Στο Walden ο Thoreau θα συγκροτήσει τη μεταφυσική του. Η λίμνη ήταν εκεί πριν τον Thoreau, πριν «το ανοιξιάτικο πρωινό του Αδάμ και της Εύας», γι αυτό και ο πυρηνικός της συμβολισμός, η ακατανίκητη έλξη της, γιατί είναι μια άχρονη ύπαρξη, ακύμαντη και διαυγής, η πιο βαθιά νοσταλγία της ύπαρξης. Η λίμνη Walden ήταν μια εικόνα του ίδιου του Thoreau. «Ουόλντεν εσύ είσαι;», διερωτάται ο Thoreau πάνω από τον αντικατοπτρισμό του στα νερά της. Το χειμώνα η λίμνη πάγωνε και γινόταν ένα θολό κι αδιαπέραστο κρύσταλλο, τότε που διάβαζε περισσότερο την ακύμαντη γαλήνη της, την άχρονη υπόστασή της. Ο Thoreau το ήξερε, η λίμνη Walden εμπλουτιζόταν από τη «Κασταλία πηγή, από τα ιερά νερά του Γάγγη», και έτσι ήταν. Η καλύβα δίπλα στη λίμνη ήταν τότε μια καλύβα δίπλα στην άβυσσο, δίπλα στο σκοτάδι της ύπαρξης. Με αυτό το σκοτάδι δόλωνε και ο ίδιος τις λέξεις του για να αφηγηθεί τη ζωή στη λίμνη που πάει πέρα από τη λίμνη και πέρα απ' τη ζωή. Χτίζοντας τη καλύβα του στις όχθες της ο Thoreau αποφασίζει να αφεθεί στην ανεστιότητά του, στη διαθεσιμότητά του σ’ αυτό το ανοικτό περιβάλλον, σ’ αυτό το Έξω που τον περιβάλλει. Η καλύβα δεν είναι σπίτι, είναι αντίσκηνο, ένα κάθισμα όπως λέει κι ο ίδιος, όχι μια ιδιοκτησία, ένα κατάλυμα μόνο για τη νύχτα.
Στο Walden ο Thoreau θα συγκροτήσει τη μεταφυσική του. Η λίμνη ήταν εκεί πριν τον Thoreau, πριν «το ανοιξιάτικο πρωινό του Αδάμ και της Εύας», γι αυτό και ο πυρηνικός της συμβολισμός, η ακατανίκητη έλξη της, γιατί είναι μια άχρονη ύπαρξη, ακύμαντη και διαυγής, η πιο βαθιά νοσταλγία της ύπαρξης. Η λίμνη Walden ήταν μια εικόνα του ίδιου του Thoreau. «Ουόλντεν εσύ είσαι;», διερωτάται ο Thoreau πάνω από τον αντικατοπτρισμό του στα νερά της. Το χειμώνα η λίμνη πάγωνε και γινόταν ένα θολό κι αδιαπέραστο κρύσταλλο, τότε που διάβαζε περισσότερο την ακύμαντη γαλήνη της, την άχρονη υπόστασή της. Ο Thoreau το ήξερε, η λίμνη Walden εμπλουτιζόταν από τη «Κασταλία πηγή, από τα ιερά νερά του Γάγγη», και έτσι ήταν. Η καλύβα δίπλα στη λίμνη ήταν τότε μια καλύβα δίπλα στην άβυσσο, δίπλα στο σκοτάδι της ύπαρξης. Με αυτό το σκοτάδι δόλωνε και ο ίδιος τις λέξεις του για να αφηγηθεί τη ζωή στη λίμνη που πάει πέρα από τη λίμνη και πέρα απ' τη ζωή. Χτίζοντας τη καλύβα του στις όχθες της ο Thoreau αποφασίζει να αφεθεί στην ανεστιότητά του, στη διαθεσιμότητά του σ’ αυτό το ανοικτό περιβάλλον, σ’ αυτό το Έξω που τον περιβάλλει. Η καλύβα δεν είναι σπίτι, είναι αντίσκηνο, ένα κάθισμα όπως λέει κι ο ίδιος, όχι μια ιδιοκτησία, ένα κατάλυμα μόνο για τη νύχτα.