Ένα μάθημα για τον θάνατο - Καρλ Γιάσπερς - Point of view

Εν τάχει

Ένα μάθημα για τον θάνατο - Καρλ Γιάσπερς




Μόνον ο άνθρωπος γνωρίζει τον θάνατο

Κάθε ζωντανή ύπαρξη περικλείεται μεταξύ γέννησης και θανάτου. Αλλά τούτο το γνωρίζει μόνον ο άνθρωπος.

Η ίδια μας η γέννηση αποτελεί συμβάν που δεν το συνειδητοποιούμε. Όταν ο γεννημένος συνειδητοποιήσει την ύπαρξή του, του φαίνεται σα να υπήρχε από πάντοτε και ότι εξύπνησε από έναν αδιαφώτιστο ύπνο. Όταν ακούει για τη γέννησή του δε θυμάται τίποτε το σχετικό. Κανένας δεν έχει εμπειρία της έναρξης της ύπαρξής του. Ο θάνατος στέκεται μπροστά στον καθένα μας. Επειδή όμως δεν γνωρίζουμε πότε θα συμβεί, ζούμε ωσάν να μην συμβεί ποτέ. Ως όντα ζωντανά που είμαστε, στην πραγματικότητα δεν πιστεύουμε σ’ αυτόν, μολονότι είναι το πλέον βέβαιο πράγμα.
Η απλώς ζωτική συνείδηση αγνοεί τον θάνατο. Μόνον η γνώση περί του θανάτου τον καθιστά για μας πραγματικότητα. Ύστερα, αποτελεί και οριακή κατάσταση : οι αγαπητοί σ’ εμένα άνθρωποι κι εγώ ο ίδιος θα πάψομε να υπάρχομε. Η απάντηση στην οριακή κατάσταση αξιώνεται από την συνείδηση του Είναι της υπάρξεώς μου (Existenz).

***

Γιατί υπάρχει ο θάνατος;

Λέμε, πως ό,τι γεννήθηκε οφείλει να πεθάνει. Αυτό δεν ικανοποιεί τη βιολογική γνώση. Διότι τούτη θέλει να γνωρίζει το γιατί. Σε ποιες ζωτικές διαδικασίες θεμελιώνεται αυτή η αναγκαιότητα; Σκέφτονται να επιβραδύνουν τη διαδικασία της γήρανσης, και μάλιστα φαντάζονται, αυτό που μια φορά γεννήθηκε θα μπορούσε ίσως να παραμείνει κατά βούληση στη ζωή για πολύ, με τον έλεγχο των ζωτικών διαδικασιών, που οδηγούν στον θάνατο, αφού πρώτα τούτες τις γνωρίσομε.
Ωστόσο, καμιά αμφιβολία δεν υπάρχει εν προκειμένω, πως όσο και να γίνει η παράταση της ζωής με τεχνητά μέσα, στο τέλος η έλευση του θανάτου είναι αναπόδραστη. Ο θάνατος, όπως και το φύλο, ανήκουν στη ζωή. Και τα δύο παραμένουν μυστικά της πηγής της υπάρξεώς μας.

***

Αγωνία προ του θνήσκειν και αγωνία προ του θανάτου

Αγωνιούμε μπροστά στον θάνατο. Αλλά ο θάνατος ως λήξη της ζωής και ως διαδικασία αφανισμού, που ολοκληρώνεται με τον θάνατο, γεννούν δύο τελείως διαφορετικές αγωνίες.
Η αγωνία μπροστά στον αφανισμό είναι αγωνία μπροστά στον σωματικό πόνο. Τούτη η κατάσταση καθεαυτή δεν είναι καθόλου ο θάνατος. Μπορεί να συμβεί με κάθε είδους πόνο και ύστερα να επιστρέψει και πάλι η ζωή. «Έχω πεθάνει πολλές φορές», μπορεί να πει ένας ασθενής. Αυτό που εν προκειμένω νοιώθομε δεν είναι ο ίδιος ο θάνατος. Τον πόνο τον υποφέρει κανείς πάντοτε ζωντανός. Ο ίδιος ο θάνατος διαφεύγει από την εμπειρία μας.
Το φυσικό γεγονός της λήξης της ζωής, μπορεί να συμβεί χωρίς πόνο. Υπάρχουν στιγμιαίοι θάνατοι. Σ’ αυτή την περίπτωση ο θάνατος επέρχεται αιφνίδια, χωρίς να τον συνειδητοποιήσει κανείς. Μπορεί να συμβεί απαρατήρητα σε μια λιποθυμία, ή κατά τον ύπνο. Οι πόνοι ασθενειών που οδηγούν στον θάνατο μπορούν να περιοριστούν με φαρμακευτικά μέσα. Επειδή η λήξη της ζωής είναι ψυχοφυσική πραγματικότητα, μπορεί μια μέρα, χάρη στην πρόοδο της γνώσης στη βιολογία και τη φαρμακολογία, να συμβαίνει σε κάθε περίπτωση χωρίς πόνους.
Εντελώς διαφορετική, όμως είναι η αγωνία μπροστά στο θάνατο από την αγωνία μπροστά στην απλή λήξη της ζωής. Καμιά ιατρική θεραπεία δεν μπορεί να μας ελευθερώσει από την αγωνία αυτή του θανάτου, παρά μόνον η φιλοσοφία.

