Μιλάμε για μαγεία όταν αναφερόμαστε σε μια τάξη τελετουργιών που μοιάζουν ακατανόητες ή ασύμβατες με τις επιστημονικά τεκμηριωμένες εξηγήσεις και τεχνικές στις οποίες ο δυτικός πολιτισμός μάς έχει συνηθίσει. Συμβαίνει, ωστόσο, σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, να υιοθετούμε τελικά –έστω και άθελά μας– ορολογίες και οπτικές οι οποίες, σε τελευταία ανάλυση, δεν έχουν καθιερωθεί από το πνεύμα του ορθολογισμού, αλλά έχουν μάλλον επιβληθεί από εκείνο το μακραίωνο, ανηλεές, παράλογα βίαιο και αποτρόπαιο “κυνήγι”, με το οποίο ο χριστιανισμός προσπάθησε –και εν πολλοίς κατάφερε– να εξαφανίσει οτιδήποτε έδειχνε να διαφεύγει του δόγματος και του ελέγχου του.
τραβώντας το από τη γη και μου ’δειξε το κάθε γνώρισμά του,
μαύρη είχε ρίζα και λευκό σαν γάλα το άνθος του ήταν,
μῶλυ το λεν οι αθάνατοι, και δύσκολα απ’ το χώμα
το ξεριζώνουν οι θνητοί, μα δύνανται όλα εκείνοι.”
ολημερίς δεν θα ’κλαιγε με δάκρυ θαλερό
ούτε κι αν πέθαινε ο πατέρας του ή η μάνα του ή εμπρός του έβλεπε
να σφάζουν αδερφό για αγαπημένο γιο.
Τέτοια σοφά βοτάνια κάτεχε του Δία η θυγατέρα,
εκπληκτικά, δοσμένα απ’ την Πολύδαμνα του Θώνα τη γυναίκα,
την Αιγυπτία, εκεί που πλούσια βγαίνουνε στη γη τη ζωοδότρα
βοτάνια, ποικίλα, άλλα ωφέλιμα κι άλλα θανατερά.
Καθένας είναι εκεί γιατρός που όλα τα ξέρει, πιότερο
από τους άλλους τους λαούς.” (222-32)