Ειδικότερα οι ιδέες και οι παραστάσεις της νεότερης λαογραφικής μας παράδοσης για τον Άδη, σαν κοινό τόπο διαβίωσης των νεκρών, είναι ανάλογες με αυτές των αρχαίων Ελλήνων, της Π. Διαθήκης, της Κ. Διαθήκης, της δογματικής διδασκαλίας των μεγάλων Πατέρων και των εκκλησιαστικών συγγραφέων, της υμνογραφίας της Ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας και της βυζαντινής αγιογραφίας, χωρίς βέβαια να εκλαμβάνονται κατά γράμμα αυτές οι τοπογραφικές ιδέες και περιγραφές του Άδη.
ΑΔΗΣ (Ο ΘΕΟΣ ΠΛΟΥΤΩΝ)
Παρόλα αυτά, ο Άδης, αντίθετα με τους άλλους ολύμπιους θεούς, δεν μνημονεύεται πολύ συχνά από τη μυθολογία. Ελάχιστες φορές παρουσιάζεται να βγαίνει από το σκοτεινό βασίλειό του, είτε για να απαγάγει την Περσεφόνη, μετά από εντολή του Δία, είτε για να θεραπευθεί από τον Παιώνα στον Όλυμπο, μετά τον τραυματισμό του από τον Ηρακλή. Κατά τη θεομαχία επίσης εμφανίζεται να αναπηδά από το θρόνο του φωνάζοντας, επειδή φοβάται μήπως ανοίξει η γη και έρθει στο φως το βασίλειό του, φρικτό, μουχλιασμένο, βδέλυγμα των θεών.
Οι άνθρωποι έτρεμαν τον Άδη τόσο πολύ, ώστε του αφιέρωναν και επιτάφια επιγράμματα, σπάνια όμως με το όνομα Άδης, αλλά με τα παλιά προσωνύμια του θεού, όπως Άναξ κρατερός, Πολυδέγμων ή Πολυδέκτης ή Αΐδης πολυσημάντωρ (που προστάζει πολλούς), καθώς και Άδμητος (αδάμαστος) και Νηλεύς (άσπλαχνος). Επειδή τα άλογα του Άδη, με τα οποία αρπάζει κάθε άνθρωπο, όπως άρπαξε την Κόρη στο Νύσιον πεδίον, ήταν θεϊκά και μοναδικά στον κόσμο για τη γρηγοράδα και την ευφυΐα τους, στον Όμηρο χαρακτηρίζεται επίσης Αΐδης κλυτόπωλος. Υπήρχαν βέβαια και τοπικά ονόματα για το θεό του Κάτω Κόσμου, όπως Ζευς ο καταχθόνιος. Οι Ορφικοί τον θεωρούσαν ως άλλη «διάσταση» του Διόνυσου και ως ευεργετικό θεό και τον αποκαλούσαν Ζαγρέα (μεγάλος κυνηγός που πετυχαίνει πάντοτε τη «λεία του»).
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε και την άλλη όψη, τη θετική και ευεργετική των χθονίων θεοτήτων (ακόμη και του Άδη), διότι, όπως αναφέρει και ο W. Burktert, «ο φόβος του κακού είναι η μία μόνο πλευρά των χθονίων». Το γεγονός και μόνο ότι ο σχετικός μύθος ταυτίζει την Κόρη με την «πάρεδρο» του Άδη και την παρουσιάζει να μοιράζει τη φροντίδα της τόσο στον κόσμο των νεκρών όσο και στη βλάστηση των καρπών της γης, είναι αρκετό για να καταλάβουμε ότι οι χθόνιες θεότητες είχαν εξελιχθεί σε θεότητες της ευφορίας.
Όπως αναφέρθηκε στην προηγούμενη ενότητα, αφ' ότου υπάρχει γεωργία, είναι φυσικό η τροφή και επομένως η ζωή να αναπτύσσεται από τα βάθη της Γης.
Η στενή αυτή σχέση των δύο θεών γίνεται ακόμη πιο κατανοητή, αν λάβουμε υπόψη μας τη γνωστή προσευχή που απευθύνει ο ευσεβής γεωργός στη Δήμητρα και στο χθόνιο Δία, πριν την έναρξη της σποράς και του οργώματος του αγρού του.
Για τον τρόπο λατρείας του Άδη και των άλλων χθόνιων θεών έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες. Οι αρχαίοι ποιητές γενικότερα αναφέρουν ότι οι άνθρωποι, όταν ήθελαν να επικαλεστούν τους νεκρούς ή τις χθόνιες θεότητες έπεφταν στο έδαφος και χτυπούσαν με την παλάμη ή τις γροθιές τους τη γη, για να τους εισακούσουν και να τους απαλλάξουν από τα βάσανα της ζωής ή να συμβάλλουν στην ευφορία της γης (ανακάλημα ή «ανακαλείν»). Βέβαια τέτοιες επικλήσεις προς τους νεκρούς ή τους χθόνιους θεούς από τον 5ο Π.Χ. αιώνα και μετά θα αλλάξουν νόημα και σκοπό και θα αποβλέπουν στην κατάρα και γενικά στη βλάβη των εχθρών. Έτσι, στη θέση της προφορικής επίκλησης των θεών εμφανίστηκε η γραπτή μαγική πράξη των καταδέσεων επάνω σε «πλάκες μολύβδου».
