
Εξαιτίας της θείας σοφίας λαμβάνουν και οι ψυχές τις λογικές τους δυνάμεις. Βέβαια, καθώς περιστρέφονται κυκλικά και αναλυτικά γύρω από την αλήθεια των όντων, υπολείπονται από τις ενιαίες αγγελικές δυνάμεις εξαιτίας της διαιρετής και παντοειδούς ποικιλίας της φύσης τους, αλλά με την συνέλιξη των πολλών σε ένα αξιώνονται με ανάλογες προς τους αγγέλους νοήσεις, στο βαθμό βέβαια που είναι οικείο και εφικτό στη φύση τουςΕίναι ανάγκη, νομίζω, να γνωρίσουμε από τις Γραφές και τη φύση των εννοιών χρόνος και αιώνας. Γιατί όπου η Γραφή λέει «αιώνια» δεν εννοεί σε όλες τις περιπτώσεις αυτά που είναι παντοιοτρόπως και απολύτως αγένητα ή πραγματικά αΐδια, αλλά επίσης τα άφθαρτα, αθάνατα, αναλλοίωτα και όσα υπάρχουν κατά τον ίδιο τρόπο, όπως όταν λέει το: «Ανοίξτε πύλες αιώνιες» και τα παρόμοια.
Πολλές φορές μάλιστα χαρακτηρίζει με την ονομασία του αιώνα τα πολύ αρχαία και είναι πάλι φορές που την όλη διάρκεια του δικού μας χρόνου την ονομάζει αιώνα, καθότι χαρακτηριστικό γνώρισμα του αιώνα είναι το αρχαίο και το αναλλοίωτο και το να μετρά συνολικά το είναι. Την ονομασία του χρόνου τη δίνει σ' αυτά που χαρακτηρίζονται από γένεση, φθορά, αλλοίωση και είναι πότε έτσι και πότε αλλιώς.
Γι' αυτό κι εμείς που βρισκόμαστε εδώ και οριζόμαστε από τον χρόνο θα έχουμε, λέει η θεολογία, μερίδιο στον αιώνα, όταν θα φτάσουμε στον άφθαρτο και αμετάβλητο αιώνα. Μερικές φορές στις Γραφές γίνεται λόγος για έγχρονο αιώνα και αιώνιο χρόνο, αν και γνωρίζουμε απ' αυτές ότι με τον αιώνα λέγονται και δηλώνονται περισσότερο και κατά κύριο λόγο αυτά που υπάρχουν, ενώ με τον χρόνο όσα γίνονται.
Δεν πρέπει, επομένως, αυτά που ονομάζονται αιώνια να τα θεωρούμε γενικά συναΐδια με τον προαιώνιο Θεό· αλλά ακολουθώντας απαρέγκλιτα τις πάνσεπτες Γραφές, πρέπει τα αιώνια και τα έγχρονα να τα διερμηνεύουμε με τους τρόπους που είναι αναγνωρισμένοι απ' τις Γραφές, ενώ πρέπει να θεωρήσουμε ενδιάμεσα αυτών που υπάρχουν και αυτών που γίνονται όσα μετέχουν πότε στον αιώνα και πότε στον χρόνο.
Τον Θεό, ωστόσο, πρέπει να τον υμνούμε και ως αιώνα και ως χρόνο, επειδή είναι αιτία κάθε χρόνου και αιώνα, και ως παλαιό των ημερών, επειδή υπάρχει πριν και υπεράνω χρόνου και «μεταβάλλει τους καιρούς και τους χρόνους»· επίσης, ως αυτόν που υπάρχει πριν από τους αιώνες, καθότι υπάρχει πριν από τον αιώνα και υπεράνω του αιώνα και «η βασιλεία του είναι βασιλεία όλων των αιώνων».