***


Παραστάσεις της καταστάσεως του θανάτου

Οι παραστάσεις της μεταθανάτιας κατάστασης είναι μάταιες. Κανένα σημάδι, ούτε η ελάχιστη εμπειρία, δεν έρχεται από εκεί. Κανένας δεν επέστρεψε. Από εδώ προκύπτει η ιδέα : ο θάνατος είναι το μηδέν, το τίποτε.
Η αγωνία προ του θανάτου είναι η αγωνία προ του μηδενός. Ωστόσο, ανεξίτηλη φαίνεται η ιδέα, ότι η κατάσταση μετά τον θάνατο είναι μια άλλη ύπαρξη. Το μηδέν μετά την λήξη της ζωής δεν είναι πραγματικό μηδέν. Με αναμένει μια μελλοντική ύπαρξη. Η αγωνία προ του θανάτου είναι η αγωνία έναντι αυτού που θα ακολουθήσει.
Αμφότερες οι αγωνίες - έναντι του μηδενός και έναντι της μεταθανάτιας κατάστασης - είναι αθεμελίωτες. Το μηδέν είναι μηδέν μόνο έναντι των χωροχρονικών πραγματικοτήτων. Και κάτι παραπάνω : δεν υπάρχει μια άλλη πραγματική εμπειρική ύπαρξη, έναντι της οποίας θα έπρεπε να αγωνιούμε. Μήπως όμως έτσι καταρρέει και η συνείδηση της αθανασίας;

***

Ο πόθος για αιωνιότητα

Ο θάνατος του αγαπημένου προσώπου, η στέρηση της σωματικής του παρουσίας, αυτός ο αξερίζωτος πόνος του «ποτέ πια», μπορεί να μεταποιηθεί, όπως και οι πιο υψηλές στιγμές της ζωής, σε συνείδηση αιωνίου παρόντος.
Μάταιη είναι η παρηγοριά, ότι ο νεκρός θα μείνει στη μνήμη των άλλων, θα συνεχίσει να ζει μέσα στην οικογένειά του, στα απαρασάλευτα έργα που εδημιούργησε, στη δόξα μέσα στους χρόνους. Διότι όλα αυτά έχουν ένα τέλος. Όχι μόνο αυτό που είμαι εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι, και η ανθρωπότητα και όλα όσα τούτη παρήγαγε και πραγματοποίησε. Το παν βυθίζεται στη λησμονιά, ωσάν να μην υπήρξε ποτέ.
Είναι μάταιη γι’ αυτόν που δεν πιστεύει στην υπόσχεση της ανάστασης. Η πίστη στην ανάσταση βεβαιώνει : ο θάνατος είναι πραγματικός. Το τέλος του ανθρώπου είναι το πτώμα του και η αποσύνθεσή του. Δεν μένει τίποτε. Αν είναι να υπάρξει αθανασία, τότε ο άνθρωπος πρέπει να ξαναγεννηθεί με ένα σώμα. Αυτό θα συμβεί. 


***

Οι νεκροί θα αναστηθούν με μια πράξη του Θεού, που θα τους ξαναζωντανέψει με τα σώματά τους. Την έσχατη ημέρα, θα αναστήσει τους νεκρούς από τους τάφους τους για την Τελευταία Κρίση. Γι’ αυτόν που δεν πιστεύει σε τούτη την σωματική ανάσταση, δεν σημαίνουν τούτα τίποτε για την δική του συνείδηση υπάρξεως.
Αλλά ο πόθος για αιωνιότητα δεν είναι χωρίς νόημα. Υπάρχει μέσα μας κάτι, που δεν μπορούμε να πιστέψομε πως μπορεί να καταστραφεί. Έργο της φιλοσοφίας είναι να διδάξει ποιο είναι αυτό το κάτι και να το καταστήσει σαφέστερο.
Στην αρχή αυτής της σκέψης υπάρχει η εξής διάκριση: Ο πόθος για την επιβίωση μέσα στον χρόνο ανήκει στην εμπειρική ύπαρξη - κάτι παντελώς διαφορετικό από την θέληση για αιωνιότητα. Τούτη την αιωνιότητα μπορώ να τη σκεφτώ μόνο με τον τρόπο που σκέφτομαι και τον χρόνο. Ας προσπαθήσομε να το δείξομε τούτο βήμα προς βήμα.

