Έρωτας δι' αλληλογραφίας - Point of view

Εν τάχει

Έρωτας δι' αλληλογραφίας




«Τι θα μπορούσε να εκφράσει μια επιστολή που δεν θα το εξέφραζε χίλιες φορές καλύτερα μια λέξη, ένα βλέμμα ή ακόμη και η σιωπή;» αναρωτιέται μία από τις ηρωίδες των «Επικίνδυνων σχέσεων» (1782) του επιστολογραφικού μυθιστορήματος του Γάλλου Σοντερλό ντε Λακλό.





Για αιώνες και αιώνες η αλληλογραφία στάθηκε ένας τρόπος επαφής έξοχος. Στα μυθιστορήματα του Μπαλζάκ, του Ντοστογιέφσκι, του Τολστόι… οι ήρωες ολημερίς κι ολονυχτίς αλληλογραφούν! Είναι γεγονός, άλλωστε, ο γραπτός λόγος εισχωρεί αλλιώς στο νόημα, είναι φανέρωση και κλειδί. 

Η ερωτική αλληλογραφία είναι πολλά παραπάνω! Τότε που οι εραστές δεν είχαν το περιθώριο να επικοινωνούν ελεύθερα, να συναντιούνται, να συγκατοικούν, να αλληλοαναγνωρίζονται, τα γράμματα ήταν μια ατέρμονη αναμονή συνάντησης, μια δυναμική απουσία της οποίας το μέγεθος ξεπερνάει σχεδόν πάντοτε την παρουσία. «Η επιθυμία έχει μια ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η απουσία.», λέει ο Ελύτης. 

Οι δυσκολίες, οι αποστάσεις, οι απαγορεύσεις, η παρανομία, οι ατυχίες στην προσέγγιση των δυο ερωτευμένων θρέφουν συναισθήματα μυθικά, απροσδόκητες δυνάμεις. Φλογισμένη άγνοια και επιθυμία, αλληλοαναγνώρισης ή ίσως τυφλής επένδυσης στον θεοποιημένο άγνωστο που είναι ο άλλος.

Οι ερωτικές επιστολές πλέκουν το φάσμα του απόντος και παντοτινά ερχόμενου νυμφίου, του «ανατέλλοντος» κάθε φορά και γι αυτό συναρπαστικού έρωτα, της απερίσκεπτα υπέροχης ελπίδας για τη συνταρακτική συνάντηση με το θαύμα, που τώρα επιτέλους συμβαίνει! Ένα θαύμα που μόνο στο μυστικό κρύβεται και ευδοκιμεί, υπόθεση αποκλειστική δυο πλασμάτων που ψηλαφούν ολομόναχοι στη σκιά τα πιο τρομερά, μύχια συναισθήματα, τις πιο διστακτικές, υπόγειες αισθήσεις, μακριά από τα βέβηλα βλέμματα των τρίτων. Στα μάτια του αμύητου «το μεγαλειώδες κινδυνεύει να φανεί γελοίο, το σπάνιο αφόρητα κοινότοπο, το αθώο πρόστυχο, το συγκινητικό σαχλό» 

Λαθραναγνώστες, λοιπόν, τέτοιων στιγμών!!! Σιωπηλά, διακριτικά, με σεβασμό στο πιο αβυσσαλέο από τα αισθήματα – αιτήματα της ανθρώπινης ψυχής: «το ιερό πάντα», το «διά του έρωτος» άλμα της ψυχής πάνω από το θάνατο! 

Υ.Γ: Λοξές ματιές, συρραφές, απενοχοποιημένες, δημιουργικές – ελπίζω – λογοκλοπές, επιρροές, κυματισμοί και ταυτίσεις…. Ευχαριστώ για μια ακόμα φορά τη Μάρω Βαμβουνάκη και το βλέμμα της στα πράγματα. 




Γ. Σεφέρης, "Γράμματα στη Μαρώ" 

Το βιβλίο είναι σε δύο τόμους. O 1ος τόμος  καλύπτει τα έτη ’36-’41. 

To 1936 o Γ. Σεφέρης είναι 36 ετών εργάζεται στην Α΄διεύθυνση πολιτικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών και διαμένει με τον πατέρα του τον καθηγητή Στυλιανό Σεφεριάδη, στην οδό Κυδαθηναίων 9. 



