2. Τα βασικά σημεία του παρόντος κειμένου αποτέλεσαν εισήγηση στην ημερίδα της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών με θέμα «Επιστήμη και Θεός. Το ανθρώπινο και το υπέρλογο», στην Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, την Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2006.
3. Jürgen Habermas, Το μέλλον της ανθρώπινης φύσης. Πίστη και γνώση (μτφρ. Μαρία Τοπάλη), εκδ. Scripta, Αθήνα 2004, σ. 57.
4. Κορνήλιος Καστοριάδης, Διάλογοι (μτφρ. Εύης Γεροκώστα), εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2001, σ. 88. Πρβλ. Κορνήλιος Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη. Ένας διάλογος με τον Γεώργιο Λ. Ευαγγελόπουλο, εκδ. Ευρασία, Αθήνα 2004, σ. 23.
5. Πρβλ. Α΄ Κορ. 13: 8-12: «Τα θεία μηνύματα των προφητών κάποτε δεν θα υπάρχουν πια• η γλωσσολαία θα πάψει• θα σαματήσει η γνώση των μυστηρίων του Θεού. Γιατί η γνώση μας και η προφητεία ας περιορίζονται μονάχα σ” ένα μέρος της αλήθειας. Όταν όμως το τέλειο που περιμένουμε θα “ρθεί, τότε το μερικό θα πάψει να υπάρχει» (μετάφραση από την έκδοση Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με μετάφραση στη δημοτική, έκδ. Ελληνική Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 1989).
6. Σέλλεϋ, Φραγκεστάϊν, ό.π., σ. 30.
7. Έριχ Φρομ, Η Επανάσταση της Ελπίδας (μτφρ. Άρης Δικταίος), εκδ. Αλ. Ρούγκα, Αθήνα 1975, σσ. 13-14.
8. Σάββας Μιχαήλ, «Συζήτηση για τον Υλισμό και τον Ιδεαλισμό», Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση 6 (2001), σ. 75.
9. Ευτύχης Μπιτσάκης, Γονίδια του Μέλλοντος, εκδ. Προσκήνιο, Αθήνα 2001, σ. 100. Το συγκεκριμένο μελέτημα είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό Ουτοπία το 1992.
10. π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «Η ανθρωπολογία του Μεγάλου Ευχολογίου», Κιβωτός 40 (1955), σσ. 94-96· 41 (1955), σσ. 108-112· 42-43 (1955), σσ. 129-133.
11. Απολύτως ενδεικτικά σταχυολογούμε από το έργο τεσσάρων νεοελλήνων θεολόγων που ανέδειξαν πολυάριθμους μαθητές: Νίκου Α. Νησιώτη, Προλεγόμενα εις την θεολογικήν γνωσιολογίαν. Το ακατάληπτον του Θεού και η δυνατότης γνώσεως Αυτού, εκδ. Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήναι 1984, σ. 74 (όπου η καταπληκτική φράση ότι ο άνθρωπος δεν «έχει» σώμα, αλλά «είναι» σώμα)• Χρήστος Γιανναράς, Η Μεταφυσική του Σώματος. Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971, σσ. 18-45· Νίκος Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας με σύντομη Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1981, σσ. 262-277, 320-324· Ιωάννης Ζηζιούλας, «Χριστολογία και ύπαρξη. Η διαλεκτική κτιστού – ακτίστου και το δόγμα της Χαλκηδόνος», Σύναξη 2 (1982), σσ. 9-20• 3 (1982), σσ. 77-82· 6 (1983), σσ. 77-85. Ομοίως Μάριος Μπέγζος, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία της Θρησκείας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2004, σσ. 197-204. Πρβλ. τη διατύπωση του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Ανατομία προβλημάτων της πίστεως (μτφρ.), εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 175, «Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς εκ ψυχής και σώματος, αλλά με ψυχήν και σώμα».