***

Κυκλικός και γραμμικός χρόνος

Διακρίνομε τον κυκλικό από τον γραμμικό χρόνο. Στο ερώτημα, γιατί υπάρχει θάνατος; Ο πυθαγόρειος και γιατρός Αλκμαίων (τον έκτο αιώνα π.χ.) έδωσε την εξής απάντηση : "Οι άνθρωποι πεθαίνουν επειδή δεν έχουν τη δύναμη να συνδέσουν την αρχή με το τέλος". Αυτός που θα το κατορθώσει θα είναι αθάνατος. Τι σημαίνει τούτο; Ο κύκλος του χρόνου ως επιστροφή είναι αθανασία αυτών που συνέβησαν μέσα σ' αυτό τον κύκλο. Τούτο όμως δεν συμβαίνει από μόνο του, αλλά χάρη σε μια "δύναμη", για την οποία μίλησε ο Αλκμαίων. Και ο Νίτσε σκεφτόταν ως εξής : Η πίστη στην αιώνια επιστροφή είναι η ισχυρότερη πράξη κατάφασης της ζωής. Συνδέει το τέλος με την αρχή την κάθε στιγμή. Ζει στον κύκλο της αιώνιας επιστροφής. Ο χρόνος ανάμεσα στο τέλος με τον θάνατο και στην αρχή με τη νέα γέννηση μπορεί να είναι αμέτρητος, κι ωστόσο είναι ωσάν μηδέν, όταν η ζωή βιωθεί εκ νέου άπειρες φορές. Και μ' αυτή τη σημασία βιώνεται ως αθάνατη.

Ειδικότερες διαδικασίες επιστροφής μέσα στον κόσμο, λ.χ. με την επανάληψη της ημέρας ή του έτους, αποτελούν εικόνες αυτής της ολοκληρωτικής αιώνιας επιστροφής. Ο χρόνος είναι απόλυτος. Το παν είναι χρονικό, αλλά ως χρονικό, αιώνιο δια μέσου της επιστροφής.


***

Εντελώς διαφορετικός είναι ο γραμμικός χρόνος. Σε όλα τα έγχρονα φέρνει το οριστικό τέλος, ακριβώς επειδή είναι έγχρονα. Η παροδικότητα των έγχρονων όντων, αυτών που για μας έχουν εμπειρική πραγματικότητα, γεννάει μια λύπη, που τη νιώθομε ακόμη κι όταν ευτυχούμε, και που νομίζομε πως την αντιλαμβανόμαστε ακόμη και στα πράγματα. Τούτη η λύπη μπορεί να ξεπεραστεί με κάτι το απαρασάλευτο, που επειδή θα είναι αμετάβλητο δεν θα είναι έγχρονο, αλλά θα εμφανίζεται μέσα στον χρόνο.
Τόσο ο κυκλικός χρόνος όσο και ο γραμμικός δίνουν βαρύτητα στη Στιγμή, αλλά με εντελώς διαφορετικό νόημα. Στον κυκλικό χρόνο γίνεται αυτό που επαναλαμβάνεται ατελεύτητες φορές, συνεπώς παραμένει έγχρονο. Στον γραμμικό χρόνο αποφασίζεται μέσα στο χρόνο αυτό που είναι αιώνιο. Ο χρόνος υπερβαίνεται. Και για τους δύο χρόνους ισχύει τούτο: Τα πάντα παρέρχονται, αλλά ένα πράγμα παραμένει, είναι είτε η έγχρονη επιστροφή είτε η άχρονη πραγματικότητα.

***

Ο κυκλικός χρόνος και ο γραμμικός χρόνος αποτελούν σύμβολα ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Ο κυκλικός χρόνος καθιστά δυνατή την αντίληψη του «κι’ άλλη φορά» σε μια ατελεύτητη επιστροφή, αλλά χωρίς κανείς να θυμάται ή να γνωρίζει το πέρασμα από τη μια φορά στην άλλη. Ο γραμμικός χρόνος επιτρέπει τη σοβαρότητα της απόφασης μέσα στη μοναδική ιστορική παρουσία αυτού που θα είναι αιώνιο, χωρίς όμως τούτη η έγχρονη παρουσία και η αιωνιότητα να μετέχουν σε μια κοινή έννοια της πραγματικότητας. Το επόμενο βήμα πρέπει να μας οδηγήσει έξω από την χρονικότητα.

