Επιπλέον η καταφανής αναξιοπιστία του Ιουλιανού ημερολογίου και η αντικατάστασή του από το Γρηγοριανό ημερολόγιο, ενίσχυσε την πίστη των λογίων στην ανάπτυξη μιας νέας κοσμοθεωρίας. Ως κατάληξη, ο άνθρωπος «έχασε τη θέση του στον κόσμο, ή, πιο σωστά ίσως, έχασε τον ίδιο τον κόσμο στον οποίο ζούσε και περί του οποίου σκεπτόταν, και έπρεπε να μετασχηματίσει και να αντικαταστήσει όχι μόνο τις θεμελιώδεις έννοιες και ιδιότητες, αλλά και το ίδιο το πλαίσιο της σκέψης του» (Koyré)[6].
Η αντίδραση της εκκλησίας, στο πρόσωπο του διαμαρτυρόμενου θεολόγου Andreas Ossiander, είναι η έκδοση του έργου του Κοπέρνικου με την πρόσθεση μιας εισαγωγής, όπου η ηλιοκεντρική θεώρηση προβάλλεται ως ένα μαθηματικό παιχνίδι, στην προσπάθεια υπεράσπισης του δόγματος της «διπλής αλήθειας»[9]. Όταν όμως το 1572, ο αστρονόμος Τύχωνας Βράχιος (Tyho Brahe, 1546-1601) παρατηρεί μια σουπερνόβα στον αστερισμό της Κασσιόπης, καταρρίπτεται ένα βασικό θεώρημα της αριστοτελικής κοσμοθεωρίας, που αφορά την αφθαρσία της υπερσελήνιας περιοχής του ουρανού. Αξιοποιώντας τους αστρονομικούς χάρτες του Τύχωνα, ο Ιωάννης Κέπλερ (Johannes Kepler, 1571-1630), προχωρεί σε τροποποιήσεις και διορθώσεις του έργου του Κοπέρνικου. Συμβάλει στην ενίσχυση της ηλιοκεντρικής θεωρίας επεκτείνοντάς την με τους δικούς του νόμους της κίνησης.
Το 1632 δημοσιεύει το έργο του Διάλογος σχετικά με τα δύο μεγάλα κοσμολογικά συστήματα (Dialogo sopra i due massimi sistemi del mondo), όπου ο ήρωας που πρεσβεύει την ηλιοκεντρική κοσμοθεώρηση, εμφανίζεται ως το πρότυπο του νέου επιστήμονα, που ερευνά σύμφωνα με τα δεδομένα της παρατήρησης. Τον επόμενο χρόνο ο Γαλιλαίος καταδικάζεται από το Ιερό Δικαστήριο της Ρώμης. Στη συμβολή του Γαλιλαίου στην ανάπτυξη της νεώτερης επιστήμης, πρέπει να προσθέσουμε την ερμηνεία της ανάλυσης και της σύνθεσης ως εμπειρικές, και όχι μόνο γνωστικές, διαδικασίες. Η επιστημονική θεωρία θεμελιώνεται πλέον σε πειραματικά ευρήματα. Με αυτό τον τρόπο εργασίας, κατάφερε να εκφράσει την αρχή της ομοιόμορφης επιτάχυνσης (d=t2) και την αρχή της αδράνειας. Τα όποια αριστοτελικά κατάλοιπα εξαλείφονται, με την ολοκλήρωση του έργου του.
