιωκτισμού εφόσον βέβαια διώχνει κανείς μία καλή τύχη ανατρέχοντας στην ετυμολογία της σύνθετης αυτής λέξης (τύχη - διώχνω) ή μπορεί να είναι σωτήρια ακόμη και απαραίτητη για την ζωή και την επιβίωση του ανθρώπου.
Υπάρχουν αρκετές μέθοδοι αποχαύνωσης του κριτικού νου. Και όλες στηρίζονται στην ενεργοποίηση του ασυνειδήτου περιεχομένου του. Οι διαφημιστικές καμπάνιες και χειραγωγούμενα μέσα ενημέρωσης έχουν αυτόν τον σκοπό νάρκωσης της κριτικής σκέψης.
Στην επιστράτευση του ορθολογισμού χρειάζεται κάποιος να έχει καθαρή σκέψη έχοντας επίγνωση των λιγότερο ή περισσότερο παράλογων φόβων.
Να εξετάσει λογικά κάθε παράμετρο στην υπάρχουσα κατάσταση που είναι γνωστή και εφόσον η κατάσταση δεν είναι ωφέλιμη να πάρει το ρίσκο του αγνώστου με στόχο την βελτίωση (ή και την διατήρηση πολλές φορές) της ζωής του.
Σε κάθε περίπτωση:
Η διατήρηση του παραλόγου προς χάριν του φόβου του αγνώστου το μόνο που κάνει είναι να τρέφει το παράλογο στο διηνεκές και να το μεγαλώνει.
Ο βίαιος σύζυγος θα γίνεται όλο και πιο βίαιος όσο η γυναίκα του παραμένει φοβούμενη το άγνωστο.
Ο τοξικομανής γιος θα γίνεται όλο και πιο ακραίος στην συμπεριφορά του, εφόσον το οικογενειακό σύστημα είναι αγκυλωμένο και αρνείται την οποιαδήποτε αλλαγή.
Κάθε ανοχή μας στην οποιαδήποτε μορφή βίας συμβάλλει στην ενδυνάμωσή της·
...και τότε μπαίνουμε σε ένα σαδομαζοχιστικό παιχνίδι εξάρτησης από το οποίο μοιάζει (αλλά δεν είναι) αδύνατο να ελευθερωθεί το υποκείμενο.
Μήπως θα έπρεπε να σκεφτούμε με τους ίδιους όρους και σε θέματα περισσότερο συλλογικά; Σε αποφάσεις και διλήμματα που σχετίζονται με το «Μένω» ή «Αλλάζω»;
Μήπως ενίοτε το άγνωστο είναι πιο ελπιδοφόρο από το οικείο, αν το οικείο γίνεται όλο και πιο δύσκολο για την επιβίωση;