[οι Γραφές ονομάζουν αόρατο το φως που φωτίζει τα πάντα, άρρητο και ανώνυμο τον πολυύμνητο και πολυώνυμο, καθώς επίσης ακατάληπτο και ανεξιχνίαστο αυτόν που είναι παρών σε όλα και που αποκαλύπτεται από όλα τα όντα. Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο και τώρα ο θείος απόστολος λέγεται ότι ύμνησε τη μωρία του Θεού, ανάγοντας αυτό που φαίνεται σ' αυτήν παράλογο και άτοπο στην άρρητη και πέρα από κάθε λογική αλήθεια.
Αλλά, όπως έχω πει και σε άλλο σημείο, επειδή προσλαμβάνουμε αυτά που βρίσκονται πάνω από μας με τρόπο που ταιριάζει στη φύση μας και καθώς είμαστε εγκλωβισμένοι στη συντροφιά των αισθήσεων και παραβάλλουμε τα θεία με τα ανθρώπινα, ξεγελιόμαστε επιδιώκοντας να κατανοήσουμε τον θείο και απόρρητο λόγο μόνο με αυτό που φαίνεται. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο ανθρώπινος νους έχει από τη μια τη δύναμη να νοεί, δύναμη με την οποία αντιλαμβάνεται τα νοητά, και από την άλλη την ένωση που υπερβαίνει τη φύση του νου,με την οποία συνάπτεται με όσα βρίσκονται επέκεινα του εαυτού του. Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτήν την ένωση πρέπει να εννοούμε τα θεία και όχι σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα· να εξίσταται όλος ο εαυτός μας από όλο τον εαυτό μας και να παραδινόμαστε καθ' ολοκληρία στον Θεό· γιατί είναι καλύτερο να ανήκουμε στον Θεό και όχι στους εαυτούς μας: έτσι θα συμβαίνει να δίνονται τα θεία σε όσους συντάσσονται με τον Θεό. -=======
Υμνώντας λοιπόν καθ' υπεροχή αυτή την «άλογη» και «ανόητη» και «μωρή» σοφία, ας πούμε ότι είναι αιτία για κάθε νου και λογική και σοφία και σύνεση. Σ' αυτήν ανήκει κάθε σκέψη και από αυτήν προέρχεται κάθε γνώση και σύνεση και σ' αυτήν βρίσκονται «κρυμμένοι όλοι οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσης». Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με όσα έχουμε ήδη αναφέρει, η πάνσο-φη και υπεράνω σοφίας αιτία είναι αυτή που δίνει υπόσταση στην καθαυτό σοφία, στην όλη σοφία και στις επιμέρους κατηγορίες της σοφίας.
2. Απ' αυτήν λαμβάνουν τις απλές και μακάριες νοήσεις τους οι νοητές και νοερές δυνάμεις των αγγελικών νόων. Δεν συνάγουν τη γνώση του Θεού μέσα σε διαιρετά ή από διαιρετά ή από τις αισθήσεις ή από αναλυτικές λογικές διεργασίες ούτε εμπεριέχονται σε κάτι κοινό προς αυτά, αλλά καθώς είναι εντελώς απαλλαγμένες από οτιδήποτε υλικό ή πολλαπλό, νοούν όσα από τα θεία μπορούν να νοηθούν κατά τρόπο νοερό, άυλο, ενιαίο. Και η νοερή τους δύναμη και ενέργεια απαστράπτει από την αμιγή και άχραντη καθαρότητά τους και ενορά τις θείες νοήσεις κατά τρόπο αμερή και άυλο· επίσης, με τη θεοειδή ενότητά της εξομοιώνεται, όσο είναι δυνατό, προς τον θεϊκό και υπέρσοφο νου και λόγο.
Αλλά και τις ίδιες τις αισθήσεις δεν θα σφάλει κανείς αν τις αποκαλέσει απήχημα της σοφίας. Ακόμα και ο νους των δαιμόνων στην καθαυτό φύση του από αυτήν προέρχεται· στο βαθμό όμως που είναι νους χωρίς λογική, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επιτύχει αυτό που επιθυμεί και χωρίς να θέλει να τον μάθει, πρέπει - για να είμαστε περισσότερο ακριβολόγοι - να τον αποκαλέσουμε έκπτωση σοφίας.