Ο Γαλιλαίος συνδέθηκε με το λαϊκό πανεπιστήμιο της Πάδοβας, το οποίο ήταν από τα ελάχιστα μη θεολογικά, αφήνοντας πιθανόν μεγαλύτερη ελευθερία στο πεδίο των ερευνών. Η αναλυτική σχολή της Πάδοβας έδωσε έμφαση στην «ευρετική διαδικασία» (heuristics). Πρόκειται για καθαρά μαθηματικό τύπο ανάλυσης των φαινομένων, που αποτελείται από δύο στάδια, την ανάλυση και τη σύνθεση. Στη μεν ανάλυση, μελετώνται τα αποτελέσματα ώστε να βρεθούν τα αίτια, στη δε σύνθεση ακολουθείται η αντίστροφη οδός, προς επιβεβαίωση των προτάσεων. Αποφεύγεται ο άκρατος ενορατισμός και γίνεται προσπάθεια συστηματικού ορισμού της μεθόδου αναγωγής στις πρωταρχικές αιτίες των φαινομένων. Δυστυχώς παραμελήθηκε η πειραματική διαδικασία, απαραίτητο στοιχείο της νεώτερης επιστήμης, όπως αυτή διαμορφώνεται.
Το 1687 δημοσιεύει το έργο του Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας (Philosophiae naturalis principia mathematica), όπου εκθέτει την κοσμοθεωρία του. Το έργο βασίζεται σε τρία «αξιώματα, ή νόμους της κίνησης» (axioms, or law of motion). Ο νόμος της αδράνειας, ο νόμος όπου κάθε αλλαγή στην κίνηση ενός σώματος, είναι ανάλογη με το μέγεθος της δύναμης που την προκαλεί και ο νόμος δράσης – αντίδρασης, αποτελούν «το καθολικό πλαίσιο για την κατανόηση της συμπεριφοράς όλων ανεξαιρέτως των υλικών σωμάτων εντός του σύμπαντος»[16]. Παγκόσμια σταθερά η βαρύτητα, από όπου συμπεραίνει το νόμο της έλξης. Στο systema mundi του Νεύτωνα, το κάθε άτομο αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα, αδιάκοπα, σύμφωνα με το νόμο αυτό. Μια μαγική δύναμη, προσδιορίζει τον τρόπο που ένα σωματίδιο έλκει ένα άλλο, ανεξαρτήτως αποστάσεως και η οποία ισχύει σε κάποιο, έστω απειροστό, βαθμό και παντού.
[1] βλ. J. Losee, Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 61
[2] ό.π., σ. 37
[3] ό.π., σ. 47
[4] A. Koyré, Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Β. Κάλφας – Ζ. Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991, σ. 49
[5] Π. Βαλλιανός, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Βʼ, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001, σ. 23
[6] D.C. Lindberg, Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997, σ. 521
[7] Π. Βαλλιανός, σ. 29
[8] Α. Koyré, σ. 51
[9] βλ. J. Losee, σ. 70-71
[10] Π. Βαλλιανός, σ. 30
[11] ό.π.
[12] Α. Koyré, σ. 51
[13] βλ. J. Losee, σ. 73-76
[14] A. Koyré, σ. 51
[15] ό.π., σ. 56
[16] Π. Βαλλιανός, σ. 56
[17] βλ. J. Losee, σ. 133
[18] βλ. ό.π., σ. 41
[19] βλ. ό.π., σ. 131-133
[20] Π. Βαλλιανός, σ. 58
[21]
βλ. ό.π.
[22] βλ. J. Losee, σ. 71, 73, 81.
[23] βλ. D.C. Lindberg, σ. 506
[24] βλ. ό.π., σ. 509-510
[25] ό.π., σ. 510
[26] ό.π., σ. 521
[27] ό.π., σ. 517
Βιβλιογραφία.
Βαλλιανός Π., Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Βʼ, Η Επιστημονική Επανάσταση και η Φιλοσοφική θεωρία της Επιστήμης. Ακμή και Υπέρβαση του θετικισμού, ΕΑΠ, Πάτρα, 2001
Losee J. ., Φιλοσοφία της επιστήμης. Μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ. Θ.Μ. Χρηστίδης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993
Lindberg D.C. ., Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, ΕΜΠ, Αθήνα, 1997
Koyré A. ., Δυτικός πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, μτφρ. Β. Κάλφας – Ζ. Σαρίκας, Ύψιλον, Αθήνα, 1991