12. Βλ. Δ. Λ. Δρίτσας – Δ. Ν. Μόσχος – Στυλ. Λ. Παπαλεξανδρόπουλος, Χριστιανισμός και Θρησκεύματα (Β΄ τάξη Γενικού Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα 19992, σσ. 205-206, και Μάριος Π. Μπέγζος – Αθανάσιος Ν. Παπαθανασίου, Θέματα Χριστιανικής Ηθικής (Γ΄ τάξη Γενικού Λυκείου), ΟΕΔΒ, Αθήνα 20023, σσ. 80-84.
13. Βλ. τις σχετικές μαρτυρίες [μαζί με άλλες των Μεθοδίου Ολύμπου (κοιμ. π. 311), Ιωάννη Δαμασκηνού (π. 675 – π. 749), Μακάριου Αιγύπτιου (π. 300 – π. 390) κ.ά., στο μελέτημά μου «Δυτικός και Ανατολικός Χριστιανισμός», Σύναξη 5 (1983), σσ. 68-71. Την επικέντρωση αυτού του κειμένου στη θεμελιακότητα της διάκρισης κτιστού – ακτίστου την προσυπογράφω ανενδοίαστα, παρ’ όλο που το κείμενο ανήκει σε εκείνα που σήμερα θα επιθυμούσα να τα έγραφα αλλιώς.
14. Werner Heisenberg, Η εικόνα της φύσης στη σύγχρονη Φυσική (μτφρ. Δ. Τσαμκιράνη – Γεωργανοπούλου), εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 11-14 και 120-125.
15. Πρβλ. πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, «Εισαγωγή» στο Μυσταγωγία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973, σ. 31. Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση ιδιαίτερα γόνιμης λειτουργίας της θεολογίας. Αναπτύσσοντας ο Μάξιμος τη θεωρία των λόγων των όντων (εν ολίγοις, ότι τα όντα έρχονται στην ύπαρξη ως υλο-ποίηση των προαιώνιων θείων θελημάτων) αξιοποίησε και αναπροσανατόλισε μια μακρά φιλοσοφική παράδοση, τουλάχιστον από τους Στωικούς και τον Φίλωνα Αλεξανδρέα. Βλ. Lars Thunberg, Microcosm and Mediator. The Theological Anthropology of Maximus the Confessor, εκδ. Open Court, Chicago – La Salle 1995, σσ. 73-199, 211. Σημειωτέον ότι τη μεταγραφή της θεωρίας των λόγων (όπως την επεξεργάστηκε ο Μάξιμος) σε φυσικές ιδιότητες, τη συσχέτισή τους με την κβαντομηχανική και τη διατύπωση μιας ερμηνείας της κβαντικής φυσικής, ώστε η φυσική και η θεολογία να μη συνιστούν δυο ασύμπτωτους κόσμους, επιχειρεί ο Αρσένιος Μέσκος, Η υπόθεση των λογικών κβάντων. Ερμηνεύοντας την Κβαντική Φυσική με την βοήθεια της ελληνικής φιλοσοφικής και θεολογικής παράδοσης, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2007, ιδίως σσ. 205-243.
6. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, για παράδειγμα, δεν αντιστοιχίζει την ψυχή στον Θεό και το σώμα στον κόσμο, αλλά αμφότερα τα εντάσσει σε διακρίσεις του κτιστού (στα νοητά και στα αισθητά, αντίστοιχα), χωρίς όμως να παύει να βλέπει τον άνθρωπο (ουσιαστικά και ολόκληρο τον κόσμο) ως μία υπόσταση! Την δε τελική ανάσταση την προσγράφει σε ολόκληρη τη συμπαντική πραγματικότητα. Βλ. Μάξιμος Ομολογητής, Μυσταγωγία (σχόλια πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973, σσ. 166-171. (Είναι μάλιστα εύγλωττος ο τίτλος του εν λόγω, ζ΄ κεφαλαίου του: «Πῶς ὁ κόσμος άνθρωπος λέγεται καί ποίῳ τρόπῳ καί ὁ ἄνθρωπος, κόσμος»). Αμέσως παρακάτω μιλά για την ανάγκη φροντίδας πάνω απ’ όλα της αιώνιας ψυχής, αλλά είναι φανερό ότι θίγει ποιμαντικά τον κίνδυνο εγκλωβισμού του ανθρώπου στην αυτονόμηση των βιολογικών επιθυμιών του. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ψυχή, ακριβώς επειδή δεν την θεωρεί τμήμα της θείας ουσίας, την ονομάζει «θεία» (προδήλως για να τονίσει τον καίριο ρόλο της), αλλά και «θεοποιηθησόμενη» (για να δείξει την φυσική ανεπάρκειά της και την ανάγκη κοινωνίας της με τον άκτιστο Θεό): «Ὅση δύναμις, ἐπιμελείσθω τῆς ἀθανάτου καί θείας καί θεοποιηθησομένης ἐξ ἀρετών» (σ. 170). Με αυτή την ενδεικτική περιδιάβαση στα λόγια και τη σκέψη του Μάξιμου καταλαβαίνει κανείς και κάτι άλλο: Ότι αν θελήσει κανείς να βρει στην πατερική γραμματεία λέξεις, φράσεις ή και απόψεις για να «θεμελιώσει» την όποια άποψή του (ακόμα και την πιο Καρτεσιανή), φυσικά και θα βρει! Μα, αν δεν νοιάζεται για την ευρύτερη συνάφεια, για το κοσμοείδωλο κάθε εποχής και για το ότι όλες οι ανθρώπινες απόπειρες είναι ατελείς, τότε απλούστατα συμβάλλει στην ειδωλοποίηση πατέρων και κειμένων και δυσκολεύει την πάλη με τις έννοιες και τα πράγματα. Αλλά κάθε ειδωλοποίηση είναι αντιχριστιανισμός, ακόμη κι αν ασκείται στο όνομα του χριστιανισμού!
17. Αρχιμ. Γ. Στ., «Η επιμέλεια της ψυχής», Φωνή Κυρίου 14/2444 (1 Απριλίου 2000).
18. Βλ. λ.χ. Ημερολόγιον [τσέπης] 2004 Ιεράς Μητροπόλεως Τριφυλίας και Ολυμπίας, σσ. 506: «Στη φύση μας είμεθα σώμα και ψυχή, ύλη και πνεύμα. Και καθένα από αυτά έχει διαφορετική προέλευση, σύσταση και προορισμό. Η ψυχή είναι “πνοή Θεού” και άϋλη, πλασμένη “κατ’εικόνα και ομοίωσιν Θεού”, το σώμα είναι κτιστόν, υλικόν και μ” αυτό, και ως προς αυτό ο άνθρωπος είναι χοϊκός».
19. Πρβλ. τα λόγια που βάζει στο στόμα του Θεού ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος: «Έπλασα το χώμα και το έκανα σώμα, κι εμφύσησα ψυχή όχι από την ουσία μου, αλλά από τη δύναμή μου» («“Ἔπλασα τόν χοῦν εἰς σῶμα, ἐνεφύσησα ψυχήν τε οὐκ ἐκ τῆς ἐμῆς οὐσίας, ἀλλ” ἐκ τῆς ἐμῆς ἰσχύος»). Συμεών Νέος Θεολόγος, Ύμνοι 53, 90-93, SC 196, 218.
