Από τότε που υπάρχουν άνθρωποι εις την γην, διεπιστώθη η ανάγκη της δημιουργίας κοινωνιών. Αι κοινωνίαι όμως αυταί έπρεπε να στηρίζωνται σε νόμους. Και εκάθησεν ο άνθρωπος και έκαμε νόμους. Πόσους; Είναι αδύνατον να μετρηθούν. Και όμως παρά την πολυνομίαν, βασιλεύει ατυχώς η ανομία. Οι άνθρωποι δεν είναι ευτυχισμένοι. Σχεδόν κυριαρχεί το ψέμα, η αβεβαιότης, η αδικία.
Ιδού όμως σήμερον ένας νόμος. Είναι παλαιός. Πάντοτε, παρά ταύτα, νέος. Απλούς, σύντομος, σωτήριος. «Αυτά που θα ήθελες να κάμουν οι άλλοι σε σένα, αυτά πρέπει να κάμης και συ εις αυτούς». Πόσον ευκολονόητος ο νόμος αυτός! «Χρυσούς κανών» ωνομάσθη· ακριβής ζυγαριά κοινωνικής δικαιοσύνης. Και η μακρά ανθρωπίνη πείρα απέδειξεν, ότι κάθε άλλη νομοθεσία, μη στηριζόμενη εις τον κανόνα αυτόν, που διετύπωσεν ο Κύριος, καταντά ψευδές κατασκεύασμα και απατηλό σκέπασμα ατομισμού και αδικίας.
Ας ίδωμεν, λοιπόν, την εφαρμογήν του θείου αυτού νόμου ει’ς την σύγχρονον κοινωνίαν μας.
1.Είσαι εις την κορυφήν;
«Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιτείτε αυτοίς ομοίως». Δηλαδή, τι θα ήθελες συ από τους προισταμένους σου, εάν ήσο ένας από τους υφισταμένους, τους εργάτας, τους υπηρέτας; Θα ήθελες, φυσικά, δικαίαν αμοιβήν, δίκαιον ημερομίθσιον, που απαιτεί η αναγνώρισις των δικαιωμάτων, τα οποία έχεις και συ εις την ζωήν.
Και θα εύρισκες τόσον αληθινόν τον λόγον του Κυρίου: «άξιός εστιν ο εργάτης της τροφής αυτού» (Ματθ. ι΄10). Αφού, δηλαδή, εργάζεται δικαιούται να έχη τα μέσα διά την τροφήν του και την συντήρησίν του. Αι! λοιπόν.
Τώρα, που είσαι συ προιστάμενος, εργοδότης, αξιωματούχος «ποίει ομοίως». Δεν έχεις το δικαίωμα, λέγει ο Κύριος, να αδικής τον υφιστάμνεό σου, να τον εκμεταλλεύεσαι, να τον αφήνης να πεινά και να βλέπη την οικογένειά του να λυώνη ωσάν την λαμπάδα από την δυστυχίαν και τον υποσιτισμόν.
Έλα εις την θέσιν του κατωτέρου σου. Ζήσε διά μερικές στιγμές την ζωήν του, κι έπειτα κρίνε ποίον είναι το καθήκόν σου. Αν εγίνετο αυτό, δεν θα εδημιουργούντο εις την κοινωνίαν αι μεγάλαι αδικίαι και τα εγκληματικά λάθη, που βλέπομεν σε κάθε βήμα. Αφάνταστοι αι αδικίαι εις βάρος των πτωχών, των μικρών, των αδυνάτων. Πλουτίζουν με το αίμα των συναθρώπων των πολλοί. Καταπατούν στοιχειώδεις αρχάς δικαιοσύνης. Και ο μικρός πιέζεται. Η φωνή του δεν ακούγεται. Ούτε ο στεναγμός του.
Ποτίζει με δάκρυ και αίμα το λιγοστό ψωμί του. Φοβερόν! Άνθρωπε, διατί λησμονείς το παράδειγμα του Κυρίου; Ήτο Θεός, κυρίαρχος, παντοκράτωρ. Και όμως έγινε δούλος, διά να γίνωμεν ημείς κύριοι, ελεύθεροι, ευτυχείς. «Ουκ ήλθον διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι», είπεν ο Κύριος. Πως κατόπιν τούτου τολμώμεν ημείς και περιφρονούμεν και αδικούμεν τον αδελφό μας; Έπειτα, η ζωή είναι τροχός. Δεν είναι καθόλου παράδοξον να ευρεθής κάποτε και συ εις την θέσιν του υφισταμένου.
