Για αιώνες ολόκληρους οι βασιλιάδες, οι παπάδες, οι φεουδαρχικοί άρχοντες, τα αφεντικά της βιομηχανίας και οι γονείς, επέμεναν και επιμένουν πως η υπακοή είναι αρετή και η ανυπακοή αμαρτία. Για να εισάγουμε μια άλλη άποψη πάνω στο θέμα αυτό, ας αντιπαραθέσουμε σ΄ αυτή τη θέση την ακόλουθη διατύπωση: η ανθρώπινη ιστορία άρχισε με μια πράξη ανυπακοής και είναι πολύ πιθανό να τελειώσει με μια πράξη υπακοής.
Η ανθρώπινη ιστορία ξεκίνησε με μια πράξη ανυπακοής σύμφωνα με τους Εβραίους και τους Ελληνικούς μύθους. Ο Αδάμ και η Εύα, όταν ζούσαν στο Παράδεισο αποτελούσαν μέρος της Φύσης∙
βρίσκονταν σε αρμονία μαζί της και δε τη ξεπερνούσαν. Ήταν μέσα στη Φύση, όπως το έμβρυο στη κοιλιά της μάνας του. Ήταν άνθρωποι κι όμως όχι ακόμα άνθρωποι. Όλα αυτά άλλαξαν όταν έδειξαν ανυπακοή σε μια διαταγή. Σπάζοντας τα δεσμά τους με τη γη και τη μητέρα, κόβοντας τον ομφάλιο λώρο, ο άνθρωπος βγήκε από την προανθρώπινη αρμονία και μπόρεσε να κάνει το πρώτο βήμα στην ανεξαρτησία και την ελευθερία. Η πράξη της ανυπακοής ελευθέρωσε τον Αδάμ και την Εύα και τους άνοιξε τα μάτια. Αναγνώρισαν ο ένας τον άλλο σαν ξένους και τον γύρω κόσμο σαν ξένο κι εχθρικό. Η πράξη της ανυπακοής έσπασε τον αρχέγονο δεσμό με τη φύση και τους έκανε άτομα. Το «προπατορικό αμάρτημα» δε διέφθειρε τον άνθρωπο, αντίθετα τον ελευθέρωσε∙ σήμανε την αρχή της ιστορίας του. Ο άνθρωπος έπρεπε να εγκαταλείψει το Παράδεισο για να μάθει να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις και να γίνει άνθρωπος.
Οι προφήτες, με τη μεσσιανική εξαγγελία τους, επικύρωσαν την ιδέα ότι ο άνθρωπος είχε δίκιο να μην υπακούσει∙ ότι δε καταστράφηκε από την «αμαρτία» του αλλά ελευθερώθηκε από την τροχοπέδη της προανθρώπινης αρμονίας. Για τους προφήτες, Ιστορία είναι ο χώρος όπου ο άνθρωπος γίνεται ανθρώπινος. Στο ξετύλιγμα της αναπτύσσει τη δύναμη της λογικής και της αγάπης ώσπου δημιουργεί μια νέα αρμονία ανάμεσα στον εαυτό του, τους συνανθρώπους του και τη Φύση. Αυτή νέα αρμονία περιγράφεται σαν το «τέλος των ημερών», σαν τη περίοδο της ιστορίας όπου υπάρχει ειρήνη ανάμεσα στους ανθρώπους, όπως ανάμεσα στον άνθρωπο και τη Φύση. Είναι ένας νέος Παράδεισος, δημιουργημένος από τον ίδιο τον άνθρωπο, ένας Παράδεισος που μόνο εκείνος μπορούσε να δημιουργήσει, γιατί αναγκάστηκε να φύγει από το παλιό εξαιτίας της ανυπακοής του.
