'Η εύαγγελική διδασκαλία - Point of view

Εν τάχει

'Η εύαγγελική διδασκαλία





ΕΝΘΥΜΙΣΟΥ, άγαπητέ, ότι ό διδάσκαλος τοΰ Εύαγγελίου είναι ό Ιησούς Χριστός, ό διδάσκαλος των διδασκάλων καί ό ιεροκήρυκας των ιεροκηρύκων. Μάλλον ό Κύριος είναι ό ένας καί μοναδικός διδάσκαλος, όπως όμολόγησε ό νυκτερινός μαθητής Νικόδημος: «'Ραβθί, οϊδαμεν ότι άπό Θεού έλήλυθας διδάσκαλος» (Ίω. 3:2). ’Αλλά καί ό ίδιος ό Κύριος, μιλώντας στό λαό καί τούς μαθητές Του, είπε: «'Υμείς δέ μή κληθήτε ραββί· είς γάρ υμών έστιν ό διδάσκαλος, ό Χριστός» (Ματθ. 23:8). Γι’ αυτό ήρθε στόν κόσμο, όχι μόνο γιά νά τόν λυτρώσει, αλλά καί νά τόν διδάξει τήν αλήθεια, όπως μαρτυρεί ό ίδιος πάλι: «Έγώ είς τοΰτο έλήλυθα εις τόν κόσμον, ϊνα μαρτυρήσω τή άληθεία» (Ίω. 18:37). Καί γιά νά έπιβεβαιώσει αυτή τή διδασκαλία ό ουράνιος Πατέρας, μάς πρόσταζε ν’ άκοϋμε αύτό τό διδάσκαλο - «αύτοϋ άκούετε» (Ματθ. 17:5) —, δταν μάλιστα δέν διδάσκει μόνο με λόγια, άλλά πολύ περισσότερο μέ έργα.






'Υπολόγισε τώρα, πόσο βαρύ φορτίο σήκωσε ό Λυτρωτής μας, γιά νά μάς διδάξει τήν άλήθεια. Γιατί, ένώ γιά τή δημιουργία όλων τών όντων δέν ξόδεψε παρά μόνο ένα λόγο — «ότι αυτός είπε, καί έγενήθησαν, αυτός ένετείλατο, καί έκτίσθησαν» (Ψαλμ. 148:5) —, όμως, γιά νά μάς διδάξει τά θελήματά Του καί τούς θησαυρούς τής σοφίας Του, γυμνώθηκε άπό τή μεγαλειότητά Του, πήρε μορφή δούλου καί σχήμα άνθρώπου άμαρτωλού — «μορφήν δούλου λαθών, έν όμοιώματι άνθρώπων γενόμενος», κατά τόν απόστολο (Φιλιπ. 2:7) —, καί μ’ αύτή τή μορφή υποβλήθηκε σε τόσους κόπους, σ’ όσους δέν υποβλήθηκαν ποτέ οί δάσκαλοι καί κήρυκες τού θείου λόγου.






Τί λοιπόν περισσότερο μπορούσε νά κάνει ή άψευστη ’Αλήθεια, παρά νά γίνει, μέ τήν αύτοπρόσωπη διδασκαλία Της, καί δική μας άλήθεια; «’Εγώ είμι ή άλήθεια» (Ίω. 14:6). Μέ ποιόν άλλο τρόπο μπορούσε νά δείξει πώς μάς άγαπάει ό γλυκύτατός μας διδάσκαλος, παρά μέ τό νά υποφέρει τόσους κόπους, τρέχοντας έδώ κι έκεΐ καί όργώνοντας όλη τήν Ίουδαία μέ τά ϊδια Του τά πόδια; «Καί περιήγεν όλην τήν Γαλιλαίον ό ’Ιησούς διδάσκων... καί κηρύσσων τό εύαγγέλιον τής βασιλείας» (Ματθ. 4:23). Καί δέν έφτανε αυτό. Ύπέμεινε έπιπλέον καί τήν άτίμωση, άφοΰ τόν ονόμαζαν φάγο, οινοπότη καί δαιμονισμένο, μόνο καί μόνο γιά νά μάς διδάξει το δρόμο πού όδηγεΐ στή ζωή.