Πόσοι πρώην εργοσταρχιάρχαι έγιναν εργάται, πτωχοί, άστεγοι! Και τότε; Αλλά και αυτό να μη γίνη, μη λησμονώμεν, ότι όλοι μας έχομεν «Κύριον εν ουρανοίς», ο Οποίος θα ζητήση κάποτε λογαριασμόν. Δεν φοβούμεθα την οργήν του αιωνίου και αδεκάστου Νομοθέτου και Κριτού;
2.Είσαι εις την βάσιν;
Δεν είσαι όμως προιστάμενος. Είσαι υφιστάμενος, εργάτης. Έχει και διά σε εφαρμογήν ο «χρυσούς κανών». Τι, λοιπόν, θα ήθελες εκ μέρους των υφισταμένων σου, αν ήσο προιστάμενος; Βέβαια, ποιότητα εργασίας καλήν, ειλικρίνειαν, τιμιότητα, εργατικότητα. Τώρα όμως είσαι υφιστάμενος. Καλείσαι, λοιπόν, να θέσης εις εφαρμογήν όλα όσα ζητείς από τους άλλους. Εργάσου, συνεπώς, τίμια. Όχι ψεύτικη δουλειά.
Όχι πονηρία και δόλος. Εάν ήτο προηγουμένως άδικος ο προιστάμενος, ο οποίος δεν ήμειψεν όσον έπρεπε τον εργάτην, ο οποίος ηδίκησε τον μικρότερον, τώρα είσαι και συ άδικος, διότι δεν εργάζεσαι ευσυνειδήτως, δεν κάνεις την δουλειά σου με ειλικρίνειαν και τιμιότητα. Μη παραπονήσαι κατόπιν, αν οι άλλοι σε αδικούν.
Να γιατί ζώμεν εις μία ατμόσφαιραν δολιότητος και ψεύδους. Διότι δεν υπάρχει εκατέρωθεν δικαιοσύνη και αγάπη. Και όταν λείπουν αυτά, φυσικόν είναι να εμφανίζεται ο δόλος, ο ανταγωνισμός, η «ταξική πάλη», που νεκρώνει τον κοινωνικόν οργανισμόν και υποσκάπτουν τα θεμέλια της ειρηνικής κοινωνικής ζωής.
Ο Απόστ. Παύλος, διά να τονίση την ανάγκη της συνεργασίας των ανθρώπων με πνεύμα κατανοήσεως, αγάπης και δικαιοσύνης, χρησιμοποιεί το εξαίρετον παράδειγμα των μελών του ανθρωπίνου σώματος. Μας εκπλήσσει η αρμονία και η τάξις, που επικρατούν μεταξύ των.
Το ένα βέβαια μέλος είναι καρδιά, δηλ. προνομιούχον· δεν σημαίνει όμως αυτό, ότι δικαιούται να αδιαφορήση διά τον δάκτυλον του ποδιού. Στέλλει έτσι και εκεί αίμα, διά να το θρέψη. Το άλλο είναι εγκέφαλος, δηλαδή κυβερνήτης του οργανισμού. Βλέπει όμως με ενδιαφέρον όλα τα υπόλοιπα μέλη.
Και φροντίζει με στοργήν. Τι θα εγίνετο τώρα, αν τα ισχυρότερα μέλη ηρνούντο να συνεργασθούν με τα ασθενέστερα; Θα έπαυε κάθε ζωή και ο οργανισμός θα ενεκρούτο.
Οργανισμός είναι και η κοινωνία, με μέλη τους ανθρώπους. Αν χρειάζωνται τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα μέλη, χρειάζονται όμως και τα μικρά. Και αν οι μεγάλοι οφείλουν να συμπεριφέρονται με αγάπην και δικαιοσύνην, οφείλουν, επίσης, και οι μικρότεροι και οι ασημότεροι και οι υφιστάμενοι να φέρωνται με δικαιοσύνην και τιμιότητα. Ο «χρυσούς κανών» εξ ίσου αναγκαίος και απαραίτητος και διά τους δύο. Επαναλαμβάνομεν: Και διά τους δύο.
3. Η οριζοντία γραμμή.
Όπου έπειτα και αν στρέψωμεν το βλέμμα μας, θα ίδωμεν γύρω μας τόσους ανθρώπους, που δεν έχουν μεν με ημάς σχέσιν υπαλλήλου, ή υφισταμένου, ή προισταμένου, συναλλάσονται όμως μαζί μας, συνεργάζονται, έρχονται εις κοινωνικάς σχέσεις, ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας.
Τι, λοιπόν, θα ήθελες να σου κάμη ο άλλος, όταν συ είσαι λ.χ. ο καταναλωτής, ο αγοραστής των ειδών; Ζητείς πρώτον «σωστό ζύγι». Και ενθυμείσια εδώ πόσην σημασίαν έχει η εντολή του Θεού: «Ου ποιήσετε άδικον εν κρίσει, εν μέτροις και εν σταθμοίς και εν ζυγοίς. Ζυγά δίκαια και σταθμία δίκαια έσται εν υμίν» (Λευιτικόν, ιθ΄ 35-36).
Αλλά διατί δεν αντιλαμβανόμεθα ότι τοιούτου είδους δικαιοσύνην πρέπει να εφαρμόζωμεν πρώτα ημείς εις το έργον μας; Η ευσέβεια δεν είναι μέσον που πρέπει να δεσμεύη μόνον τους άλλους, διά να μη αδικούν ημάς, αλλά στοιχείον απαραίτητον και της ιδικής μας ζωής. Διότι διαφορετικά, θα εφαρμοσθή αυτό που λέγει η Αγία Γραφή; «Βδέλυγμα τω Κυρίω πας ο ποιων ταύτα».
