Ο Χέγκελ υποστηρίζει: κάθε φορά που υπάρχουν δύο άτομα, ο καθένας επιζητεί τον θαυμασμό του άλλου. Στον ανταγωνισμό αυτόν ο ένας θα θριαμβεύσει κι ο άλλος όχι. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι η κοινωνικότητα με βάση το σχήμα όπου, ανάμεσα σε δύο άτομα που συναντιούνται, ο ένας έχει την τάση να γίνει αφέντης και ο άλλος δούλος.
Δεν είναι καμιά περίπλοκη ιδέα. Αν κοιτάξουμε την ιστορία της ανθρωπότητας θα δούμε ότι, όντως, πάντοτε υπάρχουν δύο αντίπαλες πλευρές που μάχονται για το ποια θα είναι στη θέση του αφέντη, αφήνοντας την άλλη στη θέση του δούλου. Και αυτό δεν έχει να κάνει με τη σαδιστική ευχαρίστηση της υποδούλωσης του άλλου, αλλά με το να κερδίσω, λέει ο Χέγκελ, τον θαυμασμό του. Να καταφέρω να με κάνει αντικείμενο λατρείας, να με τοποθετήσει σε μια θέση ανώτερη• τη θέση του αφέντη. Αυτό δεν θυμίζει λιγάκι τον Νίτσε, την ηθική του υπεράνθρωπου και του αμνού;
Αφού επικρατήσει ο νικητής, φαίνεται ότι τακτοποιούνται όλα, εδώ όμως εμφανίζεται το παράδοξο της υπόθεσης: ας μην ξεχνάμε ότι αφετηρία μας ήταν η ιδέα ότι ο άνθρωπος αισθάνεται ολοκληρωμένος μόνο όταν δέχεται τον θαυμασμό του άλλου, επομένως όσοι δεν απολαμβάνουν τον θαυμασμό μένουν με το αίσθημα του ανολοκλήρωτου και χάνουν την ελάχιστη προϋπόθεση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Σ’ αυτή τη διαμάχη ανάμεσα στους αυριανούς αφέντες και τους αυριανούς δούλους, όπου όλοι αγωνίζονται να δουν ποιος είναι ποιος, ας υποθέσουμε ότι εσύ είσαι με τους νικητές. Είσαι ο αφέντης κι εγώ τελικά είμαι ο σκλάβος και το παραδέχομαι. Τώρα λοιπόν, εσύ είσαι ένας άνθρωπος ολοκληρωμένος, έχεις κερδίσει τον θαυμασμό κάποιου άλλου — τον δικό μου θαυμασμό. Εγώ είμαι ο δούλος, έχασα, κι εσύ δεν με ”θαυμάζεις” αντιθέτως, με περιφρονείς. Θα πεις: Εγώ κέρδισα, εσύ είσαι ο δούλος, δεν είσαι ούτε καν ένα ανθρώπινο ον, δεν αξίζεις τίποτα. Κι αφού δεν είμαι ούτε καν ολοκληρωμένος άνθρωπος και με θεωρείς ασήμαντο και άξιο περιφρόνησης… ο θαυμασμός μου δεν σου κάνει πια. Λέει, λοιπόν, ο Χέγκελ: το τέλος του δρόμου για τον αφέντη είναι αναπόδραστα το υπαρξιακό κενό, γιατί όταν επιτέλους καταφέρνει να πάρει τον θαυμασμό που έχει ανάγκη, ο θαυμασμός αυτός δεν έχει πια νόημα, και τον περιφρονεί.
(Ταπεινή κατάληξη μιας κατάστασης που βλέπω καθημερινά: «Θέλω να μ’ αγαπάς, θέλω να μ’ αγαπάς, θέλω να μ’ αγαπάς… Μόλις όμως σε κάνω να μ’ αγαπήσεις, συνειδητοποιώ ότι μάλλον είσαι ανόητος, δεν αξίζεις αφού αγαπάς κάποιον σαν εμένα, και τότε σε περιφρονώ, δεν μ’ ενδιαφέρει πια η αγάπη σου».)
Τι κάνει τότε ο αφέντης; Αναζητεί κάποιον άλλον, γιατί η αληθινή ιστορία του αφέντη είναι ότι πρέπει πάντα να ψάχνει κάποιον αξιόλογο άνθρωπο που θα του δώσει τον θαυμασμό που έχει ανάγκη.