Λοιπόν, ποιά δικαιολογία θά βρεις νά πεις στόν Κύριο, πού δέν δέχθηκες τή θεία Του διδασκαλία καί δέν φωτίστηκες άπό τό φως Του; «Εί μή ήλθον καί έλάλησα αύτοΐς, άμαρτίαν ούκ είχον νΰν δέ πρόφασιν ούκ έχουσι περί τής αμαρτίας αύτών» (Ίω. 15:22).






Νά ντραπείς λοιπόν, πού τόσες φορές άκολούθησες τίς άπατηλές διδασκαλίες τοΰ κόσμου, τής σάρκας καί τού διαβόλου· πού προτίμησες τίς συμβουλές τής έπίγειας σοφίας, τής τιποτένιος καί δαιμονικής, από τίς συμβουλές τής θείας σοφίας· πού δέν θέλησες τίποτ’ άλλο ψηλότερο, παρά έκανες τό πάν γιά ν’ άποκτήσεις δόξα καί τιμή άνθρώπινη· πού άγωνίστηκες νά ικανοποιήσεις τίς αισθήσεις καί τά πάθη σου, ν’ άπολαύσεις τίς ήδονές καί, τέλος, νά μαζέψεις χρήματα.






'Υπάρχει μεγαλύτερο χάρισμα άπ’ αυτό πού σού δόθηκε, ν’ άκοΰς δηλαδή άπό τό ’ίδιο τό στόμα τού σαρκωμένου Λόγου έκεΐνα τά λόγια, πού θέλησαν ν’ άκούσουν προφήτες καί βασιλείς καί δέν τ’ άκουσαν; «Λέγω ύμΐν, ότι πολλοί προφήται καί βασιλείς ήθέλησαν... άκοΰσαι ά άκούετε, καί ούκ ήκουσαν» (Λουκ. 10:24). "Οταν άνοίγεις γιά νά διαβάσεις τό Ευαγγέλιο, πού περιέχει τή διδασκαλία τοΰ Χριστού, πρέπει νά τό κάνεις σά ν’ άνοίγεις τόν ϊδιο τόν ουρανό, όπως λέει ό Ιερός Χρυσόστομος: «'Η των γραφών άνάγνωσις τών ουρανών έστιν ύπάνοιξις» (λόγ. β' είς τόν Ήσαΐαν). Πρέπει νά τό μελετάς μέ φόβο καί τρόμο, σά νά μιλάς μέ τόν ϊδιο τό Θεό. Έσύ όμως δέν αισθάνεσαι κανένα φόβο στήν καρδιά σου, όταν άκοϋς νά σου μιλάει μέ τό στόμα Του ό Θεός, σάν τόν φόβο πού αισθανόταν άκόμα καί ό σκληροκάρδιος λαός τού ’Ισραήλ, καί έλεγε στό Μωϋσή: «Λάλησον σύ ήμΐν, καί μή λαλείτω πρός ημάς ό Θεός, μή άποθάνωμεν» (Έξ. 20:19).






Συλλογίσου τή διδασκαλία πού κάνει σ’ όλο τό θειο Ευαγγέλιο Αυτός ό ουράνιος διδάσκαλος, ιδιαίτερα όμως στήν έπί τού όρους όμιλία Του, καί έξέτασε τίς τρεις ποιότητες πού περιέχει ή θεία διδασκαλία: τό ύψος, τήν άλήθεια καί τήν ώφέλεια.









