Ο Θεός ως Δημιουργός - Point of view

Εν τάχει

Ο Θεός ως Δημιουργός





"Ήρθε κάποτε στον Άγ. Αντώνιο, στην έρημο, ένας από τους σοφούς της εποχής και είπε: «Πάτερ πώς μπορείς και αντέχεις να ζεις εδώ, στερημένος απ΄όλη την παρηγοριά των βιβλίων». 

Ο Αντώνιος απάντησε: « Το βιβλίο μου, φιλόσοφε, είναι η φύση των δημιουργημάτων, και οποτεδήποτε επιθυμήσω, μπορώ να διαβάσω μέσα σ' αυτήν τα έργα του Θεού»."


(Ευάγριος ο Ποντικός)

"Κατανόησε ότι έχεις μέσα σου -σε μικρή κλίμακα- ένα δεύτερο σύμπαν: μέσα σου υπάρχει ένας ήλιος, υπάρχει μια σελήνη και υπάρχουν κι αστέρια."

(Ωριγένης)


ΚΟΙΤΑΞΕ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

Η ηθοποιός Lillah McCarthy περιγράφει πώς κάποτε πήγε σε μεγάλη δυστυχία να δει τον George Bernard Shaw, όταν την εγκατέλειψε ο άντρας της: 

Έτρεμα. Ο Shaw καθόταν πολύ ήσυχος. Η φωτιά μου έφερνε ζεστασιά... Δεν ξέρω πόση ώρα καθήσαμε έτσι, αλλά σε λίγο βρέθηκα να περπατώ με σερνάμενα βήματα έχοντας δίπλα μου τον Shaw... πάνω-κάτω στην Αδελφή Terrace. Το βάρος που με πίεζε, έγινε ελαφρύτερο κι έτσι άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν, που ποτέ δεν θα ερχόντουσαν πριν. Μ' άφησε να κλάψω. Ύστερα άκουσα μια φωνή με την οποία μιλούσε όλη η απαλότητα και η τρυφερότητα του κόσμου. Έλεγε: «Κοίταξε, αγαπητή, κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Υπάρχουν περισσότερα στη ζωή απ' αυτό. Υπάρχουν πολύ περισσότερα».

Οποιαδήποτε κι αν ήταν η πίστη του στο Θεό ή ακόμη κι αν δεν πίστευε καθόλου, ο Shaw εδώ δίνει μια μαρτυρία για κάτι που είναι θεμελιακό για την πνευματική Οδό. Δεν πρόσφερε αβρά λόγια παρηγοριάς στη Lillah McCarthy ούτε προσποιήθηκε ότι ο πόνος της θα ήταν εύκολος να τον σηκώσει. Αυτό που έκανε ήταν πιο διορατικό. Της είπε να κοιτάξει για μια στιγμή έξω από τον εαυτό της, από την προσωπική της τραγωδία και ν' αντικρύσει τον κόσμο μέσα στην αντικειμενικότητά του, να νιώσει το θαύμα και την ποικιλία του, την «κατάστασή» του. Και η συμβουλή του εφαρμόζεται σε όλους μας. Όσο κι αν πιέζομαι απ' τη δική μου ή των άλλων τη στενοχώρια, δεν πρέπει να ξεχνώ ότι υπάρχει πολύ περισσότερη απ' αυτή στον κόσμο, πολύ περισσότερη.

Ο άγ. Ιωάννης της Κροστάνδης λέει: «η προσευχή είναι μια κατάσταση από συνεχή ευγνωμοσύνη». Αν δε νιώθω ένα αίσθημα χαράς μέσα στη δημιουργία του Θεού, αν ξεχνώ να προσφέρω τον κόσμο πίσω στο Θεό μ' ευγνωμοσύνη, έχω προχωρήσει πολύ λίγο στην Οδό. Δεν έχω μάθει ακόμη να είμαι αληθινά ανθρώπινος. Γιατί μόνο με την ευγνωμοσύνη μπορώ να γίνω ο εαυτός μου. Η χαρούμενη ευγνωμοσύνη χωρίς να είναι συναισθηματική ή με διάθεση φυγής απ' την πραγματικότητα, είναι αντίθετα ρεαλιστική απόλυτα -αλλά με το ρεαλισμό ενός που βλέπει τον κόσμο μέσα στο Θεό, σαν θείο δημιούργημα.


Η ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΑ ΓΕΦΥΡΑ.

«Συ εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγες» (Λειτουργία του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου). Πώς μπορούμε να καταλάβουμε τη σχέση του Θεού με τον κόσμο που έχει δημιουργήσει; Τι εννοείται με τη φράση «εκ του μηδενός», ex nihilo; Γιατί, αλήθεια, ο Θεός δημιούργησε;

Οι λέξεις «εκ του μη όντος» δηλώνουν, πρώτο και κύριο, ότι ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν με μια πράξη της ελεύθερης θέλησής του. Τίποτε δεν τον πίεσε να δημιουργήσει· το διάλεξε να το κάνει. Ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε άσκοπα ή από ανάγκη· δεν είναι μια αυτόματη απόρροια ή ξεχείλισμα από το Θεό, αλλά η συνέπεια της θεϊκής εκλογής.

Αν τίποτε δεν ανάγκασε το Θεό να δημιουργήσει, γιατί τότε αποφάσισε να το κάνει; Αν μπορούμε να δώσουμε μιαν απάντηση σ' αυτή την ερώτηση, η απάντησή μας πρέπει να είναι: το κίνηρο του Θεού για δημιουργία είναι η αγάπη του. Αντί να πούμε ότι δημιούργησε το σύμπαν από το μηδέν, θάπρεπε να πούμε ότι το δημιούργησε από τον ίδιο τον εαυτό του, που είναι αγάπη. Δεν θάπρεπε να σκεφτόμαστε το Θεό σαν Κατασκευαστή ή το Θεό σαν Τεχνίτη, αλλά τον Θεό σαν Εραστή. Η δημιουργία δεν είναι τόσο μια πράξη της ελεύθερης θέλησής του, όσο της ελεύθερης αγάπης του. Το ν' αγαπάς σημαίνει να μοιράζεσαι, όπως τόσο καθαρά μας έχει δείξει το τριαδικό δόγμα: ο Θεός δεν είναι μόνο ένας άλλά ένας μέσα σε τρεις, επειδή είναι μια κοινωνία προσώπων, που μετέχουν με αγάπη το ένα στο άλλο. Ο κύκλος της θεϊκής αγάπης όμως δεν έχει παραμείνει κλειστός. Η αγάπη του Θεού είναι, στην κυριολεκτική σημασία της λέξης, «εκστατική» - μια αγάπη που κάνει το Θεό να βγαίνει από τον εαυτό του και να δημιουργεί πράγματα διαφορετικά από τον ίδιο. Από εκούσια εκλογή ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο με «εκστατική» αγάπη, έτσι ώστε να υφίστανται εκτός από τον ίδιο άλλες υπάρξεις για να μετέχουν στη ζωή και στην αγάπη που είναι δικά του.

Ο Θεός δεν δημιούργησε από εξαναγκασμό· αλλ' αυτό δε σημαίνει ότι υπήρξε κάτι τυχαίο ή ασυνεπές σ' αυτή την πράξη της δημιουργίας. Ο Θεός είναι όλ' αυτά που κάνει, και έτσι η πράξη της δημιουργίας δεν είναι κάτι ξεχωριστό απ' τον εαυτό του. Στην καρδιά του Θεού και στην αγάπη του ο καθένας από μας πάντα υπήρχε. Προαιώνια ο Θεός είδε τον καθένα μας σαν μια ιδέα ή σκέψη με το θεϊκό του νου, και για τον καθένα προαιώνια έχει ένα ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό σχέδιο. Πάντοτε υπήρχαμε γι' αυτόν· η δημιουργία σημαίνει ότι σε κάποια ορισμένη χρονική στιγμή αρχίζουμε να υπάρχουμε και για τους εαυτούς μας.

Σαν καρπός της ελεύθερης θέλησης και της ελεύθερης αγάπης του Θεού, ο κόσμος δεν είναι αναγκαίος, δεν είναι αυτάρκης, αλλά είναι σχετικός και εξαρτημένος. Σαν δημιουργήματα ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε μόνο οι εαυτοί μας μόνοι· ο Θεός είναι ο πυρήνας της ύπαρξής μας, διαφορετικά παύουμε να υπάρχουμε. Την κάθε στιγμή εξαρτώμεθα για την ύπαρξή μας από την αγαπητική θέληση του Θεού. Η ύπαρξη είναι ένα δώρο από το Θεό -ένα ελεύθερο δώρο της αγάπης του, ένα δώρο που ποτέ δεν παίρνεται πίσω αλλ' οπωσδήποτε ένα δώρο, όχι κάτι που κατέχουμε με τη δική μας δύναμη. Ο Θεός μόνος έχει την αιτία και την πηγή της ύπαρξής του μέσα στον εαυτό του, όλα τα δημιουργήματα έχουν την αιτία τους και την πηγή τους όχι στους εαυτούς τους αλλά σ' αυτόν. Ο Θεός μόνος είναι αυτοπηγή.· όλα τα δημιουργήματα πηγάζουν απ' το Θεό, έχουν τις ρίζες τους στο Θεό και βρίσκουν την προέλευσή τους και την πλήρωσή τους σ' αυτόν. Ο Θεός μόνο είναι το ουσιαστικό όνομα, όλα τα δημιουργήματα είναι επίθετα. *

Λέγοντας ότι ο Θεός είναι Δημιουργός του κόσμου δεν εννοούμε απλώς ότι θέτει τα πράγματα σε κίνηση με μιαν αρχική πράξη «εν αρχή», μετά την οποία συνεχίζουν να λειτουργούν μόνα τους. Ο Θεός δεν είναι μόνο ένας ωρολογοποιός του σύμπαντος, που κουρδίζει το μηχανισμό και ύστερα τον αφήνει να χτυπάει μόνος του. Αντίθετα η δημιουργία είναι συνεχής. Αν πρέπει να είμαστε ακριβείς, όταν μιλάμε για τη δημιουργία δεν θάπρεπε να χρησιμοποιούμε τον αόριστο αλλά το συνεχιζόμενο ενεστώτα. Θάπρεπε να λέμε, όχι ότι «ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο, και μένα μέσα σ' αυτόν», αλλά ότι «ο Θεός φτιάχνει τώρα τον κόσμο, και μένα μέσα σ' αυτόν, εδώ και τώρα, τούτη τη στιγμή και πάντα». Η δημιουργία δεν είναι ένα γεγονός παρελθοντικό, αλλά μια σχέση στο παρόν. Αν ο Θεός δε συνέχιζε ν' ασκεί τη δημιουργική του θέληση την κάθε στιγμή, το σύμπαν θα έπεφτε αμέσως σε ανυπαρξία· τίποτε δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε για ένα δευτερόλεπτο αν ο Θεός δεν το ήθελε να υπάρχει. Όπως ο Μητροπολίτης Φιλάρετος της Μόσχας το θέτει «όλα τα πλάσματα ισορροπούν πάνω στο δημιουργικό λόγο του Θεού, σαν σε μια διαμαντένια γέφυρα· πάνω τους είναι η άβυσσος της θεϊκής απεραντοσύνης, κάτω η άβυσσος της δικής τους μηδαμινότητας».

Αυτό αληθεύει ακόμη και για το Διάβολο και τους πεπτωκότες αγγέλους στην κόλαση· κι αυτοί επίσης εξαρτούν την ύπαρξή τους από τη θέληση του Θεού.