Στον κυκλικό χρόνο ο χρόνος παραμένει απόλυτος. Είναι το έσχατο ανυπέρβατο. Μόνο με τη γραμμική αντίληψη του χρόνου κατέστη δυνατή η ιδέα της υπέρβασης του χρόνου. Τούτη η ιδέα λέγει τα εξής : Εμείς οι ίδιοι και όλα τα πράγματα φανερώνονται σ’ εμάς. Τούτη η φανέρωση είναι πάντοτε έγχρονη. Βεβαίως, δεν μπορούμε να βγάλομε τον κόσμο έξω από τον χρόνο. Δεν υπάρχει άλλος κόσμος, που να είναι πραγματικός και ερευνητέος από το νου, δεν υπάρχει κανένας κόσμος πριν ή μετά τον χρόνο, που θα ήταν πάλι έγχρονος. Αλά στην εμπειρία και στη σκέψη ανοίγεται και μια άλλη διάσταση :

***




Χρονικότητα, αχρονία, αιωνιότητα

Διακρίνομε τη χρονικότητα, την αχρονία και την αιωνιότητα.
Χρονικότητα είναι το πραγματικό γίγνεσθαι. Είναι χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς πηγή προελεύσεως και χωρίς σκοπό, είναι αθεμελίωτη. Η εμπειρία της χρονικότητας πραγματοποιείται στο αισθητό παρόν μέσα στο οποίο κινούμαστε ως εμπειρικές υπάρξεις. Αντίθετα, αχρονία είναι το ον το ελεύθερο από κάθε χρόνο με τη σημασία που νοείται λ.χ. στη λογική και μαθηματική γνώση. Το θεώρημα του Πυθαγόρα ίσχυε και προτού τούτος το ανακαλύψει και θα ισχύει και όταν κανένας δεν θα το σκέφτεται πλέον. Δεν είναι έγχρονο το νόημα του θεωρήματος, παρά η ανακάλυψή του και η σκέψη επάνω στο νόημά του. Η εμπειρία της αχρονίας πραγματοποιείται με τη σκέψη άγχρονων νοημάτων.
Τέλος, η αιωνιότητα είναι η ενότητα του έγχρονου παρόντος με το άχρονο Ον, αυτού που είναι μέσα στον χρόνο, διαμέσου του χρόνου, έγχρονο και άχρονο ταυτοχρόνως. Είναι αιώνια πραγματικότητα, σε αντίθεση τόσο με την άχρονη μη πραγματικότητα όσο και με την έγχρονη πραγματικότητα. Η εμπειρία αυτής της αιωνιότητας προκύπτει μόνον από την ύπαρξη. Από άποψη εμπειρική και λογική είναι ένας παραλογισμός. Για να καταστήσω κατανοητό τούτο τον παραλογισμό - την εμπειρία της αιωνιότητας μέσα στον χρόνο - φέρνω στη μνήμη μου τη φιλοσοφική «μεταστροφή» της συνείδησης του Είναι, για την οποία μίλησα στο τρίτο μάθημα.

***

Ανάμνηση της φιλοσοφικής μεταστροφής της συνείδησης του Είναι

Πηγαίνομε από τον διχασμό υποκειμένου - αντικειμένου προς το Περιέχον, όπου με την αποσαφήνισή του νοείται η μεταστροφή.
Δεν συνδέομαι πλέον με οποιοδήποτε αντικείμενο καθεαυτό. Αντίθετα, ως συνείδηση καθεαυτή (συνείδηση ως τοιαύτη) συνδέομαι με τους κάθε φορά αρχεγονικούς τρόπους του Περιέχοντος, προς αντικείμενα που σκέφτομαι : ως εμπειρική ύπαρξη (Dasein) με τον περιβάλλοντα κόσμο, ως ύπαρξη (Existenz) με την υπέρβαση. Ωστόσο, εγώ δεν είμαι ούτε υποκείμενο ούτε αντικείμενο. Σε κάθε περίπτωση είμαι το Περιέχον, αλλά ως εγώ εμαυτός είμαι το Περιέχον της υπάρξεως μέσα στο Περιέχον όλων των Περιεχόντων.
Όταν βεβαιωθώ για την πραγματικότητα της ύπαρξής μου σε σχέση με την υπέρβαση, βλέπω τον εαυτό μου σε δυο κατά τα φαινόμενα αντιφατικές καταστάσεις.


Πρώτον: Με τη γνώση καθίσταμαι σαφής στον εαυτό μου ως εμφανιζόμενη εμπειρική ύπαρξη, που προσανατολίζεται προς τον κόσμο, ενώ και ο κόσμος μού γίνεται σαφέστερος. Όσο σαφέστερος γίνεται, τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες να φτάσω στην αλήθεια. 

Δεύτερον: Αυτή η ίδια αποσαφήνιση με κάνει να συνειδητοποιήσω, ότι μαζί της είμαι σε μια φυλακή, στη φυλακή του κοσμικού είναι που έγινε αντικείμενο.
Και οι δύο αυτές καταστάσεις συνδέονται με τη θέληση του μέγιστου προσανατολισμού προς τον κόσμο και προς την υπέρβαση αυτού του προσανατολισμού. Καθώς είμαι στη φυλακή, είμαι ταυτοχρόνως και έξω της, επειδή αντιλαμβάνομαι ότι είμαι μέσα της. Τούτο έχει τις εξής συνέπειες : Αν είμαι σίγουρος για τον κόσμο ως φαινόμενο, τότε είμαι ομοίως σίγουρος και για το αιώνιο, που μπορεί να είναι παρόν στη γλώσσα των συμβόλων. Θα απελευθερωθώ από την απολυτότητα των πραγμάτων. Έναντι όλων αυτών, στα οποία ως εμπειρική ύπαρξη είμαι παραδομένος, είμαι ο ίδιος ο εαυτός μου με τη συνείδηση ότι προϋπάρχω αυτών.