Για τη γνωριμία και τον έρωτά της με το Γ. Σεφέρη μιλάει η ίδια η Μαρώ στον Α. Φωστιέρη και το Θ. Νιάρχο 





Το Σεφέρη τον συνάντησα πρώτη φορά στο σπίτι των Τσάτσων με τους οποίους ήμασταν φίλοι. Εκείνη την εποχή ο Κανελλόπουλος, ο Τσάτσος, ο Σικελιανός και ο Μυριβήλης ήταν μια παρέα και ήμουν και γω μέσα σ' αυτή την παρέα. Ανέκαθεν είχα μανία με τους λογοτέχνες, μ'ενδιέφεραν πολύ. Παλιότερα στη Θεσσαλονίκη ήμουν στον κύκλο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και άλλων καθηγητών του πανεπιστημίου. Στη Θεσσαλονίκη έζησα τρία χρόνια, από το '30 ως το '33, γιατί ο πρώτος μου άντρας [ο Αντρέας Λόντος] επιστατούσε στην κατασκευή του δρόμου Θεσσαλονίκης - Καβάλας. Τη δουλειά αυτή τη βρήκε μετά την παραίτησή του από το Βασιλικό Ναυτικό. Υπηρετούσε στο Ναυτικό όταν τους έβαλαν να ψηφίσουν με το ζόρι να γυρίσει ο βασιλιάς. Εκείνος δεν δέχτηκε να το κάνει και παραιτήθηκε. Τότε λοιπόν είχα συνδεθεί με όλο το πανεπιστήμιο και κάθε τόσο μαζεύονταν στο σπίτι μου και στο σπίτι της κυρίας Μαυροκορδάτου όλοι οι καθηγητές. Παίζαμε σαν παιδιά, κάναμε εκδρομές — ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, ο Κρητικός της Μαθηματικής, ο Δελμούζος, ο Ζολώτας ἠταν φίλοι μου. Ο άντρας μου δεν έβλεπε με καλό μάτι τα ενδιαφέροντά μου αυτά. Έπαιρνε τα βιβλία που διάβαζα και τα έσκιζε, είχε ένα μίσος μπορώ να πω για τα βιβλία. Αυτή ήταν ίσως η αιτία που δεν τα πήγαμε καλά.




— Όταν τον πρωτοσυναντήσατε, είχατε ήδη διαβάσει την ποίησή του; Και πώς η γνωριμία εκείνη εξελίχτηκε σε δεσμό αισθηματικό και αρκετά αργότερα σε γάμο;



Είχα διαβάσει Σεφέρη χωρίς να τον ξέρω ακόμη καλά-καλά και μ' ενδιέφερε φοβερά η ποίησή του. Όπως όλους, με είχε τραβήξει πολύ ο «Ερωτικός Λόγος». Τώρα είναι αυτό που μ’ αρέσει λιγότερο απ’ όλα, αν και είναι πολύ καλό ποίημα. Όταν λοιπόν γνωριστήκαμε στους Τσάτσους του είπα: «Να έρθετε στην Αίγινα το καλοκαίρι, γιατί είναι Αττική και νησί μαζί, πράγματα που σας αρέσουν και τα δυο». Πράγματι ήρθε εκεί το καλοκαίρι του '36 κι έτσι άρχισε ο δεσμός μας. Εγώ πήγαινα στην Αίγινα τότε τα καλοκαίρια, είχα βρει ένα σπιτάκι που το νοίκιαζα κάθε χρόνο για τις διακοπές. Πηγαίναμε εκεί μαζί με τον άντρα μου, αν και κείνη την εποχή είχε ήδη αρχίσει να ωριμάζει μια σκέψη χωρισμού κι ερχόταν στο νησί μόνο τα σαββατοκύριακα. Αλλά και όταν χώρισα, για ένα μεγάλο διάστημα δε μπορούσα να παντρευτώ τον Σεφέρη, γιατί ο πρώτος μου άντρας είχε βάλει όρο ότι σ' αυτή την περίπτωση δε θα μ' άφηνε να ξαναδώ τα παιδιά μου. Η κατάσταση αυτή κράτησε ως τον πόλεμο, οπότε ο Σεφέρης έπρεπε οπωσδήποτε να φύγει γιατί οι Γερμανοί τον είχαν στη μπούκα του κανονιού. Έτσι λοιπόν αναγκαστήκαμε να παντρευτούμε στα γρήγορα, γιατί διαφορετικά το Υπουργείο δεν θα δεχόταν να πάω κι εγώ μαζί του. Έτσι κι αλλιώς δε μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο. Είχα ξετιναχτεί τελείως οικονομικά και δε μπορούσα να συντηρήσω ούτε τα παιδιά μου. Τότε μου είπε η Πηνελόπη Δέλτα να φύγω και να κρατήσει εκείνη τα παιδιά στο σπίτι της. Μόλις φύγαμε, μετά από πέντε η δέκα μέρες η Δέλτα αυτοκτόνησε και τα παιδιά τα πήρε στην αρχή η κυρία Μαυροκορδάτου και αργότερα η αδελφή του άντρα μου, η οποία τα νοιάστηκε πάρα πολύ.