Όπως ο Εβραϊκός μύθος του Αδάμ και της Εύας, έτσι και ο Ελληνικός μύθος του Προμηθέα βασίζει ολόκληρο τον ανθρώπινο πολιτισμό σε μια πράξη ανυπακοής. Ο Προμηθέας κλέβοντας τη φωτιά από τους Θεούς βάζει τα θεμέλια για την εξέλιξη του ανθρώπου. Αν δεν είχε μεσολαβήσει το «παράπτωμα» του Προμηθέα, δε θα είχε υπάρξει ανθρώπινη ιστορία. Σαν τον Αδάμ και την Εύα, ο ήρωας τιμωρείται για την ανυπακοή του. Αυτός όμως δε μετανοεί και δε ζητά συγνώμη. Αντίθετα, φωνάζει περήφανος: «καλύτερα δεμένος πάνω σ΄ αυτό το βράχο, παρά υπάκουος δούλος των Θεών».
Ο άνθρωπος συνέχισε να εξελίσσεται χάρη σε πράξεις ανυπακοής. Δε χρωστάει μόνο την πνευματική του ανάπτυξη στο γεγονός ότι υπήρξαν άνθρωποι που τόλμησαν να πουν όχι στις ανώτερες δυνάμεις «εν ονόματι της συνείδησης τους ή της πίστης τους», αλλά και η διανοητική ανάπτυξη του εξαρτήθηκε από την ικανότητα του να δείξει ανυπακοή, ανυπακοή στις εξουσίες που προσπαθούσαν να φιμώσουν τις νέες σκέψεις, και στη δύναμη των κατεστημένων ιδεών που θεωρούσαν ανόητη τη νέα άποψη.
Αν η ικανότητα για ανυπακοή αποτελεί το ξεκίνημα της ανθρώπινης ιστορίας, η υπακοή μπορεί να φέρει το τέλος της. Δε μιλάω εδώ συμβολικά ή ποιητικά. Υπάρχει μπροστά μας η δυνατότητα, ίσως και η πιθανότητα, μέσα στα επόμενα πέντε ως δέκα χρόνια, το ανθρώπινο είδος να καταστρέψει το πολιτισμό, κι ολόκληρη τη ζωή πάνω στη γη. Δεν υπάρχει καμιά λογική, ούτε νόημα στο γεγονός αυτό. Είναι πάντως αλήθεια πως ενώ τεχνικά ζούμε στον Αιώνα του Ατόμου, η πλειονότητα των ανθρώπων–συμπεριλαμβανομένων και πολλών απ΄ αυτούς που κατέχουν την εξουσία– ζούνε ακόμα, συγκινησιακά, στη Λίθινη Εποχή∙ πως ενώ τα μαθηματικά μας, η αστρονομία και οι φυσικές επιστήμες ανήκουν στον εικοστό αιώνα, οι περισσότερες από τις ιδέες μας γύρω από την πολιτική, το κράτος και την κοινωνία βρίσκονται πολύ πίσω από τον αιώνα της Επιστήμης. Αν η ανθρωπότητα φτάσει να αυτοκτονήσει, αυτό θα οφείλεται στους ανθρώπους που θα υπακούσουν σ΄ όποιους τους διατάξουν να πιέσουν το κουμπί του ολέθρου. Γιατί θα υπακούσουν στα αρχαϊκά πάθη του φόβου, του μίσους και της απληστίας∙ γιατί θα υπακούσουν στα ξεπερασμένα κλισέ της υπέρτατης κυριαρχίας του Κράτους και της εθνικής αξιοπρέπειας. Οι Σοβιετικοί αρχηγοί μιλάνε πολύ για επαναστάσεις κι εμείς στον «ελεύθερο κόσμο» μιλάμε πολύ για ελευθερία. Κι ωστόσο, κι εκείνοι κι εμείς αποθαρρύνουμε την ανυπακοή–στη Σοβιετική Ένωση ξεκάθαρα και βίαια, στον «ελεύθερο κόσμο» έμμεσα και με τις πιο ύπουλες μεθόδους της πειθούς.