***

Η υπαρξιακή εμπειρία της αιωνιότητας

Με τούτη τη μεταστροφή τροποποιείται και η εσωτερική στάση έναντι του θανάτου. Ο θάνατος είναι σίγουρα το τέλος, όπως και η γέννηση η αρχή, του έγχρονου φαινομένου. Αθανασία όμως σημαίνει την αιωνιότητα, όπου το παρελθόν και το μέλλον αναιρούνται. Η στιγμή, που είναι έγχρονη, όπου πληρούται υπαρξιακά, μετέχει στην αιωνιότητα αυτού που εμπεριέχει όλον τον χρόνο. Η ιδέα της «αιωνιότητας της στιγμής» είναι αντιφατική. Επιθυμεί να εκφράσει την αλήθεια, κατά την οποία η πραγματικότητα της έγχρονης ενσώματης παρουσίας είναι το αυτό με την άχρονη ιδεατότητα του ουσιώδους : ως η αιωνιότητα του αυθεντικώς πραγματικού.
Η ζωτική συνείδηση της εμπειρικής μας ύπαρξης δεν είναι ακόμη η υπαρξιακή συνείδηση του εαυτού μας. Μόνον όταν με τη σκέψη του θανάτου επέλθει ο κλονισμός της εμπειρικής ύπαρξης (Dasein) θα ξυπνήσει η ύπαρξη (Existenz). Ρίχνεται έξω, στην απελπισία έναντι του μηδενός, ή δωρίζεται στη βεβαιότητα της αιωνιότητας. Τις εμπραγματώσεις του κόσμου τις διαπερνά η αιωνιότητα, όταν ο κόσμος οδηγείται προς το μηδέν. Και η αιωνιότητα δεν χάνεται, όταν η εμπειρική ύπαρξη ναυαγεί. Είμαστε θνητοί ως απλές εμπειρικές υπάρξεις (Dasein), και είμαστε αθάνατοι όταν φανερωνόμαστε μέσα στο χρόνο ως αυτό που είναι αιώνιο. Είμαστε θνητοί όταν δεν αγαπούμε, και είμαστε αθάνατοι όταν αγαπούμε. Είμαστε θνητοί μέσα στην αναποφασιστικότητα, και είμαστε αθάνατοι με την απόφαση. Είμαστε θνητοί ως φυσικές διαδικασίες, και είμαστε αθάνατοι όταν δωριζόμαστε στην ελευθερία μας.

***

Το νόημα των διασκεπτικών και των υπαρξιακών προτάσεων

Οι διασκεπτικές θεωρήσεις (Spekulationen) (όπως αυτές για τον χρόνο, την επιστροφή, την αιωνιότητα) δεν αποτελούν γνώσεις κάτινος, παρά γλώσσα για μας, σύμβολα, που μας ομιλούν ή όχι.
Σκέψεις που φωτίζουν την ύπαρξη (όπως αυτές για το Περιέχον, η εμπειρία της αθανασίας) δεν δημιουργούν τη συνείδηση του αιωνίου παρόντος, αλλά τη δικαιολογούν. Η εμπειρία κείται στην αναντικατάστατη μοναδικότητα κάθε ύπαρξης (Existenz), όχι με τη μορφή γνώσης κάτινος ούτε με τη μορφή υπόσχεσης.
Η αλήθεια δεν κείται στις φιλοσοφικές σκέψεις, παρά μόνο στην ιστορική ύπαρξη (Existenz), που μ’ αυτές συνειδητοποιεί τον εαυτό της.

***



Η φιλαλήθεια

Οι φιλοσοφικές σκέψεις, τόσο οι θεωρητικοδιασκεπτικές, όσο και αυτές που φωτίζουν την ύπαρξη, μπορούν πολύ γρήγορα να απωλέσουν το νόημά τους. Επειδή, φαίνεται να γνωρίζομε φιλοσοφικά αυτό που αγαπάμε, θα επιθυμούσαμε να έχομε χειροπιαστά και ενσώματα την αιωνιότητα του αγαπώμενου και τον ίδιο τον εαυτό μας. Αλλά η αθανασία διαφεύγει από τη συνείδησή μας. Η βεβαιότητά της είναι δυνατή μόνον ως ταυτισμός με την ύπαρξη (Existenz).
Η φιλοσοφία δεν μπορεί να προσφέρει χειροπιαστή παρηγορία ούτε πρόωρη επανάπαυση, δεν προσφέρει γνώσεις. Φιλαλήθεια και φιλοσοφία δεν χωρίζονται. Όταν μιλάμε για τον θάνατο και την αθανασία - δεν γνωρίζομε τίποτε. Ωστόσο, σχετικά με τη στάση έναντι του θανάτου, μπορούμε να περιγράψομε το υπαρξιακά αληθινό από το υπαρξιακά ψεύτικο :


