Πλάτων: Ποια πράξη είναι αρεστή στο θεό και σύμφωνη με την θέλησή του; - Point of view

Εν τάχει

Πλάτων: Ποια πράξη είναι αρεστή στο θεό και σύμφωνη με την θέλησή του;

Plato Paolo Veronese (1560)


Τελειώνοντας την παρούσα μελέτη θα παραθέσουμε τα λόγια του Πλάτωνα που – ακολουθώντας πιστά και ακλόνητα τους εκ του θεού εγγεγραμμένους στη ουσία της ψυχής ειμάρμενους νόμους – λέγει αφενός πως:

 «”Ποια πράξη όμως είναι αρεστή στο θεό και σύμφωνη με την θέλησή του; 

Υπάρχει μόνο μία, που την εκφράζει το παλιό ρητό: στο όμοιο αρέσει το όμοιο που τηρεί το μέτρο. Τα υπερβολικά δεν είναι αρεστά ούτε μεταξύ τους ούτε σε εκείνα που έχουν μέτρο. Κατά την άποψή μας, ο θεός είναι το βασικό μέτρο των πραγμάτων, πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο όπως υποστηρίζουν μερικοί. 

Αν θέλει λοιπόν κανείς να γίνει προσφιλής στον θεό πρέπει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να του μοιάσει. Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, όποιος είναι συνετός θα έχει την φιλία του θεού – αφού θα του μοιάζει – ενώ ο μη σώφρων και άδικος, ως εντελώς διαφορετικός από τον θεό, θα είναι εχθρός του.

 Το ίδιο ισχύει  και για όλα τα άλλα. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι λογική συνέπεια του συλλογισμού αυτού είναι το εξής δίδαγμα, που το θεωρώ κάλλιστο και αληθέστατο από όλα τα άλλα. 

Για τον αγαθό άνθρωπο, το κάλλιστο και άριστο μέσο για να ζήσει ευδαίμονα βίο είναι να θύειν  στους θεούς και να προσομιλεί αεί  μαζί τους με την ευχή, τα αναθήματα και την θεραπεία.  

Για τον κακό άνθρωπο είναι φυσικό να συμβαίνει το αντίθετο, αφού έχει ακάθαρτη ψυχή. Τόσο ο θεός όσο και ο αγαθός άνθρωπος δεν είναι σωστό να δέχονται δώρα από βρώμικα χέρια – κάτι που σημαίνει ότι ο κόπος που καταβάλλουν οι ασεβείς για να αποκτήσουν την εύνοια των θεών πάει χαμένος, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τις προσπάθειες των ενάρετων. Αυτός λοιπόν πρέπει να είναι ο στόχος μας. Ποια όμως είναι τα βέλη μας και τα μηχανήματα με τα οποία θα τα εκτοξεύσουμε; 

Ας πούμε πως αυτά είναι τα όπλα μας, πρώτο και καλύτερο θεωρείται η απόδοση τιμών στους Ολύμπιους θεούς που έχουν την πόλη και μετά στους χθόνιους θεούς. Στους πρώτους κατά τον σκοπό της ευσέβειας πρέπει ορθότατα να προσφέρονται τα άρτια και τα δεξιά, ενώ στους δεύτερους τα περιττά και αριστερά. Στην συνέχεια ο έμφρων οργιασθείς θα αποδώσει τιμές στους Δαίμονες και στους Ήρωες. 

Έπειτα στα ιδρύματα των πατρώων Θεών – όπως προστάζει ο νόμος – και τέλος στους ζωντανούς γονείς, αφού είναι σωστό και δίκαιο να πληρώνει κανείς πρώτα τα πιο σημαντικά χρέη του  και στην συνέχεια τα υπόλοιπα

Πρέπει να θεωρεί ότι όλα όσα απέκτησε και διαθέτει τα χρωστά σε εκείνους που τον γέννησαν και τον μεγάλωσαν, ώστε να τα χρησιμοποιεί πρόθυμα για την εξυπηρέτησή τους. Πρέπει να τους βοηθά με την περιουσία του, με τη σωματική του δύναμη και με όλη τη δύναμη της ψυχής τους. 

