Στο σημείο αυτό ας ανοίξουμε μια παρένθεση κι ας αναλογιστούμε ότι οι αρχαίοι όπως και οι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι δεν είχαν γνώση περί ασυνείδητου. Εμπειρικά και εν μέρει διαισθητικά γνώριζαν αρκετές ιδιότητες της ανθρώπινης ύπαρξης, όχι όμως τις ασυνείδητες διεργασίες που διαδραματίζονται ενδοψυχικά και διαπροσωπικά. Αυτό είχε σαν συνέπεια η αναζήτηση της αλήθειας ή της πραγματικότητας να γίνεται με σχολαστικότητα και κυρίως με μια έντονη τάση αμφισβήτησης, πέραν του ανταγωνισμού που αναπτυσσόταν κατά διαστήματα, μεταξύ των διαφορετικών φιλοσοφικών σχολών. Η ανακάλυψη μια αλήθειας οδηγούσε σχεδόν αυτόματα στην αμφισβήτηση της ίδιας της αλήθειας. Και τούτο όχι μόνο από άλλους, αλλά κι από τον ίδιο φιλόσοφο. Η ασυνείδητη ανάγκη για έλεγχο και τελειότητα που οδηγεί στην αμφιβολία και αμφισβήτηση δεν ήταν γνωστή, οπότε η αποφυγή ή η διακοπή του φαύλου κύκλου που προαναφέρθηκε δεν ήταν δυνατή, έστω και σε θεωρητικό επίπεδο.
- Ο ερχομός του θανάτου είναι βέβαιος, ο χρόνος άφιξής του αβέβαιος.
- Δεν υπάρχει ένας θάνατος, ο καθένας ζει το δικό του θάνατο.
- Οι περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνται με τον θάνατο τρίτων (διαβάζουν, πληροφορούνται, σκέφτονται το θάνατο άλλων), όχι όμως με το δικό τους θάνατο (πως είναι τα πράγματα όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου νεκρό).
- Ο θάνατος εξομοιώνει: καθιστά όλους τους ανθρώπους όμοιους είτε υπήρξαν στη ζωή τους πλούσιοι ή φτωχοί, είτε μορφωμένοι ή αμόρφωτοι. Παράλληλα όμως διατηρείται και μια ανομοιότητα. Στο θάνατο μπορούν να αποδίδονται αντιφατικά κατηγορήματα: πως είναι η μεγαλύτερη δυστυχία και η μεγαλύτερη παρηγοριά, πως καλύτερο είναι να πεθάνεις ξαφνικά και πως καλύτερο να πεθάνεις αργά κ.λ.π. Όσο ο θάνατος διατηρεί αυτή την αντιφατικότητα, δεν αντιμετωπίζεται σοβαρά, δηλαδή δεν αντιμετωπίζεται ως ο δικός μου θάνατος.
Η βελτίωση της υγιεινής κατάστασης δεν εξαρτάται όμως από την ιατρική επιστήμη τόσο, όσο από τη διεθνή πολιτική ή από την κοινωνική συμπεριφορά των λαών. Ο υπερκαταναλωτισμός των πραγμάτων, συμβάντων, αξιών και συμπεριφορών δεν ήταν δυνατό να παραβλέψει την περιοχή του θανάτου. Ο θάνατος έχει μεταβληθεί σε εμπορεύσιμο προϊόν και η συμπεριφορά απέναντι του έχει ενταχθεί μέσα σ'ένα πλαίσιο ακριβόλογων υπολογισμών και ισοζυγιών. Ο «ευπρεπής» θάνατος εξαρτάται πλέον από την επάρκεια χρημάτων για «ικανοποιητική» περίθαλψη στο νοσοκομείο, στο γηροκομείο, στο νεκροταφείο και στο γραφείο κηδειών. Παράλληλα, το άτομο δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του για το θάνατό του, όπως άλλωστε νιώθει αμέτοχο στο θάνατο αμέτρητων ανθρώπων.