Κατά τον Χέγκελ, οι αφέντες δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Είναι καταδικασμένοι να ψάχνουν πάντα κάποιον τρίτο, καθώς ο κόσμος δεν μπορεί να είναι φτιαγμένος για δύο: ο κόσμος απαρτίζεται από τρεις. Για ποιο λόγο; Γιατί χρειάζεται και ένας μάρτυρας, κάποιος να βεβαιώσει ότι εγώ είμαι ο νικητής που κατάφερε να υποτάξει τον άλλον. Οπότε, αυτός ο τρίτος, που δεν είναι υποτακτικός μου, θα με θαυμά- ζει που κατάφερα να υποτάξω αυτόν που τώρα είναι δούλος μου.
Το δράμα, επομένως, απαιτεί τρεις ρόλους: του Α που μάχεται με τον Β και τον νικά, και του Γ, που ως αυτόπτης μάρτυρας της μάχης παραχωρεί στον Α τον θαυμασμό του γιατί κατάφερε να νικήσει (χωρίς τον μάρτυρα που βεβαιώνει τα γεγονότα, ο θρίαμβος του Α δεν έχει αξία ούτε και σημασία). Τα τρία πρόσωπα, διευκρινίζει ο Χέγκελ, είναι εξίσου αναγκαία, παρόλο που οι ρόλοι τους απέχουν πολύ από το να είναι άκαμπτοι ή σταθεροί.
Πράγματι, από τη στιγμή που ο Α νικά τον Β και ο Β αποκλείεται πια από θαυμαστής, αφού νιώσει ο Α για μια στιγμή την ολοκλήρωση μπροστά στο χειροκρότημα του Γ, ανακύπτει το αναπόφευκτο: ανάμεσα στον Α και τον Γ, ποιος θα έχει το πάνω και ποιος το κάτω χέρι; Τώρα θα πρέπει να παλέψουν μεταξύ τους, και στην πάλη αυτή σημασία δεν έχει ποιος θα νικήσει. Το πιο σημαντικό είναι ότι ο νικητής χρειάζεται τον Β, τον πρώην δούλο, για να γίνει μάρτυρας της νίκης του.
Έτσι ολοκληρώνεται ο κύκλος και η ιστορία θα επαναλαμβάνεται εις το διηνεκές.
Η παράδοξη διαμάχη του αφέντη και του δούλου. Η αιώνια διαμάχη, για το ποιος θα είναι κάτω από ποιον και μέχρι πότε.
Ο Χέγκελ υποστηρίζει ότι η ιστορία της ανθρωπότητας συνοψίζεται σ’ αυτή τη διαμάχη: ποιος υποτάσσει ποιον παρουσία τίνος.
Έχω ανάγκη τον θαυμασμό, αλλά καθώς τον αναζητώ καταλήγω πάντα να ανταγωνίζομαι κάποιον σε μια δυναμική σύγκρουση όπου ο ηττημένος, αργά ή γρήγορα, παίζει έναν σημαντικό ρόλο: γίνεται μάρτυρας μιας νέας κατάστασης.
Ασφαλώς, οι ιδέες του Χέγκελ προϋπήρχαν του Χέγκελ, όπως και οι ιδέες του Νίτσε υπήρχαν πριν από τον Νίτσε, και οι ιδέες του Αριστοτέλη πριν από τον Αριστοτέλη, γιατί οι ιδέες δεν αποτελούν κληρονομιά εκείνων που τις διατύπωσαν ανήκουν στην ανθρωπότητα. Έτσι κι αυτή η ιστορία που χρησιμοποίησε η αριστερά νια να ερμηνεύσει την πάλη των τάξεων αποτελεί, κατά τον Χέγκελ, την ιστορία της ανθρωπότητας.
Αυτή είναι, ισχυρίζεται ο φιλόσοφος, η αληθινή ιστορία του άντρα και της γυναίκας στο προπατορικό αμάρτημα, η ιστορία του Κάιν και του Άβελ, του Δία και του Κρόνου, του Κάστορα και του Πολυδεύκη. Είναι η ιστορία σε όλες τις μυθικές μονομαχίες όπου, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν ποτέ μόνο δύο είναι πάντα τρεις: δύο που αγωνίζονται για την επιδοκιμασία ενός τρίτου.
Χόρχε Μπουκάι:”Ο δρόμος της συνάντησης”-Εκδόσεις opera
Χόρχε Μπουκάι:”Ο δρόμος της συνάντησης”-Εκδόσεις opera