Τραβάτε μπρός ταξιδιώτες!
που δεν ξεφεύγετε από το παρελθόν
Σέ διαφορετικές ζωές, ή σε κανένα μέλλον^
Δέν είστε οι ίδιοι που έφυγαν απ’ το σταθμό
Ή που θα φτάσουν σε κάποιο τέρμα,
Ενώ οι ράγες που στενεύουν
γλιστρούν πίσω σας?
Καί στο κατάστρωμα του πλοίου που τρέμει
Κοιτάζοντας το αυλάκι να φαρδαίνει πίσω σας,
Δέν θα σκεφτείτε «το παρελθόν τέλειωσε»
Ή «το μέλλον είναι μπροστά μας».
T.S.Eliot, The Dry Salvages.
Όταν ομιλώ για τον Ισαάκ τον Σύρο, είναι σαν να ομιλώ για ένα πρόσωπο οικείο. Στόν αββά Ισαάκ βρήκα απαντήσεις στο βαθύτερο αίσθημα που έχω για τη ζωή.
Όλη η εκφραστική μου προσπάθεια είναι να εκφράσω το όραμα που εσωτερικά με συνέχει. Τό όραμα δεν είναι μια σύλληψη του μυαλού που υπαγορεύεται από εξωτερικά δεδομένα, αλλά μια κατάσταση εσωτερική, που μπορεί να σαρκωθεί διά του λόγου. Σκοπός μας, κατά τον άγιο Ισαάκ, είναι από την ίδια την άσκησή μας να γεννηθεί η γνώση, αφήνοντας πίσω ό,τι είναι περιττό για το ταξίδι μας, και έχοντας το νού μας μόνο στο ταξίδι. Ένα ταξίδι που προϋπόθεσή του είναι η καθήλωση, και που η οδυνηρή καθήλωση μετατρέπεται σε θαυμαστή πορεία. Είναι η εν ακινησία κίνηση της ψυχής μέσα στο παρόν που σε εισάγει στο θαυμαστό.
Ο εσωτερικά καθημαγμένος άνθρωπος, ο μη έχων που την κεφαλήν κλίναι, στρέφεται στον Χριστό, και μια άγνωστη ελπίδα ανατέλλει εντός του. Η ίδια η καθήλωση γίνεται κίνηση, γίνεται ταξίδι σε νοήματα ξένα. Καταλαβαίνει ότι όλοι είμαστε εν οδώ και ότι στο χέρι του καθενός είναι να συμμετάσχει σ’ αυτό το ταξίδι, αφήνοντας πίσω κάθε άλλη επιθυμία, χωρίς να θέλει να είναι τίποτε άλλο απ’ ό,τι το ταξίδι υπαγορεύει. Σιωπηλός, εν εγρηγόρσει, στα τεκταινόμενα του κόσμου αμέτοχος, σφύζει από ζωή. Τίποτα δεν ταράζει την εσωτερική του κατάσταση που ριζώνει στην ησυχία.
Ο Ισαάκ δεν είναι μόνο μεγάλος ασκητής, αλλά και μέγας ποιητής. Φέρνει την ποίηση στη ζωή της Εκκλησίας, μάλλον μας λέγει πώς η ζωή της Εκκλησίας είναι ποίηση, και ο τρόπος να ζεί κανείς μέσα στην Εκκλησία είναι κατεξοχήν ποιητικός. Όχι όπως συμβαίνει σήμερα, που η ποίηση έχει εξοβελιστεί, και όλα έχουν πάρει μια χροιά πρακτική και ωφελιμιστική, ή άκρως θεωρητική και αφηρημένη.
Ένας αέρας ακατανόητος, λαμπερός και διαυγής διαπερνά τα γραπτά του αββά Ισαάκ. Αέρας για τα πανιά της ψυχής. Είναι σαν να βρίσκεσαι έξω από τα όρια του κόσμου, καταλαβαίνοντας που φτάνουν αυτά τα όρια. Ανατρέπεται κάθε ανθρώπινη πολιτισμική τάξη, για να αναδειχτεί η αναγέννηση εκ των ένδον που εδράζεται στην αγάπη και μόνο. «Ο κόσμος έσμιξε με τον Θεό, και κτίση και Δημιουργός έγιναν ένα»[i]. Τούτη η φράση μας εισάγει στην πραγματικότητα ενός μοναδικού παρόντος, που προϋποθέτει ένα στάδιο καρτερίας και συναγωγής του νού στα ενδότερα της υπάρξεως. Μάς λέγει ο αββάς Ισαάκ ότι σμικρύνεται η καρδιά απ’ το περίσσευμα της ελεημοσύνης, και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δεί να γίνεται η παραμικρή βλάβη ή κάτι το λυπηρό στον κόσμο[ii]. Τούτη η σμίκρυνση της καρδιάς, αυτή η βυθομέτρηση της συντετριμμένης από τον πόνο του κόσμου καρδιάς, της ποτισμένης από νού, μας δίνει μια αίσθηση της θείας ευσπλαχνίας. Η καρδιά συντρίβεται από τον πόνο του κόσμου, όταν γνωρίσει πώς Θεός και κόσμος έγιναν ένα. Είναι η εγκατάλειψη όλων των προσωπείων και όλων των ιδιοτήτων εν ονόματι της αγάπης. Εκεί μας οδηγεί η Ενσάρκωση του Χριστού. Ο άγιος Ισαάκ λέγει πώς η γέννηση του Χριστού είναι το ευτυχέστερο γεγονός που συνέβη στην ιστορία του κόσμου. Καί μας λέγει ακόμα πώς ο Θεός ενσαρκώθηκε όχι για να μας λυτρώσει από την αμαρτία, αλλά για να γνωρίσει ο κόσμος την αγάπη Του. Ο Θεός είναι ο πανάγαθος Πατέρας όπου σ’ αυτόν όλα τα λογικά όντα βρίσκουν τη θέση τους, χωρίς καμιά αντίθεση και αντιπαλότητα. Καμιά κατηγορία μπροστά Του δεν ευσταθεί, και η ενοχή είναι άγνωστη.