Τό ύψος τής διδασκαλίας, πού ήταν κρυμμένο καί ακατανόητο μέχρι τότε άπό τή διάνοια όλων τών σοφών, γίνεται φανερό μ’ εκείνο πού είπε ό Κύριος: «Έρεύξομαι κεκρυμμένα άπό καταβολής κόσμου» (Ματθ. 13:35). Γιατί μέχρι έκείνη τήν έποχή ό κόσμος νόμιζε, ότι ευτυχισμένος εΐν’ εκείνος πού έχει περισσότερα πλούτη, τιμές καί απολαύσεις. ”Ας συλλογιστούμε λοιπόν πόσο έκστατικό έμεινε τό άνθρώπινο γένος, όταν γιά πρώτη φορά ακούσε τόν Κύριο νά διατυπώνει μιά τόσο ύψηλή καί ουράνια διδασκαλία, ότι δηλαδή είναι μακάριοι οί φτωχοί, οί ταπεινοί, οί πράοι, οί πεινασμένοι, οί είρηνοποιοΐ, οί καθαροί στήν καρδιά, αυτοί πού καταδιώκονται καί κατηγοροΰνται άδικα. Καί άπεναντίας, ότι άθλιοι καί ταλαίπωροι είναι οί πλούσιοι, πού έχουν τήν καρδιά τους προσκολλημένη στ’ άγαθά τού κόσμου, οί χορτασμένοι μέ τίς τρυφές, έκεϊνοι πού χαίρονται, πού γελούν, πού ξεφαντώνουν, πού τιμώνται καί θαυμάζονται άπό τούς ανθρώπους.






Ποιος μπορεί όμως νά καταλάβει τό άκατάληπτο ύψος πού περιέχει ή διδασκαλία τού θείου Ευαγγελίου; Γι' αυτό πολύ σοφά ό άπόστολος Βαρθολομαίος όνόμασε τό Εύαγγέλιο μικρό καί μεγάλο: Μικρό στό μήκος, καί μεγάλο στό πλάτος καί στό ύψος τών νοημάτων (Διονυσίου, κεφ. α' τής μυστικής θεολογίας). Τό Εύαγγέλιο, προσθέτει ό άγιος ’Αμβρόσιος, είναι ένα πέλαγος, όπου βρίσκεται τό σύνολο τών χαρισμάτων καί ή θάλασσα τών πνευματικών μυστηρίων, καί όπου πλέει ό μυστικός ΙΧΘΥΣ — ’Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ, κατά τήν άρχαία συμβολική άκροστιχίδα. Επιτομή τής θεολογίας ονόμασε άκόμα τό Εύαγγέλιο ό άγιος Ιερώνυμος. Καί απαρχή όλης τής Γραφής τό άποκάλεσε ό ’Ωριγένης. ”Αν τώρα ολόκληρη ή 'Αγία Γραφή χαρακτηρίζεται άπό τόν ίερό Αυγουστίνο σάν έγκυκλοπαίδεια όλων των έπιστημών, καί άπό τό Μέγα Βασίλειο σάν εργαστήριο ψυχών καί άποθήκη των πνευματικών βοτάνων, καταλαβαίνουμε πόσο υπερέχει τό Ευαγγέλιο, ή Καινή Διαθήκη, πού έπικυρώθηκε μέ τό αίμα τοΰ Χριστού, καί είναι, κατά τόν άγιο Μάξιμο, «πρεσβεία Θεού πρός άνθρώπους, δι’ Υίοΰ σαρκωθέντος, μισθόν δωρουμένου τοΐς πειθομένοις αύτώ τήν άγέννητον θέωσιν».






Ή άλήθεια τής διδασκαλίας τοΰ Ευαγγελίου είναι αυταπόδεικτη, γιατί προέρχεται άπό τό στόμα τής αύτοσοφίας τοΰ Ύψίστου, πού είναι ή ’Αλήθεια: «’Εγώ (δηλ. ή σοφία) άπό στόματος Ύψίστου έξήλθον» (Σοφ. Σειρ. 24:3). Κι άν όλοι μαζί οί άνθρωποι, άπό τόν Άδάμ μέχρι τή συντέλεια τοΰ κόσμου, βρεθούν ψεΰτες, μόνο ό Θεός δέν πρόκειται νά βρεθεί ποτέ ψεύτης. Πάντα θά έκφράζει τήν άλήθεια, όπως λέει καί ό άπόστολος: «Γινέσθω δέ ό Θεός άληθής, πάς δέ άνθρωπος ψεύστης» (Ρωμ. 3:4).