Αλλά ότι η θεϊκή σοφία είναι αρχή και αιτία και δημιουργός και τελειοποίηση και φύλαξη και τελικός σκοπός της καθαυτό σοφίας και της όλης σοφίας και όλου του νου και της λογικής και της αίσθησης όλης έχει ήδη λεχθεί. Πώς όμως γίνεται ο ίδιος ο υπέρσοφος Θεός να υμνείται ως σοφία και νους και λογική και γνώση; Πώς δηλαδή θα εννοήσει κάτι από τα νοητά, χωρίς να διαθέτει νοερές ενέργειες; Ή πώς θα γνωρίσει τα αισθητά, τη στιγμή που είναι εδραιωμένος υπεράνω κάθε αίσθησης; Και όμως οι Γραφές λένε ότι αυτός γνωρίζει τα πάντα και ότι τίποτα δεν διαφεύγει της θεϊκής γνώσης.
Αλλά, όπως είπα πολλές φορές, τα θεία πρέπει να τα εννοήσουμε κατά τρόπο που αρμόζει στη θεϊκή φύση. Γιατί το ότι ο Θεός δεν έχει νου και αίσθηση πρέπει να το εκλάβουμε με την έννοια της υπεροχής και όχι της έλλειψης. Κατά παρόμοιο τρόπο αποδίδουμε το «άλογο» σ' αυτόν που είναι υπεράνω λογικής και την ατέλεια σ' αυτόν που είναι υπεράνω και πρότερος τελειότητας.
Επίσης, ως απρόσιτο και αόρατο γνόφο ονομάζουμε το φως το απρόσιτο, επειδή υπερέχει από το ορατό φως. Επομένως, ο θεϊκός νους συνέχει τα πάντα με τη γνώση που υπερβαίνει τα πάντα, έχοντας εκ των προτέρων συγκεντρώσει στον εαυτό του, ως αιτία των πάντων, τη γνώση όλων των όντων, γνωρίζοντας και δημιουργώντας αγγέλους πριν να υπάρξουν άγγελοι και γνωρίζοντας επίσης όλα τα άλλα είδη αφ' εαυτού και από την καθαυτό, για να μιλήσω έτσι, αρχή τους και οδηγώντας τα στην ύπαρξη.
Kαι αυτό, νομίζω, παραδίδει η Γραφή, όταν λέει: «Αυτός που γνωρίζει τα πάντα πριν από τη γένεσή τους». Γιατί ο θεϊκός νους δεν γνωρίζει τα όντα μαθαίνοντάς τα από τα όντα, αλλά από τον εαυτό του και μέσα στον εαυτό του έχει και συγκεντρώνει εκ των προτέρων, ως αιτία, την είδηση και γνώση και ουσία των πάντων.
Και δεν προσεγγίζει ιδιαιτέρως κάθε είδος, αλλά γνωρίζει και συνέχει τα πάντα, επειδή αποτελεί τη μια και συνεκτική αιτία των πάντων. Όπως ακριβώς και το φως κατά την αιτία έχει λάβει εκ των προτέρων στον εαυτό του τη γνώση του σκότους: με κανένα άλλο τρόπο δεν γνωρίζει το σκοτάδι παρά μόνο από το φως.
Η θεϊκή σοφία, λοιπόν, γνωρίζοντας τον εαυτό της γνωρίζει τα πάντα, κατά τρόπο άυλο τα υλικά, κατά τρόπο αδιαίρετο τα διαιρετά, κατά τρόπο ενιαίο τα πολλά, διότι με το καθαυτό ένα γνωρίζει και παράγει τα πάντα. Γιατί, αν σύμφωνα με μια αιτία ο Θεός μεταδίδει σε όλα τα όντα το είναι, σύμφωνα με την ίδια ενιαία αιτία θα γνωρίσει τα πάντα, επειδή προέρχονται απ' αυτόν και προϋπάρχουν σ' αυτόν. Δεν θα λάβει από τα όντα τη γνώση τους, αλλά αντίθετα θα χορηγήσει στα διάφορα είδη τη γνώση των εαυτών τους, καθώς και τη μεταξύ τους αμοιβαία γνώση.