Ο αββάς Ισαάκ πλησιάζει και αποκαθιστά τον άνθρωπο. Μάς εισάγει σε μια φωτεινότητα αδιανόητη^ ένα λαμπρό άστρο, ένας ήλιος που αναδύεται στον σκοτεινό ουρανό και τον φωτίζει με φως υπερκόσμιο. Εξετάζοντας τα γραπτά του αναλογιζόμαστε το ευαγγελικό: «Δεί δε προσκυνείν τον Θεόν εν πνεύματι και αληθεία». Ο Ιησούς μιλά πάντοτε με όρους της Βασιλείας των Ουρανών και όχι με όρους τούτου του κόσμου. Γνώμονας των λόγων Tου είναι η Βασιλεία του Θεού. «Παρεγένοντο δε προς αυτόν η μήτηρ και οι αδελφοί αυτού, και ουκ ηδύναντο συντυχείν αυτώ διά τον όχλον. Καί απηγγέλθη αυτώ λεγόντων^ η μήτηρ και οι αδελφοί σου εστήκασιν έξω ιδείν σε θέλοντες. Ο δε αποκριθείς είπε προς αυτούς^ μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοι εισίν οι τον λόγον του θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν»[iii]. Καί οι εφαρμόζοντες τον λόγο του Θεού δεν είναι εκείνοι που τον «επιβάλλουν» στους άλλους σύμφωνα με το δικό τους θέλημα και την δική τους αντίληψη, αλλά εκείνοι που τον εφαρμόζουν στον εαυτό τους, ώστε μέσα στην προσμονή να λάμψουν στο φως.
Η εν πνεύματι προσκύνησις δεν είναι άμοιρη του φωτός του μέλλοντος αιώνος, που μπορεί να καταυγάσει την ζωή του ανθρώπου, παρέχοντάς του δυνάμεις αστείρευτες υπομονής των δοκιμασιών και των θλίψεων. Εκεί που η παρούσα ζωή δεν προσφέρει παρά απόγνωση και αποκαρδίωση, έρχεται το φως του μέλλοντος αιώνος, η ελπίδα και η προσδοκία που ξεπερνά την πεπερασμένη ζωή του ανθρώπου, και μια δύναμη που δεν γνωρίζει από που προέρχεται αναδύεται στα σωθικά του. Η ίδια η επίγνωση της ματαιότητας είναι που γεννά την ελπίδα του μέλλοντος αιώνος.
Εκεί που δεν προσδοκά και δεν περιμένει τίποτα, μια δύναμη εσωτερική τον γεμίζει ευφροσύνη. Ο Θεός έσμιξε με τον κόσμο, και έγιναν ένα. Τό τέλος δεν είναι το μηδέν και η καταστροφή, αλλά μια εν Θεώ ολοκλήρωση που η υπερβατικότητά της δεν μπορεί να προσεγγιστεί από την ανθρώπινη διάνοια. Μιά ολοκλήρωση σταθερά προσανατολισμένη προς τον πλησίον και την ζωή, και όχι προς την οδύνη, τον παραλογισμό και τον θάνατο.
«Μέ τι μοιάζει αυτό το αόρατο Όν, που δεν έχει αρχή στη φύση του, που είναι μοναδικό στον εαυτό του, που εκ φύσεως είναι πέρα από κάθε γνώση, διάνοια και αίσθηση των κτιστών όντων, που βρίσκεται πέρα από τον χρόνο και τον χώρο... Άς σκεφτούμε κατόπιν, πώς βαστά τα πάντα με την φιλευσπλαχνία Του, ενεργώντας με πρόνοια, καθώς καθοδηγεί την κτίση, και πώς με μια αγάπη που δεν μπορεί να μετρηθεί, έφθασε στην εγκαθίδρυση του κόσμου και στην αρχή της δημιουργίας^ και πόσο φιλεύσπλαχνος είναι ο Θεός, και πόσο υπομονετικός^ πόσο αγαπά την κτίση, και πώς την βαστά, υπομένοντας ευγενικά την ασυδοσία της, τις αμαρτίες και τις αχρειότητές της, τις φοβερές βλασφημίες των δαιμόνων και των κακών ανθρώπων»[iv].
Τά λόγια που εκστομίζει ο αββάς Ισαάκ είναι λόγια θάμβους και ανεκλάλητου έρωτα. Εκθειάζοντας την αγάπη του Δημιουργού, μας κάνει να μήν φοβόμαστε το θάνατο. Νά νιώθουμε σαν κληρονόμοι μιας υψηλής κληρονομιάς, που δεν μπορούμε να λογαριάσουμε ή να διανοηθούμε. Τί λογής είναι η εξουσία του Δημιουργού, αφού δημιούργησε το αυτεξούσιο στον άνθρωπο και του έδωσε την ελεύθερη βούληση; Εκεί έγκειται και το απρόσιτο της φύσεώς Του. Ο Θεός μας καλεί, αλλά ποιά είναι η κατάσταση του κληθέντος; Πρέπει να εκτοπίσουμε τα εμπόδια που εμποδίζουν τον Θεό να μας αυτό-αποκαλυφθεί. Ο απογυμνωμένος άνθρωπος γίνεται ο δέκτης του θείου φωτισμού και εισέρχεται στην θεία αγάπη. Όμως η κατάσταση της αγάπης είναι πολύ λεπτή. Η παραμικρή βίαιη πνοή μπορεί να την αλλοιώσει και να την απομακρύνει. Αξίζει, ωστόσο, να χάσουμε κάθε κοινωνική υπόσταση, να κατεβούμε στα χαμηλότερα μέρη της γης, να προσφέρουμε όλον μας τον επιούσιο, προκειμένου να κερδίσουμε αυτή την αγάπη. Μιά τέτοια αντίληψη, θαρρώ, έκανε τον Ντοστογιέβσκη να βάλει στο στόμα του τιποτένιου Μαρμελάντοφ, στο Έγκλημα και Τιμωρία, τούτα τα λόγια: «Κι όλους θα τους δικάσει και θα τους συγχωρέσει και τους καλούς και τους κακούς και τους σοφούς και τους ταπεινούς... Κι όταν θα έχει τελειώσει με όλους, τότε θα γυρίσει και σε μας: «Ελάτε κι σείς!», θα πεί, «Ελάτε, μεθύστακες, ελάτε, αδύναμοι, ελάτε, ντροπιασμένοι». Κι εμείς θα βγούμε όλοι, χωρίς να ντραπούμε και θα σταθούμε μπροστά του. Κι Εκείνος θα πεί: «Είσαστε γουρούνια! Έχετε τη μορφή και τη σφραγίδα του ζώου, όμως ελάτε και σείς!» Καί θα υψώσουν τη φωνή τους οι σοφοί, και θα υψώσουν τη φωνή τους οι σώφρονες: «Κύριε, γιατί τους δέχεσαι αυτούς;» Καί θα πεί: «Τούς δέχομαι, σοφοί, τους δέχομαι, σώφρονες, γιατί κανείς τους δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο αυτής της τιμής...» Καί θα μας απλώσει το χέρι, κι εμείς θα πέσουμε στα πόδια Του, και θα κλάψουμε, και όλα θα τα καταλάβουμε! ... Κύριε, ελθέτω η Βασιλεία Σου»!