Έτσι ξεπληρώνει τις φροντίδες και τους κόπους που κατέβαλαν για αυτόν, το δάνειο δηλ. που του έδωσαν όταν ήταν νέος, το οποίο έχουν μεγάλη ανάγκη στα γεράματά τους. Σε όλη του τη ζωή ο άνθρωπος οφείλει να μιλά με ευδημία στους γονείς του, γιατί τα άστοχα και επιπόλαια λόγια τιμωρούνται αυστηρά. 

Όλες οι πράξεις μας παρακολουθούνται εκ της Νεμέσεως, αγγέλου της Δίκης. Αν οι γονείς οργιστούν, ο νέος πρέπει να υποχωρεί και να τους αφήνει να ξεσπάσουν με λόγια ή με έργα, χωρίς να τους κρατά κακία. Πρέπει να αντιλαμβάνεται ότι είναι φυσικό να θυμώνει ένας πατέρας όταν θεωρεί ότι το παιδί  τον αδικεί. 

Κι όταν πεθάνουν οι γονείς μας, πρέπει να τους κάνουμε την σωφρονέστατη και καλλίστη ταφή, χωρίς να ξεπερνάμε τα όρια αλλά και χωρίς να υστερούμε σε όσα έφτιαχναν οι πρόγονοί μας για τους δικούς τους γονείς. Κάθε έτος οφείλουμε να τιμάμε την διαιώνιση της μνήμη τους και να τους προσφέρουμε το μερίδιο που τους ανήκει από τα αγαθά που διαθέτουμε. 


Αν το κάνουμε αυτό και ζήσουμε συμφώνως με τους κανόνες που αναφέραμε, καθένας μας θα πάρει την αμοιβή που του αξίζει από τους θεούς και από τοα κρείττονα γένη, έτσι ώστε να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ευτυχισμένος”. 

Οι νόμοι καθόρισαν επίσης τις υποχρεώσεις μας προς τα τέκνα, τους συγγενείς, τους φίλους και τους συμπολίτες μας αλλά και τα ξενικά προς θεών θεραπεύματα. Όρισαν επίσης τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να φερόμαστε σε κάθε κατηγορία αυτών των ανθρώπων, αν θέλουμε να ζήσουμε μια όμορφη ζωή χωρίς να παραβαίνουμε τον νόμο, αλλά πείθοντας και άλλοτε τιμωρώντας εκείνους που δεν θέλουν να συμμορφωθούν, ώστε η πόλη μας να γίνει εύδαιμον και μακαρία με την βοήθεια των θεών».[1]


Αφετέρου ότι:

«Αν ένας άνθρωπος τιμά και σέβεται τους συγγενείς του, που έχουν το ίδιο αίμα και λατρεύουν τους ίδιους θεούς, αυτός είναι λογικό να ελπίζει ότι οι γενέθλιοι θεοί θα είναι  εύνους στην των παιδιών του σπορά

Επίσης θα κερδίσει την ευμένεια των Θεών αν θεωρεί τις υπηρεσίες που του προσφέρουν οι φίλοι και οι εταίροι πολύ ανώτερες από όσο τις θεωρούν οι ίδιοι και, αντίθετα, αν θεωρεί ότι οι δικές του υπηρεσίες προς εκείνους είναι πολύ πιο μικρές. 

Σχετικά με την πόλη και τους συμπολίτες του, άριστος είναι ο άνθρωπος, που, αντί να επιδιώκει τη διάκριση στην Ολυμπία και στους άλλους αγώνες, ειρηνικούς και πολεμικούς, προτιμά να έχει φήμη ότι υπακούει στους νόμους της πατρίδας του υπηρετώντας τους όλη τους τη ζωή με μεγαλύτερη αφοσίωση από οποιονδήποτε άλλο. 

Όσο για τις σχέσεις με τους ξένους, πρέπει να θεωρεί να θεωρεί τα συμβόλαιο αγιότατα. 

Όλα σχεδόν τα αμαρτήματα προς τους ξένους, που βρίσκονται κάτω από την προστασία των Θεών, προκαλούν πολύ αυστηρές τιμωρίες από εκείνες που επιβάλλονται σε αδικήματα προς συμπολίτες μας. 