Δε θέλω όμως να πω ότι κάθε ανυπακοή είναι αρετή και κάθε υπακοή ελάττωμα. Μια τέτοια θέση θα αγνοούσε τη διαλεχτική σχέση ανάμεσα στην υπακοή και την ανυπακοή. Κάθε φορά που δεν υπάρχει δυνατότητα συμβιβασμού ανάμεσα σε δυο αρχές, μια πράξη υπακοής σε μια αρχή είναι αναπόφευκτα πράξη ανυπακοής στην αντίθετη της και αντίστροφα. Η Αντιγόνη είναι το κλασσικό παράδειγμα αυτού του διαχωρισμού. Υπακούοντας στους απάνθρωπους νόμους του Κράτους η Αντιγόνη, θα έδειχνε ανυπακοή στους ανθρώπινους νόμους. Υπακούοντας στους τελευταίους, δείχνει ανυπακοή στους κρατικούς νόμους. Οι μάρτυρες κάποιας θρησκευτικής πίστης, της ελευθερίας και της επιστήμης, αναγκάστηκαν να δείξουν ανυπακοή σ΄ αυτούς που ζητούσαν να τους φιμώσουν, για να υπακούσουν στη συνείδηση τους, στους νόμους της ανθρωπότητας και της λογικής. Αν ένας άνθρωπος μπορεί μόνο να υπακούει, τότε είναι σκλάβος∙ αν μπορεί μόνο να είναι ανυπάκουος και είναι ανίκανος να υπακούει, τότε είναι αντάρτης [όχι επαναστάτης]∙ ενεργεί από θυμό, απογοήτευση, αγανάκτηση, κι όχι στο όνομα μιας αρχής ή μιας πεποίθησης.
Η υπακοή σε ένα άτομο, σε ένα θεσμό ή μια εξουσία [ετερόνομη υπακοή] είναι υποταγή∙ προϋποθέτει τη παραίτηση μου από την αυτονομία μου και την αποδοχή μιας ξένης θέλησης ή κρίσης στη θέση της δικής μου. Η υπακοή στη δική μου λογική ή πεποίθηση [αυτόνομη υπακοή] δεν αποτελεί πράξη υποταγής αλλά αυτοεπιβεβαίωσης. Η πεποίθηση και η κρίση μου, αν είναι αυθεντικά δικές μου, αποτελούν μέρος του εαυτού μου. Αν ακολουθήσω αυτές αντί για την κρίση των άλλων, τότε είμαι ο εαυτός μου∙ Γι΄ αυτό και ο όρος υπακοή θα χρησιμοποιηθεί εδώ μόνο διαφορετικά και με μια έννοια εντελώς διαφορετική από αυτή που χρησιμοποιούμε στη περίπτωση της ετερόνομης υπακοής.
Αλλά και αυτή η διάκριση χρειάζεται δυο άλλους καθορισμούς, τον ένα σχετικά με την έννοια της συνείδησης και τον άλλο σχετικά με την έννοια της εξουσίας.
Η λέξη συνείδηση χρησιμοποιείται για να ορίσει δυο φαινόμενα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Το ένα είναι η «αυταρχική συνείδηση», η εσωτερικευμένη δηλαδή φωνή μιας εξουσίας που είμαστε πρόθυμοι να ευχαριστήσουμε και φοβόμαστε να δυσαρεστήσουμε. Η αυταρχική συνείδηση είναι αυτό που γνωρίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι όταν υπακούουν στη συνείδηση τους. Είναι το είδος της συνείδησης για το οποίο μιλάει ο Φρόυντ ονομάζοντας το με τον όρο «Υπερεγώ». Αυτό το Υπερεγώ εκπροσωπεί τις εσωτερικευμένες επιταγές και απαγορεύσεις του πατέρα που έχει δεχτεί ο γιος από φόβο. Διάφορη από την αυταρχική συνείδηση είναι η «ανθρωπιστική συνείδηση»∙ αυτή είναι η φωνή που υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο και είναι ανεξάρτητη από εξωτερικές ποινές και ανταμοιβές. Η ανθρωπιστική συνείδηση βασίζεται στο γεγονός πως σαν ανθρώπινα όντα διαθέτουμε μια διαισθητική γνώση γύρω από το τι είναι ανθρώπινο ή απάνθρωπο, τι προάγει τη ζωή και τι την καταστρέφει. Η συνείδηση αυτή εξυπηρετεί τη λειτουργία μας σαν ανθρώπινα πλάσματα. Είναι η φωνή που μας καλεί πίσω στον εαυτό μας, στην ανθρωπιά μας.