Ο απόβλητος Μαρμελάντοφ στρέφεται στο Θεό που απλώνει το χέρι στα απομονωμένα και συντετριμμένα θύματα, ακόμη και του εαυτού τους. Η κοινωνία τον έχει αποβάλλει ως παράσιτο, και ο Θεός τον παίρνει στην αγκαλιά Του. Εδώ απεικονίζεται και η συνείδηση του Ντοστογιέβσκη που δεν έχει καμιά σχέση με την ειδωλοποίηση είτε του εαυτού μας, είτε των άλλων. Ειδωλοποίηση που έχει εισαχθεί και στους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Καί δικαίως ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός θα πεί από τον τέταρτο ακόμα αιώνα: «Τά της Εκκλησίας αποίμαντα, ο πλούς εν νυκτί, πυρσός ουδαμού». Υπάρχει άβυσσος ανάμεσα στη συνείδηση του χριστιανού και στη συνείδηση εκείνων που εκλαμβάνουν τα φαινόμενα του πλήθους ως αλήθειες. Η επίσημη Εκκλησία αγωνίζεται με κάθε τρόπο να διατηρήσει τη θέση και την επιρροή της σε μια κοινωνία που το έδαφός της αποσαθρώνεται. Επιδιώκει να προσφέρει στον άνθρωπο μια τακτοποίηση, μια θέση κοινωνική που να τυγχάνει του σεβασμού στα πλαίσια ενός φιλοπρόοδου χριστιανισμού. Τούτο όμως αποκλείει την μόνη δοκιμασία που μπορεί να κάνει τον άνθρωπο να αισθανθεί την αγάπη του Θεού, να αισθανθεί τον βαθύτερο εαυτό του, και να στραφεί προς τον Χριστό, δηλαδή να μετανοήσει. Διότι η μετάνοια είναι η στροφή προς τον Χριστό, και η αλλαγή των προτεραιοτήτων στη ζωή μας.
Άλλο μετάνοια και άλλο μεταμέλεια για ένα λάθος ή μια εσφαλμένη πράξη. Ο Πέτρος μετανοεί και επιστρέφει στον Χριστό, ο Ιούδας μεταμελείται και απομακρύνεται. Άν ο Ιούδας στρεφόταν στον Χριστό, ο Χριστός θα τον δεχόταν, γιατί το Πάθος Του δεν ήταν αποτέλεσμα της προδοσίας. Η προδοσία παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Τόν Χριστό σταυρώνουν οι άρχοντες του κόσμου για να εξαλείψουν τον ίδιο και τον λόγο Του από την γή, ώστε να συνεχίσουν να κυριαρχούν ανενόχλητοι. Όμως τους ξεσκέπασε ο σταυρός. Ξεσκέπασε τα ψεύδη και τα γελοία τεχνάσματά τους. Διότι η μόνη γλώσσα που γνωρίζουν είναι η γλώσσα της εξουσίας και της ισχύος. Η γλώσσα της αγάπης τους είναι ακατάληπτη.
Μόνο το Πνεύμα του Θεού μπορεί να μας βγάλει έξω από τα όρια του κόσμου και τις φονικές του εξάρσεις, όταν ο άνθρωπος καταληφθεί από το Πνεύμα του Θεού που δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ. Ουδείς μπορεί να δεί κατάματα την αλήθεια και να δεηθεί «εν πνεύματι και αληθεία» αν δεν ανοίξει την καρδιά του στον Παράκλητο, που θα τον βγάλει από τις διαμάχες και τις επιθυμίες, σβήνοντας τον φόβο του κόσμου απ’ την καρδιά του. Τότε οι επιθυμίες και το πνεύμα του κόσμου δεν τον αγγίζουν, μήτε παρασύρεται απ’ αυτό. Ποιός μπορεί να ξεφύγει από το πνεύμα του κόσμου; Τότε θα καταλάβει και ποιος είναι ο φόβος του Θεού. Ο φόβος που γεννά η αγάπη, ή μάλλον είναι αγάπη, και δεν είναι αποτέλεσμα της τιμωρίας και ανταπόδοσης. «Ποιά αγάπη εργάστηκε για να αρχίσει η δημιουργία του κόσμου!… Μέ αγάπη έφερε τον κόσμο στην ύπαρξη, με αγάπη θα τον φέρει σ’ εκείνη την θαυμάσια μεταμορφωμένη κατάσταση, και με αγάπη ο κόσμος θα καταποθεί στο μέγα μυστήριο Εκείνου που επιτέλεσε όλα αυτά τα πράγματα^ με αγάπη θα ολοκληρωθεί τελικά όλη η πορεία της οικονομίας της κτίσης»[v].
Ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ θύμα του Θεού, ο Θεός είναι πάντοτε θύμα του ανθρώπου. Η αντίληψη ότι το κακό αρκεί να αλλάξουν οι συνθήκες της ανθρώπινης ζωής για να πάψει να υπάρχει, είναι τουλάχιστον αφελής, αν όχι ύποπτη. Λέγεται πώς η κατάσταση της σήψης και της διάλυσης που ζούμε οφείλεται εν πολλοίς στο ότι έχει πολλά χρόνια να γίνει πόλεμος. Όμως και αν ο πλανήτης σωθεί από μια ενδεχόμενη πυρηνική καταστροφή, η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει ποτέ πλέον να θέσει μια «καινούρια αρχή». Δέν θα υπάρξει «καινούρια αρχή» αν δεν παραιτηθούμε άνευ όρων από την βία και τα έργα της, και η ζωή θα γίνεται ολοένα πιο ολέθρια και πιο καταστροφική.
