«Διώκω δέ εἰ καί καταλάβω, ἐφ' ᾧ καί κατελήφθην» (Φιλιπ. 3:12). Δηλαδή, ἐπιδιώκω, προσπαθῶ γιά νά ἀγαπήσω, ὅσο ἀγαπήθηκα ἀπό τό Χριστό. Κι ἀπό τή στιγμή πού ἔφτασε σ' αὐτή τήν ἀγάπη, δέν καταδεχόταν νά συλλογιστεῖ τίποτε ἄλλο, οὔτε τίς θλίψεις αὐτοῦ τοῦ σώματος οὔτε τά θαύματα τῆς κτίσεως, ἀλλά σχεδόν γιά κάθε ἔννοια ἀδιαφοροῦσε, γιατί δέν καταδεχόταν νά στερηθεῖ οὔτε γιά λίγο τήν ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος. Ἔκανε φανερά τά ὅσα ἐγκατέλειψε γιά χάρη τῆς πνευματικῆς ἀγάπης, ὅταν ἔλεγε: Rom 8.35.1 to Rom 8.35.3 8.35 τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ στενοχωρία ἢ διωγμὸς ἢ λιμὸς ἢ γυμνότης ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; Καί πάλι λέγει: Rom 8.38.1 to Rom 8.39.3 8.38 πέπεισμαι γὰρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωὴ οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαὶ οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε δυνάμεις 8.39 οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ κυρίῳ ἡμῶν. Γιατί δέν ἀνεχόταν μέ τίποτε ἀπό αὐτά νά ἀπασχολεῖται ὁ νοῦς του, παρά μόνο νά παραμένει ἐκεῖ, (στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δηλαδή)» (Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου, Μικρός Εὐεργετινός σελ. 447-448)
Ὑπάρχουν, Βαθμοί τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεόν:
«Καλότυχη ἡ ψυχή πού ἀγάπᾶ τόν ἀδελφό της, γιατί ὁ ἀδελφός μας εἶναι ἡ ζωή μας» σημειώνει ὁ ἅγιος Σιλουανός. (ἀρχ. Σωφρόνιου σελ. 408)
Ἀγαπάει χωρίς διακρίσεις φυλῆς, θρησκείας, οἰκονομικῆς ἤ κοινωνικῆς κατάστασης.
Ἀγαπάει τούς καλούς καί τούς θεωρουμένους ἀπό τόν κόσμο, ὡς κακούς. Ἀγαπάει καί τούς μικρούς καί τούς μεγάλους, καί τούς ἄθεους καί τούς πιστούς· καί τούς φίλους καί τούς ἐχθρούς. Ἀγαπάει κι αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν κι αὐτούς πού τόν ἐκμεταλλεύονται· κι αὐτούς πού τόν ἐξυπηρετοῦν ἀλλά κι αὐτούς πού τόν χρησιμοποιοῦν. Κι αὐτούς πού τόν οἰκοδομοῦν ἀλλά κι αὐτούς πού τόν κατέστρεψαν ἤ τόν ἔβλαψαν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο. Ἀγαπάει κι αὐτούς πού τόν ὑψώνουν καί τόν ἐπαινοῦν ἀλλά κι αὐτούς πού τόν ταπεινώνουν καί τόν ἀπορρίπτουν. Μοιάζει ἔτσι στόν ἐν οὐρανοῖς Πατέρα του πού δέν κάνει διακρίσεις στήν ἀγάπη Του ἀλλά εὐεργετεῖ τούς πάντας, «βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους». Ἀναδεικνύεται γνήσιος μαθητής Του μέσα στόν ἁμαρτωλό καί καταψυγμένο ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς ἀγάπης κόσμο ἀφοῦ ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος EvJo 13.34.1 to EvJo 13.35.3 13.34 13.35 ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε͵ ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις.