Πρώτον : Ο θάνατος συγκαλύπτεται. Επιθυμούμε να τον λησμονούμε. Ή αντίστροφα : Τον σκεφτόμαστε συνεχώς, παραμελώντας τη ζωή. Και από τις δύο αναλήθειες μας ελευθερώνει η εξής στάση : αυτό που κάνω και που νοιώθω στέκεται κάτω από τούτο το κριτήριο: αντιστέκεται στον θάνατο;


Δεύτερον : Η ιδέα του θανάτου μπορεί να δημιουργήσει το φόβο έναντι της ζωής. Η ατένιση του κενού, εσωτερικού και εξωτερικού, οδηγεί προς την ακατάπαυστη δραστηριότητα και την αποφυγή της σκέψης. Αλλά η ανησυχία παραμένει κρυμμένη. Και μπορεί να απελευθερωθεί ο άνθρωπος από αυτή φαινομενικά μόνο με τη ζωτική δύναμη, στην πραγματικότητα όμως από την ανάπτυξη της σκέψης επάνω στον ίδιο τον θάνατο. Τούτη η σκέψη μας βεβαιώνει πως η άλλη σημασία του ανθρώπου είναι απλώς ζωτική, αλλά η αγάπη του έχει μια βαρύτητα αιώνια. Η γαλήνη έναντι του θανάτου προκύπτει από τη συνείδηση αυτού, που κανένας θάνατος δεν μπορεί να το πάρει.


Τρίτον : Η εμπειρική ύπαρξη (Dasein) ζεί με τον λογισμό της προς τον θάνατο. Τούτο το εμπόδιο το ανατινάζει ο άνθρωπος περιλαμβάνοντας μέσα στη ζωή του μια γνώση του θανάτου, που σκέφτεται τη ζωή και όχι τον θάνατο.

Τέταρτον : Η γνώση του θανάτου σκοντάφτει στην άβυσσο, όπου τα πάντα είναι αδιάφορα, επειδή τίποτε δεν γίνεται. Τούτη η υπαρξιακή εμπειρία μας βγάζει από την απελπισία του μηδενός : ο θάνατος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Απελπιζόμαστε κατά την πτώση, ενθουσιαζόμαστε κατά την έξαρση της υπάρξεως (Existenz). Καθώς προχωρούμε από την μία κατάσταση στην άλλη, φτάνομε στον ίδιο τον εαυτό μας.

***

Συγκεφαλαιώνω :

Γνωρίζομε πως θα πεθάνομε. Για τον θάνατο δεν γνωρίζομε τίποτε.


Μας αρπάζουν από το χέρι μας αυτό στο οποίο προσκολληθήκαμε, με την ιδέα ότι είναι μια γνώση ή μια γνώση καθοριζόμενη από την πίστη.
Έργο του ανθρώπου είναι τούτος να ζει με τόλμη και με κίνδυνο κάτω από τα υψηλότερα κριτήρια, που θα καθίστανται σ’ αυτόν σαφή, και που του παρουσιάζονται σε κάθε συγκεκριμένη κατάσταση. Αν ο άνθρωπος εγνώριζε την αθανασία του ως δεδομένο, θα έχανε την ουσιαστική φύση του (ως ανθρώπου). Το να διατηρεί την άγνοιά του κάνει ώστε να έλθει στον εαυτό του και να τίθεται στο δρόμο του.
Ο Λέσσινγκ είχε πει : «Γιατί δεν μπορεί ο άνθρωπος να αναμένει γαλήνια μια μελλοντική ζωή, όπως περιμένει μια μελλοντική ημέρα… Αν υπήρχε μια θρησκεία που θα μας δίδασκε χωρίς καμιά αμφιβολία για μια τέτοια ζωή, καλλίτερα να μην την ακούγαμε…».