Η ουσία της δοκιμασίας μας, λέγει ο Ισαάκ, έγκειται στην αποκάλυψη της θείας αγάπης. Ο πέπλος που καλύπτει τους οφθαλμούς για να μήν βλέπουμε την αγάπη του Θεού, μπορεί να ανασηκωθεί είτε με την οδό του μοναχού, ο οποίος εγκαταλείπει τον κόσμο, ή με ένα ψυχικό τραύμα που προκαλεί μια διαπεραστική δοκιμασία, αφήνοντας τον άνθρωπο ταπεινωμένο και γυμνό μπροστά στον εαυτό του και τον Θεό. Μιά διαπεραστική δοκιμασία που τραυματίζει την ψυχή, την γκρεμίζει στα τάρταρα του άδη, όπου και πάσχει τα έσχατα. Μιά τέτοια δοκιμασία δίνει μια αίσθηση της γέεννας, που πιστεύω είχαν πολλοί άγιοι. Έτσι γεννήθηκε και η ακατανίκητη ορμή τους για τον Χριστό. Όμως ποιοί μπορούν ν’ αντέξουν σε μια τέτοια δοκιμασία χωρίς να καταβληθεί η ψυχή τους; Μόνον εκείνοι που αναθέτουν την πάσα ελπίδα τους στον Χριστό. Μόνον εκείνοι που νεκρώνονται για τον κόσμο. Καί από την νέκρωσή τους για τον κόσμο ξεπηδά η ατελεύτητη ζωή. Τότε ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι όλος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στη Χάρη του Θεού, και ότι και ο τελευταίος των ανθρώπων μπορεί να συμμετάσχει σ’ αυτή τη Χάρη και να απολαύσει την ευφροσύνη της. Ο Θεός μας καλεί σε ατελείωτη ηδονή και απόλαυση, που κανένα θέλγητρο του κόσμου δεν μπορεί να επισκιάσει και να σβήσει.
Πάντα ο Χριστός αποτελούσε το νόμιμο θήραμα για τους πάσης φύσεως σκανδαλοποιούς και σκανδαλοθήρες. Διότι την αγάπη μπορούν να την λοιδορούν, να την υβρίζουν και να την προπηλακίζουν εκ του ασφαλούς όπως νομίζουν, αλλά, ώ του θαύματος, ο Χριστός βρίσκεται πάντα μπροστά τους. Καί αντί να ανακαλύψουν ένα τελευταίο όσο και τεράστιο σκάνδαλο που επιτέλους θα εξαλείψει και θα εξοβελίσει τον Χριστό, ο Χριστός είναι που γίνεται γι’ αυτούς το αιώνιο σκάνδαλο όπου επάνω του σπάζουν τα κεφάλια τους. Είναι το αιώνιο σκάνδαλο του Ανθρώπου που δέχεται αγόγγυστα την βία, κι ωστόσο την νικά, γιατί εκτός από άνθρωπος είναι και ο Υιός του Θεού, ο Υιός του Πατρός, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.
Ο Θεός έχει για τον καθένα μια μοναδική θέση πλήρους και αδιατάρακτης αγάπης, και έχει μια μοναδική φροντίδα για εκείνους που έχουν πέσει, όση και για εκείνους που δεν έχουν πέσει[vi]... Δέν υπάρχουν μεταβολές, ή κάποιες προγενέστερες ή μεταγενέστερες προθέσεις στον Δημιουργό: δεν υπάρχει μίσος ή μνησικακία στη φύση Του, ούτε μεγαλύτερη ή μικρότερη θέση στην αγάπη του, ούτε πρίν ή μετά στη γνώση του. Γιατί, αν όλοι πιστεύουν πώς η κτίση ήρθε στην ύπαρξη ως αποτέλεσμα του ελέους και της αγάπης του Δημιουργού, τότε γνωρίζουμε πώς αυτή η πρωταρχική αιτία δεν μειώνεται ούτε μεταβάλλεται ποτέ στη Φύση του Δημιουργού, ως συνέπεια της ακατάστατης πορείας της δημιουργίας»[vii].
Τίποτα δεν μεταβάλλει στην φύση του Δημιουργού την αγάπη του για τον κόσμο. Η τάση να κατηγορούμε τον Θεό για την ακατάστατη πορεία του κόσμου και να αποσείουμε τις δικές μας ευθύνες, να λαμβάνουμε την άγνοια που μας διακατέχει ως φωτισμό και να εμμένουμε σ’ αυτήν, δεν αρκεί για να αποκρύψει το φτώχεμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Τό φτώχεμα είναι αυτό που θα αποκαλύψει την ευθύνη μας στην ιστορία του κόσμου. Ότι η βία της ιστορίας προέρχεται αποκλειστικά από τους ανθρώπους, και όχι από τον Θεό. Τό «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»[viii], δεν αποτελεί ένα ρητορικό σχήμα, αλλά μια συγκλονιστική διαπίστωση. Τό ίδιο και τα λόγια του Πέτρου στις Πράξεις των Αποστόλων: «Καί νυν, αδελφοί, οίδα ότι κατά άγνοιαν επράξατε, ώσπερ και οι άρχοντες υμών»[ix]. Δηλώνουν την τύφλωση των ανθρώπων να βγούν από την κατάσταση που λογαριάζουν ως δίκαια και ως αληθινή, και να αντικρίσουν την αλήθεια. Δηλώνουν ακόμα την τάση του ανθρώπου να παρασύρεται και να εκλαμβάνει τα φαινόμενα που παίρνουν μαζικές διαστάσεις ως αλήθειες. Καί το περίεργο είναι ότι ενώ η σύγχρονη τεχνολογία ισχυρίζεται ότι υπάρχει για να διαφωτίζει και να πληροφορεί για τα πάντα, αντιθέτως ενισχύει την τύφλωση και διαιωνίζει το σκοτάδι.