Συμβαίνει συχνά πολλοί άνθρωποι να διαμαρτύρωνται διά την αδικίαν, που κάμουν οι άλλοι εις βάρος των. Όταν όμως ευρεθούν εις παρομοίαν κατάστασιν οι διαμαρτυρόμενοι διά την αδικίαν, αδικούν και αυτοί και καταπατούν τον νόμον της αγάπης. Λησμονούν το «καθώς θέλετε…».
Αυτός είναι ο άνθρωπος, που δεν έχει μέσα του συναίσθησιν των ευθυνών του και συνείδησιν του χρέους του απέναντι των άλλων. Αδικεί, καταπατεί, αδιαφορεί διά τον άλλον.
Πάσχει έπειτα ο άλλος; Στερείται και υποφέρει; Έχει ανάγκην προστασίας; Πως θα ήθελες να σου φερθούν οι γύρω, εάν συ ήσο ο υποφέρων; Δεν θα επεθύμεις να σκύψουν οι άλλοι επάνω σου με στοργήν, και ενδιαφέρον, με κατανόησιν; Να δροσίσουν το μέτωπό σου, που το καίει ο πυρετός;
Να σε βοηθήσουν διά την εξοικονόμησιν των μέσων της ζωής. Λοιπόν, το δίκαιον επιβάλλει, να φερθής και συ κατά το ίδιον τρόπον προς τον διπλανόν σου, που ευρίσκεται σήμερα εις κατάστασιν ανάγκης. Δεν είναι αυτό μόνον πράξις φιλανθρωπίας. Είναι κυρίως έργον δικαιοσύνης και εφαρμογής του νόμου του Θεού.
Θα ήθελες έπειτα ο άλλος να επιβουλευθή την περιουσία σου;
Θα ήθελες να πληγώση την ηθικήν της οικογενείας σου; Θα ήθελες να τραυματίση την υπόληψίν σου; Θα ήθελες να σε πικράνη με τα λόγια του, τα γεμάτα χολήν; Θα ήθελες να σε εχθρεύεται και να παρεμποδίζη το έργον σου; Χίλιες φορές όχι. Σωστά. Συνεπώς, και συ μη το κάμης αυτό στους άλλους. Αγάπα τους, μη τους πικραίνης, μη λες πικρόχολες κουβέντες, μη ανοίγης πληγές, μη σβήνης τη χαρά από τις ψυχές των άλλων. Βαμβάκι στο χέρι σου, και λάδι. Όχι σουβλί και δηλητήριον…
Θα ενθυμείσθε ασφαλώς τον ωραίον εκείνον μύθον του Αισώπου. Μια κόττα εγύριζεν εις την αυλήν του σπιτιού και ζητούσε σκουλήκια. Ψάχνει παντού. Αίφνης με το πόδι της, εκεί που σκαλίζει, ανακαλύπτει στα χώματα ένα πραγματάκι, που γυαλίζει… Το τσιμπάει. Δεν τρώγεται. Το ξανακοιτάζει. Άχρηστο πράγμα…. Δεν είναι σκουλήκι, που ζητάει αυτή… Και με το πόδι της το πετάει μακριά.
Περνούσε κάποιος την ώρα εκείνη. Το είδε. Έσκυψε και το επήρε. Ήταν ένα διαμάντι μεγάλης αξίας…
Περνούσε κάποιος την ώρα εκείνη. Το είδε. Έσκυψε και το επήρε. Ήταν ένα διαμάντι μεγάλης αξίας…
Πόσες φορές παθαίνομε και ημείς σαν την κόττα! Κάνομε νόμους, οργανισμούς, συνθήκας, συμφωνίας. Ματαίως. Ούτε δικαιοσύνη, ούτε αγάπη, ούτε ειρήνη. Γιατί άρα γε; Διότι συνήθως πετάμε το….. διαμάντι! Τον νόμον του Θεού! Αδίκως θα περιμένωμεν βελτιώσιν. Ας το καταλάβωμεν καλά. Δεν χρειάζονται πολλοί νόμοι και απειλές. Σχίσατε τους ανθρωπίνους κώδικας, αν θέλετε. Αναρτήσατε όμως παντού, εις τα δικαστήρια, εις τα καταστήματα, εις τα σχολεία, εις τις καρδιές, προ παντός των ανθρώπων, τον σύνοντομον αυτόν, αλλά και σωτήριον, νόμον του Θεού. Από ένδεκα λέξεις μονον αποτελείται. Είναι όμως το πιο πολύτιμο διαμάντι του κόσμου.
Η μοναδική χρυσή και αιώνια βάσις της κοινωνίας. Αρκεί μόνον να σκύψωμεν και να πάρωμεν με ευλάβειαν στα χέρια μας τον νόμον του Θεού, το διαμάντι αυτό, που -τι κρίμα! -ο κόσμος το έχει πετάξει… Αλλά θα το πάρωμεν, άραγε;
Από το βιβλίο
Λύχνος τοις ποσί μου
Λόγοι εις τα Ευαγγέλια των Κυριακών