Επομένως, ο Θεός δεν έχει διαφορετική τη γνώση του εαυτού του και διαφορετική τη γνώση που συλλαμβάνει από κοινού όλα τα όντα. Γιατί η αιτία των πάντων γνωρίζοντας η ίδια τον εαυτό της δεν μπορεί με κανένα τρόπο να μην γνωρίζει όσα προέρχονται απ' αυτήν και αυτά των οποίων η ίδια είναι αιτία. Μ' αυτή λοιπόν τη γνώση ο Θεός γνωρίζει τα όντα, όχι διαμέσου της γνώσης των όντων, αλλά διαμέσου της δικής του γνώσης. Γιατί και οι άγγελοι, λέει η Γραφή, γνωρίζουν τα επίγεια όχι με αισθήσεις, παρόλο που αυτά είναι αισθητά, αλλά με δύναμη και φύση που είναι οικεία στη θεόμορφη νόηση.
3. Επιπρόσθετα πρέπει να εξετάσουμε πώς μπορούμε εμείς να γνωρίζουμε τον Θεό, τη στιγμή που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός ούτε με τη νόηση ούτε με τις αισθήσεις και γενικά δεν ανήκει στα όντα. Επιβάλλεται λοιπόν να τονίσουμε την αλήθεια ότι τον Θεό δεν τον γνωρίζουμε από τη φύση του (γιατί αυτή είναι αδύνατον να γίνει γνωστή και υπερβαίνει τα όρια κάθε λογικής και σκέψης), αλλά ότι ξεκινώντας από τη διάταξη όλων των όντων, που έχει παραχθεί απ' αυτόν και αποτελείται από ένα είδος εικόνων και ομοιωμάτων των θεϊκών του παραδειγμάτων, ανεβαίνουμε με μέθοδο και τάξη, σύμφωνα με τις δυνάμεις μας, στο επέκεινα των πάντων, στην περιοχή της αφαίρεσης και υπέρβασης των πάντων, στην καθολική αιτία του σύμπαντος. Γι' αυτό ο Θεός γίνεται γνωστός και μέσα σε όλα τα όντα αλλά και με την αφαίρεση όλων των όντων.
Ο Θεός λοιπόν γίνεται γνωστός και μέσω της γνώσης και μέσω της αγνωσίας. Από τη μια πλευρά γίνεται αντιληπτός με νόηση, λογική, ασφαλή γνώση, επαφή, αίσθηση, δοξασία, φαντασία, όνομα και όλα τα άλλα, ενώ συγχρόνως δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός ούτε με τη νόηση ούτε με τη γλώσσα ούτε με ονόματα. Και δεν είναι κάποιο από τα όντα ούτε γνωρίζεται μέσα σε κάποιο από τα όντα. Και σε όλα είναι τα πάντα και σε κανένα τίποτα. Και από όλα γνωρίζεται σε όλα και από κανένα σε κανένα. Συνεπώς, σωστά χρησιμοποιούμε όλες αυτές τις ονομασίες για τον Θεό και συγχρόνως σωστά υμνείται από όλα τα όντα, κατά την αναλογία όλων των πραγμάτων στα οποία αποτελεί την αιτία.
Υπάρχει, επίσης, από την άλλη η θεϊκότατη γνώση του Θεού, αυτή που αποκτάται μέσω της αγνωσίας, σύμφωνα με την ένωση που υπερβαίνει το νου, όταν ο νους αποστασιοποιηθεί από όλα τα όντα και εγκαταλείψει στη συνέχεια και τον εαυτό του, ώστε να ενωθεί με τις υπέρφωτες ακτίνες και μένοντας εκεί να καταλαμπρύνεται από εκείνες μέσα στο ανεξερεύνητο βάθος της σοφίας. Και βέβαια, όπως είπα, η γνώση αυτής της σοφίας είναι δυνατόν να επιτευχθεί και από όλα τα πράγματα.
