Το ποιητικό κείμενο που βρίσκεται στο βιβλίο του Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης. Βρίσκεται στο 31ο κεφάλαιο του βιβλίου, και αποτελείται από έναν εσωτερικό, σπαραχτικό, εξομολογητικό μονόλογο του κεντρικού ήρωα του βιβλίου του Ιώβ. Μονόλογο-απάντηση, στις κατηγορίες των τριών φίλων παρηγορητών του: του Ελιφάς, του Βιλδάδ και του Σωφάρ. Οι φίλοι αυτοί επέμεναν, ότι ο Ιώβ υπέφερε τα όσα υπέφερε (απώλεια των τέκνων του, ολόκληρης της περιουσίας του και της υγείας του) εξαιτίας των αμαρτιών του.
Ο συγγραφέας του εξόχου, του αριστουργηματικού αυτού ποιήματος, παρουσιάζει τον Ιώβ απ’ το 2ο κεφάλαιο να εξανίσταται στις κατηγορίες, γιατί γνωρίζει ότι υπήρξε δίκαιος, αγαθός και υποδειγματικός στη ζωή του. Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να δεχθεί ότι τιμωρείται από το Θεό εξαιτίας κάποιων ανύπαρκτων ανομημάτων του. Και πάνω σ’ αυτήν την έξαρση ή σ’ ένα επινίκιο άσμα, που περιέχει ένα είδος όρκου-καθαρισμού (reinigungseid), τονίζει την αγνότητα, τη δικαιοσύνη του, την ευθύτητά του, την φιλανθρωπία του, την ανιδιοτέλειά του, την αγνή λατρεία του στο Θεό, την ευγένεια[1] και τη φιλοξενία του, χρησιμοποιώντας 17 διερευνητικά ερωτήματα συνείδησης που αρχίζουν ακριβώς με το ερώτημα «αν».
Τα ερωτήματα αυτά προκαλούν και αφυπνίζουν τον αναγνώστη κάθε εποχής, αφού οδηγούν σε σκέψεις υψηλής ηθικής στάθμης, με γνώμονα μόνο τη συνείδηση του ανθρώπου. Το ενδιαφέρον αυτό ποίημα το μεταφράζω από το μασοριτικό-εβραϊκό κείμενο, στηριζόμενος κυρίως στη δίγλωσση έκδοση του J. Green και στη μετάφραση Αθ. Χαστούπη (Αγία Γραφή, τόμ. 2ος, Αθηναι 1969) χρησιμοποιώντας όμως, σε ορισμένα σημεία, και σύγχρονες άλλες μεταφράσεις, με μερικά διαφωτιστικά σχόλια για την καλύτερη κατανόησή του από τον αναγνώστη.
Πώς λοιπόν να γλυκοκοιτάξω παρθένα;[2]
Και ποια είναι η κληρονομιά του παντοδύναμου από ψηλά (για μένα;)
και η συμφορά γι’ αυτούς που εργάζονται την ανομία;
Kαι δεν μετράει τα βήματά μου;
και το πόδι μου πάτησε δόλιο δρόμο,
και ο Θεός ας γνωρίσει την ακεραιότητά μου.
και η καρδιά μου ακολουθεί των ματιών μου την επιθυμία, [3]
κι αν στα χέρια μου υπάρχει βρωμιά
κι οι απόγονοί μου να ξεριζωθούν.
ή αν παραμόνεψα στη θύρα του συντρόφου μου,
κι άλλοι ας πλαγιάσουν πάνω της.
και αμάρτημα αξιοκατάκριτο.
και όλα τα γεννήματά μου θα τα ξεριζώνει.
όταν είχαν μαζί μου διαφορές,
Όταν με επισκεφθεί, τι λόγο θα του αποκριθώ;
δεν έπλασε κι εκείνον;
Μήπως ο ίδιος (Θεός) δεν μας διαμόρφωσε μέσα στη μήτρα;[5]
ή εξαιτίας μου τα μάτια της χήρας κλάψανε,
και απ’ αυτό ο ορφανός δεν ψωμίστηκε
κι από την κοιλιά της μάνας μου την οδηγούσα).
ή φτωχό που να μην έχει να σκεπαστεί
και με το μαλλί των προβάτων μου δε θερμάνθηκε
διακρίνοντας την υπεροχή μου στην πύλη[7]
και το χέρι μου ας θρυψαλιαστεί απ’ τον αγκώνα
και δε θα μπορούσα ν’ αντέξω απ’ τη μεγαλειότητά του.
ή είπα στο καθαρό χρυσάφι,
συ ήσαι το στήριγμά μου,
και γιατί το χέρι μου βρήκε αφθονία απ’ αγαθά,
ή την λαμπερή σελήνη να περπατάει (στον ουρανό)
ή το χέρι μου με το στόμα μου φίλησα, [8]
διότι θα είχα αρνηθεί τον Θεό τον ύψιστο.
κι αν ευχαριστήθηκα επειδή κάποια συμφορά τον βρήκε
εστομίζοντας εναντίον τον κατάρα),
«ποιος μπορεί να δείξει κάποιον που να μην χόρτασε από τα κρέατά του;»
γιατί η πόρτα του σπιτιού μου ορθάνοιχτη ήταν στον ξένο),
κρύβωντας την ανομία μου στον κόλπο μου,
και σκιαζόμουνα απ’ των οικογενειών την περιφρόνηση
ώστε να σιωπάσω και να μη βγω στην εξώπορτά μου,
Ιδού η επιθυμία μου! Να μου αποκριθεί ο Παντοδύναμος!
ή να ‘γράφε για μένα ο αντίδικός μου[10] ένα βιβλίο[11]
θα το περιτύλιγα γύρω μου σα στεφάνι
σαν αρχηγός θα τον πλησίαζα.
κι όλα τα αυλάκια της μαζί της κλαίγανε,
ή έβγαλα των γεωργών της την ψυχή,
και αντί για κριθάρι ζιζάνια.[12]