Δ. Παπαγιαννόπουλος: Του λόγου σου, ποια είσαι;
Μ. Μυράτ: Του ναυάρχου.
Δ. Παπαγιαννόπουλος: Ποιανού ναυάρχου;
Μ. Μυράτ: Του ναυάρχου Τσαχτσαρίδη, αν έχετε ακουστά.
Δ. Παπαγιαννόπουλος: Α, μάλιστα. Για μπες μέσα και περίμενε. Μ’ εσένα έχουμε πολλά να πούμε.
Μ. Μυράτ: Πολλά; Ωχ, Θεέ μου κι είμαι καλεσμένη σε κάποια δεξίωση. Πόσο λέτε ν’ αργήσω;
Δ. Παπαγιαννόπουλος: Κανά δυο χρονάκια!
Μ. Μυράτ: Πόσο είπατε;
Δ. Παπαγιαννόπουλος: Βρε, μπες μέσα και περίμενε, που θα σου δώσουμε κι εξηγήσεις!
Μ. Μυράτ: Καλά, καλά, πηγαίνω. Αλλά να χαρείτε, μιλάτε μου στον πληθυντικό, θα με υποχρεώσετε.
Η ατάκα έμεινε στην ιστορία σαν καρικατούρα έωλου καθωσπρεπισμού μιας ξεπεσμένης, εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσας.
Πού το θυμηθήκαμε;
ας λαλήσει κι άλλο αηδόνι…