Το δεξί χέρι (του στρατιώτη) ήταν υψωμένο και με τον δείκτη του έδειχνε πολύ χαλαρά στα δεξιά ή στα αριστερά. Κανείς από εμάς δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το δυσοίωνο νόημα πίσω από αυτή την μικρή κίνηση του δαχτύλου ενός άνδρα, που έδειχνε μια δεξιά και μια αριστερά, αλλά περισσότερο αριστερά.
Ρώτησα τους κρατούμενους που ήταν ήδη εκεί για κάμποσο καιρό για το που είχαν στείλει οι στρατιώτες τον συνάδελφο και φίλο μου Π.:«Τον έστειλαν στην αριστερή πλευρά;» με ρώτησαν.
«Ναι», απάντησα.«Τότε μπορείς να τον δεις εκεί», μου είπαν.«Που;» Ένα χέρι έδειξε προς την καμινάδα, μερικές δεκάδες μέτρα παραπέρα, που έστελνε μια στήλη φωτιάς ψηλά στον γκρι ουρανό της Πολωνίας. Διαλυόταν σε ένα δυσοίωνο σύννεφο καπνού.«Εκεί είναι ο φίλος σου, πετάει προς τον ουρανό» ήταν η απάντηση. Αλλά ακόμη δεν καταλάβαινα, μέχρι που μου εξήγησαν την αλήθεια με απλά λόγια.
Οι πρώην φυλακισμένοι, όταν γράφουν ή συζητούν για τις εμπειρίες τους, συμφωνούν ότι η πιο καταπιεστική επιρροή από όλες ήταν πως ένας κρατούμενος δεν μπορούσε να ξέρει πόσο καιρό θα παρέμενε φυλακισμένος. Δεν του είχε δοθεί καμία ημερομηνία αποφυλάκισης. (Στο δικό μας στρατόπεδο ήταν άσκοπο ακόμη και να μιλάς γι’ αυτό.) Στην πραγματικότητα, ο χρόνος της θητείας στην φυλακή δεν ήταν μόνο αβέβαιος, αλλά και απεριόριστος.
Ένα πρωινό άκουσα κάποιον, τον οποίον ήξερα ως θαρραλέο και αξιοπρεπή, να κλαίει σαν μωρό γιατί έπρεπε να πάει για πορεία στους χιονισμένους δρόμους ξυπόλητος, επειδή τα παπούτσια του είχαν μαζέψει πολύ και δεν του χωρούσαν. Μέσα σε αυτά τα φρικτά λεπτά, βρήκα λίγη παρηγοριά: Ένα μικρό κομμάτι ψωμί που έβγαλα από την τσέπη μου και μασούλησα απορροφημένος στην απόλαυση.
Η αναζήτηση του ανθρώπου για το νόημα είναι το πρωταρχικό κίνητρο στη ζωή του και όχι μια “δευτερεύουσα λογικοποίηση” των ενστίκτων.
Ο άνθρωπος μπορεί να διατηρήσει ένα ίχνος πνευματικής ελευθερίας, ανεξαρτησίας του μυαλού, ακόμη και σε τόσο απαίσιες συνθήκες πνευματικού και σωματικού στρες.Εμείς που ζήσαμε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μπορούμε να θυμηθούμε τους άντρες που περπάτησαν μέσα στις καλύβες παρηγορώντας τους άλλους, χαρίζοντας το τελευταίο τους κομμάτι ψωμί. Μπορεί να ήταν λίγοι σε αριθμό, αλλά παρέχουν αρκετή απόδειξη πως μπορείς να πάρεις τα πάντα από έναν άνθρωπο πέραν από ένα πράγμα: την τελευταία από τις ανθρώπινες ελευθερίες – την δυνατότητα να επιλέξει κανείς την στάση του σε μια δοσμένη σειρά από καταστάσεις, το να διαλέγει κανείς τον δικό του δρόμο.
Μια από τις πιο “ανθρώπινες” φωτογραφίες που μπόρεσα να βρω, δείχνει τα κρεβάτια όπου κοιμόντουσαν οι κρατούμενοι/σκλάβοι, στοιβαγμένοι σαν αντικείμενα. |
Τα λόγια του Νίτσε, «Αυτός που έχει ένα “γιατί” για το οποίο ζει, μπορεί να αντέξει σχεδόν οποιοδήποτε “πως”» θα μπορούσαν να είναι το κατευθυντήριο μότο για όλες τις ψυχοθεραπευτικές προσπάθειες που σχετίζονται με φυλακισμένους. Όποτε υπήρχε μια ευκαιρία γι’ αυτό, έπρεπε να τους δώσεις ένα “γιατί” – έναν στόχο για τις ζωές τους, με σκοπό να τους δυναμώσεις ώστε να αντέξουν το απαίσιο “πως” της ύπαρξής τους.