Μαρώ Σεφέρη, απόσπασμα από συνομιλία της με τον Α. Φωστιέρη και τον Θ. Νιάρχο (Λέξη, αφιέρωμα, Μάρτης-Απρίλης 1986)








Τίποτε δεν αγριεύει τη φλόγα του έρωτα λένε περισσότερο από τη δυσφορία του οικογενειακού περιβάλλοντος, των ερωτευμένων. Έτσι ούτε οι νουθεσίες του Στυλιανού Σεφεριάδη ούτε οι οργίλες συστάσεις και οι λοιδορίες του Αντρέα Λόντου που βέβαια κάποτε πληροφορήθηκε τα καθέκαστα είχαν κατασταλτικά αποτελέσματα. Ακόμη και η αιφνίδια και ανεξήγητη μετάθεση του ποιητή στο Προξενείο της Κορυτσάς (φθινόπωρο του ’36) αντί να αποκοιμίσει όπως ήλπισαν πολλοί, αναρρίπισε βίαια το καλοκαιρινό αίσθημα.

Δεν λείπουν φυσικά και οι παλινωδίες. Η σχέση χειμάζεται σκληρά τον 8ο του ’37 όταν ο ποιητής ταξιδεύει από την Κορυτσά στην Αθήνα για να συζητήσει με τον Α. Λόντο και να αναλάβει τις ευθύνες του. Το δίλημμα που ο σύζυγος έθεσε στην Μαρώ ήταν: “τον ποιητή ή τα παιδιά” – Είναι ο δρόμος του καθήκοντος πάντοτε τραχύς και ανάντης. Όνειρα θολερά, σκοτοδίνες αλλόκοτες, αδιαθεσίες ριγηλές βασανίζουν για μήνες τη γυναίκα που σήκωσε το βάρος της ευθύνης του χωρισμού. Ο ποιητής φεύγει για ολιγοήμερες διακοπές στο Πήλιο, ξαναγυρίζει στην Κορυτσά, σκίζει τα γράμματα που είχε λάβει ως τότε και βυθίζεται στη σιωπή. Μάταιος κόπος: Στο στήθος μέσα η πληγή ανοίγει πάλι.

 Το φθινόπωρο του  ίδιου χρόνου τα πράγματα έχουν άρδην μεταβληθεί. Το πείσμα και η αδιαλλαξία του Αντρέα Λόντου έχουν μαλακώσει. Άλλες είναι άλλωστε οι φροντίδες που τώρα τον απασχολούν. Έτσι η γυναίκα που έφυγε το άλλο καλοκαίρι μπορεί, ελεύθερη από ουσιαστικές και τυπικές δεσμεύσεις να περιμένει απροειδοποίητα τον ποιητή σε μια γωνιά του σιδηροδρομικού σταθμού.

Στα χρόνια που ακολουθούν, δίσεκτα για τον τόπο, η σχέση ταλανίζεται από δοκιμασίες ιδιωτικές και δημόσιες. Όμως το κέντρο του βάρους της έχει ήδη μετατοπισθεί από το αμμώδες υπόστρωμα των φευγαλέων εξάρσεων στην πέτρα της υπομονής, της αγάπης, της συντροφικότητας. Τον Απρίλιο του 1941 ο δεσμός επισημοποιείται σχεδόν αναγκαστικώς λίγο προτού αναχωρήσει το ζεύγος για την Αίγυπτο. “Κουμπάρος μας” έλεγε χαριτολογώντας ο ποιητής “στάθηκε ο … Χίτλερ”.