«Πολύ μας αγαπάει ο Κύριος· αυτό το έμαθα από το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε Εκείνος κατά το μέγα Του έλεος. Γέρασα και ετοιμάζομαι για το θάνατο και γράφω την αλήθεια από αγάπη για τους ανθρώπους. Το Άγιο Πνεύμα, που μου έδωσε ο Κύριος, θέλει να σωθούν όλοι, να γνωρίσουν όλοι το Θεό.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριιος ἔδωσε μαρτυρία γι' αὐτά (Λουκ. ιδ' κστ') λέγοντας: Ὅποιος δέν τά ἀφήνει ὅλα καί δέν μισεῖ τήν ψυχή του (τή σωματική του ζωή) δέν μπορεῖ νά γίνει μαθητής Του». Καί ὄχι μόνο νά τά ἀφήσει ἀλλά καί νά τά μισήσει» (Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἀσκητικά σελ.308)
α) τόν ἑαυτό μας καί
β) ὅλα τά γήϊνα, γιά νά μπορέσουμε νά στραφοῦμε πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο καί νά ἀγαπήσουμε ἀληθινά.
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής μᾶς λέει:
«Ὅλες οἱ ἀρετές συνεργοῦν καί βοηθοῦν τόν νοῦ, ὥστε νά φθάσει στόν Θεῖο ἔρωτα. Περισσότερο δέ ἀπό ὅλες ἡ καθαρά προσευχή. Διότι μέ τήν βοήθειά της ὁ νοῦς ἀποκτάει φτερά πού τόν ἀνεβάζουν στόν Θεό καί συνάμα βγαίνει ἔξω ἀπό ὅλα τά γήϊνα» («ια΄. Πᾶσαι μέν αἱ ἀρεταί συνεργοῦσι τῷ νῷ πρός τόν θεῖον ἔρωτα, πλέον δέ πάντων ἡ καθαρά προσευχή. Διά ταύτης γάρ πρός τόν Θεόν πτερούμενος, ἔξω γίνεται πάντων τῶν ὄντων» ( Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ Πρώτη ἑκατοντάς κεφαλαίων Περί Ἀγάπης). Καί ἕνας ρῶσος Στάρετς, ὁ Στάρετς Παρθένιος δίδασκε ὅτι «ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεόν ἀνάβει στήν καρδιά μας, μόνο μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή». Στή συνέχεια ἡ ἀγάπη αὐξάνεται καί θερμαίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ἀνεβαίνει σέ ἀκόμα ὑψηλότερες βαθμίδες προσευχῆς καί ἕνωσης μέ τόν Θεό. Συνδυασμένη μέ τήν νηστεία, τήν σωματική κακοπάθεια γενικότερα καί τήν ταπεινοφροσύνη, ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή καθαρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό ὅλα τά πάθη καί τόν βοηθεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές κατά τόν τελειότερο τρόπο. Ἔτσι φθάνει μέ τή βοήθεια καί τῆς νηστείας νά προσεύχεται ἀπερίσπαστα καί ν' ἀγαπήσει τόν Θεό κατά τόν τελειότερο δυνατό τρόπο. «Ἐκεῖνος πού ἀγαπάει τόν Θεό, αὐτός εἶναι πάντως πού προσεύχεται ἀπερίσπαστα· καί αὐτός πού προσεύχεται ἀπερίσπαστα, αὐτός ἀγαπᾶ γνήσια τόν Θεό. Δέν εὔχεται δέ ἀπερίσπαστα, αὐτός πού ἔχει τόν νοῦν του προσηλωμένο σέ κάποιο ἀπό τά γήϊνα· ἑπομένως δέν ἀγαπᾶ τόν Θεό, ἐκεῖνος πού ἔχει τόν νοῦν του δεμένου μέ κάποιο ἀπό τά ἐπίγεια» (Ἔ. ἀ. Δευτέρα ἑκατοντάς Κεφαλαίων Περί Ἀγάπης: α΄. Ὁ γνησίως τόν Θεόν ἀγαπῶν, οὗτος καί ἀπερισπάστως πάντως προσεύχεται· καί ὁ ἀπερισπάστως πάντως προσευχόμενος, οὗτος καί γνησίως τόν Θεόν ἀγαπᾷ. Οὐκ εὔχεται δέ ἀπερισπάστως, ὅ τινι ἐπιγείων ἔχων τόν νοῦν προσηλωμένον· οὐκ ἄρα ἀγαπᾷ τόν Θεόν, ὅ τινι τῶν ἐπιγείων ἔχων τόν νοῦν δεδεμένον).