Ο ξένος όντας έρημος εταίρων και συγγενών είναι ελεεινότερος(συμπαθέστερος) σε Θεούς και ανθρώπους. Έτσι, αυτός που μπορεί να βοηθήσει στην τιμωρία των ενόχων το κάνει με μεγαλύτερη προθυμία. Και φυσικά, περισσότερο από όλους μπορεί να επιβάλει τιμωρίες ο των ξένων προστάτης θεός ή δαίμονας, που ακολουθεί τον Ζεύς τον ξένιο. 

Μεγάλη λοιπόν ευλάβεια και προμήθεια για όποιον σκέφτεται το μέλλον του να πορευτεί προς το τέλος της ζωής του δίχως να έχει αδικήσει κάποιον ξένο. Το μέγιστο αμάρτημα, πάνω και από τα σε ξένους και συμπολίτες, είναι προς τους ικέτες. Ο θεός, τον οποίο επικαλείται ο ικέτης για την εκτέλεση των υποσχέσεων που το έδωσαν, γίνεται φύλακας του παθόντος  και δεν παραλείπει ποτέ να μείνει ατιμώρητος ο φταίχτης».[2]


Αλλά και πως:

«Πρέπει να τιμάμε τον ξένιο Ζεύς και να μην διώχνουμε τους ξένους από το τραπέζι μας και από τις θυσίες μας, όπως κάνουν οι κάτοικοι του Νείλου, ούτε με άγριους νόμους να τους εμποδίζουμε να επισκέπτονται την χώρα μας».[3]


Γιατί κατά πως λέγει ο Πλάτων:

«λένε οι σοφοί ότι τον ουρανό και τη γη και τους Θεούς και τους ανθρώπους συνδέουν η κοινωνία, η φιλία, η κοσμιότητα, η σωφροσύνη και η δικαιότητα και ότι εξαιτίας αυτών, ονομάζουν το όλον τούτο “Κόσμο” και όχι ακοσμία ούτε ακολασία.»[4]


Ξεχάσαμε οι άνθρωποι τα λόγια του Αχιλλέα:

«γιατί δεν είναι αντάξια της ψυχής μου ούτε όσα λένε πως είχε αποκτήσει το Ίλιον, η καλοκατοικημένη πόλη, πριν από την ειρήνη, πριν έλθουν οι γιοί των Αχαιών εδώ, ούτε όσα το λίθινο κατώφλι του τοξευτή εντός κλείνει, του Φοίβου Απόλλωνος, στην πετρώδη Πυθώνα»[5]


Έτσι απάντησε ο Αχιλλέας στους Αχαιούς, όταν εκείνοι του ζήτησαν να μπει ξανά στην μάχη και να δεχτεί τα δώρα του Αγαμέμνονα ως αντάλλαγμα ξεχάσει την αδικία του …

Ήθελε να τους πει με άλλα λόγια ότι και ο Σωκράτης θα έλεγε αιώνες μετά:

«Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιοι από εμάς πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα, είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον Θεό.»[6]

Ήθελαν και οι δύο να πουν πως:

«Από όλα τα πράγματα που κατέχει ο άνθρωπος, το πιο ιερό μετά τους θεούς είναι η ψυχή.

 Ξέρουμε ότι κάθε άνθρωπος αποτελείται από δυο ειδών στοιχεία. Ορισμένα, τα οποία κυριαρχούν, είναι πιο δυνατά και πιο καλά, ενώ τα άλλα, κατώτερα και πιο αδύναμα, οφείλουν να υποτάσσονται στα προηγούμενα. 

Ο Άνθρωπος πρέπει πάντα να προτιμά εκείνα που κυριαρχούν παρά εκείνα που υποτάσσονται. Έτσι, όταν λέω ότι τόσο μετά τους Θεούς, που είναι κύριοι της μοίρας μας, όσο και μετά τους δαίμονες ή τους ήρωες ο άνθρωπος πρέπει να τιμά την ψυχή του, νομίζω ότι μιλώ σωστά.


 Σπάνια όμως το πετυχαίνει κάποιος αυτό. Απλά, νομίζει πως το καταφέρνει. Γιατί τίποτα κακό δεν αξίζει να τιμηθεί, αφού η τιμή είναι θείο δώρο. Οπωσδήποτε νομίζει ότι εξυψώνει την ψυχή του με λόγια ή δώρα ή υποχωρήσεις και δεν φροντίζει να την κάνει καλύτερη, φαντάζεται ότι την τιμά αλλά στην πραγματικότητα δεν κάνει κάτι τέτοιο. 