Ο σκοπός της διδασκαλίας για τη δημιουργία, επομένως, δεν είναι να προσγράψουμε ένα χρονολογικά εναρκτήριο σημείο στον κόσμο, αλλά να βεβαιώσουμε ότι αυτή εδώ τη στιγμή, όπως σ' όλες τις στιγμές, ο κόσμος εξαρτά την ύπαρξή του από το Θεό. Όταν η Γένεση διατυπώνει: «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γεν.1,1), η λέξη «αρχή» δεν πρέπει να εκληφθεί απλώς με τη χρονική σημασία αλλά ως δηλωτική του ότι ο Θεός είναι η διαρκής αιτία και το στήριγμα όλων των πραγμάτων.

Σαν δημιουργός, λοιπόν, ο Θεός βρίσκεται πάντα στην καρδιά κάθε πράγματος διατηρώντας το στη ζωή. Στο επίπεδο της επιστημονικής έρευνας, διακρίνουμε ορισμένες εξελίξεις ή συνέπειες της αιτίας και του αποτελέσματος. Στο επίπεδο της πνευματικής όρασης, που δεν αντιστρατεύεται την επιστήμη αλλά βλέπει πέρ' απ' αυτή, διακρίνουμε παντού τις δημιουργικές ενέργειες του Θεού που φροντίζουν όλα όσα υπάρχουν, που διαμορφώνουν την εσώτατη ουσία όλων των πραγμάτων. Αλλά, ενώ είναι παρών παντού στον κόσμο, ο Θεός δεν πρέπει να ταυτιστεί με τον κόσμο.

Σαν Χριστιανοί καταφάσκουμε όχι τον πανθεϊσμό αλλά τον «πανενθεϊσμό». Ο Θεός είναι μέσα σ' όλα τα πράγματα, επίσης όμως πέρα και πάνω απ' όλα τα πράγματα. Είναι «μεγαλύτερος από το μεγάλο» και «μικρότερος από το μικρό». Με τα λόγια του Αγ. Γρηγορίου Παλαμά, «είναι παντού και πουθενά, είναι το κάθε τι και τίποτε». Όπως το τοποθέτησε ένας Κιστερσιανός μοναχός του Νέου Clairvaux, «ο Θεός είναι στον πυρήνα. Ο Θεός είναι διαφορετικός από τον πυρήνα. Ο Θεός είναι μέσα στον πυρήνα και τον διαπερνάει ολόκληρο, και είναι περ' απ' τον πυρήνα, πιο κοντά στον πυρήνα από τον ίδιο το πυρήνα».

«Και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε, και ιδού καλά λίαν» (Γεν. 1,31). Η δημιουργία στο σύνολό της είναι χειροτέχνημα του Θεού· στην εσώτερη ουσία τους όλα τα δημιουργήματα είναι «καλά λίαν. Η Χριστιανική Ορθοδοξία αποκηρύσσει το δυαλισμό στις διάφορες μορφές του: τον οξύ δυαλισμό των Μανιχαίων που αποδίδουν την ύπαρξη του κακού σε μια δεύτερη δύναμη, συναΐδια με το Θεό της αγάπης· το λιγότερο ριζοσπαστικό δυαλισμό των Γνωστικών Βαλεντιανών, που βλέπουν την υλική τάξη, συμπεριλαμβάνοντας και το ανθρώπινο σώμα, να δημιουργείται σαν συνέπεια μιας προκοσμικής πτώσης· και τον πιο λεπτό δυαλισμό των Πλατονιζόντων, που θεωρούν την ύλη όχι ως κακό αλλά ως μη πραγματική.

Απέναντι σε κάθε μορφή δυϊσμού ο Χριστιανισμός βεβαιώνει ότι υπάρχει ένα summum bonum, ένα «ύψιστο αγαθό» -δηλ. ο ίδιος ο Θεός- αλλά δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει summum malum (ύψιστο κακό). Το κακό δεν είναι συναΐδιο με το Θεό. Στην αρχή υπήρχε μόνο ο Θεός: όλα τα πράγματα που υφίστανται είναι δημιουργία του, είτε στον ουρανό, είτε στη γη, είτε πνευματική είτε υλική και επομένως στη βασική τους «κατάσταση» όλα τους είναι καλά.

Τι πρέπει λοιπόν να πούμε για το κακό; Αφού όλα τα δημιουργήματα είναι από τη φύση τους καλά, η αμαρτία ή το κακό δεν είναι πράγμα, δεν είναι υφιστάμενη ύπαρξη ή ουσία. «Δεν είδα αμαρτία», λέει η Julian του Norwich στις Αποκαλύψεις της, «γιατί πιστεύω ότι δεν έχει κανένα είδος υπόστασης, δεν έχει μερίδιο στην ύπαρξη ούτε μπορεί ν' αναγνωριστεί παρ' από τον πόνο που προκαλεί». «Η αμαρτία είναι μηδέν» λέει ο Άγ. Αυγουστίνος. «Αυτό που είναι κακό υπό αυστηρή έννοια», παρατηρεί ο Ευάγριος, «δεν είναι μία υπόσταση αλλά η απουσία του καλού, όπως το σκοτάδι δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απουσία του φωτός». Και ο αγ. Γρηγόριος ο Νύσσης διατυπώνει, «η αμαρτία δεν υφίσταται στη φύση δίχως την ελεύθερη θέληση· δεν είναι μία υπόσταση πραγματική». «Ούτε και οι δαίμονες είναι από τη φύση τους κακοί», λέειο άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής, «αλλά γίνονται κακοί από την κακή χρήση των φυσικών τους δυνάμεων». Το κακό είναι πάντα παρασιτικό. Είναι η διαστροφή και η κατάχρηση αυτού που είναι καθεαυτό καλό. Το κακό δεν παραμένει στο ίδιο το πράγμα αλλά στη συμπεριφορά μας προς το πράγμα -δηλ. στη θέλησή μας.

Ίσως φανεί ότι, ορίζοντας το κακό ως «μηδέν», υποτιμάμε την ισχύ και το δυναμισμό του. Αλλά, όπως είχε παρατηρήσει ο C.S.Lewis, «το μηδέν είναι πολύ δυνατό». Λέγοντας ότι το κακό είναι η διαστρέβλωση του καλού και επομένως, στην τελική ανάλυση, μία απάτη και μη-πραγματικότητα, δεν πρέπει ν' αρνηθούμε τη δυνατή επιρροή του πάνω μας. Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη μέσα στη δημιουργία από την ελεύθερη θέληση των όντων που είναι προικισμένα με αυτοσυνειδησία και πνευματική ευφυΐα, και επομένως η κακή χρήση αυτής της ελεύθερης θέλησης μπορεί να έχει ολοκληρωτικά τρομερές συνέπειες.


Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΩΣ ΣΩΜΑ, ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ.

Και ποια είναι η θέση του ανθρώπου μέσα στη δημιουργία; «Αυτός δε ο Θεός της ειρήνης αγιάσαι υμάς ολοτελείς, και ολόκληρον το πνεύμα και η ψυχή και το σώμα αμέμπτως εν τη παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τηρηθείη» (Α' Θεσσ. 5, 23). Εδώ ο Απ. Παύλος αναφέρει τα τρία στοιχεία ή όψεις που συνιστούν το ανθρώπινο πρόσωπο. Αν και διαφορετικές, αυτές οι όψεις είναι αυστηρά αλληλένδετες· ο άνθρωπος είναι μία αναπόσπαστη ενότητα, όχι ένα σύνολο αθροιστικό χωριστών μερών.

Πρώτα είναι το σώμα, «χους από της γης» (Γεν. 2,7), η φυσική ή υλική όψη της ανθρώπινης φύσης.

Δεύτερη είναι η ψυχή, η δύναμη της ζωής που ζωοποιεί και εμψυχώνει το σώμα, κάνοντάς το να μην είναι μόνο ένας βώλος ύλης, αλλά κάτι που μεγαλώνει και κινείται, που αισθάνεται και αντιλαμβάνεται. Και τα ζώα έχουν ψυχή και ίσως και τα φυτά. Αλλά στην περίπτωση του ανθρώπου η ψυχή είναι προικισμένη με συνείδηση· είναι μια λογική ψυχή που έχει την ικανότητα γι' αφηρημένη σκέψη, και τη δυνατότητα να προχωρεί με απέραντα επιχειρήματα από συλλογισμούς σ' ένα συμπέρασμα. Αυτές οι δυνάμεις υπάρχουν στα ζώα -αν όχι καθόλου- μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό.

Τρίτο είναι το πνεύμα, η «αναπνοή» από το Θεό (βλ. Γεν. 2,7), που δεν έχουν τα ζώα. Είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε το «Πνεύμα» με κεφαλαίο το αρχικό γράμμα, από το «πνεύμα» με μικρό π. Το δημιουργημένο πνεύμα του ανθρώπου δεν πρέπει να ταυτιστεί με το αδημιούργητο ή Άγιο Πνεύμα του Θεού, το τρίτο πρόσωπο της Τριάδος· αν και τα δυο τους σχετίζονται στενά, γιατί με το πνεύμα του ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται το Θεό και επικοινωνεί μαζί του.

Με την ψυχή του ο άνθρωπος ασχολείται με την επιστημονική ή φιλοσοφική έρευνα αναλύοντας τα δεδομένα της αισθητικής του εμπειρίας μεσ' απ' τον απέραντο λόγο.

Με το πνεύμα του, που μερικές φορές ονομάζεται νους, καταλαβαίνει την αιώνια αλήθεια για το θεό ή για τους λόγους ή τις εσώτερες ουσίες των δημιουργημάτων, όχι με παραγωγικούς συλλογισμούς, αλλά με άμεση κατανόηση ή πνευματική αντίληψη, μ' ένα είδος διαίσθησης που ο άγ. Ισαάκ ο Σύρος καλεί «απλή νόηση». Το πνεύμα ή ο νους είναι επομένως διαφορετικό από τις λογικές δυνάμεις του ανθρώπου και τις αισθητικές συγκινήσεις, και ανώτερο και από τις δύο.

Επειδή ο άνθρωπος έχει μια λογική ψυχή κι ένα νου, κατέχει τη δύναμη του αυτεξούσιου και της ηθικής ελευθερίας, δηλ. την αίσθηση του καλού και του κακού, και τη δυνατότητα να διαλέγει ανάμεσά τους. Εκεί όπου τα ζώα ενεργούν από ένστικτο, ο άνθρωπος μπορεί να πάρει μία ελεύθερη και συνειδητή απόφαση.

Μερικές φορές οι Πατέρες δέχονται όχι ένα τριμερές αλλά ένα διμερές σχήμα, περιγράφοντας τον άνθρωπο απλώς σαν μια ενότητα σώματος και ψυχής· σ' αυτή την περίπτωση θεωρούν το πνεύμα ή το νου ως την υψηλότερη όψη της ψυχής. Αλλά το τριπλό σχήμα σώματος, ψυχής και πνεύματος είναι ακριβέστερο και πιο διαφωτιστικό, ιδιαίτερα στην εποχή μας όπου η ψυχή και το πνεύμα συχνά συγχέονται, και όπου οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν καλά-καλά ότι έχουν νου. Η κουλτούρα και το εκπαιδευτικό σύστημα στη σύγχρονη Δύση βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στην εξάσκηση του λογικού μυαλού και, σε λιγότερο βαθμό, στις αισθητικές συγκινήσεις. Οι περισσότεροι από μας έχουμε ξεχάσει ότι δεν είμαστε μόνο μυαλό και θέληση, αισθήσεις και συναισθήματα· είμαστε επίσης πνεύμα. Ο σύγχρονος άνθρωπος, κατά το μεγαλύτερο μέρος, έχει χάσει την επαφή με την γνησιότερη και υψηλότερη πλευρά του εαυτού του· και το αποτέλεσμα αυτής της εσωτερικής αλλοτρίωσης μπορούμε να το δούμε πολύ απλά στην ανησυχία του, στην έλλειψη ταυτότητας και στην απώλεια της ελπίδας.


ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗΣ

Σώμα, ψυχή και πνεύμα, τρία μέσα σ' ένα, ο άνθρωπος κατέχει μια μοναδική θέση στη δημιουργία.

Σύμφωνα με την Ορθόδοξη άποψη για τον κόσμο, ο Θεός είχε διαμορφώσει δύο επίπεδα δημιουργημάτων: πρώτα το «νοητικό», «πνευματικό» ή «διανοητικό» επίπεδο, και μετά, το υλικό ή σωματικό. Στο πρώτο επίπεδο ο Θεός έφτιαξε τους αγγέλους που δεν έχουν υλικό σώμα. Στο δεύτερο επίπεδο έφτιαξε το φυσικό σύμπαν -τους γαλαξίες, τ' αστέρια, τους πλανήτες, με τις διάφορες μορφές ζωής στα ορυκτά, τα φυτά και τα ζώα. Ο άνθρωπος και μόνον ο άνθρωπος υφίσταται ταυτόχρονα και στα δύο επίπεδα. Με το πνεύμα του ή την πνευματική του διάνοια μετέχει στο νοητικό βασίλειο και είναι σύντροφος των αγγέλων- με το σώμα του και την ψυχή του, κινείται και αισθάνεται και σκέπτεται, τρώει και πίνει, μετατρέποντας την τροφή σ' ενέργεια και μετέχοντας οργανικά στο υλικό βασίλειο που το διαπερνά με τις αισθήσεις του.

Η ανθρώπινη φύση μας είναι λοιπόν πιο περίπλοκη από την αγγελική, και προικισμένη με πλουσιώτερες δυνατότητες. Ιδωμένος μ' αυτό το πρίσμα, ο άνθρωπος δεν είναι χαμηλότερα αλλά υψηλότερ' απ' τους αγγέλους· όπως το βαβυλωνιακό Ταλμούδ βεβαιώνει, «Οι δίκαιοι είναι μεγαλύτεροι από τους διακονούντες αγγέλους» (Sanhedrin 93a). Ο άνθρωπος βρίσκεται στην καρδιά της δημιουργίας του Θεού. Μετέχοντας και στο νοητικό και στο υλικό βασίλειο, είναι μια εικόνα ή ένας καθρέφτης όλης της δημιουργίας, imago mundi, ένα «μικρό σύμπαν» ή μικρόκοσμος. Όλα τα δημιουργήματα συναντώνται σ' αυτόν. Ο άνθρωπος θα μπορούσε να πει για τον εαυτό του, με τα λόγια της Kathleen Raine:

Επειδή αγαπώ
Ο ήλιος ρίχνει τις ακτίνες του από ζωντανό χρυσάφι,
ρίχνει το χρυσάφι και τ' ασήμι του πάνω στη θάλασσα...

Επειδή αγαπώ
οι φτέρες πρασινίζουν και πρασινίζει η χλόη
και πρασινίζουν τα διάφανα ηλιόλουστα δέντρα...

Επειδή αγαπώ
όλη νύχτα το ποτάμι κυλάει στον ύπνο μου,
χιλιάδες ζωντανά πλάσματα κοιμούνται στην αγκαλιά μου,
και καθώς κοιμούνται ξυπνούν, κι ενώ ρέουν αναπαύονται.

Όντας μικρόκοσμος, ο άνθρωπος είναι επίσης μεσάζοντας. Είναι θεόδοτο έργο του να διευθετεί και να εναρμονίζει το νοητικό και το υλικό βασίλειο, να τα ενώνει, ν' αποπνευματοποιεί την ύλη και να φανερώνει όλες τις κρυμένες δυνατότητες της δημιουργίας. Όπως το Εβραϊκό Hasidim το έχει εκφράσει, ο άνθρωπος καλείται «να προοδεύει σκαλί-σκαλί μέχρις ότου, μέσω αυτού, να ενωθεί το κάθε τι». Σαν μικρόκοσμος λοιπόν ο άνθρωπος είναι ο μόνος μέσα στον οποίο ο κόσμος συνοψίζεται· σαν μεσάζοντας είναι ο μόνος μέσω του οποίου ο κόσμος αντιπροσφέρεται στο Θεό.

Ο άνθρωπος μπορεί να εξασκήσει αυτό το μεσολαβητικό ρόλο μόνον επειδή η ανθρώπινη φύση του είναι ουσιαστικά και βασικά μία ενότητα. Αν ήταν μόνο μια ψυχή κατοικώντας προσωρινά σ' ένα σώμα, όπως πολλοί από τους Έλληνες και τους Ινδούς φιλοσόφους έχουν φανταστεί -αν το σώμα του δεν ήταν μέρος του αληθινού εαυτού του, αλλά μόνο ένα κομμάτι ύφασμα που τελικά θα το παραμερίσει, ή μια φυλακή απ' όπου προσπαθεί να δραπετεύσει,- τότε ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να δράσει σωστά σαν μεσολαβητής. Ο άνθρωπος αποπνευματοποιεί τη δημιουργία, πρώτ' απ' όλα αποπνευματοποιώντας το ίδιο το σώμα του και προσφέροντάς το στο Θεό: «ή ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου πνεύματός εστιν;» γράφει ο Απ. Παύλος. «Δοξάσατε δη τον Θεόν εν τω σώματι υμών... Παρακαλώ ουν υμάς, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ» (Α' Κορ. 6,19-20· Ρωμ. 12,1). Αλλά με το ν' «αποπνευματοποιεί» το σώμα, ο άνθρωπος, δεν το εξαϋλώνει: αντίθετα, είναι η ανθρώπινη κλήση να διακηρύξει το πνευματικό μέσα και μέσω του υλικού. Οι Χριστιανοί είναι μ' αυτή την έννοια, οι μόνοι αληθινοί υλιστές.




Το σώμα, λοιπόν, είναι έν' αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ο χωρισμός σώματος και ψυχής στο θάνατο είναι αφύσικος, κάτι αντίθετο από το αρχικό σχέδιο του Θεού, που έχει επέλθει σα συνέπεια της πτώσης. Επί πλέον, ο χωρισμός είναι μόνο προσωρινός: προσδοκούμε, περ' απ' το θάνατο, την τελική ανάσταση «εν τη εσχάτη ημέρα», όταν σώμα και ψυχή ξαναενωθούν γι' άλλη μια φορά.


ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣΗ

«Η δόξα του Θεού είναι ο άνθρωπος», βεβαιώνει το Ταλμούδ (Derech Eretz Zutta, 10,5)· και ο αγ. Ειρηναίος διαπιστώνει το ίδιο: «Η δόξα του Θεού είναι ένας ζωντανός άνθρωπος». Το ανθρώπινο πρόσωπο σχηματίζει το κέντρο και την κορωνίδα της δημιουργίας του Θεού. Η μοναδική θέση του ανθρώπου στον κόσμο φαίνεται πάνω απ' όλα, από το γεγονός ότι έχει φτιαχτεί «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν» του Θεού (Γεν. 1,26). Ο άνθρωπος είναι μια περιορισμένη έκφραση της άπειρης αυτοέκφρασης του Θεού.

Μερικές φορές οι Έλληνες Πατέρες συσχετίζουν τη θεϊκή «εικόνα» στον άνθρωπο με την ολότητα της φύσης του που θεωρείται ενότητα των στοιχείων: πνεύματος, ψυχής και σώματος. Άλλοτε συνδυάζουν την εικόνα πιο ειδικά με την υψηλότερη πλευρά του ανθρώπου, με το πνεύμα του ή την πνευματική νόηση με την οποία αποκτά γνώση του Θεού και ενώνεται μαζί του. Βασικά, η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο υποδηλώνει το κάθε τι που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζωά, που τον κάνει με την πλήρη και αληθινή έννοια ένα πρόσωπο -έναν ηθικό παράγοντα ικανό για το σωστό και για το λάθος, ένα πνευματικό ον προικισμένο μ' εσωτερικήν ελευθερία.

Η άποψη της ελεύθερης εκλογής είναι ιδιαίτερα σημαντική για να κατανοήσουμε τον άνθρωπο που είναι φτιαγμένος κατ' εικόνα Θεού. Αφού ο Θεός είναι ελεύθερος και ο άνθρωπος επίσης είναι ελέύθερος. Και όντας ελεύθερη κάθε ανθρώπινη ύπαρξη συνειδητοποιεί την θεϊκήν εικόνα μέσα της με το δικό της διακριτικό τρόπο. Οι ανθρώπινες υπάρξεις δεν είναι αντίθετες έτσι ώστε να μπορούν ν' ανταλλαγούν μεταξύ τους, ή ανταλλακτικά μιας μηχανής. Ο καθένας, όντας ελεύθερος είναι ανεπανάληπτος· και ο καθένας όντας ανεπανάληπτος είναι άπειρα πολύτιμος. Τ' ανθρώπινα πρόσωπα δεν πρέπει να τα μετράμε ποσοτικά: δεν έχουμε δικαίωμα να δεχτούμε ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει μεγαλύτερη αξία απ' οποιοδήποτε άλλο συγκεκριμένο πρόσωπο, ή ότι δέκα πρόσωπα υποχρεωτικά πρέπει να έχουν μεγαλύτερη αξία από ένα. Τέτοιοι υπολογισμοί είναι μια προσβολή για την αυθεντική προσωπικότητα. Ο καθένας είναι αναντικατάστατος και επομένως ο καθένας πρέπει ν' αντιμετωπίζεται σαν ένας σκοπός για τον εαυτό του και ποτέ σαν ένα μέσο για κάποιον απώτερο σκοπό. Ο καθένας δεν πρέπει να θεωρείται αντικείμενο αλλά υποκείμενο. Αν βρίσκουμε τους ανθρώπους ανιαρούς και πληκτικά όμοιους, είναι γιατί δεν έχουμε φτάσει στο επίπεδο της αληθινής προσωπικότητας για τους άλλους και για τους εαυτούς μας, όπου δεν υπάρχουν στερεότυπα αλλ' ο καθένας είναι μοναδικός.

Πολλοί από τους Έλληνες Πατέρες, αν όχι και όλοι, διακρίνουν μια διαφορά ανάμεσα στην «εικόνα» του Θεού και στην «ομοίωση» του Θεού. Η εικόνα για κείνους που ξεχωρίζουν τους δύο όρους, υποδηλώνει τη δυνατότητα του ανθρώπου να ζήσει μέσα στο Θεό, ενώ η ομοίωση τη συνειδητοποίηση αυτής της δυνατότητας. Η εικόνα είναι αυτό που ο άνθρωπος κατέχει απ' την αρχή και που του δίνει τη δύναμη να ξεκινήσει από την αρχή στην πνευματική Οδό· η ομοίωση είναι αυτό που ελπίζει ν' αποκτήσει στο τέρμα του ταξιδιού του. Με τα λόγια του Ωριγένη, «Ο άνθρωπος έλαβε την τιμή της εικόνας στην πρώτη του δημιουργία, αλλά η πλήρης τελείωση στην ομοίωση του Θεού θα του παρασχεθεί στη συντέλεια των πάντων». Όλοι οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι κατ' εικόνα του Θεού και, όσο διεφθαρμένη κι αν είναι η ζωή τους, η θεϊκή εικόνα μέσα τους είναι απλώς συσκοτισμένη και καλυμένη, ποτέ όμως ολότελα χαμένη. Η ομοίωση όμως ολοκληρώνεται μόνο από τους εκλεκτούς της ουράνιας βασιλείας του Μέλλοντος Αιώνος.