Ο Γιώργος Σεφέρης σε νεαρή ηλικία.
Το πρώτο βιβλίο επάνω στο γραφείο του έχει τίτλο «Ο μύθος του Δον Ζουάν» 



Για την ώρα, δε μπορώ να σε ξαναδώ, γιατί δεν θα μπορέσω να σε ξαναφήσω. Αγάπη μου, αν σου ζητώ κάτι αυτή τη στιγμή είναι να με βοηθήσεις. Άφησε με να σε φιλήσω.

Παμ! παραπάμ! Αγάπη, σήμερα το πρωί σηκώθηκα με ένα απέραντο κέφι. Το κακό έκανε τον κύκλο του. Έφυγε. Σηκώθηκα φορτωμένος όνειρα σαν ένα μεγάλο δέντρο με καινούργια φύλλα. Κάτω από το douche ξεχάστηκα. Ξύπνησα μόνο όταν άρχισε να κρυώνει το νερό.

Ό,τι θέλεις, όπως θέλεις κι όσο θέλεις. Αλλά θα σε εκδικηθώ όταν γυρίσω (μαζεύω τις εκδικήσεις μου). Για την ώρα ανεξικακία! Τι με ρωτάς τι σκοπούς έχω; Σ’ αγαπώ (μου επιτρέπεις;) και τίποτα δε μπορεί να σταματήσει αυτή την αγάπη εκτός από σένα, και πάλι είναι ζήτημα. Το μόνο κακό που μπορείς να μου κάνεις είναι να σταματήσεις να μου γράφεις. 

Η χαρά είναι δύσκολη υπόθεση. Ίσως γι αυτό να ’χει αξία. Βέβαια ό,τι χάνουμε σε διάρκεια το έχουμε σε ένταση. Κι επειδή ξέρω τι θα πει ταραχή πολύ περισσότερο από πολλούς έξαλλους κατοίκους της Αττικής, γι αυτό δε ζήτησα τίποτα περισσότερο στη ζωή μου παρά την ισορροπία. Στο σπίτι θα σου στέλνω γράμμα κάθε βδομάδα, αλλά θα πρέπει να με βοηθάς κι εσύ. Σε κάτι θα πρέπει να απαντώ.

Δεν απελπίζεται η ζωή όσο υπάρχει, κι ας απελπίζεται ο άνθρωπος. Συλλογιζόμουν εσένα, ζωή μου. Λογαριάζω το κόστος της ευτυχίας κι έπειτα: «Ας γίνει ό,τι γίνει» έτσι τελειώνω πάντα άμα έρθω σε αναπαράσταση μαζί σου.

Δε θα γράφεις, όταν δεν έχεις κέφι χρυσό μου κορίτσι, ούτε όταν δεν έχεις τίποτα να πεις. Δε θα ήταν καλό να βάλουμε στη ζωή μας καταναγκαστικά έργα, όσο μικρά και να ’ναι.

Κι αν είναι η νύχτα τούτη μια νύχτα μοίρας, ας είναι ευλογημένη ώσπου να ’ρθει η αυγή. Σ’ αγαπώ. Δηλαδή θέλω, αυτό που είμαστε μαζί, να είναι ένα δικό μας πλάσμα - δικό μας κι ανεξάρτητο από μας, όχι μία κατάσταση - Μου είναι ακατανόητα όλα αυτά. Όταν είμαι τόσο κοντά σου, να μένει αποχωρισμένο το κομμάτι εκείνο της ζωής που είναι το ευκολότερο να μην είναι αποχωρισμένο. Η υλική παρουσία. 

Πόσο καιρό θα ζούμε ακόμη με τη φαντασία; Πηγαίνω να πιστέψω πως το χειρότερο ελάττωμα μου είναι η υπομονή.

Χωρίς εσένα έχω πάντα μία λόγχη στο πλευρό.




Σου είπα ένα σωρό πράγματα, αλλά εκείνο που ήθελα να πω και μ'  έκανε να μουντζουρώσω τόσο χαρτί δεν το είπα:είναι σκληρή η ζωή χωρίς εσένα και άδικη...
                                                    
Η αγάπη μου ξεπέρασε πια τα λόγια και έχω  την εντύπωση πως, αν ήμουν αλλιώτικος θα μ’  αγαπούσες λιγότερο.