Γιατί αυτή είναι κατά το ρητό της Γραφής που δημιουργεί τα πάντα, που εναρμονίζει πάντοτε τα πάντα, που αποτελεί την αιτία της αδιάλυτης αρμονίας και τάξης του σύμπαντος, αυτή που αεννάως συνάπτει τα τέλη των προηγούμενων με τις αρχές των επόμενων και καλλιεργεί τη μία συμφωνία και αρμονία του σύμπαντος.
4. Ο Θεός υμνείται από τις ιερές Γραφές ως λόγος, όχι μόνο γιατί είναι χορηγός και της λογικής και του νου και της σοφίας, αλλά γιατί περιλαμβάνει εκ των προτέρων στον εαυτό του κατά τρόπο ενιαίο τις αιτίες των πάντων και γιατί «προχωρεί διάμεσου των πάντων» φτάνοντας, όπως λένε οι Γραφές, μέχρι το τέλος των πάντων· επίσης, πριν από αυτά, επειδή ο θείος λόγος εκτείνεται υπεράνω κάθε απλότητας και είναι πλήρως απαλλαγμένος από κάθε εξάρτηση, καθώς είναι υπεράνω όλων κατά το υπερούσιο της ύπαρξής του.
Αυτός ο λόγος είναι η απλή και όντως υπάρχουσα αλήθεια, γύρω από την οποία, επειδή είναι η καθαρή και απλανής γνώση των πάντων, περιστρέφεται η θεϊκή πίστη. Είναι η μόνιμη εδραίωση αυτών που έχουν πιστέψει, η οποία τους εγκαθιστά μόνιμα μέσα στην αλήθεια, όπως και την αλήθεια σ' αυτούς, ώστε οι πιστοί να κατέχουν με μια αμετακίνητη ταυτότητα την απλή γνώση της αλήθειας.
Γιατί αν η γνώση είναι παράγοντας που ενώνει αυτούς που γνωρίζουν με το αντικείμενο της γνώσης, ενώ η άγνοια είναι αιτία συνεχούς μεταβολής και διαίρεσης αυτού που αγνοεί από τον εαυτό του, τότε αυτόν που έχει πιστέψει με την αλήθεια, σύμφωνα με τον ιερό λόγο, τίποτα δεν μπορεί να τον μετακινήσει από την εστία της αληθινής πίστης, με βάση την οποία θα αποκτήσει το μόνιμο της ακίνητης και αμετάβλητης ταυτότητας.
Γιατί αυτός που ενώθηκε με την αλήθεια γνωρίζει πολύ καλά ότι βρίσκεται σε άριστη κατάσταση, ακόμα κι αν οι πολλοί τον νουθετούν, επειδή δήθεν έχει παραστρατήσει. Διαφεύγει βέβαια, όπως είναι φυσικό, της προσοχής τους ότι μέσω της πραγματικής πίστης έχει μεταπηδήσει από την πλάνη στην αλήθεια.
Ο ίδιος όμως γνωρίζει αληθινά ότι ο εαυτός του δεν έχει παραφρονήσει, όπως ισχυρίζονται εκείνοι, αλλά ότι έχει ελευθερωθεί, με τη βοήθεια της απλής αλήθειας, που πάντοτε και κατά τον ίδιο τρόπο μένει η ίδια, από την άστατη και μεταβλητή κίνηση γύρω από την παντοειδή ποικιλία της πλάνης.
Έτσι λοιπόν οι αρχηγέτες και καθοδηγητές της δικής μας θεοσοφίας αποθνήσκουν καθημερινά υπέρ της αληθείας, δίνοντας μαρτυρία, όπως είναι φυσικό, με κάθε λόγο και έργο για την ενιαία γνώση της αλήθειας των χριστιανών, ότι δηλαδή αυτή είναι απλούστερη και θεϊκότερη από όλες ή μάλλον ότι αυτή είναι η μόνη αληθινή και μία και απλή γνώση του Θεού.....]
πηγη: http://paterikakeimena.blogspot.com/2011/06/10.html....