Κατά τον αγ. Ειρηναίο, ο άνθρωπος στην πρώτη του δημιουργία ήταν «σαν ένα μικρό παιδί», και χρειαζόταν ν' «αυξηθεί» προς την τελείωσή του. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος στην πρώτη του δημιουργία ήταν αθώος και ικανός ν' αναπτυχθεί πνευματικά (η «εικόνα»), αλλ' αυτή η ανάπτυξη δεν ήταν αναπόφευκτη ή αυτόματη. Ο άνθρωπος κλήθηκε να συνεργαστεί με τη χάρη του Θεού και έτσι, με τη σωστή χρήση της ελεύθερης θέλεησής του, αργά και με προοδευτικά βήματα έπρεπε να γίνει τέλειος κατά Θεό (η «ομοίωση»).

Αυτό δείχνει πως η γνώση ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα Θεού, μπορεί να ερμηνευτεί με μια δυναμική παρά με μια στατική έννοια. Δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος ήταν προικισμένος από την αρχή με μιαν απόλυτα συνειδητοποιημένη αγιότητα και γνώση, αλλ' απλώς ότι του είχε δοθεί η ευκαιρία ν' αναπτυχθεί σε απόλυτη κοινωνία με το Θεό. Η διάκριση στην εικόνα-ομοίωση δεν υπονοεί βέβαια την αποδοχή καμιάς «εξελικτικής θεωρίας»· αλλά δεν είναι και αταίριαστη μια τέτοια θεωρία.

Η εικόνα και η ομοίωση σημαίνουν προσανατολισμό, σχέση. Όπως παρατηρεί ο Philip Sherrard, «Η ίδια η ιδέα του ανθρώπου υπονοεί μια σχέση, ένα σύνδεσμο με το Θεό. Όπου καταφάσκεται ο άνθρωπος καταφάσκεται και ο Θεός». Το να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος έχει φτιαχτεί κατ' εικόνα Θεού είναι το να πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος έχει δημιουργηθεί για επικοινωνία και ένωση με το Θεό, και ότι, αν απωθήσει αυτή την επικοινωνία παύει να είναι σωστός άνθρωπος. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, όπως ο λεγόμενος «φυσικός άνθρωπος», που να υφίσταται χωριστά απ' το Θεό· άνθρωπος που είναι αποκομένος απ' το Θεό, είναι σε πολύ αφύσικη κατάσταση. Η διδασκαλία της εικόνας εννοεί επομένως, ότι ο άνθρωπος έχει το Θεό ως το εσώτατο κέντρο της ύπαρξής του. Το θεϊκό στοιχείο είναι το αποφασιστικό στην ανθρωπότητά μας· χάνοντας την αίσθηση του θεϊκού, χάνουμ' επίσης και την έννοια του ανθρώπινου.

Αυτό έχει επιβεβαιωθεί εκπληκτικά από τα όσα συνέβησαν στη Δύση από την εποχή της Αναγέννησης, και πιο ευδιάκριτα από τη βιομηχανική επανάσταση. Μια αυξανόμενη κοσμικότητα έχει συνοδευθεί από μιαν απανθρωποποίηση της κοινωνίας που συνεχώς μεγαλώνει. Το σαφέστερο παράδειγμα γι' αυτό μπορεί να το δει κανείς στη Λενινιστική-Σταλινική μορφή του Κομμουνισμού, όπως είναι στη Σοβιετική Ένωση [το βιβλίο αυτό με τον τίτλο Orthodox Way γράφτηκε, πριν από την πτώση του κομμουνισμού, το 1979]. Εδώ η άρνηση του Θεού συμβαδίζει με μια σκληρή καταπίεση της προσωπικής ελευθερίας του ανθρώπου. Αυτό δεν είναι καθόλου εκπληκτικό. Η μόνη σίγουρη βάση για ένα δόγμα ανθρώπινης ελευθερίας και ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι η πεποίθηση ότι κάθε άνθρωπος είναι κατ' εικόνα Θεού.

Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος όχι μόνο κατ' εικόνα Θεού, αλλά πιο συγκεκριμένα, κατ' εικόνα του Τριαδικού Θεού. Όλα όσα ειπώθηκαν νωρίτερα για τη «βίωση της Τριάδος» αποκτούν πρόσθετη δύναμη, όταν εκφράζονται με όρους του δόγματος της εικόνας. Αφού η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο είναι Τριαδική, συνεπάγεται ότι ο άνθρωπος, όπως ο Θεός, συνειδητοποιεί την αληθινή του φύση με την αμοιβαία ζωή. Η εικόνα σημαίνει σχέση όχι μόνο με το Θεό, αλλά και με τους ανθρώπους. Όπως τα τρία θεϊκά πρόσωπα ζουν μέσα και το ένα για το άλλο, έτσι και ο άνθρωπος -έχοντας φτιαχτεί κατ' εικόνα τριαδική- γίνεται πραγματικό πρόσωπο βλέποντας τον κόσμο μέσ' απ' τα μάτια των άλλων, κάνοντας δικές του τις χαρές και τις λύπες των άλλων. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη είναι μοναδική, αλλ' όμως ο καθένας μέσα στη μοναδικότητα έχει δημιουργηθεί για να επικοινωνεί με τους άλλους.

«Εμείς που πιστεύουμε πρέπει να θεωρούμε όλους τους πιστούς σαν ένα μόνο πρόσωπο... και θάπρεπε να είμαστε έτοιμοι να δώσουμε τη ζωή μας για χάρη του διπλανού μας» (αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος). «Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθούμε παρά μόνο μέσω του διπλανού μας. Αυτό είναι καθαρότητα καρδιάς: όταν βλέπεις τον αμαρτωλό ή τον άρρωστο, να νιώθεις συμπόνοια γι' αυτούς και να τους δείχνεις τρυφερότητα» (Οι Ομιλίες του αγ. Μακαρίου). «οι γέροντες συνήθιζαν να λένε ότι θάπρεπε ο καθένας μας να παρατηρεί τις εμπειρίες του διπλανού του, σαν να ήταν δικές του. Θάπρεπε να υποφέρουμε μαζί με το διπλανό μας στο κάθε τι και να κλαίμε μαζί του, και να συμπεριφερόμαστε σαν να είμασταν μέσα στο σώμα του· κι αν τον βρει κάποια στενοχώρια, θάπρεπε να νιώσουμε τόση θλίψη, όση θα νιώθαμε για τον εαυτό μας» (Αποφθέγματα των Πατέρων της Ερήμου). Όλ' αυτά αληθεύουν, ακριβώς επειδή ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος κατ' εικόνα του Τριαδικού Θεού.


ΙΕΡΕΑΣ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Φτιαγμένος κατά την θεϊκήν εικόνα, μικρόκοσμος και μεσάζοντας, ο άνθρωπος είναι ιερέας και βασιλιάς μέσα στη δημιουργία. Συνειδητά και με σοβαρή πρόθεση μπορεί να κάνει δύο πράγματα που τα ζώα μπορούν μόνο ασυνείδητα και από ένστικτο να κάνουν. Πρώτον, ο άνθρωπος μπορεί να ευλογήσει και να αινέσει το Θεό για τον κόσμο. Ο άνθρωπος ορίζεται καλύτερα όχι ως ένα «λογικό», αλλ' ως ένα «ευχαριστιακό» ζώο. Δεν ζει απλώς μέσα στον κόσμο, σκέπτεται γι' αυτόν και τον χρησιμοποιεί, αλλά μπορεί να δει τον κόσμο σαν δώρο Θεού, σαν ένα μυστήριο της παρουσίας του Θεού, κι' ένα μέσο επικοινωνίας μαζί του. Έτσι μπορεί ν' αντιπροσφέρει τον κόσμο στο Θεό σ' ευχαριστία: «Τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν κατά πάντα και διά πάντα» (Λειτουργία του αγίου Ιω. Χρυσοστόμου).

Δεύτερον, εκτός από την ευλογία και την αίνεση του Θεού για τον κόσμο, ο άνθρωπος μπορεί επίσης ν'ανασχηματίσει και ν' αναπτύξει τον κόσμο· κι έτσι να του δώσει καινούργιο νόημα. Με τα λόγια του π. Δημητρίου Staniloae, «ο άνθρωπος θέτει τη σφραγίδα της κατανόησής του και του πνευματικού του έργου στη δημιουργία... . Ο κόσμος δεν είναι μόνον ένα δώρο, αλλά κι ένα έργο για τον άνθρωπο». Είναι η κλήση μας να συνεργαστούμε με το Θεό· κατά τη φράση του Απ. Παύλου, «Θεού γάρ εσμεν συνεργοί» (Α' Κορ. 3,9). Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ένα λογικό και ευχαριστιακό ζώο, αλλά είναι επίσης και δημιουργικό ζώο: το γεγονός ότι ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα Θεού σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι ένας δημιουργός κατά την εικόνα του Θεού Δημιουργού. Αυτό το δημιουργικό ρόλο τον εκπληρώνει όχι με άγρια δύναμη, αλλά με τη διαύγεια της πνευματικής του όρασης· η κλήση του δεν είναι να κυριαρχεί και να εκμεταλλεύεται τη φύση, αλλά να την μεταμορφώνει και να την καθαγιάζει.

Με μια ποικιλία τρόπων -με την καλλιέργεια της γης, με την καλλιτεχνία, με τη συγγραφή βιβλίων και την εικονογράφηση- ο άνθρωπος δίνει φωνή στα υλικά πράγματα και κάνει τη φύση να εκφράζεται με δοξολογία του Θεού. Είναι σημαντικό ότι το πρώτο έργο του πρωτόπλαστου Αδάμ ήταν να ονομάσει τα ζώα (Γεν. 2, 19-20). Η ονοματοθεσία είναι από μόνη της μια δημιουργική πράξη· μέχρις ότου βρούμε ένα όνομα για κάποιο αντικείμενο ή εμπειρία, μια «αναπόφευκτη» λέξη που να δίνει τον πραγματικό χαρακτήρα αυτού του πράγματος, δεν μπορούμε ν' αρχίσουμε να το κατανοούμε και να το χρησιμοποιούμε. Είναι επίσης σημαντικό ότι, όταν στην Θ. Ευχαριστία αντιπροσφέρουμε στο Θεό τις απαρχές της γης, δεν τις προσφέρουμε στην αρχική τους μορφή αλλά μετασχηματισμένες από το χέρι του ανθρώπου: δεν φέρνουμε στο θυσιαστήριο δεμάτια σιτάρι αλλά «πρόσφορα», δεν φέρνουμε σταφύλια αλλά κρασί.

Έτσι λοιπόν ο άνθρωπος είναι ιερέας της δημιουργίας με τη δύναμη που έχει να ευχαριστεί και ν' αντιπροσφέρει τη δημιουργία στο Θεό· και είναι βασιλιάς της δημιουργίας με τη δύναμη που έχει να κατασκευάζει και να σχηματοποιεί, να συνδέει και να διαφοροποιεί. Αυτή η ιερατική και βασιλική λειτουργία περιγράφεται ωραία από τον άγιο Λεόντιο Κύπρου:

Με τον ουρανό και τη γη και τη θάλασσα, με το ξύλο και την πέτρα, μ' όλη την ορατή και αόρατη δημιουργία, προσφέρω λατρεία στο Δημιουργό και Κύριο και Ποιητή των όλων. Γιατί η δημιουργία δε λατρεύει άμεσα και μόνη της τον Ποιητή, και είναι με το δικό μου στόμα που οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού, που η σελήνη τον λατρεύει, που τ' αστέρια τον δοξάζουν, που τα νερά και οι σταγόνες και όλη η δημιουργία λατρεύει το Θεό και τον δοξάζει.