Για παράδειγμα, κάθε άνθρωπος που φτάνει στην εφηβεία νομίζει πως τα ξέρει όλα και φαντάζεται ότι τιμά την ψυχή του με τους επαίνους και με το να την αφήνει να κάνει ότι θέλει. Σύμφωνα όμως με όσα είπαμε πριν από λίγο, δεν πρόκειται για τιμή αλλά βλάβη, αφού έχουμε δεχτεί ότι η ψυχή βρίσκεται στη δεύτερη θέση μετά τους θεούς. 

Επίσης, όταν κάποιος πιστεύει ότι η ευθύνη για τα αμαρτήματα που κάνει δεν είναι δική του αλλά των άλλων, τους οποίους κατηγορεί για τις συχνές και σοβαρές κακοτυχίες του θεωρώντας τον εαυτό του ανεύθυνο για αυτά, νομίζει ότι έτσι τιμά την ψυχή του. Πετυχαίνει όμως ακριβώς αντίθετο. 


Το ίδιο γίνεται και όταν ρίχνεται στις απολαύσεις και αδιαφορεί για τις συστάσεις και τις συμβουλές του νομοθέτη, αφού ντροπιάζει την ψυχή του και τη γεμίζει με τύψεις και ενοχές. Ή, για να πάρουμε την αντίθετη περίπτωση, όταν δεν υπομένει τους κόπους, τους φόβου, τους πόνους και τις λύπες αλλά τα αποφεύγει από δειλία, όχι μόνο δεν τιμά την ψυχή του αλλά την ντροπιάζει. 

Το ίδιο γίνεται και όταν θεωρεί τη ζωή το μεγαλύτερο αγαθό του Κόσμου. Η σκέψη αυτή ατιμάζει την ψυχή γιατί πιστεύει ότι όλα όσα υπάρχουν στον Άδη είναι κακά, ενώ θα έπρεπε να αντιταχθεί σε αυτή την απαίσια ιδέα και να ηρεμήσει την ψυχή του με την σκέψη ότι δεν ξέρει αν η συνάντηση μας με τους εκεί θεούς είναι ίσως το μεγαλύτερο αγαθό. 

Όταν κάποιος δίνει μεγαλύτερη αξία στο κάλλος παρά στην αρετή, ντροπιάζει την ψυχή του με απόλυτο και ολοκληρωτικό τρόπο. 

Ο λόγος γιατί πιστεύει ότι το σώμα έχει μεγαλύτερη αξία από την ψυχή, κάτι εντελώς λανθασμένο. Κανένα γηγενές πράγμα δεν είναι εντιμότερο των Ολύμπιων. Όποιος πιστεύει κάτι το διαφορετικό για την ψυχή δεν κατανοεί πόσο υπέροχο είναι αυτό το αγαθό που περιφρονεί[7]


Μάλιστα ο Πλάτων λέγει πως:

«αν διαλυθεί η σύνθεση του σώματος και ιδρυθεί η ψυχή στον οικείο της τόπο, το σώμα που απομένει, το γεώδες και άλογο, δεν είναι πλέον ο άνθρωποςΔιότι εμείς είμαστε ψυχή, ζώο αθάνατο κλεισμένο μέσα σε θνητό φρούριο

Και το σώμα τούτο το προσάρτησε η Φύση ως κατοικία για κακό. Σε αυτό ηδονές είναι επιπόλαιες, φευγαλέες και ανάμεικτες και περισσότερες οδύνες, και οι πόνοι βαθείς, πολύχρονοι και χωρίς χαρές. Από ασθένειες και φλεγμονές των αισθητηρίων οργάνων, και ακόμα από τις εσωτερικές κακώσεις υποφέροντας αναγκαστικά η ψυχή, επειδή είναι διάσπαρτη σε όλους τους πόρους του σώματος, ποθεί τον ουράνιο και σύμφυλο αιθέρα, και διψά γι’ αυτόν, προσμένοντας την εκεί ζωή και αυτούς που θα συναντήσει.

 Επομένως η απαλλαγή του ζην είναι μεταβολή κάποιου κακού σε αγαθό»[8].

