Απ. ι' 1-11
Ο ισχυρός άγγελος και το βιβλιαράκι | |
1 Καὶ εἶδον ἄλλον ἄγγελον ἰσχυρὸν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, περιβεβλημένον νεφέλην, καὶ ἡ ἶρις ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὡς στῦλοι πυρός, 2 καὶ ἔχων ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ βιβλίον ἀνεῳγμένον. καὶ ἔθηκε τὸν πόδα αὐτοῦ τὸν δεξιὸν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, τὸν δὲ εὐώνυμον ἐπὶ τῆς γῆς, 3 καὶ ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ ὥσπερ λέων μυκᾶται. καὶ ὅτε ἔκραξεν, ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταὶ τὰς ἑαυτῶν φωνάς. 4 Καὶ ὅτε ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, ἔμελλον γράφειν· καὶ ἤκουσα φωνὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ λέγουσαν· σφράγισον ἃ ἐλάλησαν αἱ ἑπτὰ βρονταί, καὶ μὴ αὐτὰ γράψῃς. 5 Καὶ ὁ ἄγγελος, ὃν εἶδον ἑστῶτα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς, ἦρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ τὴν δεξιὰν εἰς τὸν οὐρανὸν 6 καὶ ὤμοσεν ἐν τῷ ζῶντι εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ὃς ἔκτισε τὸν οὐρανὸν καὶ τὰ ἐν αὐτῷ καὶ τὴν γῆν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τὰ ἐν αὐτῇ, ὅτι χρόνος οὐκέτι ἔσται, 7 ἀλλ᾿ ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς φωνῆς τοῦ ἑβδόμου ἀγγέλου, ὅταν μέλλῃ σαλπίζειν, καὶ ἐτελέσθη τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ, ὡς εὐηγγέλισε τοὺς δούλους αὐτοῦ τοὺς προφήτας. 8 Καὶ ἡ φωνὴ ἣν ἤκουσα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, πάλιν λαλοῦσα μετ᾿ ἐμοῦ καὶ λέγουσα· ὕπαγε λάβε τὸ βιβλιδάριον τὸ ἀνεῳγμένον ἐν τῇ χειρὶ τοῦ ἀγγέλου τοῦ ἑστῶτος ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. 9 καὶ ἀπῆλθα πρὸς τὸν ἄγγελον, λέγων αὐτῷ δοῦναί μοι τὸ βιβλιδάριον. καὶ λέγει μοι· λάβε καὶ κατάφαγε αὐτό, καὶ πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν, ἀλλ᾿ ἐν τῷ στόματί σου ἔσται γλυκὺ ὡς μέλι. 10 καὶ ἔλαβον τὸ βιβλίον ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ ἀγγέλου καὶ κατέφαγον αὐτό, καὶ ἦν ἐν τῷ στόματί μου ὡς μέλι γλυκύ· καὶ ὅτε ἔφαγον αὐτό, ἐπικράνθη ἡ κοιλία μου. 11 καὶ λέγουσί μοι· δεῖ σε πάλιν προφητεῦσαι ἐπὶ λαοῖς καὶ ἔθνεσι καὶ γλώσσαις καὶ βασιλεῦσι πολλοῖς. | 1 Και είδα άλλο άγγελο ισχυρό να κατεβαίνει από τον ουρανό, ντυμένο με νεφέλη, και το ουράνιο τόξο πάνω στο κεφάλι του και το πρόσωπό του σαν τον ήλιο και τα πόδια του σαν πύρινοι στύλοι, 2 και έχει στο χέρι του ένα βιβλιαράκι ανοιγμένο. Και έθεσε το πόδι του το δεξί πάνω στη θάλασσα και το αριστερό πάνω στη γη, 3 και έκραξε με φωνή μεγάλη όπως ακριβώς λέοντας βρυχιέται. Και όταν έκραξε, λάλησαν σι εφτά βροντές τις δικές τους φωνές. 4 Και όταν λάλησαν οι εφτά βροντές, έμελλα να γράφω. Αλλά άκουσα φωνή από τον ουρανό να λέει: «Σφράγισε αυτά που λάλησαν οι εφτά βροντές και μην τα γράψεις». 5 Και ο άγγελος, που είδα να έχει σταθεί πάνω στη θάλασσα και πάνω στη γη, σήκωσε το χέρι του το δεξί στον ουρανό και ορκίστηκε σ’ αυτόν που ζει στους αιώνες των αιώνων, ο οποίος έχτισε τον ουρανό και όσα υπάρχουν σ’ αυτόν, και τη γη και όσα υπάρχουν σ’ αυτήν, και τη θάλασσα και όσα υπάρχουν σ’ αυτήν, ότι χρονοτριβή πια δε θα υπάρχει. 6 Αλλά κατά τις ημέρες της φωνής του έβδομου αγγέλου, όταν μέλλει να σαλπίζει, τότε τελέστηκε το μυστήριο του Θεού όπως ευαγγέλισε 7 στους δικούς του δούλους, τους προφήτες. 8 Και η φωνή που άκουσα από τον ουρανό πάλι μιλά μαζί μου και λέει: «Πήγαινε, λάβε το βιβλίο το ανοιγμένο στο χέρι του αγγέλου που έχει σταθεί πάνω στη θάλασσα και πάνω στη γη». 9 Και τότε έφυγα και πήγα προς τον άγγελο, λέγοντάς του να μου δώσει το βιβλιαράκι. Και μου λέει: «Λάβε και κατάφαγέ το. και θα σου πικράνει την κοιλιά, αλλά στο στόμα σου θα είναι γλυκό σαν μέλι». 10 Και έλαβα το βιβλιαράκι από το χέρι του αγγέλου και το κατάφαγα και ήταν στο στόμα μου σαν μέλι γλυκό. αλλά όταν το έφαγα, πικράθηκε η κοιλιά μου. 11 Και μου λένε: «Πρέπει πάλι να προφητέψεις πάνω σε λαούς και σε έθνη και σε γλώσσες και σε βασιλιάδες πολλούς». |