Παρόμοιες ιδέες εκφράζονται από το διδάσκαλο των Χασιδαίων Abraham Yaakov του Sadagora:

Όλα τα πλάσματα, και τα φυτά και τα ζώα φέρνουν και προσφέρουν τους εαυτούς τους στον άνθρωπο, αλλά μέσω του ανθρώπου φέρνονται όλα και προσφέρονται στο Θεό. Όταν ο άνθρωπος εξαγνίζεται κι εξαγιάζεται σ' όλα τα μέλη του σαν μια προσφορά στο Θεό, εξαγνίζει κι εξαγιάζει όλα τα πλάσματα.


ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεό όψονται» (Ματθ. 5,8). Φτιαγμένος κατ' εικόνα Θεού, ο άνθρωπος είναι ο καθρέφτης του Θείου. Γνωρίζει το Θεό γνωρίζοντας τον εαυτό του, βλέπει το Θεό ν' αντανακλάται στην καθαρότητα της δικής του καρδιάς. Η διδασκαλία της δημιουργίας του ανθρώπου σύμφωνα με την εικόνα σημαίνει ότι μέσα σε κάθε άνθρωπο -μέσα στον πιο αληθινό κι εσωτερικόν εαυτό του, που συχνά ορίζεται ως «βάθος καρδίας» ή «έδαφος της ψυχής» -υπάρχει ένα σημείο άμεσης συνάντησης και ένωσης με τον Άκτιστο. «Η βασιλεία του Θεού εντός υμών εστιν» (Λουκ. 17, 21). 

Αυτή η αναζήτηση για την εσωτερική βασιλεία είναι έν' από τα κύρια θέματα μέσα στα συγγράματα των Πατέρων.

«Το μεγαλύτερο απ' όλα τα μαθήματα» λέει ο αγ. Κλήμης Αλεξανδρείας, «είναι να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του· γιατί, αν κάποιος γνωρίσει τον εαυτό του, θα γνωρίσει το Θεό· και αν γνωρίσει το Θεό θα γίνει σαν το Θεό». Ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «Όταν ο νους παύει να διασκορπίζεται στα εξωτερικά πράγματα και να διασπάται από τον κόσμο με τις αισθήσεις, επιστρέφει στον εαυτό του· και μέσω του εαυτού του ανεβαίνει στη σκέψη του Θεού». «Αυτός που ξέρει τον εαυτό του, ξέρει τα πάντα», λέει ο άγ. Ισαάκ ο Σύρος· και κάπου αλλού γράφει:

Ειρήνευε στην ψυχή σου· τότε ο ουρανός και η γη θα βρίσκονται σε ειρήνη με σένα. Μπες με λαχτάρα στο θησαυροφυλάκιο που βρίσκεται μέσα σου, κι έτσι θα δεις αυτά που βρίσκονται στον ουρανό· γιατί υπάρχει μόνο μια είσοδος που οδηγεί και στα δύο αυτά. Η κλίμακα που οδηγεί στη Βασιλεία είναι κρυμένη μέσα στην ψυχή σου. Φύγε από την αμαρτία, βυθίσου στον εαυτό σου και μέσα στην ψυχή σου θ' ανακαλύψεις τα σκαλοπάτια απ' όπου θ'ανεβείς.

Και σ' αυτά τ' αποσπάσματα θα μπορούσαμε να προσθέσουμε τη μαρτυρία ενός Δυτικού μάρτυρα των ημερών μας, του Thomas Merton:

Στο κέντρο της ύπαρξής μας υπάρχει ένα σημείο μηδαμινότητας που είναι ανέγγιχτο από αμαρτία και πλάνη, ένα σημείο καθαρής αλήθειας, ένα σημείο ή σπινθήρας που ανήκει αποκλειστικά στο Θεό, που δεν είναι ποτέ στη διάθεσή μας, από το οποίο ο Θεός ρυθμίζει τις ζωές μας, που είναι απρόσιτο στις φαντασίες του λογισμού μας ή τις βαρβαρότητες της θέλησής μας. Αυτό το μικρό σημείο του τίποτε και της απόλυτης φτώχειας είναι η καθαρή δόξα του Θεού μέσα μας. Είναι, σαν να λέμε, το όνομά του γραμμένο μέσα μας, όπως η φτώχεια μας, όπως η ανέχειά μας, όπως η εξάρτησή μας, όπως η υιϊκότητά μας. Είναι σαν ένα καθαρό διαμάντι που λαμποκοπάει με το αόρατο φως τ' ουρανού. Είναι μέσα στον καθένα, και, αν μπορούσαμε να το δούμε, θα βλέπαμε αυτά τα τρισεκατομμύρια φωτεινές αιχμές να έρχονται μαζί με τη μορφή και τη λαμπρότητα ενός ήλιου που θάκανε όλο το σκοτάδι και τη σκληρότητα της ζωής να χαθεί πέρα για πέρα... Η πύλη τ' ουρανού βρίσκεται παντού.

Φύγε από την αμαρτία, επιμένει ο άγ. Ισαάκ· και αυτή η φράση θάπρεπε να σημειωθεί ιδιαίτερα. Αν πρόκειται να δούμε το πρόσωπο του Θεού ν' αντανακλάται μέσα μας, ο καθρέφτης πρέπει να καθαριστεί. Δίχως μετάνοια δεν μπορεί να υπάρξει αυτογνωσία και ανακάλυψη της εσωτερικής βασιλείας. Όταν μου λέγεται, «Γύρισε στον εαυτό σου, γνώρισε τον εαυτό σου», είναι ανάγκη να ρωτήσω: Ποιον «εαυτό» πρόκειται ν' ανακαλύψω; Τι είναι ο αληθινός εαυτός μου; Η ψυχανάλυση μας φανερώνει έναν τύπο του «εαυτού»· πάρα πολύ συχνά, όμως, αυτή μας οδηγεί όχι στην «κλίμακα της βασιλείας», αλλά στη σκάλα που κατεβαίνει σε κάποιο υγρό και γεμάτο φίδια υπόγειο. «Γνώρισε τον εαυτό σου» σημαίνει «γνώρισε τον εαυτό σου έτσι όπως έχει τις ρίζες του στο Θεό· γνώρισε τον εαυτό σου μέσα στο Θεό». Από την άποψη της Ορθόδοξης πνευματικής παράδοσης θάπρεπε να τονιστεί, ότι δεν θα τον ανακαλύψουμε, τον αληθινό εαυτό μας «σύμφωνα με την εικόνα», παρά μόνο μεσ' από ένα θάνατο του ψεύτικου και έκπτωτου εαυτού μας· «... ος δ' αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν» (Ματθ. 16,25): μόνον εκείνος που βλέπει ποιος πραγματικά είναι ο ψεύτικος εαυτό του και τον απορρίπτει, θα μπορέσει να ξεχωρίσει τον αληθινό εαυτό του, τον εαυτό που βλέπει ο Θεός. Υπογραμμίζοντας αυτή τη διάκριση μεταξύ του ψεύτικου και του αληθινού εαυτού, ο άγ. Βαρσανούφιος παραγγέλνει: «Ξέχνα τον εαυτό σου και θα τον γνωρίσεις».





ΤΟ ΚΑΚΟ, Ο ΠΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ.

Στο μεγαλύτερο μυθιστόρημα του Dostoevsky, Οι Αδελφοί Καραμάζοφ, ο Ιβάν προκαλεί τον αδελφό του: «Ας υποθέσουμε ότι δημιουργείς το οικοδόμημα της ανθρώπινης μοίρας με τον αντικειμενικό σκοπό να κάνεις τους ανθρώπους επί τέλους ευτυχισμένους και να τους δώσεις ειρήνη και ανάπαυση· όμως, για να το κάνεις αυτό είναι ανάγκη να βασανίσεις ένα μόνο μικρούλικο μωρό... και να ιδρύσεις το οικοδόμημά σου πάνω στα δάκρυά του· -θα συμφωνούσες ν' αναλάβεις το οικοδόμημα υπ' αυτό τον όρο;» «Όχι, δε θα συμφωνούσα», απαντάει ο Alyosha. Και αν εμείς δεν θα συμφωνούσαμε να το κάνουμε, γιατί, λοιπόν, προφανώς το κάνει ο Θεός;

Ο Somerset Maugham μας λέει, ότι αφότου είχε δει ένα μικρό παιδί ν' αργοπεθαίνει από μηνιγγίτιδα, δεν μπορούσε πια να πιστέψει σ' ένα Θεό αγάπης. Άλλοι έπρεπε να δουν ένα σύζυγο, ή μια σύζυγο, ένα παιδί ή ένα γονιό να καταρρέουν σε μιαν ολοκληρωτική κατάθλιψη: σ' ολόκληρο το βασίλειο του πόνου ίσως δεν υπάρχει τίποτε τόσο τρομερό να δει κανείς, όσο μία ανθρώπινη ύπαρξη με χρόνια μελαγχολία. Ποια είναι η απάντησή μας; Πώς θα μπορέσουμε να συμβιβάσουμε την πίστη σ' ένα Θεό αγάπης, που δημιούργησε όλα τα πράγματα και είδε ότι ήταν «καλά λίαν», με την ύπαρξη του πόνου, της αμαρτίας και του κακού;

Αμέσως πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι δεν είναι δυνατή μια εύκολη απάντηση ή ένας φανερός συμβιβασμός. Ο πόνος και το κακό μας αντιμετωπίζουν ασύμμετρα. Η δυστυχία η δική μας και των άλλων, είναι μία εμπειρία που πρέπει να ζήσουμε και όχι ένα θεωρητικό πρόβλημα που μπορούμε να λύσουμε.

Αν υπάρχει μια εξήγηση είναι σ' ένα επίπεδο βαθύτερο απ' τα λόγια. Η δυστυχία δεν μπορεί να «δικαιωθεί»· μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί, να γίνει αποδεκτή -και μέσω αυτής της αποδοχής να μεταμορφωθεί. «Το παράδοξο της δυστυχίας και του κακού», λέει ο Nicolas Berdyaev, «λύνεται με την εμπειρία της ευσπλαχνίας και της αγάπης».

Αλλά ενώ δικαιολογημένα υποπτευόμαστε κάθε εύκολη λύση του «προβλήματος του κακού», μπορούμε να βρούμε στη διήγηση για την πτώση του ανθρώπου που δίνεται στο γ' κεφάλαιο του βιβλίου «Γένεση» -άσχετ' αν αυτό ερμηνευτεί κυριολεκτικά ή συμβολικά- δύο ζωτικά σημεία, που πρέπει να διαβαστούν με προσοχή.

Πρώτον, η αφήγηση στη Γένεση αρχίζει κάνοντας λόγο για τον «όφιν» (Γεν. 3,1), δηλ. το διάβολο -τον πρώτον από τους αγγέλους εκείνους που έφυγαν απ' το Θεό προς την κόλαση του δικού τους θελήματος. Έγινε διπλή πτώση: πρώτα των αγγέλων και ύστερα του ανθρώπου. Για την Ορθοδοξία η πτώση των αγγέλων δεν είναι γραφικό παραμύθι αλλά πνευματική αλήθεια. Πριν από τη δημιουργία του ανθρώπου, είχε ήδη συμβεί ένας χωρισμός στους δρόμους του νοητικού βασιλείου: μερικοί από τους αγγέλους παρέμειναν σταθεροί υπακούοντας στο Θεό, ενώ άλλοι τον αρνήθηκαν. Σχετικά μ' αυτό τον «πόλεμον εν τω ουρανώ» (Αποκ. 12,7) έχουμε μόνον απόκρυφες αναφορές μέσα στη Γραφή· δεν μας λέγεται με λεπτομέρειες τι συνέβη· και ακόμη λιγότερα ξέρουμε για το τι σχέδια έχει ο Θεός για μια δυνατή συμφιλίωση μέσα στο νοητικό βασίλειο, ή πώς (αν όχι καθόλου) ο διάβολος θα μπορούσε τελικά να σωθεί. Ίσως, όπως υπαινίσσεται το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του Ιώβ, ο Διάβολος δεν είναι τόσο μαύρος όπως συνήθως τον ζωγραφίζουν. Για μας σ' αυτό εδώ το στάδιο της γήϊνης ύπαρξής μας, ο Διάβολος είναι ο εχθρός· ο Διάβολος όμως έχει επίσης μιαν άμεση σχέση με το Θεό, για την οποία δεν ξέρουμε τίποτε και για την οποία δεν είναι σοφό από μέρους μας να φανταζόμαστε.