Πιστεύω πως εσύ είσαι η ζωή μου. Αν το θέλεις  να κάνω τη ζωή μου μακριά σου, βέβαια θα την κάνω - γιατί το δικό σου θέλημα θα γίνει και όχι  το δικό μου - δε θα το κάνω όμως χωρίς εσένα. Αισθάνομαι πως μαζί σου άνοιξε ένας  άγνωστος δρόμος μπροστά μου. Έχω το συναίσθημα ότι βλέπω καθαρότερα εκεί που ήμουνα τυφλός. Κι αυτά τα πράγματα δεν τα σβήνει κανείς με μια μονοκοντυλιά. Σ αγαπώ και τούτο έχει νόημα.

Ένα πράγμα με πείραξε, με πλήγωσε βαθιά  μέσα στο γράμμα σου. Πώς μπόρεσες, έπειτα  από τόση αγάπη, να αισθανθείς ξαφνικά μόνη  σου. Aυτό το “μόνη μου έπρεπε” είναι κάτι, πώς  να το πω, που με ατιμάζει.

Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’  αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και  ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή  μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν  τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι  οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ' αυτόν τον πόνο,  είναι κομμένοι. Πως μόνο απ΄ αυτόν μπορώ  πια να περάσω.

Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου. Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε  συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα. Κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι  για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις  λίγο πιο κοντά σου όπως, αν ήταν βολετό, να  σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο...

Όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο  του, πρέπει να βρει τρόπο να μην ξυπνά ποτέ  του…

Φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από  μακριά να σ’ αγαπώ...



Μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…

Είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις..

Είμαι βαρύς από ένα σωρό συναισθήματα που δε θέλω να ξεσπάσουν. Μία μέρα, αργότερα-ποιος ξέρει αν μας είναι γραφτή λίγη γαλήνη ακόμη - θα είμαι κοντά σου, θα κλείσω τα μάτια και θα τα αφήσω να βγουν…φαίνεταισήμερα σ’ αγαπώ σιωπηλά.

Ξέρεις πόσο πολύ είναι για μένα οι λίγες στιγμές μαζί σου;



Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει «Θεέ μου πόσο την αγαπώ» κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά κοντά μ’ αυτή τη φράση. Δυό πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα. Να σ’ έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου. Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου.




Όλες αυτές τις μέρες σε συλλογίζομαι χωρίς μια στιγμή διακοπή. Κάθε δουλειά με συνέχεια μού είναι αδύνατη. Είσαι εκεί πάντα μπροστά στα μάτια μου, με κρατάς προσηλωμένο. Κάποτε μέσα στην αδειανή μου παλάμη έρχεται κι ακουμπά το μικρό σου στήθος. Είναι ένας βαθύς και μυτερός πόνος ως την άκρη της καρδιάς.

Δεν έχω τίποτα άλλο να σου δώσω τώρα, παρά  αυτές τις ανόητες λέξεις. Και πάλι, δε θα σου τις έγραφα, αν δε με παρακινούσε η ελπίδα  πως κάποτε, έστω και για μια στιγμή, όταν σου κρατήσω το χέρι, δυο άνθρωποι, μέσα σ’ αυτόν  τον ψόφιο κόσμο που μας τριγυρίζει, θα μπορέσουν να νιώσουν ότι ανασαίνουν  επιτέλους, έξω απ’ όλα - κάποτε, όταν αυτά που  λέμε
τώρα πάρουν μια ανθρώπινη υπόσταση  και πάψουν να τριγυρνούν σα φαντάσματα.






