Η Λερναία Πίκρα είναι: Η λέξη της ζωής σου η μία, «σκυτάλη καρτερίας» που την παραλαμβάνεις για να την παραδώσεις άθικτη
Είναι φορές στη ζωή των ανθρώπων που οι λέξεις τούς φαίνονται ανούσιες κι ανόητες·
το ξέρουμε,
δεν γυρνάνε όλοι οι ναυαγισμένοι·
η λερναία πίκρα μπορεί να σε καταπιεί, να θρυμματίσει μονομιάς όσους θώρακες πίστεψες πως απέκτησες με καιρό και με κόπο.
Ο δικός μου δρόμος, εδώ, τώρα, για να γυρίσω από τον τρόπο της παγωμένης αλαλίας ή της κραυγής στον κόσμο της γραφής, και μάλιστα της δημόσιας γραφής, είναι ο κόσμος της ανάγνωσης.
Να διαβάσω, όχι για να διαβώ σε κάποιο ψύχραιμο «απέναντι», αλλά για να κατέβω βαθύτερα στο «εκεί»:
εκεί όπου ο χρόνος ρουφιέται από μια μαύρη τρύπα, κι η ψυχή μαζί του, και ο μοναδικός τρόπος διαφυγής είναι το «αν», ειπωμένο είτε με τον τρόπο του Ελύτη μετατονισμένο και προσαρμοσμένο στη δεινή ανάγκη,
«Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...»,
είτε με τον τρόπο του ριζίτικου τραγουδιού για έναν άγουρο που νιότη δεν εχάρη γιατί τον πρόλαβε ο «σκληροκάρδης» με την μπαμπεσιά που δίκαια του αποδίδει η δημοτική μας ποίηση:
«Χριστέ, και να 'τον παρεμπρός, και να 'τον παραπίσω».
Αυτό το ψυχοφάγο «αν», ή το «μακάρι»,
απευθυνόμενο σε θεότητες άφαντες ή αδιάφορες, τσακίζει και κόκαλα που πίστεψαν αναίτια πως ανήκουν στα γερά· μια τριχούλα χρόνου, μια τριχούλα που κόβει βιαιότατα κι απότομα τον χρόνο στα δύο, στον ενεστώτα και στον αδυσώπητο αόριστο, στο εδώ και στο εκεί.
Ναι.
Μάλλον δεν λάθεψαν οι γνωστικοί αρχαίοι που μια από τις μυθολογικές τους αφηγήσεις για τη χαμένη αθανασία τη συνάρτησαν με μια τρίχα στην κεφαλή του Πτερέλαου·
εύκολο ήταν να κοπεί, εύκολο να γυρίσει ο άνθρωπος στη θνητότητά του, σε ένα «εκεί» που σε θέτει εντός χρόνου, στη μνήμη των περιλειπομένων, πλην εκτός κόσμου.
Και έφτασαν στην κορυφή της σκέψης τους ακριβώς όταν συλλάβισαν απλά το αυτονόητο, το δεδομένο, όταν έδωσαν μορφή στο ασφυκτικό κοινό αίσθημα. Α
υτό συνέβη από τον Όμηρο και το «γενιά των φύλλων των ανθρώπων η γενιά» της «Ιλιάδας» του («οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών»), στον Αισχύλο και το «μα ποιος, εξόν θεός, όλο το βίο του τον γεύτηκε απίκραντο;» του «Αγαμέμνονά» του («τις δε πλην θεών άπαντ' απήμων τον δι' αιώνος χρόνον;»), ώς τον Οδυσσέα Ελύτη και το συμπέρασμά του, στα «Ελεγεία της Οξώπετρας», πως
«η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται»,
μια αλήθεια ωστόσο που την έχεις διδαχθεί κατ' επανάληψη εν ζωή.
Αλλά, για το δικό μου μυαλό, κι όχι μονάχα στην ταραχή του πάνω, η ποίηση που φανέρωσε και ιστόρησε το «εκεί» έτσι όπως είναι, όπως πρέπει να είναι, γυμνό και φαρμακωμένο,
δίχως την παραμυθητική προσδοκία της ανάβασης από τη Κατωγή ή της ανάστασης,
είναι η ποίηση των ανωνύμων, η συλλογική, εκείνη όπου κάθε στιχάκι, κάθε λεξούλα, κάθε τσάκισμα ειπώθηκε και ξαναειπώθηκε, τονίστηκε και ξανατονίστηκε, οξύνθηκε και ξαναοξύνθηκε από τον πόνο αναρίθμητων ανθρώπων που βρέθηκαν ξαφνικά σακατεμένοι και από ξόδι σε ξόδι, από μοιρολόι σε μοιρολόι,
φύτεψαν πέτρες στο χώμα για να 'χουμε ν' ακουμπάμε οι επόμενοι, να μην κλαδευτούμε.
για μια σκυτάλη καρτερίας πρόκειται που την παραλαμβάνεις για να την παραδώσεις άθικτη.
Με το σίδερο και με τον χαλκό παραλληλίζεται εδώ η καρδιά του ανθρώπου, που τη σφυροκοπούν δίχως σταματημό οι απώλειες, τα πένθη εκείνα που κανένα επίθετο δεν είναι αντάξιό τους, κι αν χρησιμοποιήσεις οποιοδήποτε τα αδικείς και τα προσβάλλεις.
Κι αυτή η καρδιά πρέπει ν' αντέξει. Θέλει δεν θέλει. Ν' αντέξει σαν αντίψυχο για την άλλη που σώπασε.