Αναγέννηση: Μια μεταβατική περίοδος
Για την Αναγέννηση
Στην Ιστορία της Γαλλίας, ο Γάλλος ιστορικός Ζυλ Μισελέ συνόψισε τις καινοτομίες του 15ου και του 16ου αιώνα εννοώντας «την ανακάλυψη του κόσμου και την ανακάλυψη του ανθρώπου», όταν για πρώτη φορά, το 1854, χρησιμοποίησε τον όρο «Αναγέννηση» ή «αναβίωση» για να περιγράψει μια ιστορική περίοδο.
Είχε ήδη επιχειρηθεί η αποκατάσταση των κλασικών
δημοκρατικών πολιτευμάτων σε μια εξέγερση στη Ρώμη, με ηγέτη τον Κόλα
ντε Ριέντσι (1347). Με αφορμή την προσπάθεια αυτή, ο θεωρητικός της
πολιτικής επιστήμης Μακιαβέλι μίλησε στις αρχές του 16ου αιώνα για
αναβίωση.
Επιπλέον, στη διάρκεια του 16ου αιώνα, γενικεύτηκε η ιδέα της αναβίωσης της κλασικής αρχαιότητας στη σύγχρονη τέχνη.
Στη γεωγραφία, στην αστρονομία και στη φυσική
ιστορία, οι ορίζοντες διευρύνονταν αλματωδώς. Το 1543, δημοσιεύτηκαν οι
αστρονομικές θέσεις του Κοπέρνικου, οι οποίες έθεταν τον Ήλιο στο κέντρο του πλανητικού συστήματος. Ο φιλόσοφος Τζορντάνο Μπρούνο υποστήριξε και ανέπτυξε τη συγκεκριμένη θέση ισχυριζόμενος ότι το σύμπαν είναι άπειρο.
Σε συνδυασμό με την ακμή των πόλεων-κρατών και της μεσαίας τάξης τους, η τυπογραφία, που εφηύρε ο Γουτεμβέργιος το 1440 περίπου, επέφερε επανάσταση στην εκπαίδευση και στο σύστημα πληροφοριών.
Θυροκολλώντας τις θέσεις του στο ναό της Βιτεμβέργης (1517), ο Λούθηρος οδήγησε στη Μεταρρύθμιση, η οποία επιδίωκε την αναβίωση των αρχικών πεποιθήσεων και των θρησκευτικών πρακτικών της χριστιανικής πίστης εξ αποκαλύψεως.
Η καθολική Αντιμεταρρύθμιση, που είχε σχέση, μεταξύ άλλων, και με την αναδιοργάνωση της Ιεράς Εξέτασης, ξεκίνησε με τη Σύνοδο της Τρέντ (1545-63).
Ο Ουμανισμός, που, όπως και η Αναγέννηση, ήταν, κατά κύριο λόγο, ιταλικό φαινόμενο, ασχολήθηκε, από τον Πετράρχη
(1304-74) και μετά, με το πώς ο άνθρωπος μπορεί να ζει στο πνεύμα της
καλλιεργημένης γλώσσας συνδυάζοντας και την ηθική φιλοσοφία, επί τη
βάσει της γνώσης της κλασικής αρχαιότητας. Ο Πετράρχης αντιλαμβανόταν
την ιστορία ως μνήμη, μια εσωτερική κατανόηση του πραγματικού κόσμου που
εκφράζει το υποκειμενικό και το αντικειμενικό.
Η φιλοσοφία της μεταβατικής περιόδου
ανάμεσα στο Μεσαίωνα και στη νεότερη εποχή εκδήλωνε ενδιαφέρον όλο και
περισσότερο για τον Άνθρωπο, την ιστορία και τη φύση.
|
Για τον Ουμανισμό
Με τον όρο
αναγεννησιακός ουμανισμός αναφερόμαστε στην πνευματική κίνηση που
εκδηλώθηκε στη δυτική Ευρώπη, ξεκινώντας από τη Φλωρεντία, κατά την
περίοδο της αναγέννησης στα τέλη του 14ου αιώνα. Χαρακτηρίστηκε από την
τάση για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την τέχνη και τις αξίες
του κλασικού κόσμου, καθώς και από την αίσθηση του ατόμου να κατανοήσει
και να αλλάξει τόσο τον εαυτό του αλλά και τον κόσμο.
Ο όρος ουμανιστής ή ανθρωπιστής χρησιμοποιήθηκε πρώτη
φορά τον 14ο αιώνα και αναφερόταν σε όσους δίδασκαν τις λεγόμενες
ελευθέριες τέχνες (γεωμετρία, γραμματική, ποίηση, ρητορική και ηθική
φιλοσοφία).