Ας περάσουμε τώρα στην ψυχολογία και σε κάποιες απόψεις του Freud για το θάνατο. Ο θάνατος τρίτων είναι κατανοητός, όπως ήδη έχει επισημανθεί. Ο προσωπικός θάνατος είναι αδιανόητος, γι'αυτό, όπως και οι αρχέγονοι άνθρωποι, εξακολουθούμε να είμαστε απλοί παρατηρητές. Κατά βάθος δεν πιστεύει κανένας στο δικό του θάνατο ή με διαφορετικά λόγια, στο ασυνείδητό του ο καθένας είναι πεπεισμένος για την αθανασία του. Ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου βιώνεται με πόνο, καθότι το καθένα από τα αγαπημένα πρόσωπα αποτελεί ένα μέρος του αγαπημένου μας εγώ. Από την άλλη μεριά ένας τέτοιος θάνατος μας βρίσκει και σύμφωνους, διότι κάθε αγαπημένο πρόσωπο αντιπροσωπεύει και κάτι ξένο. Ο νόμος της αμφιθυμίας συνεχίζει να διέπει τις σχέσεις μας με τα πιο αγαπητά πρόσωπα. Απ'αυτή την συναισθηματική σύγκρουση άλλωστε γεννήθηκε και η ψυχολογία. Πλάι στο πτώμα του αγαπημένου προσώπου επινόησε ο άνθρωπος τα πνεύματα και στη συνείδηση της ενοχής του που συνόδευσε το πένθος του, οφείλεται το γεγονός ότι αυτά τα πρώτα πνεύματα ήταν κακοί δαίμονες που έπρεπε κανείς να τους φοβάται. Οι αλλοιώσεις που επέφερε ο θάνατος τού υπέβαλαν την ιδέα να χωρίσει το άτομο σε σώμα και ψυχή. Η συνεχής ανάμνηση του πεθαμένου αποτέλεσε τη βάση για την παραδοχή άλλων μορφών μεταθανάτιας ύπαρξης. Στη συνέχεια κατάφεραν οι θρησκείες να εμφανίσουν αυτή τη μεταθανάτια ύπαρξη ως την πιο πολύτιμη και πιο αυθεντική, αφαιρώντας έτσι από το θάνατο τη σημασία του.
Οι διεργασίες αυτές και ιδιαίτερα η συνείδηση της ενοχής δημιούργησε και την πρώτη ηθική επιταγή: ου φονεύσεις, η οποία επεκτάθηκε σιγά σιγά, στο μη αγαπημένο ξένο, τελικά και στον εχθρό (ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος πάντως δε χρησιμοποιεί την επιταγή αυτή για τον εχθρό του).
Στρέφοντας πάλι την προσοχή μας στο ασυνείδητο της δικής μας ψυχικής ζωής, συμπεραίνουμε ότι η πίστη στο θάνατο δεν έχει μέσα μας καμιά αντιστοιχία στο επίπεδο των ορμών. Αυτό μπορεί να είναι άλλωστε και το μυστικό του ηρωισμού. Το άγχος θανάτου είναι, αντίθετα, κάτι δευτερογενές και συνήθως προέρχεται από την συνείδηση της ενοχής.
Από την άλλη πλευρά αναγνωρίζουμε το θάνατο για ξένους και εχθρούς και τον επιβάλλουμε μάλιστα. Το ασυνείδητό μας όμως δεν εκτελεί τη θανάτωση, απλώς τη σκέφτεται και την εύχεται. Ακόμα και στις πιο τρυφερές μας σχέσεις αγάπης, ενυπάρχει μια μικρή δόση εχθρότητας, που μπορεί να υποκινήσει την ασυνείδητη ευχή θανάτου. Απ'αυτή την αμφιθυμική σύγκρουση δεν προκύπτει όμως όπως άλλοτε η ψυχολογία και η ηθική, αλλά η νεύρωση, η οποία μας επιτρέπει να φωτίσουμε και την κανονική ψυχική ζωή.
Ο Viktor Frankel, ένας ψυχοθεραπευτής που επέζησε το ολοκαύτωμα και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα αυτό, συγκεντρώνει τις σκέψεις και έρευνές του σε τρεις προτάσεις:
Η πρώτη είναι ότι το νόημα δεν επινοείται αλλά ανακαλύπτεται. Βρίσκεται στον έξω κόσμο και είναι έργο του κάθε ατόμου να το βρει στις συγκεκριμένες περιστάσεις της ζωής του.
Η δεύτερη αναφέρεται στο υπέρτατο νόημα, το οποίο όντως υπάρχει και είναι προσιτό στον καθένα εφόσον έχει επίγνωση ότι, παρά το φαινομενικό χάος, υπάρχει τάξη στο σύμπαν και ότι αυτός αποτελεί μέρος αυτής της τάξεως. Η ύπαρξη του υπέρτατου νοήματος δεν μπορεί ν'αποδειχτεί εκτός αν το άτομο κάνει τους δικούς του πειραματισμούς: δηλαδή ένα άτομο μπορεί να ζει ως εάν υπήρχε Νόημα, Τάξη, Σκοπός, Προσανατολισμός και Έργο (είτε βλέπει αυτές τις έννοιες με θρησκευτικό ή με αθεϊστικό πνεύμα), ή μπορεί να ζει ως εάν το κάθε τι να ήταν ένα αυθαίρετο χάος. Και να δει ποια απ'αυτές τις εναλλακτικές υποθέσεις του γεμίζουν πιο πολύ τη ζωή. Η απόδειξη βρίσκεται στο αποτέλεσμα της έρευνας.