έδωσε μια διάλεξη για την Ηθική,
ένα θέμα το οποίο έχει, κατά κοινή ομολογία,
αποφύγει να αναλύσει με ακρίβεια.
Οι ορισμοί που δίνει για την ηθική είναι:
η αναζήτηση του τι είναι καλό ή πολύτιμο,
ή πραγματικά σημαντικό,
ή του νοήματος της ζωής
ή αυτού που κάνει τη ζωή να αξίζει να τη ζεις
ή του σωστού τρόπου να ζεις.
Εν τέλει,
η ηθική αφορά το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος.
Ludwig Wittgenstein (1889-1951) και Sam Harris (1967- )
Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
«Τίποτα δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, τέτοια τα κάνει η σκέψη»
«Τα όρια της γλώσσας μου, είναι τα όρια του κόσμου μου»
Ποια είναι λοιπόν η σημασία της λέξης «ηθική»; Πρέπει οπωσδήποτε να μην εξαρτάται από το καπρίτσιο του καθενός που θα την επανακαθορίσει για να ταιριάζει στην συμπεριφορά του, πρέπει να είναι απόλυτη. Πρέπει, με τη χρήση της λογικής και μόνο, να μπορούμε όλοι να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα όταν κρίνουμε ηθικά κάποια πράξη. Ποια είναι λοιπόν η γλώσσα που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε μια τέτοια απόλυτη έννοια; Οι λέξεις, και ο τρόπος που τις χρησιμοποιούμε, μπορούν να περιγράψουν μόνο τη φυσική κατάσταση των πραγμάτων, δηλαδή γεγονότα. Από τη στιγμή όμως που τα γεγονότα από μόνα τους δεν περιέχουν ηθική αξία (η πτώση ενός μήλου και το πάτημα μιας σκανδάλης είναι εξίσου αμοραλιστικά συμβάντα, πέραν της ηθικής), η γλώσσα δεν είναι ικανή να δώσει ηθικές απαντήσεις, και άρα η ηθική εκπίπτει στον χώρο έξω από τη γλώσσα και τον κόσμο που αυτή περιγράφει, μεταφέρεται δηλαδή στον χώρο της μεταφυσικής.
«Για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις»
Στο βιβλίο του Tractatus Logicο-Philosophicus γράφει ο Βίτγκενσταϊν: “Είναι φανερό ότι η ηθική δεν μπορεί να αποτυπωθεί στον λόγο. Η ηθική είναι υπερβατική.» {TLP 6.421) Ο Βίτγκενσταϊν πλησιάζει εδώ τον Χιουμ που είπε ότι μπορούμε να αποφανθούμε μόνο για το πώς είναι ο κόσμος, όχι για το πώς θα έπρεπε να είναι («Δεδομένης της γνώσης του πώς είναι το σύμπαν, με ποια έννοια μπορούμε να πούμε πώς θα έπρεπε να είναι;»). Ο Βίτγκενσταϊν λέει ότι φράσεις όπως «τι εξαιρετικό το γεγονός της ύπαρξης» ή «η ύπαρξη του κόσμου μου φαίνεται θαυμάσια» αποτελεί κακομεταχείριση της γλώσσας. Κι αυτό γιατί μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάτι σαν θαυμάσιο, μόνο αν έχουμε κάτι για να το συγκρίνουμε. Η φράση «αυτό το σκυλί είναι μεγάλο» σημαίνει μόνο ότι αυτό το σκυλί είναι μεγαλύτερο από άλλα που έχουμε δει της ίδιας ράτσας. Με τι θα μπορούσαμε όμως να συγκρίνουμε την ύπαρξη; Γνώση της μη ύπαρξης δεν έχουμε, άρα είναι αδύνατο να αποφανθούμε κριτικά για την ύπαρξη του κόσμου. Μπορούμε δηλαδή να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα μόνο όταν μιλάμε για κάτι που είναι επαληθεύσιμο.
Το να χαρακτηρίσει ο Βίτγκενσταϊν κάτι σαν «ανοησία» δεν είναι ισοπεδωτικό. Τελειώνει την ομιλία του λέγοντας ότι «δεν μπορώ παρά να σέβομαι βαθύτατα αυτήν την τάση της ανθρώπινης σκέψης και ποτέ δεν θα την γελοιοποιούσα». Αργότερα, στο «Κοινωνία και Αξία» γράφει: «προς θεού, μην φοβάστε να πείτε ανοησίες! Αλλά πρέπει να δώσετε προσοχή στις ανοησίες σας». Δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να αναζητάμε συνέχεια δικαιολόγηση και εξήγηση. Η ασφάλεια της ψεύτικης σιγουριάς για τις εντυπώσεις μας του κόσμου, μας απομακρύνουν από την κριτική στάση προς τις εικασίες μας για αυτόν. Οι εικασίες αυτές, λέει, είτε φιλοσοφικές είτε επιστημονικές, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, και δεν πρόκειται να λύσουν κανένα πρόβλημα. Δεν υπάρχει απάντηση στο πρόβλημα της ζωής. Λύση έχουμε όταν εξαφανίζεται το πρόβλημα.
