«αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι ο άνθρωπος υπάρχει πρώτα, δηλαδή ότι ο άνθρωπος είναι πριν απ’ όλα αυτό που ρίχνεται προς ένα μέλλον κι αυτό που έχει συνείδηση πως προβάλλεται στο μέλλον»[7].
«η αγωνία είναι η πραγματικότητα της ελευθερίας»[9].
� έχει αποφασίσει, ελεύθερα και ειλικρινά, να μην ξαναπαίξει, όταν έρχεται αντιμέτωπος με την “πράσινη τσόχα” όλες του οι αποφάσεις τον εγκαταλείπουν και αφήνεται ξανά στο πάθος του[12]. Σύμφωνα με τον υπαρξισμό, αυτό συμβαίνει γιατί καμία απόφαση που ήδη έχουμε πάρει δεν μας δεσμεύει για τις μελλοντικές μας πράξεις. Κάθε στιγμή που βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση εκκινούμε από την απειρία των ενδεχομένων μας. Εξάλλου, η δύναμη του πάθους δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική της απόφασης. Η πρώτη ενέργεια της ελευθερίας, για τον υπαρξισμό, είναι η άρνηση προς την επιθυμία να εκπληρωθεί άμεσα και απαρέγκλιτα. Η ανυποταγή αυτή προς την επιθυμία, και άρα προς την υπαγόρευση του ενστίκτου, ενέχει τη διάσπαση της άτεγκτης βιολογικής νομοτέλειας, άρα και την αποδέσμευση από τις αλυσίδες της αιτιότητας, δηλαδή από τα γεγονότα και στοιχεία του παρελθόντος ως προσδιοριστικά αίτια του παρόντος. Ο άνθρωπος, επομένως, είναι υπεύθυνος για τα πάθη του[13].
Ο αυτοκαθορισμός συμπεριφοράς ως ενέργεια ελευθερίας είναι κάτι αναπόδραστο στον άνθρωπο. Αντίκρυ, δηλαδή, στην επικείμενη στιγμή της ζωής και στις προκείμενες περιστάσεις της έχει ο άνθρωπος να καθορίσει ο ίδιος την συμπεριφορά του, και δεν είναι δυνατόν να συμβεί κάτι άλλο. Ο άνθρωπος δεν είναι δυνατόν να παραιτηθεί απ’ την ελευθερία του ως πηγή αυτοκαθορισμού. Και η συνέπεια της αναπόδραστης συνύπαρξης του ανθρώπου με την ελευθερία είναι όχι μόνο η οντολογική μεγαλοσύνη του, αλλά και το υπαρξιακό του δράμα:
«ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Καταδικασμένος, γιατί δεν εδημιούργησε, δεν έπλασε μόνος του τον εαυτό του, κι ωστόσο ταυτόχρονα ελεύθερος, γιατί απ’ τη στιγμή που πετάχτηκε στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για ό,τι κάνει»[17].
λόγο να το κυβερνάει»[20]. Ο Sartre θα δημιουργήσει έναν κανόνα: “πράξε όπως θα ήθελες όλη η ανθρωπότητα να πράττει”. Ακόμα περισσότερο, στη δεύτερη περίοδο της σκέψης του, ο Sartre θα επιχειρήσει να εντάξει την ελευθερία στο προλεταριακό κίνημα και στον αγώνα για την αταξική κοινωνία[21].
Εν κατακλείδι, η ηθική οπή που αφήνει το υπαρξιστικό σύστημα δεν μπορεί να καλυφθεί δίχως να έρθει σε σύγκρουση με τις πρώτες αρχές του ίδιου του συστήματος. Διότι οποιοδήποτε “πρέπει” επιχειρήσει να μας οδηγήσει σε οποιουδήποτε είδους ατομικές ή συλλογικές δεσμεύσεις ροκανίζει τα ίδια τα θεμέλια αυτού του συστήματος. Ούτε μπορούμε να αναμένουμε ότι όλοι οι άνθρωποι θα θελήσουν οικειοθελώς, και χωρίς να χάσουν την αυθεντικότητά τους, να ενταχθούν στις απαραίτητες, στα πλαίσια του κοινωνικού βίου, δεσμεύσεις. Οι ίδιες οι πιθανότητες, στις οποίες μας προέτρεπε ο Sartre να στηριχθούμε, δεν μας το επιτρέπουν. Επομένως, η έννοια της ριζικής ελευθερίας μπορεί να έχει πραγματικό νόημα μόνο αν τεθεί υπό όρους κοινωνικής απομόνωσης.