Ο ουμανισμός ενθάρρυνε το ενδιαφέρον των ανθρώπων για
την τέχνη, την κλασική αρχαιότητα και την ανθρώπινη φύση. Έδινε έμφαση
στον λόγο και στην έρευνα και αμφισβητούσε την θεολογική παράδοση που
εξύψωνε το θείο και υποβίβαζε καθετί γήινο ως αμαρτωλό και διεφθαρμένο.
Οι καλλιτέχνες αναπαριστούσαν το θείο χρησιμοποιώντας ως μοντέλα
καθημερινούς ανθρώπους.
Πίστευαν στη σημασία της εκπαίδευσης και στην
πεποίθηση ότι η τέχνη μπορούσε να κωδικοποιηθεί σε κανόνες που θα
εξυπηρετούσαν τους σκοπούς της διδασκαλίας.
Ανάμεσα στους σημαντικότερους ουμανιστές καλλιτέχνες
ήταν οι Ραφαήλ, Λεονάρντο ντα Βίντσι, Ντονατέλο, Τιντορέτο και Τιτσιάνο.
Στην ακαδημαϊκή διδασκαλία, ο Πουσέν ήταν ένας από τους σημαντικότερους
διανοούμενους της εποχής του.
Ό,τι δίνει το όνομα στον ανθρωπισμό είναι ακριβώς η
προώθηση του ανθρώπου στο κέντρο των ιδεών και των αντιλήψεων για τη
ζωή. Ο άνθρωπος στο ουμανιστικό κίνημα καταλαμβάνει τη θέση στην
ανθρώπινη σκέψη που μέχρι τότε κατείχε ο Θεός. Γίνεται το επίκεντρο του
ενδιαφέροντος για το φιλόσοφο, τον καλλιτέχνη και τον επιστήμονα.
Η μεταβολή αυτή αλλάζει ριζικά την όψη του κόσμου. Η
ουμανιστική ιδέα δεν είναι υποχρεωτικά άπιστη ή υλιστική. Δεν
προϋποθέτει την απομάκρυνση του Θεού απ’ την ψυχή και τη σκέψη του
ανθρώπου, αλλά την τοποθέτηση πλάι στο Θεό. Με μια μόνο διαφορά μεταξύ
τους: ο Θεός δημιουργεί εκ του μηδενός, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ύλη
για να δημιουργήσει. Αλλά κι αυτός είναι μικρός δημιουργός.
Με τέτοιες αντιλήψεις τα δημιουργήματα του ανθρώπου
αντιμετωπίζονται σαν μαρτυρίες της αξίας του κι η μελέτη τους γίνεται
πολύτιμο μορφωτικό μέσο για τον ίδιο τον άνθρωπο. Έτσι οι Ουμανιστές
αποδύονται σε μια γεμάτη ενθουσιασμό προσπάθεια για την αναζήτηση των
δημιουργιών εκείνων του ανθρώπου, που έχουν λησμονηθεί στα σκονισμένα
ράφια των βιβλιοθηκών των μοναστηριών.
Την πρώτη θέση καταλαμβάνουν τώρα στα ενδιαφέροντα
του ανθρώπου τα έργα των αρχαίων Ελλήνων κλασικών, γνωστά στη Δύση μέχρι
τότε από περιλήψεις σε μετάφραση για πρακτικούς και μόνο σκοπούς. Άμεση
συνέπεια του ενδιαφέροντος αυτού είναι η εκμάθηση κι η διάδοση της
αρχαίας ελληνικής γλώσσας που είχε επί αιώνες παραμεληθεί. Τώρα οι
άνθρωποι μπορούν ξανά να μελετήσουν τον Πλάτωνα στο πρωτότυπο, αλλά κι
έργα που αφορούν πιο άμεσα την ιατρική: τον Αριστοτέλη, το Γαληνό, τον
Ιπποκράτη. Τα αποτελέσματα δεν αργούν να γίνουν φανερά, τόσο στο
φιλοσοφικό όσο και τον επιστημονικό τομέα.
Ο Μαρσίλιο Φιτσίνο, ο μεγαλύτερος απ’ τους
νεοπλατωνικούς της Φλωρεντινής Ακαδημίας, διακηρύσσει ότι ο άνθρωπος
είναι συνδετικός κρίκος μεταξύ ουρανού και γης. Έτσι τοποθετείται μια
γέφυρα μεταξύ μικρόκοσμου και μακρόκοσμου, που ενώνει τη διάνοια του
ανθρώπου με το Πνεύμα τού Θεού
|
Πηγές: wikipedia και Ιστορία της Φιλοσοφίας (C.Delius – M. Gatzemeier – D.Sertcan – K.Wuenscher)