«Οι θρησκευτικές ιδέες για το καλό και το κακό τείνουν να εστιάζουν στο πώς να αποκτήσεις ευημερία στην επόμενη ζωή, και αυτό τις κάνει κάκιστους οδηγούς για το πώς να την εξασφαλίσεις στην παρούσα»
Αυτό που ίσως να διαφεύγει από τον Βίτγκενσταϊν είναι ότι και οι ηθικές αξίες είναι, κάποιου είδους, γεγονότα, κάτι που θα του επέτρεπε να μην θεωρεί ανοησία το να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να τις περιγράψουμε. Για παράδειγμα, ο λόγος που νοιαζόμαστε για τα ζώα περισσότερο από όσο νοιαζόμαστε για τα έντομα, είναι το ότι θεωρούμε πως τα πρώτα είναι εκτεθειμένα σε μεγαλύτερο εύρος ευτυχίας-δυστυχίας από ότι τα δεύτερα. Τα ζώα έχουν μεγαλύτερη ικανότητα να αισθανθούν πόνο ή ευχαρίστηση από τα έντομα. Αυτό είναι μια κυριολεκτική, ειλικρινής δήλωση. Για την ακρίβεια, είναι ένα γεγονός. Είναι κάτι που θα μπορούσε να είναι σωστό ή λάθος˙ είναι δηλαδή, κάτι επαληθεύσιμο. Η επιστήμη συνεχώς αποφαίνεται για γεγονότα που περιγράφουν το είδος των εμπειριών που μπορεί να έχουν τα συνειδητά όντα.
Όντως, είναι πιθανό να πιστεύει κάποιος ότι κινείται προς το καλύτερο πιθανό σύμπαν και, απλά, να κάνει λάθος. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αισθάνεται ευημερία όταν σκοτώνει, π.χ., αλλόθρησκους, γιατί πιστεύει ότι αυτό θα τον οδηγήσει στον παράδεισο. Για αυτόν, είναι καλό να πεθάνουν οι αλλόθρησκοι. Θα πρέπει αυτό να μας κάνει να εγκαταλείψουμε την έννοια της αντικειμενικότητας του τι είναι καλό; Θα επανέλθω στην αντιπαραβολή με την υγεία, και θα πάρω ένα αντίστοιχο παράδειγμα κάποιου που λέει ότι θέλει να αισθάνεται ισχυρούς πόνους ημικρανίας, ότι αυτό του φέρνει κάποιου είδους ευχαρίστηση. Μπορούμε να παρουσιάσουμε ένσταση σε αυτό; Ενδεχομένως όχι -μάλλον θα έπρεπε να αποδεχτούμε και το αίτημά του να μην δεχτεί καμία θεραπεία- αλλά σίγουρα δεν θα αποφανθούμε ότι είναι υγιής. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν θα σηκώσουμε τα χέρια ψηλά όταν κληθούμε να κρίνουμε ηθικά αυτόν που του προκαλεί ευχαρίστηση η δολοφονία. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την περίπτωσή του, μπορούμε να κατανοήσουμε του λόγους που τον οδηγούν σε αυτήν, αλλά σίγουρα δεν χρειάζεται κλονιστούμε στη θέση μας για το τι είναι καλό και κακό, επειδή αυτός έχει την «δική του ηθική», τάχα εξίσου βάσιμη με οποιουδήποτε άλλου. Εξάλλου, θα έπρεπε να υπολογίσουμε και την ευημερία των θυμάτων του, των συγγενών τους, κλπ, κλπ. Οι πράξεις του προφανώς μας οδηγούν προς το χειρότερο δυνατό σύμπαν.
Βλέπουμε σε κάποιες περιοχές του κόσμου οι γυναίκες να αντιμετωπίζονται σαν υπόδουλες. Με ποια έννοια δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό είναι αντικειμενικά κακό; Ό,τι ξέρουμε για την ανθρώπινη κατάσταση μας λέει ότι οι άνθρωποι γεννιούνται ισότιμοι. Και είναι η επιστήμη της βιολογίας που το επαληθεύει, που μας δείχνει ότι δεν υπάρχει αξιολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Γιατί το θεωρούμε δεδομένο ότι κάθε κουλτούρα έχει και μια άποψη για κάποιο ηθικό θέμα που πρέπει αναγκαστικά να πάρουμε στα σοβαρά; Πώς έχουμε πειστεί ότι μια απόφανση για κάποιο ηθικό πρόβλημα αποκλείεται να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από κάποια άλλη; Γιατί νομίζουμε ότι δεν είμαστε ικανοί να κατακρίνουμε πράξεις που δεν θα θεωρούσαμε ανεκτές στην Ελλάδα ή στην Ελβετία, απλά και μόνο επειδή λαμβάνουν τόπο σε μια άλλη, ξένη χώρα; Είναι μια υποτιθέμενη ταπεινοσύνη και ένας κακώς νοούμενος πολιτισμικός σχετικισμός (αλληλένδετος με το αίσθημα της λευκής ενοχής) που μας αποτρέπει από το να υπερασπιστούμε αυτά που ήδη ξέρουμε. Από το να υποστηρίξουμε τις κεκτημένες «δυτικές» αξίες, που είναι παγκόσμιες αξίες (επειδή είναι αντικειμενικές αξίες), απέναντι σε συμπεριφορές που γνωρίζουμε πως προκαλούν τόση αναταραχή σε μια ανοικτή κοινωνία, όσο ο ιός του AIDS σε έναν υγιή οργανισμό.
- Sam Harris Ted Talk (βίντεο στα αγγλικά)
- Sam Harris – The Moral Landscape
- http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3008353/
- http://www.popsci.com/science/article/2011-03/fyi-can-scientists-measure-happiness
- http://everything2.com/title/Wittgenstein+and+ethics+beyond+philosophy
- http://www.iep.utm.edu/wittgens/#H3