20. John Breck, The Sacred Gift of Life. Orthodox Christianity and Bioethics, εκδ. St Vladimir’s Seminary Press, New York 2000 σ. 140, 198. Πρβλ. παραπάνω, την υποσημείωσή μας 10. Βλ. και τις διερωτήσεις του Χρήστου Γιανναρά, Το Ρητό και το Άρρητο. Τα γλωσσικά όρια ρεαλισμού της μεταφυσικής, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1999, σσ. 104-105. Χαρακτηριστική της δυσκολίας που προαναφέραμε είναι, σε πολλά θεολογικά μελετήματα, η ασυνεπής χρήση των όρων «κτιστός» και «άϋλος», η δεσποτεία της ουσιοκρατικής κατανόησης του ανθρώπου και η επιβίωση μιας «ανθρωπολογίας των συστατικών», η οποία και την εσχατολογική πραγμάτωση του ανθρώπου παραθεωρεί, και συχνά συνεχίζει την δίχως νόημα αντιδικία με τη θεωρία της εξέλιξης. Για το αντίθετο, ότι δηλαδή ο άνθρωπος δεν προσδιορίζεται από το άθροισμα των συστατικών του, αλλά από το μέλλον στο οποίο έχει κληθεί, βλ. Παναγιώτη Νέλλα, Ζώον Θεούμενον. Προοπτικές για μια Ορθόδοξη κατανόηση του Ανθρώπου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1993. Πρβλ. Athanasios N. Papathanasiou, «Christian Anthropology for a Culture of Peace: Considering the Church in Mission and Dialogue Today», Violence and Christian Spirituality (επιμ. Emmanuel Clapsis), εκδ. WCC Publications – Holy Criss Orthodox Press, Geneva – Brookline 2007, σσ. 86-107.
21. Breck, ό.π., σσ. 140-143. Πρβλ. Αρχιμ. Μακάριος Γρινιεζάκης, Κλωνοποίηση. Ηθικοποινωνικές και θεολογικές συνιστώσες, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2005, σσ. 119-120.
22. Βλ. το διαφωτιστικό μελέτημα του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, Παλαιά Διαθήκη. Αποκρυπτογραφώντας την πανανθρώπινη κληρονομιά, εκδ. Αρμός (σειρά «Σύναξη»), Αθήνα 2008.
23. Βλ. χαρακτηριστικά Γιώργος Γραμματικάκης, Η αυτοβιογραφία του φωτός, εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 20052, σσ. 241-288.
24. Συνέντευξή του με τίτλο «Ο πανεπιστήμων», ΒΗΜagazino (ένθετο της εφημερίδας Το Βήμα), τ. 429, Κυριακή 4-1-2009, σσ. 23-24.
25. Paul Lafargue, Οικονομικός Ντετερμινισμός. Αρχή και εξέλιξη των ιδεών της δικαιοσύνης, του καλού, της ψυχής και του Θεού (μτφρ. Αχιλλέα Βαγενά), εκδ. Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ., σσ. 228-229.
26. Paul Davies – Julian Brown (επιμ.), Υπερχορδές. «Η θεωρία των Πάντων» (μτφρ. Ανδρέας Βαλαδάκης), εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα 1989, σ. 245.
27. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι είναι πελώριο λάθος να νομίζεται ότι θρησκευτικές έννοιες όπως «θεός», «πίστη», «κόσμος», «σωτηρία» κλπ σημαίνουν το ίδιο πράγμα σε κάθε θρησκεία. Μια περιδιάβαση στις θρησκείες δύναται να το δείξει αυτό – και μάλιστα χωρίς καν ο ερευνητής να χρειάζεται να συμμεριστεί την πρόταση που καθεμιά κομίζει.
28. Σχετική θεολογική βιβλιογραφία βλ. στο ευσύνοπτο έργο του Ευάγγελου Βαρβαρέσου, Το Μεταφυσικό Πρόσωπο της Φυσικής, εκδ. Κώδικας, Θεσσαλονίκη 2005. Βλ. και τις εύστοχες επισημάνσεις του Νικολάου Μιχαλολιάκου, «Η εντιμότητα των σχέσεων Επιστήμης και Θεολογίας», Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες, εκδ. Σαββάλα / Ένωση Ελλήνων Φυσικών, Παράρτημα Ανατολικής Κρήτης, Αθήνα 1996, σσ. 42-45, σχετικά με τον πειρασμό της απολογητικής.