Κρύβοντας το στόμα του πίσω από τον σηκωμένο γιακά του, ο άντρας που περπατούσε δίπλα μου μού ψιθύρισε απότομα: «Αν μας έβλεπαν οι γυναίκες μας τώρα! Ελπίζω να είναι καλύτερα στα δικά τους στρατόπεδα και να μην ξέρουν τι μας συμβαίνει εμάς.»
Ένα απόγευμα, ενώ ήδη ξεκουραζόμασταν στο πάτωμα της καλύβας μας, ψόφιοι από την κούραση, με τα μπολ της σούπας στο χέρι, ένας συγκρατούμενος πετάχτηκε μέσα και μας ζήτησε να τρέξουμε στον χώρο της συγκέντρωσης για να δούμε το υπέροχο ηλιοβασίλεμα.
Μια άλλη φορά δουλεύαμε σε ένα χαράκωμα. Η αυγή ήταν γκρι γύρω μας. Γκρι κι ο ουρανός από πάνω. Γκρι τα κουρέλια που φορούσαν οι συγκρατούμενοί μου, γκρι και τα πρόσωπά τους. Μιλούσα και πάλι σιγανά με τη γυναίκα μου, ή καλύτερα, προσπαθούσα να βρω τον λόγο για τα βάσανά μου, για τον αργό μου θάνατο.Σε μια τελευταία βίαιη διαδήλωση ενάντια μπρος στην απελπισία του επικείμενου θανάτου, ένιωσα το πνεύμα μου να τρυπάει το σκότος γύρω μου. Το ένιωσα να ξεπερνάει αυτόν τον απέλπιδο κόσμο δίχως νόημα και από κάπου άκουσα ένα νικηφόρο “Ναι” ως απάντηση στο ερώτημα μου για την ύπαρξη ενός απώτερου σκοπού.Εκείνη τη στιγμή ένα φως άναψε σε ένα μακρινό αγρόκτημα κι έμεινε στον ορίζοντα λες και το ζωγράφισαν εκεί, στο μέσο ενός μίζερου γκρι ενός ανατέλλοντος πρωινού στην Βαυαρία. “Et lux in tenebris lucet” – «το φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει» - και το φως έλαμψε στο σκοτάδι.Για ώρες έμεινα να κομματιάζω το παγωμένο έδαφος. Ο φρουρός πέρασε από δίπλα μου, βρίζοντάς με, κι εγώ ξαναμίλησα με την αγαπημένη μου. Όλο και περισσότερο ένιωθα πως ήταν παρούσα, πως ήταν μαζί μου. Είχα την αίσθηση πως μπορούσα να την αγγίξω, να απλώσω το χέρι μου και να πιάσω το δικό της. Το αίσθημα ήταν πολύ δυνατό, ήταν εκεί. Κι εκείνη τη στιγμή, ένα πουλί ήρθε κάτω πετώντας και κάθισε εκεί, ακριβώς μπροστά μου, στην στοίβα του χώματος που είχα ξεθάψει από τον λάκκο, κι έμεινε να με κοιτάζει σταθερά.
Αμφιβάλλω για το αν ένας γιατρός μπορεί να απαντήσει αυτή την ερώτηση σε γενικούς όρους. Γιατί, το νόημα της ζωής, διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, από μέρα σε μέρα κι από ώρα σε ώρα.
Αυτό που πραγματικά χρειάζονταν (για τους φυλακισμένους) ήταν μια θεμελιώδης αλλαγή στην στάση μας απέναντι στη ζωή. Έπρεπε να μάθουμε τους εαυτούς μας και, παραπέρα, να διδάξουμε τους απελπισμένους ανθρώπους, πως πραγματικά δεν είχε σημασία τι περιμέναμε εμείς από τη ζωή, αλλά μονάχα το τι περίμενε η ζωή από εμάς.
Έπρεπε να σταματήσουμε να ψάχνουμε το νόημα της ζωής και να δούμε εμάς σαν αυτούς που δέχονται ερωτήσεις από τη ζωή – καθημερινά, κάθε ώρα. Η απάντησή μας δεν θα πρέπει να είναι λόγια και διαλογισμός, αλλά σωστή δράση και συμπεριφορά.
«Με ρώτησες νωρίτερα αν σκέφτομαι ακόμη αυτά τα πράγματα (από το στρατόπεδο συγκέντρωσης). Ούτε μια μέρα δεν περνάει χωρίς να τα σκεφτώ! Και, κατά κάποιον τρόπο, λυπάμαι αυτούς τους νέους ανθρώπους που δεν γνώρισαν τα στρατόπεδα ή που δεν έζησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, που δεν έχουν τίποτε με το οποίο να μπορούν να συγκρίνουν τις δικές τους δυσκολίες. Ακόμη και σήμερα, που χάνω την όρασή μου ή με οποιοδήποτε μεγάλο πρόβλημα ή δυσμενή συνθήκη, αρκεί να σκεφτώ μονάχα για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και παίρνω μια βαθιά ανάσα. Και τι δεν θα έδινα τότε, αν μπορούσα, για να έχω ένα πρόβλημα το πολύ τόσο δύσκολο όσο αυτά που έχω σήμερα!»