«Ὅταν ἡ ψυχή ἀναλογιστεῖ τίς εὐεργεσίες τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀπό τή δημιουργία της· ὅταν ἀναλογιστεῖ ἀπό πόσους κινδύνους γλύτωσε τόσες φορές· ὅταν ἀναλογιστεῖ ὅτι, ἐνῶ ἔπεσε σέ πολλές ἁμαρτίες καί γλίστρησε θεληματικά σέ πολλές παραβάσεις, ἐντούτοις δέν τήν παρέδωσε γιά ἀπώλεια καί θάνατο, ὅπως θά ἦταν δίκαιο, στά πονηρά πνεύματα πού τήν ἐξαπάτησαν, ἀλλά τή διαφύλαξε μακρόθυμα ὁ φιλάνθρωπος Κύριος, παραβλέποντας τίς ἁμαρτίες της, γιατί περίμενε τήν ἐπιστροφή της· ὅταν ἀναλογιστεῖ ὅτι, ἐνῶ ἐκείνη δούλευε μέ τά πάθη της ἑκούσια στά ἐχθρικά καί πονηρά πνεύματα, Αὐτός τήν ἔτρεφε, τή σκέπαζε καί μέ κάθε τρόπο τήν προστάτευε -ποιός λοιπόν- ἄν εἶναι εὐσυνείδητος καί τ' ἀναλογίζεται αὐτά, δέν θά βρίσκεται πάντοτε σέ συντριβή καρδιᾶς, ἀφοῦ ἔχει τόσες προηγούμενες εὐεργεσίες σάν ἐνέχυρα, χωρίς ὁ ἴδιος νά ἔχει κάνει προηγουμένως κανένα καλό;
Γι' αὐτό ἀκριβῶς, ἐκεῖνος πού παντοτινά διατηρεῖ ἕναν τέτοιο λογισμό καί δέν ξεχνάει τίς τόσες θεῖες εὐεργεσίες, ἔχει καρδιά πού εὔκολα καί πρόθυμα κινεῖται πρός τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιά νά Τοῦ τίς ἀνταποδώσει, ὅσο μπρορεῖ, μέ πολιτεία ἐνάρετη καί μέ κάθε καλή ἄσκηση καί ἐργασία ἀρετῆς. Καί εἶναι πάντα πρόθυμος καί ἕτοιμος νά ἐκπληρώσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατί ντρέπεται ὅταν θυμᾶται τά τόσα καλά πού τοῦ ἔκανε ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Κύριος. Ἔτσι, μ' ἕναν αὐτόματο τρόπο, ἤ μᾶλλον μέ τή συνέργεια τῆς θείας χάριτος, ἡ καρδιά του ἀλλοιώνεται συνεχῶς ἀπό μεγαλύτερο πόθο καί ἀγάπη γιά τό Θεό» (Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου, Μικρός Εὐεργετινός σελ. 448-449).
«Ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου» (Ψαλμ. 62:9). Χρειάζεται ἑπομένως ἕνας ἐλάχιστος βαθμός πνευματικῆς προσπάθειας γιά νά ἀρχίσει νά βλασταίνει μέσα μας ὁ σωτήριος φόβος πού θά μᾶς ὁδηγήσει στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Χρειάζεται μετάνοια καί μιά ἀπόφαση νά κοιτάξουμε τήν ψυχή μας.