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που κατέβαλαν οι εκπρόσωποι του κινήματος, ο γαλλικός υπαρξισμός δεν κατάφερε να θεμελιώσει ακλόνητα την ριζική ελευθερία στα πλαίσια του πρακτικού βίου. Δεν κατάφερε να ξεπεράσει την ρήση του Βολταίρου, ότι η ελευθερία του ανθρώπου τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Πήρε, έτσι, επάξια την θέση της ανάμεσα στις άλλες φιλοσοφικές ουτοπίες.
Βαλλιάνος Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Γ΄, ΕΑΠ, (Πάτρα 2000).
Camus A., Ο μύθος του Σίσυφου, (μτφρ. Β. Χατζηδημητρίου), Μπουκουμάνης, (Αθήνα 1973).
Kierkegaard S., Η έννοια της αγωνίας, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, Δωδώνη, (Αθήνα-Γιάννινα 1985).
Nagel Th., «Το παράλογο», μτφρ. Μ. Καστανάρα, Cogito 2 (02/2005): 78-84.
Sartre J. P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, (μτφρ. Κ.Σταματίου), Αρσενίδης, (Αθήνα χ.χ.)
Sartre J. P., Το είναι και το μηδέν, (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), Παπαζήσης, (Αθήνα χ.χ.)
Wahl J., Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, (μτφρ. Χρ. Μαλεβίτση), Δωδώνη, (Αθήνα-Γιάννινα) (2)1988.
Windelband W. – Heimsoeth H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, τ. Γ΄, (μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος), Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα (2)1991.
Παραπομπές-Σημειώσεις
[1] Sart
re J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, (μτφρ. Κ.Σταματίου), Αρσενίδης,, (Αθήνα χχ): 323.
[2] Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), (Παπαζήσης, χ.τ. χ.χ.): 94.
[3] Βαλλιάνος Π., Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Γ΄, ΕΑΠ, (Πάτρα, 2000): 266.
[4] Η αντίληψη αυτή έχει τις ρίζες της στο χαϊντεγκεριανό Dasein.
[5] Αυτή η αντίληψη συμπυκνώνεται στη γνωστή ρήση του Sartre, ότι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας: «Ο Άνθρωπος, όπως τον συλλαμβάνει ο υπαρξιστής φιλόσοφος, αν δεν είναι προσδιορίσιμος, αυτό σημαίνει πως στην αρχή, απ’ τα πριν, δεν είναι τίποτα. Θα γίνει μετά και θα γίνει αυτό που θα φτιάξει ο ίδιος τον εαυτό του»· βλ. Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 297.
[6] Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, (μτφρ. Κ. Παπαγιώργης), Παπαζήσης, (Αθήνα χ.τ. χ.χ.): 89.
[7] Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 297.
[8] Όπως το έθετε ο Kierkegaard: «Η δυνατότητα για την ελευθερία είναι το μέλλον, και το μέλλον είναι για το χρόνο η δυνατότητα»· βλ. Kierkegaard S., Η έννοια της αγωνίας, (μτφρ. Γ. Τζαβάρα), Δωδώνη, (Αθήνα-Γιάννινα 1985): 111.
[9] Στο ίδιο: 53.
[10] Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, ό.π.: 82-83.
[11] Βλ. Βαλλιάνος Π., ό.π., σσ. 156-7. Πρβλ. και Kierkegaard (ό.π., σ. 105): «Ο χρόνος λοιπόν είναι ατέλειωτη διαδοχή· η ζωή που βρίσκεται μέσα στο χρόνο κι ανήκει μόνο στο χρόνο, δεν έχει παρόν».
[12] Βλ. Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, ό.π.: 86.
[13] Βλ. Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 305.
[14] Βλ. Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 314.
[15] Βλ. Sartre J.P., Το είναι και το μηδέν, ό.π.: 93-4.
[16] Wahl J., Εισαγωγή στις φιλοσοφίες του υπαρξισμού, (μτφρ. Χρ. Μαλεβίτση), Δωδώνη, (Αθήνα-Γιάννινα( 2)1988): 110.
[17] Sartre J.P., Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ό.π.: 306.
[18] Βλ. στο ίδιο: 298-9.
[19] Βλ. Βαλλιάνος Π., ό.π: 268.
[20] Στο ίδιο : 274.
[21] Στο ίδιο : 272.
[22] Wahl J., ό.π: 119.
[23] Camus A., Ο μύθος του Σίσυφου, (μτφρ. Β. Χατζηδημητρίου), Μπουκουμάνης, (Αθήνα 1973): 145.
[24] Βλ. Nagel Th., «Το παράλογο», (μτφρ. Μ. Καστανάρα), Cogito 2 (02/2005): 84.