Εξ ου και όταν επιχειρεί να μεταστρέψει τον φόβο του Αξίοχου για τον θάνατο ο Σωκράτης του λέγει:


«Αν από την αρχή, Αξίοχε, από άγνοια, δεν έπαιρνες κατά κάποιο τρόπο ως δεδομένη την αίσθηση, δεν θα φοβόσουν τον θάνατο. Τώρα όμως εσύ βασανίζεις τον εαυτό σου, φοβούμενος ότι θα στερηθείς την ψυχή, δίνεις ψυχή στην στέρηση, και τρέμεις μήπως δεν αισθάνεσαι, και νομίζεις πως θα καταλάβεις με αίσθηση την αίσθηση που δεν υπάρχει. 

Σχετικά με αυτά υπάρχουν πολλοί και καλοί λόγοι για την αθανασία της ψυχής. 

Καμία θνητή φύση δεν θα μπορούσε να κάνει τόσο μεγάλα έργα, ώστε να καταφρονήσει τη βία των δυνατότερων της θηρίων, να διασχίσει πελάγη, να χτίσει πόλεις, να εγκαθιδρύσει πολιτεύματα, να αναβλέψει στον ουρανό και να δει περιφορές άστρων και τροχιές ήλιου και σελήνης, και ανατολές και δύσεις, και εκλάψεις και ταχείες αποκαταστάσεις, και ισημερίες και διττά ηλιοστάσια, και χειμώνες Πλειάδων, και θερινούς ανέμους και βροχές, και εξαίσιους συρμούς καταιγίδων, και να παραδώσει στον αιώνα τα παθήματα του Κόσμου, αν δεν υπήρχε κάποιο όντως θείο πνεύμα στην ψυχή, με το οποίο να αντιλαμβάνεται και να γνωρίζει τόσο σπουδαία πράγματα

Ώστε δεν πηγαίνεις στον θάνατο αλλά στην αθανασία, Αξίοχε, και δεν θα στερηθείς τα αγαθά αλλά θα νιώσεις πιο ειλικρινά την απόλαυση, ούτε θα αναμειχθούν με θνητό σώμα οι ηδονές, αλλά θα είναι απρόσβλητες από κάθε οδύνη.

 Διότι θα φτάσεις εκεί, αφού απαλλαγείς από τούτη εδώ τη φυλακή, εκεί που δεν υπάρχει πόνος και στεναγμός και γήρας, αλλά ζωή γαλήνια δίχως δυστυχίες, ατενίζοντας με ησυχία απαρασάλευτη, εξετάζοντας από κοντά τη Φύση, φιλοσοφώντας όχι για όχλο και θέατρο, αλλά για την αμφιθαλή αλήθεια».[9]


Και για περισσότερη ανάλυση του λέγει:


«Αν μάλιστα θέλεις κι άλλη συζήτηση, θα σου μιλήσω για εκείνο που με πληροφόρησε ο Γωβρύης, ένας Μάγος

Είπε, λοιπόν ότι, κατά την εκστρατεία του Ξέρξη, ο παππούς και ομώνυμός του, όταν στάλθηκε στην Δήλο, για να κρατήσει το νησί όπου γεννήθηκαν οι δυο Θεοί ασύλητο, από κάποιες χάλκινες δέλτους, τις οποίες κόμισαν εκ των Υπερβορείων η Ώπις και η Εκαέργη, έμαθε πως μετά την λύση από το σώμα η ψυχή προχωρεί σε άδηλο τόπο, στην υπόγεια οίκηση, όπου βρίσκεται η βασιλεία του Πλούτωνα, που δεν είναι μικρότερη από την αυλή του Διός, επειδή η μεν γη κατέχει τα μέσα του Κόσμου, ο δε πόλος είναι σφαιροειδής, του οποίου το ένα ημισφαίριο έλαβαν οι ουράνιοι Θεοί, και το άλλο οι υπένερθεν, και είναι οι πρώτοι αδέλφια, οι άλλοι παίδες των αδελφών


Τα δε πρόπυλα της οδού προς τον Πλούτωνα είναι οχυρωμένα με σιδερένιους μοχλούς και κλειδιά. Μόλις τούτα ανοίξουν, περιμένει ο ποταμός Αχέρων, και μετά από αυτόν ο Κωκυτός, τους οποίους πρέπει να διαβεί κανείς για να φτάσει κοντά στον Μίνωα και τον Ραδάμανθυ, στον τόπο που ονομάζεται πεδίο της αλήθειας.