Μᾶς τό εἶπε καθαρά ὁ Κύριος EvJo 14.21.1 to EvJo 14.21.2 14.21 «ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με»· Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν καί μάλιστα τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον ἀποδεικνύει τήν ἀληθινή μας ἀγάπη γιά τόν Κύριο.
«Κατά τό μέτρον τῆς ἐλλείψεως τῆς ἀγάπης, ἐνυπάρχει φόβος· διότι ἐκεῖνος πού δέν ἔχει καθόλου φόβο ἤ εἶναι γεμᾶτος ἀπό τήν ἀγάπη ἤ εἶναι ψυχικά νεκρός» ὅπως δυστυχῶς πολλοί συνανθρωποί μας. Αὐτό μᾶς τό διδάσκει ἐπιγραμματικά ὁ μέγας ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος («Κλῖμαξ» Λογ. Λ' στ. δ'). Οἱ ἅγιοί μας ἔφθασαν στήν τέλεια ἀγάπη πρός τόν Θεό γιατί ἀγωνίστηκαν μέ τήν κακοπάθεια καί τήν ταπείνωση. Καθάρθηκαν ἔτσι ἀπό τά σωματικά καί ψυχικά πάθη καί ἔφθασαν στό φωτισμό καί τήν Θέωση. «Ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό, ζεῖ ἀγγελική ζωή ἐδῶ στή γῆ. Νηστεύει καί προσεύχεται καί ἀγρυπνεῖ καί ψάλλει καί γιά κάθε ἄνθρωπο πάντοτε ἔχει καλούς λογισμούς. ( Ἀφοῦ «ἡ ἀγάπη οὐ λογίζεται τό κακόν»).
Ταλαιπώρα τήν σάρκα σου μέ ἀσιτία καί ἀγρυπνία, καί ἀσχολήσου μέ προθυμία μέ τήν ψαλμωδία καί τήν προσευχή. Τότε ὁ ἁγιασμός τῆς σωφροσύνης θά ἔλθει πάνω σου φέρνοντας τήν ἀγάπη.« (Ἁγ. Μαξίμου, Εὐεργ. τόμ. Δ' σελ. 77). «Ὃποιος πιστεύει στόν Κύριο φοβᾶται τήν κόλαση· ὃποιος φοβᾶται τήν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη· ὃποιος ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη, ὑπομένει τά θλιβερά· ὃποιος ὑπομένει τά θλιβερά, θά ἀποκτήσει τήν πρός τόν Θεόν ἐλπίδα· ἡ δέ πρός τόν Θεόν ἐλπίδα, χωρίζει ἀπό κάθε γήϊνη προσπάθεια τόν νοῦ· ὃταν δέ ὁ νοῦς χωρισθεῖ ἀπό αὐτήν, τότε θά ἀποκτήσει τήν πρός τόν Θεόν ἀγάπη» (Ἁγ. Μαξίμου, Μικρός Εὐεργ. σελ. 453-454).
Πῶς ὅμως θά ἀγαπήσουμε τόν πλησίον; Ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον πηγάζει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. «Ὅταν κανείς ἀρχίσει νά αἰσθάνεται πλουσιοπάροχα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει ν' ἀγαπάει μέ πνευματική αἴσθηση καί τόν πλησίον... Ἡ σαρκική φιλία πολύ εὔκολα, ὅταν βρεθεῖ κάποια ἀσήμαντη αἰτία, διαλύεται, γιατί δέν εἶναι δεμένη μέ τήν πνευματική αἴσθηση. Στόν ἄνθρωπο ὅμως, πού στήν ψυχή του ἐνεργεῖ ὁ Θεός, κι ἄν συμβεῖ κάποια παρεξήγηση, δέν λύνεται ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης. Γιατί μέ τήν θερμότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἡ ψυχή ξαναθερμαίνει τόν ἑαυτό τής στό καλό, καί γρήγορα ξαναφέρνει μέσα τής μέ πολλή χαρά τήν ἀγάπη στόν πλησίον, ἀκόμα κι ἄν αὐτός τήν ἔβρισε ἤ τήν ζημίωσε ὑπερβολικά· καί μέ τήν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, ἐξουδετερώνει τήν πικρία τῆς φιλονικίας καί τῆς διαμάχης» (Τοῦ ἁγίου Διαδόχου, Μικρός Εὐεργετινός, σελ. 451).