Παρ' όλ' αυτά θάπρεπε να σημειωθούν τρία σημεία που μας αφορούν, στις προσπάθειές μας να καταπιαστούμε με το πρόβλημα του πόνου. Πρώτον, εκτός απ' το κακό, για το οποίο εμείς οι άνθρωποι είμαστε προσωπικά υπεύθυνοι, υπάρχουν στο σύμπαν δυνάμεις με τεράστια ισχύ, που η θέλησή τους είναι στραμμένη στο κακό. Αυτές οι δυνάμεις, αν και μη ανθρώπινες, είναι μολαταύτα προσωπικές. Η ύπαρξη τέτοιων δαιμονικών δυνάμεων δεν είναι μια υπόθεση ή ένας μύθος αλλά -για πολλούς από μας, αλλοίμονο!- ένα ζήτημα άμεσης εμπειρίας. Δεύτερο, η ύπαρξη των εκπτώτων πνευματικών δυνάμεων μας βοηθάει να καταλάβουμε γιατί, σε κάποιο χρονικό σημείο προφανώς πριν απ' τη δημιουργία του ανθρώπου, θάπρεπε να επικρατούσε στο φυσικό κόσμο αταξία, φθορά και σκληρότητα. Τρίτο, η ανταρσία των αγγέλων αποδεικνύει πολύ καθαρά ότι το κακό προέρχεται όχι από κάτω αλλ' από πάνω, όχι από την ύλη, αλλ' από το πνεύμα. Το κακό, όπως έχει ήδη τονιστεί, είναι «τίποτε»· δεν είναι μια υφιστάμενη ύπαρξη ή ουσία, αλλά μια λανθασμένη στάση απέναντι σ' αυτό που είναι απ' τη φύση του καλό. Η πηγή του κακού βρίσκεται επομένως στην ελεύθερη θέληση των πνευματικών υπάρξεων, που είναι προικισμένες με ηθική εκλογή και που χρησιμοποιούν αυτή τη δύναμη της εκλογής λανθασμένα.

Αυτά σχετικά με το πρώτο σημάδι, τον υπαινιγμό για τον «όφιν». Αλλά (κι αυτό ίσως χρησιμέψει σαν δεύτερο σημάδι) η διήγηση στη Γένεση διασαφηνίζει ότι, αν και ο άνθρωπος έρχεται στη ζωή μέσα σ' ένα κόσμο ήδη φθαρμένο από την πτώση των αγγέλων, όμως ταυτόχρονα τίποτα δεν ανάγκασε τον άνθρωπο ν' αμαρτήσει. Η Εύα ελκύστηκε από τον «όφιν», αλλά ήταν ελεύθερη ν' αποκρούσει τις προτάσεις του. Το δικό της και του Αδάμ το «προπατορικό αμάρτημα» ήταν μια συνειδητή πράξη ανυπακοής, μία εσκεμμένη απόκρουση της αγάπης του Θεού, μια ελεύθερα διαλεγμένη στροφή από τον Θεό στον εαυτό μας (Γεν. 3: 2,3,11).

Στην κατοχή και άσκηση της ελεύθερης θέλησης του ανθρώπου δεν θα βρούμε καθόλου μια πλήρη εξήγηση αλλά τουλάχιστον την αρχή για μια απάντηση στο πρόβλημά μας. Γιατί ο Θεός άφησε τους αγγέλους και τον άνθρωπο ν' αμαρτήσουν; Γιατί ο Θεός επιτρέπει το κακό και τη δυστυχία; Απαντάμε: Γιατί είναι ένας Θεός αγάπης. Η αγάπη προϋποθέτει μετοχή, και η αγάπη επίσης προϋποθέτει ελευθερία. Σαν μια Τριάς αγάπης ο Θεός επιθύμησε να μοιραστεί τη ζωή του με δημιουργημένα πρόσωπα, φτιαγμένα κατά την εικόνα του, που θα μπορούσαν να του ανταποκριθούν ελεύθερα και εκούσια σε μια σχέση αγάπης. Όπου δεν υπάρχει ελευθερία, δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη. Ο καταναγκασμός αποκλείει την αγάπη· όπως συνήθιζε να λέει ο Paul Evdokimov, ο Θεός μπορεί να κάνει το κάθε τι εκτός από το να μας εξαναγκάσει να τον αγαπάμε. Ο Θεός, επομένως -επιθυμώντας να μοιραστεί την αγάπη του- δεν εδημιούργησε ρομπότ που θα τον υπάκουαν μηχανικά, αλλ' αγγέλους και ανθρώπινες υπάρξεις προικισμένες μ' ελεύθερη εκλογή. Και μ' αυτό, για να θέσουμε το ζήτημα με ανθρωπομορφικό τρόπο, ο Θεός ριψοκινδύνεψε: γιατί μαζί μ' αυτό το δώρο της ελευθερίας δόθηκε επίσης και η δυνατότητα της αμαρτίας. Αλλ' αυτός που δεν ριψοκινδυνεύει, δεν αγαπάει. Δίχως ελευθερία δεν θα υπήρχε αμαρτία. Αλλά δίχως ελευθερία ο άνθρωπος δεν θα ήταν κατ' εικόνα Θεού· δίχως ελευθερία ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να επικοινωνήσει με το Θεό με μια σχέση αγάπης.


ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΠΤΩΣΕΩΣ

Αν και δημιουργήθηκε για μια κοινωνία με την Αγία Τριάδα, αν και κλήθηκε να προκόψει με αγάπη από τη θεϊκή εικόνα στη θεϊκή ομοιότητα, ο άνθρωπος διάλεξε αντί γι' αυτό ένα μονοπάτι που δεν οδηγούσε ψηλά αλλά χαμηλά. Απέρριψε τη θεϊκή σχέση που είναι η αληθινή του ουσία. Αντί να ενεργήσει σαν μεσάζοντας και σαν ενωτικό κέντρο, δημιούργησε διάσπαση: διάσπαση με τον εαυτό του, διάσπαση μεταξύ του εαυτού του και των άλλων ανθρώπων, διάσπαση μεταξύ αυτού και του φυσικού κόσμου. Ενώ ο Θεός του εμπιστεύθηκε το δώρο της ελευθερίας, αυτός αρνήθηκε συστηματικά την ελευθερία στους συνανθρώπους του. Αν και ευλογήθηκε με τη δύναμη να μεταμορφώνει τον κόσμο και να του χαρίζει καινούργιο νόημα, έκανε κακή χρήση αυτής της δύναμης για να φτιάξει όργανα ασχήμιας και καταστροφής. Οι συνέπειες αυτής της κακής χρήσης, ιδιαίτερα από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, έχουν γίνει τώρα φρικιαστικά φανερές με τη ραγδαία ρύπανση του περιβάλλοντος.

Το «προπατορικό αμάρτημα» του ανθρώπου, η στροφή του από το θεοκεντρισμό στον εγωκεντρισμό, σήμαινε πρώτο και κύριο ότι δεν κοίταζε πια τον κόσμο και τις άλλες ανθρώπινες υπάρξεις μ' έναν ευχαριστιακό τρόπο, σαν ένα μυστήριο επικοινωνίας με το Θεό. Έπαψε να τις θεωρεί ένα δώρο που θ' αντιπροσφερόταν μ' ευγνωμοσύνη στο Δοτήρα και άρχισε να τις μεταχειρίζεται σαν ιδιοκτησία του, από την οποία μπορούσε να επωφελείται, να την εκμεταλλεύεται και να τη ρημάζει. Έτσι δεν έβλεπε πια τ' άλλα πρόσωπα και πράγματα όπως είναι πράγματι μέσα τους και μέσα στο Θεό, αλλά τους έβλεπε μόνον υπό τον όρο της ευχαρίστησης και της ικανοποίησης που θα μπορούσαν να του δώσουν. Και το αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι πιάστηκε στο φαύλο κύκλο της δικής του ακολασίας, που γινόταν όλο και πιο αχόρταγη όσο την ικανοποιούσε. Ο κόσμος έπαψε να είναι διάφανος -ένα παράθυρο απ' όπου αντίκριζε το Θεό- κι έγινε σκοτεινός· έπαψε νάναι ζωογόνος κι άρχισε να υπόκειται στη φθορά και στο θάνατο. «Ότι γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. 3,19). Αυτό αληθεύει για τον πεπτωκότα άνθρωπο και για κάθε δημιούργημα, μόλις αποκοπεί από τη μόνη πηγή ζωής, τον ίδιο το Θεό.

Τ' αποτελέσματα της πτώσης του ανθρώπου ήταν και φυσικά και ηθικά. Στο φυσικό επίπεδο οι άνθρωποι άρχισαν να υπόκεινται στον πόνο και στην αρρώστια, στην αδυναμία και στη σωματική αποσύνθεση της γεροντικής ηλικίας. Η χαρά της γυναίκας που φέρνει στον κόσμο μια νέα ζωή αναμίχτηκε με τις ωδίνες του τοκετού (Γεν. 3,16). Τίποτε απ' αυτά δεν ήταν μέρος του αρχικού σχεδίου του Θεού για την ανθρωπότητα. Σα συνέπεια της πτώσης, άντρες και γυναίκες επίσης υπόκεινται στο χωρισμό ψυχής και σώματος με το φυσικό θάνατο. Κι όμως ο φυσικός θάνατος θάπρεπε να ιδωθεί, όχι αρχικά σαν τιμωρία, αλλά σαν ανακουφιστικό, δοσμένο από ένα Θεό που αγαπάει. Μέσα στο έλεός του ο Θεός δεν θέλησε να συνεχίσουν να ζουν οι άνθρωποι απεριόριστα μέσα σ' ένα πεπτωκότα κόσμο, δεμένο για πάντα στο φαύλο κύκλο των δικών τους επινοημάτων, κι έτσι έδωσε ένα τρόπο φυγής. Γιατί ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής αλλά η αρχή της ανανέωσής της. Αποβλέπουμε, περ' από το φυσικό θάνατο, στη μελλοντική επανασύνδεση σώματος και ψυχής στην καθολική ανάσταση την Έσχατην Ημέρα. Χωρίζοντας λοιπόν το σώμα μας και την ψυχή μας στο θάνατο, ο Θεός ενεργεί όπως ο αγγειοπλάστης· όταν το σκεύος πάνω στον τροχό του έχει παραμορφωθεί κι έχει στραβώσει, σπάζει τον πηλό σε κομμάτια για να το φτιάξει πάλι (πρβλ. Ιερ. 18, 1-6). Αυτό τονίζεται στην Ορθόδοξη Ακολουθία της κηδείας: 

Ο πάλαι μεν, εκ μη όντων πλάσας με
και εικόνι σου θεία τιμήσας·
παραβάσει εντολής δε, πάλιν με επιστρέψας
εις γην εκ ης ελήφθην,
εις το καθ' ομοίωσιν επανάγαγε
το αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι.