Η φιλευσπλαχνία του Θεού και η αγάπη Του δεν έχουν όρια, η φύση του είναι ξένη προς την εκδίκηση, την τιμωρία, την μομφή, την ανταπόδοση. Στόν Θεό δεν προσάπτεται κανενός είδους βία, όπως συμβαίνει με τις κίβδηλες θρησκείες και τις ψευδο-θεότητες, και διατρανώνεται το άμετρο της αγάπης και της καλοσύνης Του. Ο Θεός δεν τοποθετεί κανένα εμπόδιο μεταξύ ημών και Εκείνου. Εμείς είναι που υψώνουμε εμπόδια. Εμείς επιδιώκουμε την επιβολή και την ισχύ έναντι των άλλων, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που μας προσφέρονται. «Μακριά από μας η σκέψη, λέγει ο αββάς Ισαάκ, πώς θα μπορούσε να βρεθεί ποτέ εκδίκηση σ’ αυτή την πηγή της αγάπης, στον ωκεανό που ξεχειλίζει από καλοσύνη»[x]. Κι ακόμη: «Τό έλεος αντιπαρατίθεται στη δικαιοκρισία. Η δικαιοκρισία είναι ισότητα στην οριζόντια κλίμακα, επειδή δίνει στον καθένα αυτό που του αξίζει… Τό έλεος, από την άλλη μεριά, είναι μια θλίψη και μια συμπόνοια που προκαλείται από την καλοσύνη...^ δεν τιμωρεί κάποιον που αξίζει το κακό, και σ’ αυτόν που αξίζει το καλό του δίνει διπλή μερίδα. Άν, λοιπόν, είναι φανερό πώς το έλεος ανήκει στη μερίδα της δικαιοσύνης, τότε η δικαιοκρισία ανήκει στη μερίδα της κακίας. Όπως δεν μπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο χόρτα και φωτιά, έτσι έλεος και δικαιοκρισία δεν μπορούν να συγκατοικούν σε μια ψυχή»[xi].
Η δικαιοκρισία παραβάλλεται με την αδικία και εμπεριέχει την τιμωρία, με μια ισότητα σε οριζόντια κλίμακα που δεν πρόκειται ποτέ να επιτευχθεί. Η δικαιοσύνη του Θεού περιέχει μόνο την αγάπη και το έλεος. Ανασηκώνει τον αδύναμο, θεραπεύει τον πληγωμένο και κατατρεγμένο, δεν τιμωρεί αυτόν που πράττει το κακό και αναπαύει εκείνον που πράττει το καλό. Η δικαιοσύνη του Θεού τους βλέπει όλους με τα ίδια μάτια. Μιά αγκαλιά η συμπόνια και η ευσπλαχνία της δικαιοσύνης Του. Μιά αγκαλιά που σκεπάζει όλες τις κακίες και τις ανθρώπινες αθλιότητες, που περιθάλπει τα θύματα και βάζει βάλσαμο στις πληγές. Αγκάλη για τους κοπιώντες και πεφορτισμένους.
Τό βάρος της σάρκας, το βάρος της ύπαρξης ανεπαίσθητα ελαφρώνουν, γίνεται το φορτίο ελαφρύ, όταν ο νούς αποσπάται από τα γήινα, από τα περιτρίμματα ενός κόσμου χωρίς προσανατολισμό. Ο πειρασμός της μιας μέρας ελλοχεύει στην επόμενη, το κακό της μιας παραμονεύει στην άλλη, μέσα στον χρόνο που κυλά, όταν το βράδυ δεν κρατά κανένα ίχνος της μέρας που πέρασε μέσα στην τύρβη και τις δραστηριότητες που τυφλώνουν τα μάτια. Όμως μη φοβάστε, μας λέγει ο Ισαάκ. Οι αμαρτίες της σάρκας είναι σαν μια χούφτα άμμος που ρίχνεται στο πέλαγος του ελέους του Θεού. Τό έλεος του Θεού δεν ανακόπτεται από τις κακίες των ανθρώπων. Όλες οι αντιλήψεις περί μιας θεότητας εκδικητικής και τιμωρού ανατρέπονται και παύουν να υπάρχουν, ώστε να συναισθανθούμε την δική μας ευθύνη, όχι μπροστά σε έναν σκυθρωπό, τιμωρό Θεό, αλλά μπροστά στην αγάπη. Η αγάπη του Θεού κινείται πέρα από την ανθρώπινη διάνοια. Οι άνθρωποι, και μόνον οι άνθρωποι είμαστε υπεύθυνοι για την κακία που επικρατεί στον κόσμο. Εμείς υψώνουμε εμπόδια ανάμεσα σ’ εμάς και τον Θεό, που θέλει να αποκαλυφθεί στις καρδιές των ανθρώπων.
«Καί τι είναι καρδία ελεήμων; Είναι να καίγεται η καρδιά υπέρ όλης της κτίσεως, ήγουν υπέρ των ανθρώπων, και των πτηνών, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος. Πού από την ενθύμηση και την θεωρία τους ρέουν από τα μάτια του ελεήμονα ανθρώπου δάκρυα. Καί από το πολύ περίσσευμα της ελεημοσύνης που συνέχει την καρδιά, και από την μεγάλη καρτερία σμικρύνεται η καρδιά του, και δεν μπορεί να υποφέρει ή να ακούσει ή να δεί να γίνεται η παραμικρή βλάβη ή κάτι το λυπηρό».
Άς σταθούμε στο έλεος του Θεού, που προέρχεται από την συμπόνια, από την άφατη κένωσή Του να περιβληθεί τη σάρκα και να σηκώσει ένα χθαμαλό όν όπως ο άνθρωπος. Ο Θεός πάσχει με τους ανθρώπους, συμπάσχει με τα δεινά των ανθρώπων. Καμιά αμαρτία δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στο έλεός Του. Άς αποδιώξουμε όλα τα φόβητρα. Αλλά άς τα αποδιώξουμε σιωπώντας. Η σιωπή των χειλέων μας κρατά σταθερούς, για να μήν απολέσουμε την κλίση μας και πέσουμε στην καταφρόνια.
Η σμίκρυνση της καρδιάς που προκαλείται από την πολλή καρτερία και ελεημοσύνη, είναι το ελάχιστο εκείνο χώμα όπου δεν υπάρχουν τα προσκόμματα που εμποδίζουν την προσευχή. Όπως λέγει και η Σιμόν Βέιλ, η δημιουργική προσοχή είναι να προσέχουμε το ανύπαρκτο. Ο προσευχόμενος εύχεται υπέρ πάντων, γιατί δεν μπορεί να υποφέρει το κακό που κυβερνά τον κόσμο. Τότε η προσευχή γίνεται η μόνη και έσχατη πράξη. Συμμετέχουμε στα δεινά του κόσμου, των μικρών εκείνων και ελαχίστων για τους οποίους ομιλεί ο Κύριος. Στρέφουμε την προσοχή μας σ’ εκείνον που βρίσκεται σαν αντικείμενο στην άκρη του δρόμου παρατημένο. Στήν σμίκρυνση της καρδιάς ενυπάρχει το άμετρο της αγάπης. Εκείνος που δεν έχει κοινωνική θέση είναι ανύπαρκτος, και μόνο η αγάπη αποκαθιστά την ανθρώπινη φύση του, φέρνοντάς τον από την ανυπαρξία στην ύπαρξη και στο περίσσευμα της υπάρξεως.
