Ευχαριστώ, παρακαλώ, συγνώμη και πληθυντικός ευγενείας. Γνώσεις αποκτηθείσες από το σχολείο. Σχεδόν παλαιολιθικές. Μουσειακά κομμάτια που τα περιεργάζεται κανείς ξαφνιασμένος.
Θυμάσαι τότε; Γυρίζει και λέει στο διπλανό του.
Τότε...
Πως προσδιορίζεται αυτό το τότε;
Τότε... Παλιά... Όχι και πολύ παλιά τώρα που το λέμε, βέβαια...
Αλλά σε μια άλλη εποχή σίγουρα.
Που οι σχέσεις ήταν αλλιώς. Που οι άνθρωποι ήταν αλλιώς.
Λιγότερο αγενείς, επικριτικοί, προσβλητικοί. Λιγότερο ανυπόμονοι και νευρικοί. Λιγότερο αδιάφοροι. Και περισσότερο άνθρωποι.
Μπορεί όλο αυτό να ακούγεται σαν κλασική ρομαντική λογοτεχνία, αλλά έτσι είναι φίλε μου.
Αλλάξαμε.
Μας πήρε μπάλα η κρίση; Μας πήρε και μας σήκωσε ο αέρας της προόδου;
Μάθαμε να χειριζόμαστε τα πιο εξελιγμένα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής μας και ξεχάσαμε άλλα... Βασικά...
Βρήκαμε την πρόοδο και χάσαμε τον άνθρωπο. Τρομάρα μας.
Προχθές πλακώθηκαν πάλι στο δρόμο. Ολοένα και συχνότερα γίνεται. Κάποιος ανυπόμονος θα κορνάρει, κάποιος θα θιχτεί παίρνοντας την κόρνα προσωπικά, θα ανταλλάξουν δυο κουβέντες, θα πιαστούν και λίγο στα χέρια. Έτσι για να πάει καλά η μέρα.
Στο μετρό, το ίδιο. Πλακώθηκαν για τις θέσεις. Πήγαν από δύο διαφορετικές μεριές να καθίσουν στη μοναδική ελεύθερη κι έπεσε ο ένας πάνω στον άλλο. Κι αντί να γελάσουν, άρχισαν τα κοσμητικά.
Τα οποία κοσμητικά έχουν γνωρίσει τρελή εξέλιξη. Παλιότερα δύο τρεις λεξούλες ήταν αρκετές για να σοκάρουν. Σήμερα, όμως, ολόκληρο λεξικό και δεν φτάνει.
Όσο για την καλημέρα, το ευχαριστώ και το παρακαλώ ή το συγνώμη, τα καταντήσαμε είδη πολυτελείας. Τα αποφεύγουμε λόγω βαριάς φορολογίας. Λες και δεν είμαστε ήδη αρκετά χρεωμένοι και θα μας βαρύνουν αυτά.
Κρίμα.
Να αφήνουμε το μέσα μας να χαλιέται τόσο πολύ που να ξεχνάμε τους τρόπους μας. Να ξεχνάμε πως είμαστε άνθρωποι με ήθος, τρόπους και σεβασμό. Ή οφείλουμε να είμαστε.
Ξεχνάμε πως οι καυγάδες και οι εντάσεις χαλούν πρώτους από όλους εμάς. Μας δηλητηριάζουν. Μας απομονώνουν από τους γύρω μας.
Όχι φίλε, αν είσαι τόσο νευρικός κι ευέξαπτος, αν δε σε νοιάζει ότι τα λόγια σου θα με προσβάλλουν ή θα με πληγώσουν, δε μου κάνεις.
Αν σου λέω καλημέρα κι εσύ γρυλίζεις αντί να μου την «επιστρέψεις», πάλι δε μου κάνεις.
Να τη βράσω την εξέλιξη αν ξεχάσω πως είναι να είμαι άνθρωπος. Αν πάψει να με νοιάζει αν θα μιλήσω με αγένεια σε κάποιο μεγαλύτερο ή αν θα προσφέρω τη θέση μου σε κάποιον με κινητικά προβλήματα.
Αφήστε με στα σπήλαια να ακούω καλημέρα, συγνώμη κι ευχαριστώ. Να νιώθω ευγνωμοσύνη κι όχι θυμό. Να μην είμαι μόνιμα τσατισμένος επειδή ο ήλιος βγήκε από την ανατολή.
Να μη σαρώνει το κεφάλι μου αέρας δυνατός που με παρασέρνει σε κάτι που δε θέλω να είμαι. Σε ένα νευρικό, αποξενωμένο πλάσμα που δε σέβεται τίποτα και χαλιέται με το παραμικρό. Και ξεσπάει όπου βρει. Δε θέλω να με πάρει και να με σηκώσει αυτό το ρεύμα της αγένειας.
Τα ανεμοδαρμένα ύψη της αγένειας...
Τα απλά θέλω. Τα ήσυχα, τα σεβαστικά, όπως θα έλεγε και η γιαγιά μου. Κι ας φαίνεται αναχρονιστικό. Θέλω τον άνθρωπο να αντιμετωπίζεται με σεβασμό και οι εντάσεις με διάλογο. Θέλω την αύρα μου φωτεινή κι όχι μπαρουτοκαπνισμένη από τσατίλες.
Και θα το κάνω. Γιατί μπορώ.
Όλα τα μπορώ αρκεί να το θελήσω.
Κι αν το προσπαθήσεις κι εσύ το μπορείς.
Αναλώσου να φτιάξεις ότι χάλασες κι όχι να βρίσκεις δικαιολογίες γιατί παραμένεις «χαλασμένος».
Μπορείς. Όλοι μας μπορούμε.
Το θέμα είναι να το θελήσουμε. Κι αν σε ζορίζει η αρχή, ξεκίνα από τα απλά, όπως τα πιτσιρίκια της πρώτης δημοτικού. Με γραμματάκια στη σειρά και συλλαβισμό.
Α Ν Θ Ρ Ω Π Ο Σ.. κι ότι αυτό πρέπει να σημαίνει.
Της Στεύης Τσούτση