Η αυταρχική συνείδηση [το Υπερεγώ] εξακολουθεί να ταυτίζεται με υπακοή σε μια εξουσία έξω από εμένα, όσο κι αν η εξουσία αυτή έχει εσωτερικοποιηθεί. Προσωπικά πιστεύω πως ακολουθώ τη δική μου συνείδηση∙ στη πραγματικότητα όμως, έχω ενστερνιστεί τις αρχές της εξουσίας. Επειδή ακριβώς υπάρχει η λανθασμένη εντύπωση ότι η ανθρωπιστική συνείδηση και το Υπερεγώ είναι ίδια, η εσωτερικοποιημένη εξουσία είναι πολύ πιο αποτελεσματική από την εξουσία που αναγνωρίζω ξεκάθαρα σαν κάτι ξέχωρο από μένα. Η υπακοή στην «αυταρχική συνείδηση» όπως και κάθε υπακοή σε εξωτερικές σκέψεις και εξουσίες, αδυνατίζει την ανθρωπιστική συνείδηση, την ικανότητα μας να είμαστε ο εαυτός μας και να κρίνουμε μόνοι μας.
Η δήλωση, από την άλλη μεριά, πως η υπακοή σε ένα άλλο άτομο είναι ipso facto υποταγή, χρειάζεται να διευκρινιστεί κι αυτή με μια διάκριση ανάμεσα στην «παράλογη» και τη «λογική» εξουσία. Ένα παράδειγμα λογικής εξουσίας συναντάμε στη σχέση δάσκαλου και μαθητή, και παράλογης εξουσίας στη σχέση αφέντη και δούλου. Και οι δυο σχέσεις βασίζονται στο γεγονός ότι η εξουσία του ατόμου που διευθύνει γίνεται σεβαστή. Ωστόσο, από δυναμική άποψη, έχουν διαφορετική φύση, στην ιδανική περίπτωση, στην ίδια κατεύθυνση. Ο δάσκαλος νιώθει ικανοποίηση όταν ο μαθητής του προχωράει∙ αν δεν τα καταφέρει, η αποτυχία είναι τόσο δική του όσο και του μαθητή. Ο δουλοχτήτης, αντίθετα, θέλει να εκμεταλλευτεί το δούλο του όσο γίνεται περισσότερο. Όσο περισσότερο παίρνει απ΄ αυτόν, τόσο πιο ικανοποιημένος είναι. Ο σκλάβος, από τη πλευρά του, προσπαθεί να υποστηρίξει όσο μπορεί τη διεκδίκηση ενός μίνιμουμ ευτυχίας. Τα συμφέροντα του αφέντη και του δούλου είναι αντίθετα, γιατί, ό,τι ωφελεί τον ένα ζημιώνει τον άλλο. Η υπεροχή του ενός πάνω στον άλλο έχει διαφορετική λειτουργία στη καθεμιά από τις δυο περιπτώσεις∙ στη πρώτη, αποτελεί την προϋπόθεση για τη προαγωγή του ατόμου που υπόκειται σ΄ αυτή την εξουσία, και στη δεύτερη, είναι η προϋπόθεση της εκμετάλλευσης του. Μια άλλη διάκριση ακολουθεί ένα παράλληλο δρόμο μ΄ αυτή: η λογική εξουσία είναι λογική γιατί η εξουσία, είτε ασκείται από το δάσκαλο ή το καπετάνιο ενός καραβιού που δίνει διαταγή σε μια στιγμή ανάγκης, ασκείται στο όνομα της λογικής που, επειδή είναι πανανθρώπινη, μπορώ να τη δεχτώ χωρίς να υποταχθώ. Η παράλογη εξουσία αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τη δύναμη ή την υποβολή, γιατί κανείς δε θα άφηνε να τον εκμεταλλευτούν αν ήταν ελεύθερος να το εμποδίσει αυτό.