29. Δηλαδή στις νέες θεάσεις που έφεραν οι Σχετικότητα, η Κβαντομηχανική, η Θερμοδυναμική, το Χάος, η Αυτο-οργάνωση της Ύλης, η Πολυπλοκότητα κλπ.
30. Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση (μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης), εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988, σσ. 131-142.
31. Iain Hamilton Grant, “Catastrophe Theory”, The Routlege Companion to Postmodernism (επιμ. Stuart Sim), εκδ. Routledge, London – New York 20052, σ. 183. Anthony McGowan, “Chaos Theory”, The Routlege Companion to Postmodernism, ό.π., σσ. 183-184.
32. Jonathan Powers, Φιλοσοφία και Νέα Φυσική (μτφρ. Τάσος Κυπριανίδης – Τάσος Τσιαντούλας), εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995, σσ. 95-96.
33. Βλ. χαρακτηριστικά Christopher Norris, «Critical Realism and Quantum Mechanics: Some Introductory Bearings», After Postmodernism. An Introduction to Critical Realism (επιμ. José López – Garry Potter), εκδ. The Athlone Press, London – New York 2001, σσ. 119.
34. Πρβλ. τη διάκριση των τριών στάσεων της σκέψης, κατά τον Καστοριάδη: εξήγηση (η οποία είναι το έργο της Φυσικής και της Βιολογίας), κατανόηση (αναζήτηση των νοημάτων που παράγει ο άνθρωπος) και διαύγαση (το έργο της φιλοσοφίας επί παντός του επιστητού, ακόμη και επί της κατανοήσεως). Βλ. Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη, ό.π., σ. 48-51. Ο Καστοριάδης, βεβαίως, τη διαύγαση την αναθέτει στη φιλοσοφία και επ’ ουδενί στη θεολογία. Το θέμα χρειάζεται, βεβαίως, ιδιαίτερη πραγμάτευση, τολμώ όμως να ψελλίσω εδώ πως ο Καστοριάδης παραβλέπει ότι και η θεολογία (ή η εγκόλπωση της πίστης) ενέχει κριτική λειτουργία, καθόσον σχετίζεται με την επιλογή προσανατολισμού, όπως έχουμε προαναφέρει.
35. Ilya Prigogine, Οι νόμοι του χάους (μτφρ. Πασχάλης Α. Χριστοδούλου), εκδ. Τραυλός, Αθήνα 2003, σ. 98, 97. Πρβλ. και Ilya Prigogine – Isabelle Stengers, Τάξη μέσα από το Χάος (μτφρ. Μ. Λογιωτάτου), εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1986.
36. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σσ. 16, 25.
37. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 17.
38. Γεωργίου Π. Παύλου, «Επιστήμη, Γνώση και Άνθρωπος», Ορθοδοξία και Φυσικές Επιστήμες, ό.π., σ. 140.
39. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 102.
40. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σσ. 99, 109. Πρβλ. Stephen W. Hawking, Το Χρονικό του Χρόνου (μτφρ. Κωνσταντίνος Χάρακας), εκδ. Κάτοπτρο, Αθήνα (1988), σ. 227.
41. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Θέματα Εκκλησιαστικής Ιστορίας (μτφρ. Παν. Κ. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 243. Βλ. σχετική ανάλυση στο Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2008, σσ. 95-154.
42. Γρηγορίου Νύσσης, Εις το Άσμα Ασμάτων, 6, PG 44, 885D.
43. Γρηγόριος Νύσσης, Εις το Άσμα Ασμάτων, 6, Patrologia Graeca (στο εξής: PG) 44, 889B· 11, PG 44, 997D· Εις τους Μακαρισμούς 4, PG 1244D-1245A. Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1089A-C· 1217A-D· 1112D-1116D. Γρηγόριος Παλαμάς, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2.2.11, Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα (επιμ. Π. Χρήστου), τ. 1, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 517. Πρβλ. πρωτ. Δημήτριος Στανιλοάε, «Εισαγωγή», Φιλοσοφικά και Θεολογικά Ερωτήματα του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού (μτφρ. Ιγνάτιος Σακαλής), εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1978, σσ. 21-23.