Άν αναλογιζόμασταν εν σιωπή τις ώρες που ζούμε, τις στιγμές που περνούν, αν η κάθε στιγμή μετατραπεί σε αίνο για το γεγονός ότι ζούμε, ολόκληρο το είναι μας το διαπερνά μια ανάπαυση, μια καταπραϋντική ησυχία, έχοντας αφεθεί στο άπαν, μέσα στο άπαν της κάθε στιγμής, της κάθε ώρας, χωρίς πρίν και μετά. Υπεριπτάμεθα του χρόνου παραμένοντας στο παρόν.
«Ο δε εμβλέψας αυτοίς, είπεν^ τι ούν εστίν το γεγραμμένον τούτο^ λίθον όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγεννήθη εις κεφαλήν γωνίας»[xii]; (Τότε εκείνος τους κοίταξε κατάματα και είπε^ Τί σημαίνει λοιπόν το γεγραμμένο στις Γραφές; Η πέτρα που την παραπέταξαν οι οικοδόμοι, έγινε αγκωνάρι;) Προκειμένου να αναδυθεί αυτή η πέτρα, δεν πρόκειται να μείνει λίθος επί λίθου από όσα πιστεύουν και ασπάζονται οι άνθρωποι. Νομίζω πώς δεν απέχει από την ρήση αυτή το άλλο λόγιο του Ευαγγελίου: «Αι δε δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται». Ποιές είναι αυτές οι δυνάμεις των ουρανών που θα σαλευθούν, και ποιος ο ρόλος τους στη ζωή των ανθρώπων; Προφανώς, οι δυνάμεις αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με την Βασιλεία του Θεού, καθώς είναι η μόνη ασάλευτη. Οι δυνάμεις των ουρανών σαλεύονται και τα θεμέλια της ανθρώπινης ύπαρξης σείονται. Όλα διακυβεύονται, για να μείνει το μόνο που είναι ασάλευτο. Ωστόσο οι εξουσίες είναι αυτές που διατηρούν την τάξη μεταξύ των ανθρώπων, όσο οι άνθρωποι παραμένουν ξένοι προς την Βασιλεία του Θεού. Οι Θρόνοι, οι Κυριότητες που έχουν εξουσία σε κάθε βασίλειο, οι Αρχές, που κυβερνούν την ατμόσφαιρα, και οι Εξουσίες που εξουσιάζουν τα έθνη και κάθε άνθρωπο, σαλεύονται.
«Ο Κύριος και Θεός παρέδωσε τον Υιό του στο θάνατο πάνω στον σταυρό από ένθερμη αγάπη για την κτίση… Τούτο όμως όχι επειδή δεν μπορούσε να μας λυτρώσει με κάποιον άλλο τρόπο, αλλά για να γίνει δάσκαλός μας η ασύγκριτη αγάπη του. Καί με τον θάνατο του Μονογενούς Του Υιού, μας έφερε κοντά Του. Άν είχε μάλιστα κάτι πιο πολύτιμο, θα μας το είχε προσφέρει, +ώστε το γένος μας να γίνει δικό του. Καί από την μεγάλη αγάπη Του για μας, δεν θέλησε να βιάσει την ελευθερία μας, αν και θα μπορούσε να το κάνει, αλλά διάλεξε να μας τραβήξει κοντά Του με την αγάπη που θα γεννιόταν από το δικό μας φρόνημα»[xiii].
Ένας είναι ο διδάσκαλος και ένας ο τρόπος διδαχής. Ο Χριστός διά της αγάπης Του μας οδηγεί στον Πατέρα. Η αγάπη του Πατρός είναι μια δωρεά. Τό «Ναί, έρχου Κύριε Ιησού», σημαίνει προσδοκία και αποδοχή της αγάπης που γεμίζει τον άνθρωπο, ο οποίος είναι εκ φύσεως άδειος.
Σάν απαλή βροχή, χωρίς να προκαλεί κανένα δέος και κανένα φόβο εμφανίζεται ο Κύριος. Ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στη χάρη Του, και από τον καθένα από μας εξαρτάται η συμμετοχή σ’ αυτή τη χάρη. Μίλησε μαζί μας πρόσωπο προς πρόσωπο, χωρίς να τον συνοδεύει καμιά ιεροτελεστία, καμιά εκδήλωση ιερότητας. Μίλησε μαζί μας, με λόγια που ακούγονταν για πρώτη φορά στον κόσμο. Μίλησε σαν να μιλούσε σε φίλους και αδελφούς. Κανένας ανθρώπινος νούς δεν μπορεί να συλλάβει το μεγαλε~ο της θεότητος που κατέρχεται στους ταλαίπωρους ανθρώπους χωρίς να συνοδεύεται από σημάδια που να προκαλούν δέος και φόβο. Κανένας ανθρώπινος νούς δεν μπορεί να συλλάβει την υπερ-υπερβατικότητα της αγάπης Του. Υπ’ αυτή την έννοια δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε, παρά μόνο να τον δοξολογούμε. Ο Χριστός άνοιξε τον δρόμο προς την καρδιά μας. Μέσα στην καρδιά μας θα καταλάβουμε ότι ο Θεός προσεύχεται για μας.
«Άν αρκούσε ο ζήλος για να μπεί η ανθρωπότητα στο σωστό δρόμο, γιατί ο Θεός και Λόγος ντύθηκε το σώμα, χρησιμοποιώντας την ευγένεια και την ταπεινότητα για να φέρει τον κόσμο πίσω στον Πατέρα του; Καί γιατί άπλωσε τα χέρια του στο σταυρό χάριν των αμαρτωλών, παραδίδοντας το άγιο σώμα του στον πόνο για χάρη του κόσμου; Εγώ λέγω ότι ο Θεός τα έκανε όλα αυτά όχι για κανένα άλλο λόγο παρά για να κάνει γνωστή στον κόσμο την αγάπη που έχει, καθώς σκοπός του ήταν ότι εμείς, γνωρίζοντάς την, θα αιχμαλωτιζόμασταν από την αγάπη του, όταν φανερωνόταν, μέσω του θανάτου του Υιού του, η μεγάλη δύναμη της βασιλείας των ουρανών, η αγάπη. Η Ενσάρκωση και ο θάνατος του Σωτήρος στον σταυρό συνέβησαν όχι για να μας λυτρώσει από τις αμαρτίες, ή για κάποιον άλλο λόγο, αλλά μόνο και μόνο για να γνωρίσει ο κόσμος την αγάπη που ο Θεός έχει για τη δημιουργία Του»[xiv].