Γιατί είναι ο άνθρωπος τόσο επιρρεπής στην υπακοή και γιατί του είναι τόσο δύσκολο να δείξει ανυπακοή; Όσο είμαι υπάκουος στην εξουσία του Κράτους, της Εκκλησίας ή της κοινής γνώμης, αισθάνομαι ασφαλής και προστατευμένος. Στη πραγματικότητα, δεν έχει και μεγάλη σημασία σε ποια δύναμη υπακούω. Πρόκειται πάντα για κάποιο θεσμό ή για κάποιους ανθρώπους που χρησιμοποιούν τη δύναμη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και που παρουσιάζονται ύπουλα σαν παντογνώστες και πανίσχυροι. Η υπακοή μου με ταυτίζει με την εξουσία που υποστηρίζω, κι έτσι αισθάνομαι δυνατός. Αφού εκείνη αποφασίζει για μένα, δε μπορεί να κάνω λάθος∙ αφού με φυλάει δεν είμαι μόνος∙ δε μπορώ να διαπράξω αμαρτία αφού δε μ΄ αφήνει, αλλά ακόμη κι αν αμαρτήσω, η τιμωρία είναι ο μόνος τρόπος να επιστρέψω στους κόλπους της παντοδύναμης εξουσίας.
Για να μπορέσει κανείς να δείξει ανυπακοή θα πρέπει να έχει το θάρρος της μοναξιάς, του σφάλματος και της αμαρτίας. Το θάρρος όμως δε φτάνει. Η δυνατότητα του θάρρους εξαρτάται από το επίπεδο προσωπικής ανάπτυξης του ατόμου. Μόνο αν έχει ξεκολλήσει το άτομο από τη ποδιά της μητέρας και τις πατρικές επιταγές, μόνο αν έχει αναπτυχθεί σε ολοκληρωμένο άτομο αποχτώντας την ικανότητα να σκέφτεται και να αισθάνεται μόνος του, μόνο τότε μπορεί να έχει το θάρρος να πει «όχι» στην εξουσία, να μην υπακούσει.
Ένα άτομο μπορεί να αποχτήσει ελευθερία μέσα από πράξεις ανυπακοής, μαθαίνοντας να λέει όχι στην εξουσία. Μα δεν είναι μόνο η ικανότητα για ανυπακοή προϋπόθεση της ελευθερίας∙ είναι και η ελευθερία προϋπόθεση της ανυπακοής. Όταν φοβάμαι την ελευθερία δε θα τολμήσω να πω «όχι», δε θάχω το θάρρος να μην υπακούσω. Στη πραγματικότητα, η ελευθερία και η ικανότητα της ανυπακοής πάνε μαζί. Έτσι, οποιοδήποτε κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό σύστημα διακηρύσσει τη πίστη του στην ελευθερία ενώ καταπνίγει την ανυπακοή, δε μπορεί να λέει την αλήθεια.
Υπάρχει κι ένας άλλος λόγος που μας είναι τόσο δύσκολο να τολμήσουμε την ανυπακοή, να πούμε «όχι» στην εξουσία. Στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, η υπακοή έχει ταυτιστεί με την αρετή και η ανυπακοή με την αμαρτία. Ο λόγος είναι απλός: ως τα σήμερα, στο μεγαλύτερο μέρος της Ιστορίας, μια μειοψηφία κυβερνούσε την πλειοψηφία. Αυτό ήταν αναγκαίο γιατί τα καλά πράγματα της ζωής αρκούσαν μόνο για τους λίγους και για τους πολλούς έμεναν μόνο τα ψίχουλα. Αν οι λίγοι ήθελαν να απολαύσουν τα καλά πράγματα και, πέρα απ΄ αυτό, να βάλουν τους πολλούς να δουλεύουν γι΄ αυτούς και να τους υπηρετούν, μια προϋπόθεση ήταν απαραίτητη: οι πολλοί έπρεπε να μάθουν την υπακοή. Βέβαια, η υπακοή μπορεί να επιβληθεί με τη καθαρή βία. Η μέθοδος αυτή όμως έχει πολλά μειονεκτήματα. Δημιουργεί τη μόνιμη απειλή πως, κάποια μέρα, οι πολλοί θα βρουν τα μέσα να ανατρέψουν τους λίγους με τη βία∙ κι άλλωστε, υπάρχουν διάφορα είδη δουλειάς που δε μπορούν να γίνουν καλά αν η