***


Σύμβολα του θανάτου

Αλλά η άγνοια όταν είναι κενή άγνοια ούτε τον Λέσσινγκ ικανοποιεί. Η αθανασία μιλάει με ιδέες και εικόνες μετεωριζόμενες, που δεν αξιώνουν πλέον να ισχύσουν ως συγκεκριμένη πραγματικότητα και να είναι γνώση.
Έχομε το δικαίωμα αυτό που μας είναι απρόσιτο να το συλλάβομε συμβολικά με τη μορφή του μύθου; Έχομε το δικαίωμα να πούμε στον εαυτό μας με τη μορφή των εννοιών, αυτό που ίσως νιώθει η ύπαρξή μας (Existenz) ως βεβαιότητα, αλλά που μας διαφεύγει, όταν θέλομε να το συλλάβομε με τη γνώση;
Ο Πλάτων στον «Φαίδωνά» του, που έδωσε θάρρος σε αναρίθμητους ανθρώπους, περιγράφει τον θάνατο του Σωκράτη. Την ημέρα που θα πέθαινε τον βάζει να εκφράσει απόψεις, που η αλήθειά τους αποδείχτηκε από την πραγματικότητα τούτου του θανάτου του.


***


Οι αποδείξεις της αθανασίας, όσο πειστικές και να είναι για τον Σωκράτη, και γι' αυτόν δεν είναι ικανοποιητικές. Σας συνέχει ο παιδικός φόβος, λέγει στους φίλους του, πως ο άνεμος πράγματι θα σκορπίσει την ψυχή, όταν φύγει από το σώμα. Το παιδί που πιστεύει σ' αυτό θέλομε να το κάνομε να μην φοβάται τον θάνατο ωσάν να είναι κάτι το τρομερό. Τούτο το παιδί -και εμείς οι άνθρωποι όλοι μας παραμένομε τέτοια παιδιά - πρέπει κάθε ημέρα να το θεραπεύομε με μαγικές λέξεις. Τούτες οι μαγικές λέξεις είναι οι μύθοι.
Καθώς ο Σωκράτης διηγήθηκε ένα μύθο για την τύχη των ψυχών ύστερα από τον θάνατο, οι οποίες ανάλογα με τη ζωή τους και τα έργα τους θα πάνε στον Τάρταρο ή στα φωτερά ύψη, κατέληξε ως εξής : "Επάνω σ' αυτό το είδος των προβλημάτων κανένας λογικός άνθρωπος δεν θα προσπαθήσει να αποδείξει την απόλυτη αλήθεια αυτών που είπα... Αλλά τούτα φαίνονται μιά δικαιολογημένη πίστη, άξια γι' αυτόν που τολμά να της δίνεται. Διότι στο τέλος το τόλμημα (Wagnis) είναι ωραίο και το πνεύμα για να καθησυχάσει απαιτεί τέτοιες παραστάσεις του νου, που λειτουργούν σαν μαγικές λέξεις"*  


* Σ.τ.Μ. Επειδή πρόκειται για μετάφραση μεταφράσεως, θα παραθέσω εδώ τον ίδιο τον πλατωνικό λόγο ("Φαίδων",114d): "Τὸ μὲν οὖν ταῦτα διισχυρίσασθαι οὕτως ἔχειν ὡς ἐγὼ διελήλυθα͵ οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί· ὅτι μέντοι ἢ ταῦτ΄ ἐστὶν ἢ τοιαῦτ΄ ἄττα περὶ τὰς ψυχὰς ἡμῶν καὶ τὰς οἰκήσεις͵ ἐπείπερ ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα͵ τοῦτο καὶ πρέπειν μοι δοκεῖ καὶ ἄξιον κινδυνεῦσαι οἰομένῳ οὕτως ἔχειν -καλὸς γὰρ ὁ κίνδυνος- καὶ χρὴ τὰ τοιαῦτα ὥσπερ ἐπᾴδειν ἑαυτῷ͵ διὸ δὴ ἔγωγε καὶ πάλαι μηκύνω τὸν μῦθον." ]


***

Ακούμε μιάν άλλη γλώσσα, διαφορετική από αυτήν των πραγματικοτήτων του κόσμου. Πρόκειται για ένα παιχνίδι παραστάσεων, που γνωστοποιούν κάτι το σοβαρό, που μόνο μέσα από ένα τέτοιο παιχνίδι μπορούν να εκφραστούν.
Έτσι σκεφτεται ο Σωκράτης. Μετά τον θάνατο θα βρεί τους σοφώτερους ανθρώπους και θα συνεχίσουν εκεί τη συζήτηση, που είχαν αρχίσει εδώ στον κόσμο, για να φτάσουν στην αλήθεια.
Έτσι σκέφτεται ο Σκιπίων (στου Κικέρωνα Somnium Scipionis), ότι θα συναντήσει εκεί τους πολιτικούς, τους δημιουργούς της ελευθερίας στη res publica, τους ανθρώπους των βαθειών συνειδητοποιήσεων και του πνεύματος της θυσίας.
Πεθαίνοντας συναντούμε τους αγαπημένους μας νεκρούς. Μας δέχονται στον κύκλο τους. Δεν μας παραλαμβάνει το κενό του μηδενός, παρά η πληρότητα μιάς ζωής βιωμένης μέσα στην αλήθεια. Μπαίνομε σε ένα χώρο πληρωμένο από την αγάπη και φωτισμένο από την αλήθεια.