Δέν είναι ο ζήλος, η προτροπή, η παραίνεση. Η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου είναι που αποφασίζει. Η ελεύθερη βούληση που γαλουχήθηκε στην απόγνωση κι αποζητά την Πηγή της Ζωής. Όταν ο άνθρωπος βγεί από την αγέλη, και αποφασίσει να στραφεί αμετάκλητα στον Χριστό. Δέν υπάρχει δρόμος ομαδικός, και πολύ περισσότερο αγελαίος, που να οδηγεί στον Χριστό. Ο Χριστιανός δεν είναι ούτε άτομο ούτε μέλος μιας σύναξης. Η Εκκλησία είναι ένα σώμα ελευθέρων ανθρώπων που ο κάθε άνθρωπος έχει μεταμορφωθεί σε ανθρωπότητα. Τό περίσσευμα της ελεημοσύνης που συνέχει την καρδιά είναι η ένδειξη αυτής της μεταμόρφωσης. Η απλή σύναξη ατόμων επί το αυτό, ή κάποιος επίγειος θεσμός δεν εξασφαλίζει τη σωτηρία. Δέν είναι ο φόβος της κόλασης ή η τιμωρία που οδηγούν στον Θεό. Όταν εννοήσουμε την αγάπη του Δημιουργού για τον κόσμο, η αγάπη θα γεννήσει την αγάπη, και θα μας τραβήξει στο Θεό. Όλα όσα συμβαίνουν οδηγούν στο χαρμόσυνο άγγελμα της Βασιλείας, έστω κι αν φαίνεται πώς ο δρόμος που πήραμε είναι αντίθετος. Απομπεμπόμενος, λοιδορούμενος, κολαφιζόμενος, αυτός ο μόνος αναμάρτητος, δεν χρωστούσε τίποτα στη βία του κόσμου, στις πλάνες μέσα στις οποίες ζούσε ο κόσμος. Δέν ήρθε για να ιδρύσει μια νέα θρησκεία και ένα καινούριο πολιτισμό. Ήρθε για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο και να τον σώσει ακέραιο. Οι κατηγορίες που του αποδίδονται είναι ψευδείς. Στόν θάνατό του περιλαμβάνονται όλα τα αθώα θύματα από την χαραυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Οι Ιουδαίοι τον κατηγορούσαν ότι υπέσκαπτε τα θεμέλια του Ιουδαϊσμού. Οι Χριστιανοί ότι εν ονόματί Του επιδόθηκαν σε διωγμούς. Όμως ο ίδιος στέκει αλώβητος. Σέ τίποτα δεν νομιμοποιεί τη βία και τα έργα της. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που την διαιωνίζουν. Χριστιανοί και άθεοι τον θέλουν εκδικητή και τιμωρό που ζητά συνεχώς θυσίες. Κλείνουν τ’ αυτιά και τα μάτια τους στην αγάπη Του. «Έως πότε πενθήσει η γή, και πάς ο χόρτος του αγρού ξηρανθήσεται από κακίας των κατοικούντων εν αυτή»[xv];
Ο Σταυρός μεταμόρφωσε τον κόσμο. Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι δεν θέλει να ξέρει τίποτα πέρα απ’ τον Εσταυρωμένο, γιατί πιστεύει πώς δεν υπάρχει ανώτερη γνώση από τη γνώση του Σταυρού, και για τον Θεό και για τους ανθρώπους. Η γνώση ότι ο Κύριος θριάμβευσε επί των αρχών και των εξουσιών εξαλείφει από το νού μας κάθε αμφιβολία και κάθε φόβο. «Καί τελικά κενώθηκε τόσο επειδή ήθελε να αποκαλειται Πατέρας της αμαρτωλής ανθρώπινης φύσης, χώμα από τη γή, των αξιοκαταφρόνητων ανθρώπινων όντων σάρκα και αίμα: θα μπορούσαν αυτά τα πράγματα να πραγματοποιηθούν δίχως μεγάλη αγάπη»[xvi].
Ο αββάς Ισαάκ δεν διστάζει να αποκαλέσει την ανθρώπινη φύση του Κυρίου «Θεό» και να ζητά μια ενιαία πράξη λατρείας για τον Άνθρωπο που έγινε Κύριος και για την θεότητα εξίσου. Κανένας λόγος δεν είναι σε θέση να αναφερθεί στην αρχή της πλάνης που τον κυβερνά. Μόνο αν είναι σταθερά προσανατολισμένος στην αλήθεια μπορεί να αναφερθεί στην αρχή που τον διέπει. Καί ο λόγος του αββά Ισαάκ είναι σταθερά προσηλωμένος προς την αλήθεια, γι’ αυτό και μπορεί να μιλά για τον Άνθρωπο που έγινε Κύριος, για ταπεινοφροσύνη χωρίς μνησικακία, για δάκρυα χωρίς μεμψιμοιρία. Κινείται πέραν πάσης ψυχολογικής κατηγορίας. «Γιατί πιστεύουμε πώς όσα ισχύουν για τον Άνθρωπο υψώνονται μέχρι τον Λόγο που τα δέχεται για τον εαυτό του, επιθυμώντας να τον κάνει να μοιραστεί αυτή την τιμή. Όλα αυτά μας γίνονται γνωστά στο Σταυρό, και μέσω αυτού του γεγονότος, που οι άπιστοι θεωρούν αξιοκαταφρόνητο, έχουμε αποκτήσει μια ακριβή γνώση του Δημιουργού»[xvii]. Διαβάζοντας τα λόγια αυτά σκεφτόμαστε τι μπορεί να σημαίνει θεός κατά χάριν.
Όλα τούτα γίνονται γνωστά μέσω του Σταυρού, γεγονός που θεωρείται αξιοκαταφρόνητο και στις μέρες μας. Ο Σταυρός αποκαλύπτει το ψεύδος και την ενοχή των διωκτών. Καί δεν θα μπορούσε να αποκαλυφθεί αυτή η αλήθεια, αν στον Σταυρό δεν σταυρωνόταν ο ίδιος Θεός. Ήρθε για τους πεπτωκότες και τους αμαρτωλούς. Καί ανύψωσε την φθαρτή ανθρώπινη φύση στην αφθαρσία. Ποιός άνθρωπος θα τον ακολουθήσει; Ποιά ανθρώπινη κοινότητα θα ανυψωθεί στο φως; Κανείς που λογαριάζει τους άλλους ως απόβλητους δεν μπορεί να έχει σχέση με το μήνυμα της Βασιλείας.