Ουράνιες διακοσμήσεις κατά Διονύσιο Αρεοπαγίτη
Ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης κατανέμει τις ουράνιες δυνάμεις σε μια ιεραρχία. Κατά την άποψη μας, λέει, η ιεραρχία είναι ιερή τάξη, γνώση και ενέργεια που είναι κατά το δυνατόν αφομοιωμένη προς τη θεία ομοιότητα και οδηγείται προς τη θεία μίμηση ανάλογα με τη δεδομένη από τον θεό έλλαμψη... Σκοπός της Ιεραρχίας είναι η κατά το δυνατόν αφομοίωση με τον θεό. Κάθε πρόσωπο που ανήκει σε μια ιεραρχία γίνεται τελειότερο σύμφωνα με τη δύναμη μίμησης που έχει. Γίνεται δηλαδή «συνεργός θεού».
Ο Διονύσιος ταξινομεί τους Ουράνιους Νόες σε τρεις τριάδες και σε κάθε τριάδα υπάρχουν τρεις τάξεις Νοών, των οποίων τα ονόματα έχουν σχέση με τις θείες ιδιότητες. Οι αγγελικές τάξεις μεταδίδουν το Φως η μια στην άλλη, έως ότου φτάνει σε μας και μας φωτίζει σύμφωνα με τις διάφορες ικανότητες μας. Οι ουράνιοι άγγελοι έχουν κατ' ευθείαν σχέση με καθεμία ψυχή ξεχωριστά. Με τη δική τους βοήθεια το πνεύμα του ανθρώπου ελευθερώνεται από τα υλικά δεσμά και γνωρίζει την πραγματική αιτία της ύπαρξης. Όσο περισσότερο φωτίζεται η ψυχή, τόσο πιο πολύ βρίσκει τον σκοπό της ύπαρξης της και έρχεται εγγύτερα στον τελικό στόχο της, το καθ' ομοίωσιν.
Πρώτα λοιπόν έρχονται οι ουράνιες υπάρξεις που βρίσκονται πάντα γύρω από τον θεό και που έχουν ενωθεί πολύ στενά μαζί του. Είναι οι πανάγιοι Θρόνοι και τα πολυόμματα και πολύπτερα Χερουβείμ και Σεραφείμ, όπως λέγονται στη γλώσσα των Εβραίων. Αυτή η τριαδική διάταξη είναι η πρώτη Ιεραρχία. Από αυτήν δεν είναι άλλη περισσότερο όμοια με τον θεό και τόσο άμεσα κοντινή στους πρώτους φωτισμούς της θεότητας.
Το όνομα των πανύψηλων Θρόνων σημαίνει την αυστηρή εξαίρεση τους από κάθε χαμόσυρτη ταπεινότητα. Έχουν στηθεί κοντά στον αληθινά Ύψιστο, είναι δεκτικοί της θεϊκής επιφοίτησης, έτοιμοι να δεχτούν ως υπηρέτες τις θείες εντολές.
Το όνομα των Σεραφείμ σημαίνει αυτούς που καίουν ή όσους θερμαίνουν. Υποδεικνύει τη θερμότητα και την οξύτητα και την υπερβολική φλόγα της πλησιέστατης και ανυποχώρητης και αταλάντευτης αεικινησίας τους, αλλά και την ανυψωτική και έντονη δύναμη να αφομοιώνουν τα κατώτερα καθώς τα ξαναθερμαίνουν και τα ξαναφλογίζουν προς την ίδια με τη δική τους θερμότητα.
Η ονομασία Χερουβείμ σημαίνει πλήθος γνώσης ή διάχυση σοφίας. Δηλώνει τη γνωστική και θεοπτική τους ικανότητα, τη δεκτικότητα που έχουν της υπέρτατης φωτοδοσίας και την ικανότητα να θεωρούν τη θεϊκή ομορφιά, ενώ τα ίδια, γεμάτα από τη σοφία που έλαβαν, τη μεταδίδουν στα δεύτερα τους με τη διάχυση της σοφίας που τους δωρήθηκε.