Ξαναδιάβασα τα γράμματά σου από την αρχή. Σου γράφω «δύο λόγια αγάπης». Ένα πράγμα αισθάνομαι πως είναι το δυσκολότερο να σου δώσω να καταλάβεις: πόσο σε νιώθω, πόσο σε παρακολουθώ κι από μια σου λέξη ακόμη, όπως άλλοτε από ένα παίξιμο του χεριού σου. Τώρα που ξανακοίταξα όλα αυτά τα χαρτιά, βρίσκω πάντα ένα φόβο μήπως δε λες καλά ότι ήθελες να πεις, ένα δισταγμό μην τύχει και πεις πολλά, και προς το τέλος αρχίζεις κιόλας να γράφεις και να σκίζεις. Άφησε, χρυσή μου, τον εαυτό σου, είναι τόσο χαριτωμένος έτσι όπως είναι, άφησέ τον να μην μιλήσει όπως ξέρει αυτός. Θα μου πεις: «Εσύ μήπως δεν κάνεις το ίδιο;» Κι αν το κάνω, δεν υπάρχει κανένας λόγος να με μιμηθείς. Το κάνω, άλλωστε, τόσο άσχημα. Αν έχεις απελπισία, δώσε μου την απελπισία σου, όπως μου δίνεις τόσες φορές τη χαρά σου. Δώσε μου ότι έχεις κι ότι μπορείς. Μα κατάλαβε, επιτέλους, πως δε γυρεύω τίποτε άλλο.Αν αργήσουμε τώρα να ιδωθούμε, θα πρέπει να προσπαθήσουμε μ΄ αυτά τα λίγα και γλίσχρα μέσα που έχουμε, μ’ αυτό το χαρτί που μαυρίζουμε, να είμαστε όσο μπορούμε πιο κοντά, όχι να αποχωριζόμαστε και να πληγώνει ο ένας τον άλλον. Έτσι νομίζω. Αν με θέλεις ακόμη, έλα, χρυσή μου, να τα λέμε όλα χωρίς, να σκεπτόμαστε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει.

Ξέρεις, συλλογίζομαι ακόμη πως έτσι θα μπορούσαμε, όταν μας δοθεί να ιδωθούμε, να μην πούμε ούτε μια λέξη παρά να χαζεύει ο ένας τον άλλον. Και θα είναι τόσο ξεκουραστικό.



Μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.




Τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου..

Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή - ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου - είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα..


Μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακρυά. Βρέχει, την αγαπώ τούτη τη βροχή γιατί σαν ξεκίνησες έβρεχε και δε σταμάτησε από τότε. Φρικτά πολύ! Τίποτε άλλο δεν ξέρω να γράψω ούτε να σκεφτώ. Πότε άραγε θα έχω το πρώτο σου γράμμα; Το περιμένω σαν κάτι καινούργιο. Προσπαθώ να ξεκουράζομαι όπως μου ζήτησες πριν φύγεις. Ξεκούραση για μένα είναι να κάθομαι στο σπιτάκι μας στη Μουσούρου και να σε περιμένω, ν’ ακούσω το κλειδί στην εξώπορτα να μπαίνεις. Ή να σε βρίσκω μέσα να ξαπλώνω να μου διαβάζεις. Θυμάσαι μια μέρα που με πήρε ο ύπνος ενώ μου διάβαζες; Σαν άνοιξα τα μάτια με είχες σκεπάσει και με κοίταζες. Θυμάμαι την έκφραση σου γεμάτη αγάπη, είπες: «Ασχημοκόριτσο»!



Ευτυχώς που τελειώνεις με τις λέξεις "σε περιμένω"’. Δεν τις πέταξες έτσι στα κουτουρού. Ή αν ήταν στα κουτουρού, ξέραν τα χεράκια σου κάτι περισσότερο απ’ το μυαλάκι σου. Έτσι είναι αγόρι μου, το ξέρεις, σαν τις γραφικές παραστάσεις πάνω στα κρεβάτια των αρρώστων. Δεν μπορεί να’ ναι όλο ευθεία. Να ’σαι καλά και όπως να ’σαι ... αγάπη!






Και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ'  αρέσουν.

Όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι , αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί , αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν , χρυσή μου;

Αγάπη μου, θα με συγχωρήσεις γι αυτά, που είναι δύσκολο να ειπωθούν σε μια γυναίκα. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πεποίθηση στα συναισθήματά του όταν τα πνίγει η επιθυμία η σωματική, όπως συμβαίνει τώρα μ'  εμένα.

Πού να είσαι τώρα; Εδώ έξι, στην Αθήνα επτά. Πού να είσαι; Πάντα το ίδιο ερώτημα, μόνο η επιθυμία είναι λιγότερη ή περισσότερη. Κάποτε τη μισώ. Δε μ αφήνει να σ αγαπώ όπως θέλω , δε μ αφήνει να ξέρω καν πώς σ'  αγαπώ. Κοντά και μακριά είναι βάσανο οι αισθήσεις. Πώς να είναι άνθρωπος κανείς;


via

Pages