«Δέν ἔχει ἀκόμη τέλεια τήν ἀγάπη ὅποιος ἀλλάζει διάθεση ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους ἀνάλογα μέ τίς διαθέσεις ἐκείνων· τόν ἕνα γιά παράδειγμα τόν ἀγαπάει καί τόν ἄλλον τόν μισεῖ, ἤ τόν ἴδιο ἄνθρωπο ἄλλοτε τόν ἀγαπάει καί ἄλλοτε τόν μισεῖ γιά τίς ἴδιες αἰτίες» (Ἁγ. Μαξίμου, Μικρός Εὐεργ. σελ. 454)
1)Νά εἶναι ἀνιδιοτελής καί νά μήν κάνει διακρίσεις.
2)Νά εἶναι ἀπεριόριστη μέ δική μας θυσία.
Τό ἀδύνατο σημεῖο εἶναι ἡ ἐπιθυμία μας καί ἡ ἀνάγκη μας νά μᾶς ἀγαποῦν. Ἔχουμε τόση ἀγἀπη ἀπό τόν Θεό, μά πάλι ἀναζητοῦμε τήν ἀνθρώπινη. Αὐτή εἶναι ἠ πρώτη παρακοή στήν Πρώτη Ἐντολή. Τό πρόβλημα δέν εἶναι ἄν μᾶς ἀγαπάει ὁ ἄλλος ἤ πῶς θά τά καταφέρουμε ὥστε νά μᾶς ἀγαπήσει. Τό πρόβλημα καί τό ζητούμενο εἶναι ἐμεῖς νά ἀγαπήσουμε τόν ἄλλο καί τότε ὑπάρχει ἐλπίδα νά δεῖ κάτι καί ὁ ἄλλος καί νά βρεῖ τό δρόμο του πρός τό Θεό. Πρέπει νά ἀγαπᾶμε ὅλους πρίν μᾶς ἀγαπήσουν. Νά τούς ἀγαπᾶμε ἀκόμη κι ἄν δέν ἀνταποκριθοῦν στήν ἀγάπη μας. Νά ἀγαπᾶμε χωρίς νά περιμένουμε τίποτα ἀπό τόν ἄλλο γιά τόν ἑαυτό μας. «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ἀγαποῦν. Δέν ἀγαποῦν ἐπειδή περιμένουν κάτι ἀπ' αὐτόν πού ἀγαποῦν... Ἀγαποῦν γιατί ἅμα παύεις ν' ἀγαπᾶς, παύεις νά ζεῖς. Ὅποιοι δέν τό ἔνοιωσαν αὐτό δέν ἔνοιωσαν καθόλου τήν Χαρά τοῦ Θεοῦ. Καθόλου. Γιατί ὅλο ἀσχολοῦνται μέ τόν ἑαυτό τους...
«Εἶδες; Ἐγώ τόσο τόν ἀγαπῶ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, κι αὐτός τίποτα γιά μένα. Ἔκανα τόσες θυσίες»... Κι ὅλο τέτοιες ἀνοησίες ἀκοῦς! Καμμιά σχέση μέ τήν κατά Θεόν ἀγάπη! Αὐτή ἡ ἀγάπη, ἔρχεται ἀπό τήν πηγή τῆς Ἀγάπης πηγαίνει στόν ἄλλον καί ξαναπάει στήν Πηγή της. Τί λόγο ἔχω ἐγώ ὕστερα νά περιμένω καί ν' ἀναρωτιέμαι «μ' άγαπάει, δέν μ' άγαπάει»;
Ἔγινε ἡ «ἕνωση μέ τόν Θεό; Τί ἄλλο θέλουμε; Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μας!» (Γερόντισσα Γαβριηλία σελ.198).