 Εκεί κάθονται δικαστές που ανακρίνουν όποιον φτάνει με ποιο τρόπο έζησε και με τι απασχόλησε το σώμα του όσο κατοικούσε σε αυτό. Είναι, βέβαια, αδύνατο να πει κάποιος ψέματα. 

Όσοι στην διάρκεια της ζωής εξ αγαθού δαίμονος εμπνεύστηκαν, στον των ευσεβών χώρο οικίζονται, όπου υπάρχουν εν αφθονία και όλες τις ώρες(εποχές) όλοι οι καρποί, και ρέουν πηγές καθαρών υδάτων, και ποίκιλα άνθη ανθίζουν σε λειμώνες, και διατριβές φιλοσόφων και θέατρα ποιητών, και κυκλικοί χοροί και μουσικά ακούσματα, και μελωδικά συμπόσια και ευωχίες αυτοχορήγητες, και ακήρατος αλυπία και γλυκιά δίαιτα

Γιατί ούτε πολύ κρύο ούτε πολύ ζέστη υπάρχει, αλλά πνέει ευχάριστος αέρας, σπαρμένος με απαλές αχτίδες του ήλιου. Εκεί οι μυημένοι κατέχουν την προεδρία. Και εκεί συντελείται η όσια αγιστεία

Πως, λοιπόν, πρώτος δεν θα τιμηθείς εσύ, που έχεις συγγενικούς δεσμούς με τους Θεούς ; 

Κατά τον παλαιό λόγο, μάλιστα, και ο Ηρακλής και ο Διόνυσος, προτού κατέβουν στην Άδη, μυήθηκαν εκεί, και το θάρρος για να πορευτούν το άντλησαν παρά της Ελευσίνιας Θεάς

Όσοι, πάλι, πέρασαν την ζωή τους κάνοντας κακουργήματα, οδηγούνται από τις Ερινύες προς το έρεβος και το χάος δια του Ταρτάρου, όπου διαμένουν οι ασεβείς και οι πίθοι των Δαναΐδων δεν γεμίζουν ποτέ ύδωρ 

και η δίψα του Ταντάλου είναι αιώνια, και τα σπλάχνα του Τιτυού τρώγονται αιώνια και αναδημιουργούνται, και κυλά προς τα πάνω αδιάκοπα τον βράχο ο Σίσυφος, του οποίου το τέλος των βασάνων γίνεται πάλι η αρχή τους.

 Εκεί οι κακοί, όπως τους γλύφουν θηρία και καίγονται επίπονα από λαμπάδες των Ποινών και υποβάλλονται σε κάθε είδους βασανιστήριο, βασανίζονται από αΐδιες τιμωρίες

Ετούτα άκουσα από τον Γωβρύη, και εσύ μπορείς να κρίνεις, Αξίοχε. Εγώ, βέβαια, καθώς έλκομαι εκ της λογικής προς την αντίθετη, τούτο μόνο γνωρίζω καλά, ότι η ψυχή είναι αθάνατη, καθώς και ότι εγκαταλείπει τούτο τον τόπο και απαλλάσεται από λύπες.»[10]


Ευστάθιος Δ. Κεφάλας (Αμφικτύων





[1]  Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 716.c.1 – 718.b.5» :
      
[2]  Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 729.c.5 – 730.a.9» :
       
[3]  Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 953.e.2 – 953.e.4»
      
[4]  Βλ. Πλάτων «Γοργίας, 507.e.6 – 508.a.4»
         
[5]  Βλ. Όμηρος «Ιλιάδα, Ι’, στ. 401 – 405» 
       
[6]  Βλ. Πλάτων «Απολογία Σωκράτους. 42.a.2 – 42.a.5» 
        
[7]  Βλ. Πλάτων «Νόμοι 726.a.2 – 727.e.3»
       
[8]  Βλ. Πλάτων «Αξίοχος, 365.e.3 – 366.b.1» 
       
[9]  Βλ. Πλάτων «Αξίοχος, 370.a.4 – 370.d.6» 
       
[10]  Βλ. Πλάτων «Αξίοχος, 371.a.1 – 372.a.8» 
        
via

Pages