'Η ωφέλεια τής διδασκαλίας τοΰ Ευαγγελίου είναι φανερή, γιατί όδηγεΐ στή σωτηρία. Δηλαδή δίνει «γνώσιν σωτηρίας τώ λαφ» (Λουκ. 1:77). Καί άκόμα, σάν διδασκαλία τοΰ Θεοΰ, έχει μέσα της τό Πνεΰμα καί μεταδίδει ζωή, όπως λέει ό Κύριος: «Τά βήματα ά έγώ λαλώ ύμΐν, πνεΰμά έστι καί ζωή έστι» (Ίω. 6:63).






Ή ευαγγελική διδασκαλία περιέχει όλες τίς άρχές τής χριστιανικής ήθικής. Μάς δείχνει ποιό είναι τό καλό καί ποιό τό κακό. Βγάζει άπό πάνω μας τόν παλιό άμαρτωλό άνθρωπο, καί μάς ντύνει μέ τό νέο, «τόν κατά Χριστόν κτισθέντα». Μεταβάλλει τούς άνθρώπους σέ άγγέλους.


Ύστερα άπ’ αύτά έσύ τί κάνεις; Μήπως δείχνεις με τά έργα σου μιά πίστη άντιφατική; 'Όταν δηλαδή σέ διδάσκει τό Εύαγγέλιο τίς θεωρητικές άλήθειες καί τά δόγματα τής πίστεως, εσύ τά δέχεσαι. 'Όταν όμως σοΰ όρίζει τίς πρακτικές άλήθειες, μέ τίς όποιες θά διορθώσεις τά ήθη σου, τότε ξεσηκώνονται όλες οί έπιθυμίες σου καί σέ πιέζουν νά μή δεχθείς τούς νόμους του. ’Έτσι, άπό τή μιά πιστεύεις, όπως λές, γι’ άληθινή τή διδασκαλία του, κι άπό τήν άλλη ζεΐς σά νά τήν πίστευες γιά ψεύτικη. Πρόσεξε όμως, γιατί αύτό τό ίδιο τό Εύαγγέλιο θά σέ καταδικάσει, καθώς βεβαιώνει ό Κύριος: «Ό μή λαμθάνων τά βήματά μου, έχει τόν κρίνοντα αυτόν ό λόγος όν έλάλησα, έκεΐνος κρίνει αυτόν έν τή έσχάτη ήμέρα» (Ίω. 12:48).






Χρειάζεται λοιπόν έμπρακτη πίστη. Γιατί, θεωρητικά μόνο, «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρΐσσουσι» (Ίακ. 2:19). Ή έμπρακτη πίστη όμως είναι τό χαρακτηριστικό τών άληθινών χριστιανών: «κάγώ δείξω σοι εκ τών έργων μου τήν πίστιν μου» (Ίακ. 2:18).


Ξύπνα λοιπόν κι έλα στόν έαυτό σου. “Αναψε πάλι μέσα σου τή φλόγα τής πίστεως καί τής άγάπης στό θείο σου διδάσκαλο. Νά ντρέπεσαι, γιατί μέχρι τώρα έθρεψες τήν καρδιά σου μέ πράγματα άντίθετα άπό κείνα πού Αυτός δίδαξε μέ τό παράδειγμα καί τά λόγια Του.


Παρακάλεσε, τέλος, τό Χριστό νά κάνει τήν καρδιά σου ταπεινή, ύπάκουη καί γενναία, γιά νά έφαρμόζεις εκείνα πού σέ διδάσκει. «Ου γάρ οί άκροαταί τοΰ νόμου δίκαιοι παρά τώ Θεώ άλλ’ οί ποιηταί τού νόμου δικαιωθήσονται» (Ρωμ. 2:13).






ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ


Σταχυολόγηση καί διασκευή κειμένων άπό τά


«Πνευματικά Γυμνάσματα» τοϋ όσιου Νικοδήμου τοΰ 'Αγιορείτου


ΕΚΔΟΣΗ ΕΒΔΟΜΗ


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2005









Pages