«Τίποτα δέν χρωστοῦμε ὅ ἔνας στόν ἄλλο παρά νά ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο». Νά ἀγαπᾶμε ὅλους ἀνεξαιρέτως χωρίς νά σκεφτόμαστε καθόλου τόν ἑαυτό μας. Νά σβήνουμε τό ἐγώ μας καί νά ταυτίζόμαστε, νά μπαίνουμε στήν ψυχή τοῦ ἄλλου.
«Ποιά εἶμαι ἐγώ», ἔγραφε μιά ἁγία ψυχή «νά ξεχωρίσω τόν ἑαυτό μου ἀπό τόν λεπρό καί τόν τυφλό, ἀπό τόν καλό καί τόν φονιά, ὅταν ἀφοῦ ξέρωμε πώς ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, μπορεῖ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι μιά κακή μέρα νά γίνωμε σάν αὐτούς; Μιλοῦμε γιά προσευχή, περισυλλογή, αὐτοσυγκέντρωση κ.λ.π. Ὅλα αὐτά, δέν θά μᾶς βοηθήσουν σέ τίποτα ἄλλο, στά πρῶτα μας βήματα παρά σέ μιά ἐγωκεντρική ζωή πού πολύ συχνά θά μᾶς κάνει ἤ μισάνθρωπους ἤ μισότρελλους. Τά πρῶτα βήματα εἶναι ὁ ἀδελφός μας. Ἀνιδιοτελῆ προσφορά σ' αὐτόν σέ ὄποιες συνθῆκες κι ἄν ζεῖ ἤ βρίσκεται (ἄρρωστος σωματικά, ψυχικά φυλακισμένος, ξένος καί ἄστεγος) ξέροντας πάντα πῶς τό κάνουμε ΜΟΝΟ γιά νά βροῦμε ἐμεῖς τό Θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας, πώς γι' αὐτόν δέν εἴμαστε ἀπαραίτητοι (ἄν καί φαίνεται σάν νά εἴμαστε)» (Γερόντισσα Γαβριηλία σελ.425).
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα πάνω στόν Σταυρό. Ἀλλά συγχρόνως χαίρεται μέσα στό Φῶς τῆς Ἀνάστασης. Διότι εἶναι τόση ἡ χαρά πού μᾶς δίνει ὀ Θεός ὥστε δέν νιώθουμε τόν κόπο τῆς θυσίας. Δέν κουραζόμαστε ἀλλά ξεκουραζόμαστε καί χαιρόμαστε θεϊκά.
Ὅταν ἀκοῦμε τόν ἄλλο χωρίς νά θέλουμε νά ἐπιβληθοῦμε ἤ νά προβληθοῦμε. Ὅταν ξεχνᾶμε τά δικά μας προβλήματα καί σιωπηλά ἀφήνουμε τόν ἄλλο νά ξεκουραστεῖ λέγοντάς μας τά δικά του. Γιά παράδειγμα ἔρχεται καί σοῦ λέει κάποιος:
«Τό κεφάλι μου πάει νά σπάσει ἀπό τόν πονοκέφαλο». Ἄν συμβεῖ νά ἔχεις καί σύ καί τοῦ πεῖς: «Κι ἐγώ τό ἴδιο», τότε σταματάει κάθε συζήτήση. Καί μπορεῖ ἐκεῖνος νά εἶχε μεγάλη ἀνάγκη νά μιλήσει νά πεῖ τή στενοχώρια του καί σύ μέ τό νά σκέφτεσαι μόνο τόν ἑαυτό σου νά τοῦ στερεῖς αὐτή τή δυνατότητα.