Ο Όμηρος λοιπόν αναφέρει ότι οι ψυχές, μετά το χωρισμό τους απ' το σώμα, πηγαίνουν σαν είδωλα νεκρών «στα δώματα του Άδη», τον οποίο ονομάζει Αΐδη, δηλαδή Αόρατο. Η έννοια του αόρατου ήταν αυτονόητη για τους αρχαίους Έλληνες, διότι η ετυμολογία της λέξης Αΐδης προέρχεται από το στερητικό (α) και το (ιδείν). Αυτή η ετυμολογία φαίνεται ότι έχει τύχει καθολικής αποδοχής, ενώ παράλληλα αναφέρονται και άλλες ετυμολογίες της λέξης. Ο Όμηρος, μεταξύ άλλων ονομάτων, τον αποκαλεί «άναξ ενέρων» ή «ενέροισιν ανάσσων», ενώ ο Αισχύλος τον ονομάζει «βασιλέα ενέρων».
Με τον Άδη, ως αόρατο θεό, φυσικό ήταν να συνδεθεί ο πριν απ' αυτόν γνωστός μαγικός σκούφος που είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όχι μόνο τον Άδη, αλλά και κάθε άλλο θεό ή ήρωα ή άνθρωπο που θα τον φορούσε. Αυτόν το σκούφο ο Όμηρος τον ονομάζει «Άϊδος κυνέην» (περικεφαλαία από δέρμα σκύλου), επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι μ' αυτήν κάλυπτε το κεφάλι του ο Άδης όταν ήθελε να κρυφτεί για να εκπληρώσει τον «άχαρο ρόλο του». Μάλιστα φορώντας την «κυνέην», δώρο από τους Κύκλωπες, ο Άδης βοήθησε στη νίκη των θεών κατά των Τιτάνων. Τον ίδιο σκούφο βέβαια φορά και η θεά Αθηνά όταν θέλει να βοηθήσει το Διομήδη, χωρίς να γίνει αντιληπτή απ' το θεό Άρη, αλλά και ο Περσέας, όταν επιχειρούσε τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας, καθώς και ο θεός Ερμής κατά την Γιγαντομαχία . Στα ιστορικά χρόνια οι άνθρωποι φαντάζονταν την «Άϊδος κύνην» σαν σύννεφο που μπορούσε να περιβάλει θεό ή ήρωα και να τον κάνει αόρατο.
Ο Παυσανίας εντυπωσιασμένος αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Ήλιδας είναι οι μόνοι σ' ολόκληρο τον κόσμο που τιμούν τον Άδη, όπου μάλιστα υπήρχε «ιερός του Άϊδου περίβολός τε και ναός», στο βωμό του οποίου πρόσφεραν ταύρους και μαύρα κριάρια. Άλλωστε, όπως αναφέραμε και παραπάνω, στους ουράνιους θεούς θυσιάζονταν άσπρα βόδια ή αρνιά, ενώ στους υποχθόνιους μαύρα. Πάντως με το όνομα Άδης, ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, μαζί με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη, λατρευόταν και στο βουνό Μίνθη της Τριφυλίας (σύνορα Ηλείας, Αρκαδίας και Μεσσηνίας).
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα δεδομένα της αρχαιοελληνικής μυθολογίας, ο Άδης συγκατοικεί με τη σύζυγό του Περσεφόνη, την «Κόρη» της Δήμητρας, σε αόρατο θρόνο ενός ανακτόρου με τεράστια «Πύλη», την οποία θα διαβούν όλοι οι θνητοί, χωρίς όμως να μπορούν επιστρέψουν στην εδώ ζωή.
Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτη είναι η λατρεία της χθόνιας Εκάτης, η οποία ήταν η κύρια πηγή και δημιουργός όλων των φαντασμάτων και την οποία περιέβαλλαν ένα άγριο συνονθύλευμα από αλλόκοτα καταχθόνια φαντάσματα, όπως η Γοργώ, η Μορμώ, η Δάμια, η Βαυβώ, η Γελλώ ή η Έμπουσα. Η χθόνια θεότητα Εκάτη συγχέεται συχνά με την Περσεφόνη και γι' αυτό θεωρείται ως βασίλισσα στον Άδη, να μοιράζεται το θρόνο του Πλούτωνα.
Πάντως και στις δύο ομηρικές παραδόσεις ο Κάτω Κόσμος οριοθετείται από τον Επάνω από φοβερούς ποταμούς, τα ονόματα των οποίων συμβολίζουν τις θλίψεις και τους στεναγμούς που δοκιμάζουν οι ψυχές στον Άδη. Στον Όμηρο, λοιπόν, μνημονεύονται ο Αχέροντας ποταμός (ποτάμι του «άχους», δηλαδή της στενοχώριας και της θλίψης), στον οποίο χύνονται ο Κωκυτός (ποταμός των «κλαυθμών» και των θρηνητικών κραυγών), ο Πυριφλεγέθοντας («πύρινο ποτάμι») και η πηγή του Κάτω Κόσμου, η Στυξ, με το «μαύρο νερό» (ποτάμι του «μίσους», στύγω= μισώ), δηλαδή η φοβερή κόρη του Ωκεανού, που, κατά τον Ησίοδο, προκαλεί τρόμο ακόμη και στους αθάνατους θεούς γι' αυτό και την επικαλούνται, όταν ορκίζονται.