Η υπόθεση της σωτηρίας είναι κατ’ αρχάς υπόθεση προσωπική. Η υπόθεση της ανύψωσης είναι προσωπική. Βυθίσου στο ταμείο ένδοθέν σου, και εκεί θα βρείς τη Βασιλεία. Τήν μυστική κλίμακα που οδηγεί ψηλά, στο κάλλος το ανείπωτο. Εγκαταλείπω τα σκύβαλα, τα ερείπια του κόσμου τούτου. Ξαναγυρίζω στο φως. «Ώ, Μυστήριο, υψωμένο πέρα από κάθε λόγο και πέρα από τη σιωπή. Εσύ που έγινες άνθρωπος για να μας ανακαινίσεις μέσω της εκούσιας ένωσης με τη σάρκα, αποκάλυψε μου τον δρόμο από όπου μπορώ να ανυψωθώ μέχρι τα μυστήριά σου.»
Ο Χριστός δεν έχει όρια ούτε κλείνεται σε ανθρώπινες κατασκευές. Είναι πέρα από έθνη και φυλές, και τα περιλαμβάνει όλα. Τό κέντρο του σύμπαντος βρίσκεται έξω από το σύμπαν. Εκεί βρίσκεται και η ουράνια πατρίδα μας. Όμως ο Θεός έσμιξε με τον κόσμο και Θεός και κόσμος έγιναν ένα. Τούτο σημαίνει πώς ολόκληρος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στη χάρη. Καί ο καθένας μπορεί να εισέλθει σ’ αυτήν, αν στραφεί οικειοθελώς προς τον Χριστό. Η ανυπόκριτη αγάπη νικά τα πάντα. Ο Χριστός διδάσκει τα δόγματα, και όχι τα δόγματα τον Χριστό. Όπως γράφει ο άγνωστος επιστολογράφος στην επιστολή προς Διόγνητο: «Οι Χριστιανοί δεν διακρίνονται από τους άλλους ανθρώπους, ούτε από τον τόπο που κατοικούν, ούτε από την γλώσσα, ούτε από τα έθη τους. Δέν έχουν ιδιαίτερες πόλεις, ούτε δική τους γλώσσα. Η θρησκεία τους δεν επινοήθηκε από ανθρώπινο μυαλό, ούτε την εγκαθίδρυσε φροντίδα πολυπραγμόνων ανθρώπων, ούτε ακολουθούν ανθρώπινα διδάγματα όπως μερικοί φιλοσοφούντες. Κατοικούν σε πόλεις ελληνικές και βάρβαρες, όπου έτυχε ο καθένας τους, ακολουθώντας τις τοπικές συνήθειες και στο ντύσιμο και στο φαγητό και σε όλα. Όμως ο βίος τους ξεχωρίζει και τους φανερώνει θαυμαστούς, ξένους, παράδοξους. Έχουν πατρίδα μα είναι πάροικοι. Σέ όλα συμμετέχουν ως πολίτες, και τα υπομένουν σαν ξένοι. Κάθε ξένος τόπος είναι πατρίδα τους, και κάθε πατρίδα ξένος τόπος. Τεκνοποιούν, αλλά ποτέ δεν απορρίχνουν τα παιδιά τους. Μέσα στη σάρκα βρίσκονται, αλλά δεν ζούν κατά σάρκα. Υπακούουν στους νόμους, και με τη ζωή τους νικάνε τους νόμους. Στή γή περνούν τις μέρες τους, αλλά στον ουρανό πολιτεύονται. Όλους τους αγαπούν, και υπό πάντων διώκονται. Κανείς δεν τους γνωρίζει, και όλοι τους κατακρίνουν. Πτωχεύουν και πλουτίζουν πολλούς. Στερούνται απ’ όλα, και σε όλα περισσεύουν. Ατιμάζονται, και η ατιμία τους δοξάζει. Βλασφημούνται, και δικαιώνονται. Λοιδορούνται, και ευλογούν. Υβρίζονται, και τιμούν τους υβριστές. Κάνουν το καλό, και τιμωρούνται ως κακοποιοί. Τούς κτυπούν, και αυτοί χαίρονται παίρνοντας ζωή. Καί οι μισούντες δεν έχουν να πούν την αιτία της έχθρας τους».
Η τελευταία φράση παραπέμπει στο εμίσησάν με δωρεάν, με εμίσησαν χωρίς κανένα λόγο. Καί πράγματι, ακόμη και οι πιο κοντινοί άνθρωποι, εν αγνοία τους πολλές φορές, προσπαθούν να προσβάλλουν αυτό που είσαι, αυτό που ξεφεύγει από τα μέτρα και την κοινή συνισταμένη των σχέσεων.
Ζητούμε την ειρήνη του Θεού, και όχι του κόσμου. Ζητούμε την ευφροσύνη που χαρίζει ο Χριστός. Όλα συμβαίνουν εντός μας. Μέσα σε άρρητη διαύγεια ξημερώνει η μέρα. Γεννηθήτω.
Σημειὠσεις
[i] Β’ Μέρος, Λόγος Ε$, 18
[ii] Α΄ Μέρος, Λόγος ΠΑ
[iii] Λουκ. 8, 19-21
[iv] Μέρος B’ , Λόγος Ι, 18-19.
[v] Μέρος Β’ , Λόγος ΛΗ, 1-2.
[vi] Μέρος Β’ , Λόγος Μ, 3.
[vii] Μέρος Β’ , Λόγος ΛΗ, 5.
[viii] Λουκ. 23, 34
[ix] Πράξ. 3, 17
[x] Μέρος Α’ , Λόγος ΟΓ.
[xi] Μέρος Α’ , Λόγος ΝΗ.
[xii] Λουκ. 20, 17
[xiii] Μέρος Α, Λόγος ΠΑ
[xiv] «Γνωστικά κεφάλαια» Λόγος Δ, 78
[xv] Ιερ. ΙΒ 4
[xvi] Β΄ Μέρος, Λόγος Μ, 14
[xvii] Β΄ Μέρος Λόγος ΙΑ, 22
via
Αλέξανδρος Κοσματόπουλος