«Ὁ Θεός «βρέχει» τήν ἀγάπη Του πάνω μας. Ἄν τήν κρατήσουμε γιά τόν ἑαυτό μας, θά πεθάνουμς γιατί δέν θά ἀντέξουμε τήν Δύναμή Της. Ἄν μέ ὅλην αὐτήν τήν Φωτιά, ἀγαπήσουμε τούς ἄλλους, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι δικιά Του ἡ Ἀγάπη, τότε συμβαίνουν καταπληκτικά πράγματα σ' αὐτόν τόν ἄλλον -πού στήν πραγματικότητα- «ἑλκύστηκε» ἀπό τόν Θεό γιά νά ἔρθει νά τόν ἀγαπήσω. Ἀμέσως θά δεῖς νά τοῦ γίνεται μιά μεταμόρφωση. Χαράζει μιά νέα πορεία κι ἄν κατανοήσει ὅτι αὐτή ἡ ἀγἀπη δέν εἶναι ἀπό μένα ἀλλά ἀπό τόν Θεό, ἔρχεται ἡ εὐλογία πάνω του. Ἀλλιῶς, ἄν δέν τό καταλάβει κι ἀρχίζει νά μ' εὐχαριστεῖ γιά τήν ἀγάπη αὐτή, τά καταστρέφει ὅλα. Ἄν ὅμως τό καταλάβει, τότε κι ἐκεῖνος μέ τή σειρά του, θά δώσει σέ ἄλλον καί σέ ἄλλον ἀπ' αὐτήν τήν Ἀγάπη, χωρίς ὅμως νά περιμένει ἀνταπόκριση ἤ εὐγνωμοσύνη... Καί τότε, ὅλοι χαιρόμαστε, γιατί νοιώθουμε ἑνωμένοι μέ τήν Ἀγάπη Αὐτή πού εἶναι ὁ Θεός. Καί γίνεται καί κάτι ἄλλο. Ἀναγνωρίζουμε ἀμέσως ὅλους ὅσους εἶναι μέσα στήν Ἀγάπη Αὐτή.» (Γ.Γαβριηλία, σελ.414)
«Καί τόσο πολύ ἔνιωσα τήν ἐνέργειά της», εἶπε, «ὥστε ἡ ψυχή μου νά βιάζεται νά βγεῖ ἀπό τό σῶμα μέ μιάν ἀνέκφραστη χαρά καί ἀγάπη, καί νά πάει κοντά στόν Κύριο, ἀδιαφορώντας γι' αὐτή τήν πρόσκαιρη ζωή». Ἐκεῖνος πού γνώρισε ἐμπειρικά αὐτήν τήν ἀγάπη, καί ἄν κανένας τόν βρίσει ἤ τόν ἀδικήσει ὑπερβολικά, δέν ὀργίζεται ἐναντίον του, ἀλλά μένει σάν κολλημένος μέ τήν ἀγάπη στήν ψυχή ἐκείνου πού τόν ἔβρισε ἤ τόν ἀδίκησε. Ἐξάπτεται μόνο ἐναντίον ἐκείνων πού κατατρέχουν τούς φτωχούς ἤ λένε λόγια βλάσφημα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ἡ Γραφή (Ψαλμ. 74:6, Μή λαλεῖτε κατά τοῦ Θεοῦ ἀδικίαν), ἤ ζοῦν μέ κάποιον ἄλλο κακό τρόπο. Γιατί ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό πολύ περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό του -ἤ μᾶλλον ὅποιος δέν ἀγαπάει πιά τόν ἑαυτό του ἀλλά μόνο τό Θεό-, δέν ἀγωνίζεται γιά τή δική του τιμή, ἀλλά θέλει νά τιμᾶται μόνο ἡ δικαιοσύνη Ἐκείνου, πού τόν τίμησε μέ τιμή αἰώνια. Καί αὐτό δέν τό θέλει μέ μισή καρδιά, ἀλλά ἔχει αὐτή τή διάθεση σάν συνήθεια, λόγω τῆς βαθειᾶς ἐμπειρίας τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ» (Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου, Μικρός Εὐεργετινός, σελ. 452-453).
Τότε ἡ ζωή γίνεται πανήγυρη καί χαιρόμαστε μέ τή χαρά τοῦ Θεοῦ στήν αἰωνιότητα.