Το Σύμπαν δεν υπάρχει αιωνίως, έχει δηλαδή αρχή. Αυτό είναι γεγονός διότι πρώτον έχει μετρηθεί η μάζα του σύμπαντος, δηλαδή είναι πεπερασμένη, άρα και η ενέργεια είναι πεπερασμένη κι όχι άπειρη. Δεύτερον, διότι ο β' θερμοδυναμικός νόμος λέει ότι κάθε κλειστό σύστημα φτάνει σε άπειρο χρόνο σε κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας. Κατάσταση θερμοδυναμικής ισορροπίας σημαίνει πρακτικά πως η ενέργεια του συστήματος, παρόλο που δεν ελαττώνεται, δεν μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί, πως είναι άχρηστη θερμότητα που εμφανίζεται λόγω απωλειών στις μετατροπές της ενέργειας από τη μια μορφή στην άλλη. Το σύμπαν μας είναι ένα κλειστο θερμοδυναμικό σύστημα, πεπερασμένης υλοενέργειας. Αν λοιπόν ήταν άναρχο το σύμπαν, απείρου ηλικίας, θα έπρεπε να είχε ήδη φτάσει σε θερμοδυναμική ισορροπία, ή "θερμικό θάνατο". Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Άρα το σύμπαν αποδεδειγμένα έχει αρχή, χωροχρονική. Ακόμα κι αν δεχόμασταν πως το σύμπαν διαστέλλεται, συστέλλεται, ξαναδιαστέλλεται κ.λ.π. πάλι θα έφτανε η στιγμή -διότι είναι πεπερασμένης ενέργειας- που θα υπήρχε θερμικός θάνατος. Όμως πρόσφατες μετρήσεις και παρατηρήσεις απέδειξαν πως το σύμπαν διαστέλλεται συνεχώς, πως θα διαστέλεται κι ότι δεν ισχύει η θεωρία των διαδοχικών συστολών-διαστολών. Όλα αυτά δεν σημαίνουν όμως ότι υπάρχει Δημιουργός. Εάν το σύμπαν ήταν απείρου ηλικίας όμως, τότε θα λέγαμε ότι δεν είναι αναγκαίος όρος η ύπαρξη Δημιουργού του, και ότι αποκλείεται να υπάρχει Δημιουργός, αφού το σύμπαν θα ήταν αιώνιο. Εφόσον το σύμπαν έχει αρχή, χάρη σε αυτό το γεγονός υπάρχει η πιθανότητα να υπάρχει δημιουργός, αλλά το γεγονός καθεαυτό της ύπαρξης αρχής ΔΕΝ σημαίνει απαραίτητα ότι υπάρχει θεός-δημιουργός, όπως φυσικά σημαίνει ότι ΔΕΝ αποκλείεται να υπάρχει θεός-δημιουργός. Το σίγουρο πλέον είναι πως η πανθεϊστική αντίληψη περί ενός απείρου ηλικίας σύμπαντος, αντίληψη της αρχαιοελληνικής θρησκείας και των λαών της άπω ανατολής, απορρίπτεται.
Θεός και σύμπαν (II).
Δύο είναι οι έσχατες αντιλήψεις για την ύπαρξη του Θεού. Η μία είναι η αθεϊστική και η άλλη η ντεϊστική ή θεϊστική. Η αθεϊστική βασίζεται στην υπόθεση ότι όταν ο Θεός ως εξηγητική αρχή περιττεύει όταν παραχωρεί τις αρμοδιότητές του στη Φύση, τους νόμους κ.λπ., τότε είναι (ή πρέπει να θεωρηθεί) και ανύπαρκτος. Η υπόθεση αυτή προέρχεται από την αρχή του μεσαιωνικού δυτικού θεολόγου Όκκαμ, ότι για την εξήγηση ενός φαινόμενου πρέπει να εισάγουμε όσο το δυνατόν λιγότερες εξηγητικές αρχές κι ότι, επομένως, οι περιττές ή πλεονάζουσες αρχές-επεξηγήσεις είναι αποκύημα της φαντασίας μας, δηλαδή ανύπαρκτες. Η ντεϊστική ή θεϊστική αντίληψη βασίζεται στην υπόθεση της άγνοιας. Δηλαδή το ότι ξέρουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύμπαν δεν έχει καμμία σχέση ούτε συνεπάγεται κάποια απάντηση στο ερώτημα αν και ποιος δημιούργησε το σύμπαν. Άλλο το πώς και άλλο το ποιος, σύμφωνα με την αντίληψη αυτήν. Το θέμα, αν κάποια από τις δύο αντιλήψεις είναι η σωστή, δεν επιλύεται λογικά, παρά παραμένει θέμα πίστης. Περιπλέκεται μάλιστα περισσότερο από το γεγονός ότι ο Θεός δεν μπορεί να είναι μέρος του σύμπαντος (όπως ο κατασκευαστής ενός πλυντηρίου δεν είναι μέρος του πλυντηρίου), αλλά εξωκοσμικός κι, επομένως, ζητήματα όπως η αιτιότητα ερμηνεύονται από τον καθένα όπως αυτός νομίζει. Γιατί τίποτα δεν κερδίζεται, από λογικής άποψης, με την ιδέα ότι οι φυσικές σταθερές και η ύλη είναι αυθύπαρκτες σε αντίθεση με την ιδέα ότι ο Θεός είναι αυθύπαρκτος. Όπως όλοι γνωρίζουν, τα αξιώματα δεν αποδεικνύονται.