υπακοή είναι αποτέλεσμα της βίας. Για τους λόγους αυτούς, η υπακοή που πηγάζει μόνο από το φόβο της δύναμης θα πρέπει να μετατραπεί σε μια υπακοή που να έχει τη ρίζα της στη καρδιά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος πρέπει να θέλει ή και να νιώθει την ανάγκη να υπακούσει, κι όχι να φοβάται απλώς την ανυπακοή. Για να το πετύχει αυτό η εξουσία, πρέπει να αποχτήσει τις ιδιότητες του Πανάγαθου, του Πάνσοφου∙ πρέπει να γίνει Παντογνώστρια. Αν το καταφέρει αυτό η εξουσία, μπορεί να ισχυριστεί πως η ανυπακοή είναι αμαρτία και η υπακοή αρετή–μετά από αυτή την εξαγγελία οι πολλοί θα μπορούν να δεχτούν την υπακοή επειδή είναι κάτι καλό και να απορρίψουν την ανυπακοή σαν κάτι κακό αντί να μισήσουν τον εαυτό τους για τη δειλία τους. Από την εποχή του Λούθηρου ως το δέκατο ένατο αιώνα, το άτομο είχε να κάνει με φανερές και άμεσες εξουσίες. Ο Λούθηρος, ο Πάπας, οι πρίγκιπες, στήριζαν τις εξουσίες αυτές∙ η μεσαία τάξη, οι εργατικοί, οι φιλόσοφοι ήθελαν να τις ανατρέψουν. Ο αντιεξουσιαστικός αγώνας μέσα στο Κράτος, όπως και μέσα στην οικογένεια, γινόταν συχνά η βάση για την ανάπτυξη μιας ανεξάρτητης και τολμηρής προσωπικότητας. Η πάλη ενάντια στην εξουσία ήταν αξεχώριστη από τη διανοητική στάση που χαρακτήριζε τους φιλόσοφους του διαφωτισμού και τους επιστήμονες. Αυτή η «κριτική στάση» ήταν μια στάση πίστης στη λογική και αμφισβήτησης των λόγων ή των σκέψεων που βασιζόταν στη παράδοση, τη δεισιδαιμονία, τα έθιμα, την εξουσία. Οι δυο αρχές sapere aude και de omnibus est dubitandum –«τόλμησε να μάθεις» και «για όλα πρέπει να αμφιβάλλουμε»–χαρακτηρίζουν πολύ καλά τη στάση που επέτρεψε και προώθησε την ικανότητα να λέει κανείς «όχι».
Η περίπτωση του Άντολφ Άιχμαν συμβολίζει τη κατάσταση μας κι έχει μια σημασία πολύ πλατύτερη απ΄ αυτή με την οποία ασχολήθηκαν οι κατήγοροι στο δικαστήριο της Ιερουσαλήμ. Ο Άιχμαν είναι το σύμβολο του οργανωμένου ανθρώπου, του αλλοτριωμένου γραφειοκράτη για τον οποίο άντρες, γυναίκες και παιδιά έχουν γίνει αριθμοί. Είναι ένα σύμβολο όλων μας. Στο πρόσωπο του Άιχμαν μπορούμε να δούμε τον εαυτό μας. Το πιο τρομαχτικό πράγμα όμως σ΄ αυτή τη περίπτωση είναι πως όταν αποκαλύφτηκε ολόκληρη η ιστορία με βάση τις δικές του παραδοχές, μπόρεσε καλόπιστα, χωρίς κανένα πρόβλημα, να υποστηρίζει την αθωότητα του. Είναι φανερό πως αν ξαναβρισκόταν στην ίδια θέση θα έκανε τα ίδια. Έτσι θα κάναμε κι εμείς–έτσι κάνουμε κι εμείς.
Ο οργανωμένος άνθρωπος έχει χάσει την ικανότητα της ανυπακοής, δε συνειδητοποιεί καν πως υπακούει. Σ΄ αυτό το σημείο της ιστορίας μας η ικανότητα της αμφισβήτησης, της κριτικής της ανυπακοής, ίσως να είναι το μοναδικό πράγμα που στέκεται ανάμεσα στο μέλλον της ανθρωπότητας και το τέλος του πολιτισμού.
Από το βιβλίο του περίφημου Αμερικανού Κοινωνιολόγου-Ψυχαναλυτή Έριχ Φρομ, "Πειθαρχία και Ελευθερία" [εκδόσεις ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ, 1983, σελίδες 28-35]. ...