44. Prigogine, Οι νόμοι του χάους, ό.π., σ. 96.
45. Καστοριάδης, Φιλοσοφία και Επιστήμη, ό.π., σ. 53.
46. Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης, «Κοινωνία και Ετερότητα» (μτφρ. Διον. Γούτσος – Θαν. Ν. Παπαθανασίου), Σύναξη 76 (2000), σ. 14. Βλ. και John D. Zizioulas, Communion and Otherness. Further Studies in Personhood and the Church, εκδ. T. & T. Clark, London – New York 2006, σσ. 40, 220.
47. Κορνήλιος Καστοριάδης, «Κοινωνική Δημιουργία και Πολιτική» (μτφρ. Ρύσπος), Κριτική Αριστερά (συλλογικό), εκδ. Imago, Αθήνα 1984, σ. 70. Για τη συζήτηση περί ανορθολογικότητας του Καστοριάδη, βλ. ενδεικτικά Γιώργου Ν. Οικονόμου, «Φαντασία και λόγος στον Καστοριάδη», Νέα Κοινωνιολογία 43 (2006-07), σσ. 136-144.
48. Κορνήλιος Καστοριάδης, «Νεοτερική επιστήμη και φιλοσοφική ερώτηση», Τα Σταυροδρόμια του Λαβυρίνθου (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), εκδ. Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 1991, σσ. 181-265.
49. Βλ. χαρακτηριστικά τα μελετήματα των Roger Penrose και Igor Aleksander στο συλλογικό έργο From Brains to Consciousness? Essays on the New Sciences of the Mind (επιμ. Steven Rose), εκδ. Penguin Books, London 1998, σσ. 169-171, 193. Πρβλ. και το κείμενο του Wilhelm Ostwald στο Heisenberg, ό.π., σσ. 125-131.
50. Πρβλ. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση (μτφρ. Παν. Πάλλη), εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 55. Ο π. Αρσένιος Μέσκος είχε δίκιο όταν σημείωνε πως «… δεν μπορούμε να διαγράψουμε το γεγονός ότι είμαστε στο 2002 και είμαστε πια σε θέση να γνωρίζουμε πόσο μεγάλη ψευδαίσθηση είναι η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας» (βλ. π. Αρσένιος Μέσκος, Ο Πλανήτης της Θεολογίας, Ι. Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Σοχός 2002, σ. 131), φρονώ όμως ότι η παραδοχή αυτή αποτελεί, όπως δείχνει ο Φλωρόφσκυ, εγγενή αξίωση της θεολογίας.
51. Πρβλ. την κριτική μου για το βιβλίο του π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Το Σώμα του Ζώντος Χριστού. Μια Ορθόδοξη Ερμηνεία της Εκκλησίας (μτφρ. Ι. Κ. Παπαδόπουλος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1999), στο περιοδικό Σύναξη 75 (2000), σ. 110.
52. Ο Θεός, λέει ο Μάξιμος, είναι η αιτία των πάντων, κι όμως μπορούμε άνετα να δεχόμαστε «πιο πολύ ν’ αποδίδεται σ’ αυτόν, σαν συγγενικότερο προς τη φύση του, το μη είναι, επειδή υπερβαίνει το είναι». «Γιατί είναι απλή κι άγνωστη κι απρόσιτη σ’ όλους η ύπαρξή του και ανερμήνευτη ολότελα και πέρα από κάθε κατάφαση κι απόφαση». Μυσταγωγία, ό.π., 103 και 105 αντίστοιχα. Πρβλ. τον διεισδυτικό Χρήστο Γιανναρά, Το Ρητό και το Άρρητο, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1999, σσ. 223.
53. Παύλου, ό.π., σ. 141.