***

Ο Σωκράτης μιλούσε με τη βεβαιότητα της αιωνιότητας μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Στο ερώτημα του Κρίτωνα, πώς πρέπει να τον κηδέψουν, ο Σωκράτης χαμογέλασε και απάντησε ως εξής : Ο Κρίτων δεν θέλει να με πιστέψει, πως αυτός εδώ ο Σωκράτης, που τώρα μιλάει μ' εσάς, είναι το αληθινό μου εγώ. Αντίθετα, πιστεύει πως εγώ είμαι αυτός που σε λίγο θα τον βλέπει ωσάν πτώμα. Γι' αυτό και ρωτάει πώς πρέπει να με κηδέψει. Αλλά, συνεχίζει ο Σωκράτης, όταν οι φίλοι του δούν να καίνε ή να θάβουν το σώμα του να μη χάσουν την ψυχραιμία τους, ωσάν να συνέβει κάτι το τρομερό στον Σωκράτη, και να μη λένε πως ο Σωκράτης είναι αυτός που πάνε στο ξόδι του. Είναι μόνον το σώμα του που κηδεύουν, κατά τον τρόπο που οι φίλοι του κρίνουν καλό και σύμφωνα με τα έθιμα. Ο ίδιος έχει από καιρό φύγει. *  


* Σ.τ.Μ. Θεωρούμε απαραίτητο να παραθέσομε το ίδιο το πλατωνικό κείμενο ("Φαίδων", 115 c-e): "Ταῦτα μὲν τοίνυν προθυμησόμεθα͵ ἔφη͵ οὕτω ποιεῖν· θάπτωμεν δέ σε τίνα τρόπον; Ὅπως ἄν͵ ἔφη͵ βούλησθε͵ ἐάνπερ γε λάβητέ με καὶ μὴ ἐκφύγω ὑμᾶς. Γελάσας δὲ ἅμα ἡσυχῇ καὶ πρὸς ἡμᾶς ἀποβλέψας εἶπεν· Οὐ πείθω͵ ὦ ἄνδρες͵ Κρίτωνα͵ ὡς ἐγώ εἰμι οὗτος Σωκράτης͵ ὁ νυνὶ διαλεγόμενος καὶ δια τάττων ἕκαστον τῶν λεγομένων͵ ἀλλ΄ οἴεταί με ἐκεῖνον εἶναι ὃν ὄψεται ὀλίγον ὕστερον νεκρόν͵ καὶ ἐρωτᾷ δὴ πῶς με θάπτῃ. ὅτι δὲ ἐγὼ πάλαι πολὺν λόγον πεποίημαι͵ ὡς͵ ἐπειδὰν πίω τὸ φάρμακον͵ οὐκέτι ὑμῖν παραμενῶ͵ ἀλλ΄ οἰχήσομαι ἀπιὼν εἰς μακάρων δή τινας εὐδαιμονίας͵ ταῦτά μοι δοκῶ αὐτῷ ἄλλως λέγειν͵ παραμυθούμενος ἅμα μὲν ὑμᾶς͵ ἅμα δ΄ ἐμαυτόν. ἐγγυήσασθε οὖν με πρὸς Κρίτωνα͵ ἔφη͵ τὴν ἐναντίαν ἐγγύην ἢ ἣν οὗτος πρὸς τοὺς δικαστὰς ἠγγυᾶτο. οὗτος μὲν γὰρ ἦ μὴν παραμενεῖν· ὑμεῖς δὲ ἦ μὴν μὴ παραμενεῖν ἐγγυήσασθε ἐπειδὰν ἀποθάνω͵ ἀλλὰ οἰχήσεσθαι ἀπιόντα͵ ἵνα Κρίτων ῥᾷον φέρῃ͵ καὶ μὴ ὁρῶν μου τὸ σῶμα ἢ καόμενον ἢ κατορυττόμενον ἀγανακτῇ ὑπὲρ ἐμοῦ ὡς δεινὰ πάσχοντος͵ μηδὲ λέγῃ ἐν τῇ ταφῇ ὡς ἢ προτίθεται Σωκράτη ἢ ἐκφέρει ἢ κατορύττει. εὖ γὰρ ἴσθι͵ ἦ δ΄ ὅς͵ ὦ ἄριστε Κρίτων͵ τὸ μὴ καλῶς λέγειν οὐ μόνον εἰς αὐτὸ τοῦτο πλημμελές͵ ἀλλὰ καὶ κακόν τι ἐμποιεῖ ταῖς ψυχαῖς. ἀλλὰ θαρρεῖν τε χρὴ καὶ φάναι τοὐμὸν σῶμα θάπτειν͵ καὶ θάπτειν οὕτως ὅπως ἄν σοι φίλον ᾖ καὶ μάλιστα ἡγῇ νόμιμον εἶναι." ]



via

Pages