Δεύτερη διάταξη είναι αυτή που αποτελείται από τις Εξουσίες, τις Κυριότητες και τις Δυνάμεις. θεωρούνται οι κυρίαρχοι του διαστήματος και των άστρων. Ο δικός μας πλανήτης, κατά συνέπεια, ως μέρος του σύμπαντος, βρίσκεται κάτω από τη δική τους κυριαρχία. Δεν έχουμε όμως άμεση επαφή με το δεύτερο χορό των αγγέλων. Η ενδιάμεση τούτη διάταξη των θείων πνευμάτων καθαίρεται, φωτίζεται και τελεσιουργείται από τους θεαρχικούς φωτισμούς που δίνονται σ' αυτήν μέσω της πρώτης ιεραρχικής διάταξης.
Τρίτη, τέλος, των ουράνιων ιεραρχιών είναι η διάταξη των Αρχών, των Αρχαγγέλων και των Αγγέλων.
Η τελευταία αυτή τριάδα έχει τη γη μας κάτω από την ιδιαίτερη φροντίδα της και προστασία. Είναι ο ιεκτελεστές του θελήματος του θεού, οι διαρκείς φύλακες των τέκνων του και οι αγγελιαφόροι του. Οι Αρχάγγελοι έχουν έντονη ατομικότητα και αποτελούν ένα ιδιαίτερο τάγμα ουρανίων πνευμάτων, τα οποία συνδυάζουν και τη φύση των Αρχών και τη φύση των Αγγέλων. Στην Αγία Γραφή αναφέρονται τα ονόματα 3 από αυτούς.
Μιχαήλ (ποιος ομοιάζει με τον θεό?) Κορυφαίος των ουρανίων πνευμάτων Αυτός που νίκησε τον Δράκοντα (Εωσφόρο) και τον πέταξε από τον Παράδεισο.
Γαβριήλ (ο ηρωας του θεού) που εμφανίστηκε στη Θεοτόκο
Ραφαήλ (ο Κύριος θεραπευει) Είναι ο επικεφαλής στους φύλακες αγγέλους. Αυτός που μεταφέρει τις προσευχές μας στον Κύριο, ο άγγελος των καλών πράξεων και της θεραπείας. Επίσης είναι ο προστάτης όσων ταξιδεύουν.
πηγή: http://www.apostoliki-diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia
- ============
Αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, στις Πράξεις των Αποστόλων[1] ως «Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης καὶ γυνὴ ὀνόματι Δάμαρις».
Την μαρτυρία ότι ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης υπήρξε επίσκοπος Αθηνών την δίνει ο Διονύσιος Κορίνθου και μας τη μεταφέρει στην Εκκλησιαστική Ιστορία του ο Ευσέβιος Καισαρείας[2]
Η Εγκυκλοπαίδεια Britannica[3] αναφέρει ότι τον συνέχεαν με μεταγενέστερους Χριστιανούς με το ίδιο όνομα, όπως ο πρώτος επίσκοπος της Αθήνας τον 2ο αιώνα και ο Σεν Ντενί (Άγιος Διονύσιος) στη Γαλλία.
Στην Αθήνα υπάρχουν δυο μεγάλες εκκλησίες που φέρουν το όνομά του, η μια στο Κολωνάκι επί της οδού Σκουφά, ενώ η άλλη είναι η Καθολική Μητρόπολη της Αθήνας, επί της οδού Πανεπιστημίου. Το όνομά του φέρει επίσης ο πεζόδρομος περιμετρικά της Ακρόπολης, που περνά από το βράχο του Αρείου Πάγου. Επίσης, είναι ο πολιούχος άγιος και των Γαργαλιάνων Μεσσηνίας.
Επίσης είναι πολιούχος άγιος στο χωριό Διονύσι στα νότια του νομού Ηρακλείου. Το χωριό πήρε το όνομά του από τον άγιο και είναι το μόνο χωριό της Κρήτης με εκκλησία προς τιμήν του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Οκτωβρίου*.