Στο ηθικό επίπεδο, σαν συνέπεια της πτώσης, οι άνθρωποι απογοητεύονται,πλήττουν, καταθλίβονται. Η δουλειά που προοριζόταν να είναι πηγή χαράς για τον άνθρωπο κι ένα μέσο επικοινωνίας με το Θεό, έπρεπε τώρα να γίνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος απρόθυμα, «εν ιδρώτι του προσώπου σου» (Γεν.3,19). Και δεν ήταν μόνον αυτά. Ο άνθρωπος έχει υποστεί εσωτερικήν αλλοτρίωση· καθώς η θέλησή του αδυνάτισε κι ο ίδιος διασπάστηκε με τον εαυτό του, έγινε ο εχθρός και ο δήμιος του ίδιου του του εαυτού. όπως λέει ο απ. Παύλος, «οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τουτ' έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν· το γαρ θέλειν παράκειταί μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ου· ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ' ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω... ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος· τις δε ρύσεται;...» (Ρωμ. 7: 18,19,24). Εδώ ο απ. Παύλος δε λέει μόνον ότι υπάρχει μια σύγκρουση μέσα μας, ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Λέει ότι, πάρα πολύ συχνά, βρίσκουμε τους εαυτούς μας ηθικά παραλυμένους· ειλικρινά επιθυμούμε να διαλέξουμε το καλό, αλλά βρισκόμαστε αιχμαλωτισμένοι σε μια κατάσταση όπου όλες οι επιλογές μας καταλήγουν στο κακό. Και ο καθένας μας ξέρει από προσωπική πείρα τι ακριβώς εννοεί ο απ. Παύλος.

Ο απ. Παύλος όμως είναι προσεκτικός λέγοντας «οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τουτ' έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν». Η ασκητική μας διαμάχη είναι εναντίον της σάρκας και όχι εναντίον του σώματος. Η «σάρκα» δεν είναι το ίδιο με το «σώμα». Ο όρος «σάρκα», όπως έχει χρησιμοποιηθεί στο κομμάτι που μόλις αναφέρθηκε, σημαίνει ο,τιδήποτε μέσα μας είναι αμαρτωλό και αντίθετο προς το Θεό. Επομένως δεν είναι μόνο το σώμα αλλά και η ψυχή, στον πεπτωκότα άνθρωπο, που έχει γίνει σαρκική και αισθησιακή. Πρέπει να μισούμε τη σάρκα αλλά δεν πρέπει να μισούμε το σώμα που είναι έργο του Θεού και ο ναός του Αγίου Πνεύματος. Η ασκητική αυταπάρνηση είναι λοιπόν ένας αγώνας εναντίον της σάρκας· και όχι εναντίον του σώματος αλλά υπέρ του σώματος. Όπως ο π.Σέργιος Bulgakov συνήθιζε να λέει· «Σκότωσε τη σάρκα για ν' αποκτήσεις ένα σώμα». Ο ασκητισμός δεν είναι η σκλαβιά του εαυτού μας αλλά ο δρόμος για την ελευθερία. Ο άνθρωπος είναι ένα μπερδεμένο δίχτυ από αυτοαντιφάσεις· μόνο με τον ασκητισμό μπορεί να κερδίσει τον αυθορμητισμό.

Ο ασκητισμός, όταν κατανοηθεί έτσι, σαν μια μάχη εναντίον της σάρκας, εναντίον της αμαρτωλής και πεπτωκυίας πλευράς του εαυτού, είναι σαφώς κάτι που ζητείται απ' όλους τους Χριστιανούς και όχι μόνον από τους μοναχούς. Η μοναστική κλήση και η κλήση στο γάμο -η οδός της άρνησης και η οδός της κατάφασης- πρέπει να ιδωθούν σαν παράλληλα και συμπληρωματικά. Ο μοναχός ή η μοναχή δεν είναι ένας δυαλιστής, αλλά, στον ίδιο βαθμό που το κάνει ο Χριστιανός μέσα στο γάμο, προσπαθεί να διακηρύξει την έμφυτη καλοσύν η της υλικής δημιουργίας και του ανθρωπίνου σώματος· και με το ίδιο τεκμήριο, ο έγγαμος Χριστιανός καλείται στον ασκητισμό. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στις εξωτερικές συνθήκες κάτω από τις οποίες διεξάγεται ο ασκητικός πόλεμος. Και οι δύο είναι εξ ίσου ασκητικοί και εξ ίσου υλιστές (χρησιμοποιώντας τη λέξη στην αληθινή χριστιανική έννοια). Και οι δύο αρνούνται την αμαρτία και καταφάσκουν τον κόσμο.

Η Ορθόδοξη παράδοση, χωρίς να υποτιμά τ' αποτελέσματα της πτώσης, δεν πιστεύει παρ' όλ' αυτά ότι η πτώση είχε σαν αποτέλεσμα μιαν «ολική διαφθορά», όπως τη βεβαιώνουν οι Καλβινιστές στις πιο απαισιόδοξες στιγμές τους. Η θεϊκή εικόνα μέσα στον άνθρωπο είχε κρυφτεί, αλλά δεν είχεν εξαφανιστεί. Η ελεύθερη εκλογή του έχει περιοριστεί στην εξάσκησή της αλλά δεν έχει καταστραφεί. Έστω και μέσα σ' έναν κόσμο πεπτωκότα ο άνθρωπος διατηρεί ακόμη κάποια γνώση του Θεού και με τη θεία χάρη μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του.

Υπάρχουν πολλοί άγιοι μέσα στις σελίδες της Παλιάς Διαθήκης, άντρες και γυναίκες, όπως ο Αβραάμ και η Σάρρα, ο Ιωσήφ και ο Μωϋσής, ο Ηλίας και ο Ιερεμίας· και έξω από τον εκλεκτό λαό του Ισραήλ υπάρχουν μορφές όπως του Σωκράτη, που όχι μόνο δίδαξαν την αλήθεια αλλά την έζησαν. Όμως παραμένει αληθινό, ότι η ανθρώπινη αμαρτία -το προπατορικό αμάρτημα του Αδάμ, ενωμένο με τις προσωπικές αμαρτίες της κάθε διαδοχικής γενιάς- έχει δημιουργήσει ένα τέτοιο χάσμα ανάμεσα στο Θεό και στον άνθρωπο, που ο άνθρωπος με τις δικές του προσπάθειες δεν θα μπορούσε να το γεφυρώσει.


ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΠΕΦΤΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ

Για την Ορθόδοξη παράδοση, λοιπόν, το προπατορικό αμάρτημα του Αδάμ επηρεάζει το ανθρώπινο γένος ολόκληρο κι έχει συνέπειες και στο φυσικό και στο ηθικό πεδίο· έχει αποτελέσματα όχι μόνο ως προς την αρρώστια και το φυσικό θάνατο, αλλά και ως προς την ηθική αδυναμία και παράλυση. Αλλά μήπως προϋποθέτει επίσης μια κληρονομημένη ενοχή; Εδώ η Ορθοδοξία είναι πιο επιφυλακτική. Το προπατορικό αμάρτημα δεν πρέπει να ερμηνεύεται με νομικούς ή μισο-βιολογικούς όρους, σαν να ήταν κάποιο φυσικό «όνειδος» ενοχής, που μεταβιβάζεται με τη σεξουαλική σχέση. Αυτή η εικόνα, που φυσικά θεωρείται Αυγουστινιακή άποψη, είναι απαράδεκτη στην Ορθοδοξία. Η διδασκαλία του προπατορικού αμαρτήματος εννοεί μάλλον ότι γεννιόμαστε μέσα σ' ένα περιβάλλον όπου είναι εύκολο να κάνεις το κακό και δύσκολο να κάνεις το καλό· εύκολο να πληγώνεις τους άλλους και δύσκολο να γιατρεύεις τις πληγές τους· εύκολο να δημιουργείς υποψίες στους ανθρώπους και δύσκολο να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους. Σημαίνει ότι ο καθένας μας εξαρτάται από την ενότητα του ανθρώπινου γένους ως προς την καθολικά λαθεμένη πράξη και λαθεμένη σκέψη και μετά τη λαθεμένη ύπαρξη. Και σ' αυτή τη συσσώρευση των λαθών εμείς οι ίδιοι έχουμε προσθέσει τις δικές μας επιτηδευμένες αμαρτωλές πράξεις. Το χάσμα όλο και πλαταίνει.

Εδώ, στη συμπαράσταση του ανθρώπινου γένους, είναι που βρίσκουμε μιαν εξήγηση για τη φαινομενική αδικία της διδασκαλίας του προπατορικού αμαρτήματος. Γιατί -ρωτάμε- θάπρεπε να υποφέρει όλο το ανθρώπινο γένος από την πτώση του Αδάμ; Γιατί θάπρεπε να τιμωρηθούν όλοι για την αμαρτία ενός ανθρώπου; Η απάντηση είναι ότι οι άνθρωποι φτιαγμένοι κατά την εικόνα του Τριαδικού Θεού, αλληλοεξαρτώνται και είναι συγκληρονόμοι. Κανείς άνθρωπος δεν είναι ένα νησί. Είμαστε «αλλήλων μέλη» (Εφεσ. 4,25), κι έτσι κάθε πράξη που διαπράττει οποιοδήποτε μέλος του ανθρώπινου γένους, επηρεάζει αναπόφευκτα όλα τ' άλλα μέλη. Ακόμη κι αν δεν είμαστε, με τη στενή έννοια, ένοχοι για τις αμαρτίες των άλλων, κατά κάποιον τρόπο είμαστε πάντοτε ανακατεμένοι.

«Όταν κάποιος πέφτει», διαπιστώνει ο Aleksei Khomiakov, πέφτει μόνος του· αλλά κανείς δεν σώζεται μόνος του». Δεν θα μπορούσε να είχε πει επίσης ότι κανείς δεν πέφτει μόνος του; Ο στάρετς Ζωσιμάς στους Αδελφούς Καραμάζοφ του Dostoevsky πλησιάζει περισσότερο την αλήθεια, όταν λέει ότι ο καθένας μας είναι «υπεύθυνος για τον καθένα και για το κάθε τι»: «Υπάρχει μόνο ένας δρόμος για τη σωτηρία κι αυτός είναι το να καταστήσεις τον εαυτό σου υπεύθυνο για τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων. Μόλις νιώσεις υπεύθυνος για όλη την αμαρτωλότητα, για το κάθε τι και για τον καθένα, θα δεις αμέσως ότι έτσι είναι πράγματι, και ότι εσύ πρέπει να κατηγορηθείς για τον καθένα και για όλα τα πράγματα».


ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΕΙ

Η αμαρτία μας θλίβει την καρδιά του Θεού; Αυτός υποφέρει όταν εμεις υποφέρουμε; Έχουμε δικαίωμα να πούμε στον άνθρωπο που υποφέρει: «Ο ίδιος ο Θεός, αυτήν εδώ τη στιγμή, υποφέρει ό,τι υποφέρεις κι εσύ, και το ξεπερνά»;

Επιθυμώντας να διαφυλάξουν τη θείαν υπερβατικότητα, οι πρώτοι Πατέρες, Έλληνες και Λατίνοι, επέμειναν στο «απαθές» του Θεού. Αυστηρά ερμηνευόμενο, αυτό σημαίνει ότι ενώ ο ενσαρκωμένος Θεός μπορεί να υποφέρει, ο ίδιος ο Θεός δεν υποφέρει. Χωρίς ν' αρνηθούμε την Πατερική διδασκαλία, δεν θα μπορούσαμε να πούμε κάτι περισσότερο απ' αυτό; Στην Π.Διαθήκη, πολύ πριν από την ενσάρκωση του Χριστού, βρίσκουμε να διατυπώνεται σχετικά με το Θεό: «... και ωλιγώθη η ψυχή αυτού εν κόπω Ισραήλ» (Κριτ. 10,16). Αλλού, στην Π. Διαθήκη, τοποθετούνται λόγια σαν κι αυτά στο στόμα του Θεού· «υιός αγαπητός Εφραίμ εμοί, παιδίον εντρυφών, ότι ανθ' ων οι λόγοι μου εν αυτώ, μνεία μνησθήσομαι αυτού· διά τούτο έσπευσα επ' αυτώ, ελεών ελεήσω αυτόν» (Ιερεμ. 31, 20: 38,20). «Τι σε διαθώμαι, Εφραίμ; υπερασπιώ σου, Ισραήλ, ... μετεστράφη η καρδία μου εν τω αυτώ, συνεταράχθη η μεταμέλειά μου» (Ωσηέ, 11,8). Αν αυτά τ' αποσπάσματα έχουν κάποια έννοια, πρέπει να σημαίνουν ότι ακόμη και πριν από την Ενσάρκωση ο Θεός αναμιγνύεται άμεσα στις δυστυχίες της δημιουργίας του. Η αθλιότητά μας προκαλεί θλίψη στο Θεό· τα δάκρυα του Θεού ενώνονται με τα δάκρυα του ανθρώπου. Ένας κατάλληλος σεβασμός για την αποφατική προσέγγιση θα μας έκανε βέβαια επιφυλακτικούς στο ν' αποδώσουμε ανθρώπινα συναισθήματα στο Θεό με βάναυσο ή κακόγουστο τρόπο. Αλλ' αυτό τουλάχιστον είμαστε υποχρεωμένοι να το βεβαιώσουμε. «Η αγάπη κάνει τις δυστυχίες των άλλων δικές της», διατυπώνει το βιβλίο των πτωχών τω Πνεύματι. Αν αυτό αληθεύει για την ανθρώπινη αγάπη, αληθεύει πολύ περισσότερο για τη θεϊκή αγάπη.

Αφού ο Θεός είναι αγάπη και δημιούργησε τον κόσμο σαν μια πράξη αγάπης -και αφού ο Θεός είναι προσωπικός, και η προσωπικότητα προϋποθέτει μετοχή- ο Θεός δεν παραμένει αδιάφορος στις λύπες αυτού του πεπτωκότος κόσμου. Αν εγώ ως ανθρώπινη ύπαρξη μένω ανεπηρέαστος από την αγωνία ενός άλλου, με ποιαν έννοια τον αγαπώ γνήσια; Σίγουρα λοιπόν ο Θεός ταυτίζεται με τη δημιουργία του στην αγωνία της.

Έχουν πει σωστά ότι υπήρχε ένας σταυρός στην καρδιά του Θεού πριν φυτευτεί ένας άλλος έξω απ' τα Ιεροσόλυμα· κι ενώ τον ξύλινο σταυρό τον έχουν κατεβάσει, ο σταυρός στην καρδιά του Θεού παραμένει ακόμη. Είναι ο σταυρός του πόνου και του θριάμβου, και των δύο μαζί. Κι εκείνοι που μπορούν να το πιστέψουν αυτό θα βρουν ότι η χαρά είναι ανακατεμένη με το ποτήρι της πίκρας τους. Θα μετέχουν, σ' έν' ανθρώπινο επίπεδο, στη θεϊκή εμπειρία του νικηφόρου πάθους.

***

"Ο στεγάζων εν ύδασι τα υπερώα αυτού, ο τιθείς θαλάσση όριον ψάμμον, και συνέχων το παν, σε υμνεί ήλιος, σε δοξάζει σελήνη, σοι προσφέρει ύμνον πάσα κτίσις, τω Δημιουργώ και Κτίστη, εις τους αιώνας. "
(Από το Τριώδιο)

"Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου, και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου.
Σύ γαρ βουλήσει εξ ουκ όντων εις το είναι παραγαγών τα σύμπαντα, τω σω κράτει συνέχεις την κτίσιν και τη ση προνοία διοικείς τον κόσμον. Συ εκ τεσσάρων στοιχείων την κτίσιν συναρμόσας τέτταρσι καιροίς τον κύκλον του ενιαυτού εστεφάνωσας. Σε τρέμουσιν αι νοεραι πάσαι δυνάμεις· σε υμνοί ήλιος· σε δοξάζει σελήνη· σοι εντυγχάνει τα άστρα· σοι υπακούει το φως· σε φρίττουσιν άβυσσοι· σοι δουλεύουσιν αι πηγαί. Συ εξέτεινας τον ουρανόν ωσεί δέρριν· συ εστερέωσας την γην επί των υδάτων· συ περιετείχισας την θάλασσαν ψάμμω· συ προς αναπνοάς τον αέρα εξέχεας. Αγγελικαί δυνάμεις σοι λειτουργούσιν, οι των αρχαγγέλων χοροί σε προσκυνούσι· τα πολυόμματα Χερουβείμ, και τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, κύκλω ιστάμενα και περιϊπτάμενα, φόβω της απροσίτου σου δόξης κατακαλύπτεται... διά στοιχείων και δι' αγγέλων και δι' ανθρώπων και διά ορωμένων και δι' αοράτων δοξάζηταί σου το πανάγιον όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν."
(Ευχή του Μεγάλου Αγιασμού των Υδάτων. Εορτή των Θεοφανείων.)

"Το θεϊκό ριψοκινδύνεμα που υπάρχει μέσα στην απόφαση του Θεού να δημιουργήσει υπάρξεις κατ' εικόνα και ομοίωση του Θεού, είναι το αποκορύφωμα της παντοδυναμίας, ή καλύτερα, η υπέρβαση αυτής της κορφής με την εκούσια ανάληψη αδυναμίας. Γιατί «το ασθενές του Θεού ισχυρότερον των ανθρώπων» (Α' Επιστολή προς Κορ. 1,25)."
(Vladimir Lossky)

Το σύμπαν είναι ο αμπελώνας που δόθηκε στους ανθρώπους από το Θεό. «Όλα τα πράγματα είναι για μας, όχι εμείς γι' αυτά», λέει ο Άγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Το κάθε τι είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο, ένα σημάδι της αγάπης του. Όλα τα πράγματα μαρτυρούν τη δύναμη της αγάπης του Θεού, την καλή του θέληση ή τη χάρη, και μας τη μεταβιβάζουν. Κατά συνέπεια το κάθε τι είναι ένα όχημα γι' αυτό το θεϊκό δώρο της αγάπης, όπως το κάθε δώρο που κάνουμε ο ένας στον άλλο είναι ένα σημάδι και ένας φορέας της μεταξύ μας αγάπης. Αλλά ένα δώρο απαιτεί έν' αντίδωρο, ώστε αυτή η αγάπη να γίνει αμοιβαία και να πραγματωθεί. Προκειμένου, όμως, για το Θεό, ο άνθρωπος δεν μπορεί να επιστρέψει τίποτε απ' όσα έχει λάβει απ' το Θεό για τις ανάγκες του· κατά συνέπεια, το δώρο του ανθρώπου στο Θεό είναι η θυσία, κι αυτός την προσφέρει μ' ευχαριστία κι ευγνωμοσύνη. Το δώρο του ανθρώπου στο Θεό είναι θυσία και «ευχαριστία» με την ευρύτερη έννοια.

"Ακόμη, με την προσφορά του κόσμου στο Θεό, σαν ένα έργο θυσίας,επιθέτουμε σ΄αυτό τη σφραγίδα του δικού μας έργου, της κατανόησής μας, του πνεύματος της θυσίας μας και της κίνησής μας προς το Θεό. Όσο περισσότερον αντιλαμβανόμαστε την αξία και τον πλούτο της θείας Χάριτος, και αναπτύσσουμε τις δυνατότητές της αυξάνοντας έτσι τα τάλαντα που μας έχουν δοθεί, τόσο περισσότερο υμνούμε το Θεό και του δίνουμε χαρά, αποδεικνύοντας μ' αυτό τον τρόπο, ότι συμμετέχουμε ενεργά στο διάλογό μας της αγάπης μ' Εκείνον."
(π. Δημήτυριος Staniloae)

"Στον τεράστιο καθεδρικό ναό που είναι το σύμπαν του Θεού, ο κάθε άνθρωπος είτε είναι λόγιος είτε είναι χειρώνακτας, καλείται να ενεργήσει σαν ιερέας ολόκληρης της ζωής του - να πάρει ό,τι είναι ανθρώπινο και να το μετατρέψει σε μια προσφορά και σ' ένα ύμνο δόξας."
(Paul Evdokimov)

"Αν λίγοι άνθρωποι γίνουν προσευχή -προσευχή που είναι «αγνή» και τελείως άχρηστη κατά τα φαινόμενα- μεταμορφώνουν το σύμπαν με μόνο το γεγονός της παρουσίας τους, με την ίδια τους την ύπαρξη."
(Olovier Clement)

"Είσ' ένας κόσμος μέσα σ' ένα κόσμο· κοίταξε μέσα σου και θα δεις εκεί όλη τη δημιουργία. Μην κοιτάζεις τα εξωτερικά πράγματα, αλλά στρέψε όλη σου την προσοχή σ' αυτό που βρίσκεται μέσα. Συγκέντρωσε όλο το νού σου μέσα στο πνευματικό θησαυροφυλάκιο της ψυχής σου κι ετοίμασε για τον Κύριο ένα ναό δίχως εικόνες."
(Άγ. Νείλος Αγκύρας)

"Ο Ρώσος νομίζει ότι μπορεί κανείς να γνωρίζει ένα πράγμα, σαν άνθρωπος, μόνο μέσω συμμετοχής.
Το καλό και το κακό, εδώ στη γη, είναι αδιάσπαστα δεμένα μαζί. Αυτό για μας είναι το μεγάλο μυστήριο της ζωής πάνω στη γη. Εκεί όπου το κακό είναι στη μεγαλύτερή του ένταση, εκεί επίσης πρέπει να υπάρχει το μεγαλύτερο καλό. Αυτό για μας δεν είναι καν υπόθεση. Είναι αξίωμα.
Το κακό δεν πρέπει να το αποφεύγουμε αλλά πρώτα να συμμετέχουμε σ' αυτό και να το κατανοούμε μεσ' από τη συμμετοχή, και μετά με την κατανόηση να το εξαγιάζουμε και να το μεταμορφώνουμε."
(Julia de Beausobre)

"Οι άγιοι πρέπει να μετανοούν όχι μόνο για τους ίδιους αλλά επίσης και για χάρη των διπλανών τους, γιατί δίχως πρακτική αγάπη δεν μπορούν να γίνουν τέλειοι. Έτσι διατηρείται ολόκληρο το σύμπαν κι ο καθένας μας βοηθιέται προνοητικά από τον άλλο. "
(Άγ. Μάρλος ο Μοναχός)

"Ο Θεός δεν επιμένει ή επιθυμεί να θρηνούμε με αγωνία καρδιάς· μάλλον είναι δική του ευχή ότι από αγάπη γι' αυτόν θάπρεπε να χαιρόμαστε με γέλιο στην ψυχή μας. Πέταξε την αμαρτία και τα δάκρυα είναι περιττά· όπου δεν υπάτρχει πληγή, δεν χρειάζεται αλοιφή. Πριν από την πτώση ο Αδάμ δεν έχυνε καθόλου δάκρυα και κατά τον ίδιο τρόπο δεν θα υπάρχουν πια δάκρυα μετά την ανάσταση των νεκρών, όπου η αμαρτία θα έχει καταστραφεί. Γιατί τότε ο πόνος, η λύπη και ο θρήνος θα έχουν φύγει μακριά."
(Άγ. Ιωάννης της Κλίμακος)

"Η δόξα στην οποία καλείται ο άνθρωπος είναι να μοιάσει περισσότερο στο Θεό με το να γίνει πιο ανθρώπινος."
(π. Δημήτριος Staniloae)
via

Pages