Ακόμα κι εκείνοι που δυσπιστούν στο χαρακτηρισμό των δακρυγόνων ως χημικών όπλων δεν είναι δυνατόν να αρνηθούν το γεγονός ότι πρόκειται για “δηλητήρια” ή, τουλάχιστον, για “φάρμακα”. Δυστυχώς κανείς ΕΟΦ δεν ελέγχει την παραγωγή, τη διάθεση και τον τρόπο εισπνοής του δακρυγόνου παρασκευάσματος. Και όμως: οι διαδηλωτές που υφίστανται τον ψεκασμό μπαίνουν σε κίνδυνο αντίστοιχο με το οποιοδήποτε πειραματόζωο.
Μπορεί στην Ελλάδα να είναι σχετικά πρόσφατη η χρήση του “ψεκαστηριού”, αλλά στην Ευρώπη και την Αμερική κλείνει ήδη τρεις δεκαετίες. Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχει σημαντικός όγκος δημοσιευμάτων με τις επιδημιολογικές και κλινικές παρατηρήσεις επιστημόνων που μελέτησαν τις ουσίες αυτές.
Τα συμπεράσματα των μελετών αυτών αναφέρονται σε τριών ειδών διαπιστωμένες βλάβες που προκαλούνται στους διαδηλωτές:
Οι διαπιστώσεις αυτές ταυτίζονται με τα αποτελέσματα των ερευνών των Λέοπολντ και Λίμπερμαν στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Οι δυο καθηγητές καταλήγουν ότι η υψηλή συγκέντρωση δακρυγόνου ουσίας είναι δυνατόν να οδηγήσει σε απώλεια των οφθαλμών του διαδηλωτή. Παραθέτουν πλήθος κλινικών παρατηρήσεων από περιπτώσεις που οι γιατροί υποχρεώθηκαν να αφαιρέσουν με εγχείρηση τους οφθαλμούς ατόμων, τα οποία είχαν δεχθεί τις ουσίες αυτές. Το σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η βλάβη των οφθαλμών έγινε αισθητή μόλις 8 μήνες μετά την προσβολή.
Παρόμοιες διαπιστώσεις εξέθεσαν και οι Κάλμαν και Κουτσινέλ στο επιστημονικό συμπόσιο που οργανώθηκε με θέμα τα δακρυγόνα το 1971. Τα συστατικά του CS και του CN μπορεί, κατά τη γνώμη τους, να προκαλέσουν καρκίνο, τερατογενέσεις, γενετικές μεταλλαγές και προβλήματα κληρονομικότητας. Νεότερες έρευνες για το CS επιβεβαιώνουν ότι προκαλεί καρκίνο (περιοδικά Nature τ. 240, 1972 και New Scientist τ. 57, 1973). Μια έρευνα σε βετεράνους του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, που είχαν δεχθεί την επίδραση παρόμοιων χημικών ουσιών, έδειξε διπλάσιο από τον αναμενόμενο αριθμό καρκίνου του πνεύμονα. Και μια ανάλογη έρευνα στους εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα.
Δίπλα όμως στις μακροπρόθεσμες συνέπειες, στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται και άμεσοι θάνατοι που έχουν προκληθεί με τη χρήση δακρυγόνων. Δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Στις 5 Σεπτεμβρίου 1965 100 κάτοικοι του βιετναμικού χωριού Φουόκ Σον υπέστησαν επίθεση με δακρυγόνα από τους αμερικανούς πεζοναύτες. Ανάμεσά τους 28 παιδιά κάτων των 10 χρόνων και 26 γυναίκες. Τελικά 35 πέθαναν και 7 τυφλώθηκαν. Το δεύτερο παράδειγμα δημοσιεύθηκε από το πρακτορείο Ρόιτερ (12.1.1966). Ο αυστραλός δεκανέας Ρόμπερτ Μπόουτελ, παρότι φορούσε μάσκα, πέθανε από τη χρήση δακρυγόνου. Δυο στρατιώτες που επιχείρησαν να τον βοηθήσουν έμειναν αναίσθητοι, και έξι άλλοι οδηγήθηκαν σε νοσοκομείο.
Δεν λείπουν και τα παραδείγματα νεκρών από αστυνομική χρήση δακρυγόνων. H διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει το θάνατο ενός ατόμου στο Αμβούργο το 1960 και τριών άλλων στις φυλακές της Ν.Υόρκης το 1975, ενός νεαρού διαδηλωτή στο γερμανικό Μπρόκντορφ το 1986 και δυο κορεατών φοιτητών το 1987. Πολυάνθρωπη ήταν επίσης η αντίστοιχη σοδειά στις πόλεις και τα προσφυγικά στρατόπεδα της κατεχόμενης Παλαιστίνης, όπου 68 άτομα, στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένοι και μικρά παιδιά, βρήκαν μεταξύ Δεκεμβρίου 1987 και Οκτωβρίου 1988 το θάνατο από εισπνοή υπερβολικής ποσότητας δακρυγόνων -από αυτά που έριχνε μαζικά ο ισραηλινός στρατός για να καταστείλει την Ιντιφάντα. Αλλά και στη χώρα μας δυο από τα θύματα του Πολυτεχνείου το 1973, ο δικηγόρος Σπύρος Κοντομνάρης και ο ιδιωτικός υπάλληλος Δημήτριος Παπαϊωάννου, αναφέρονται στο περίφημο πόρισμα Τσεβά ως θανόντες από την ίδια αιτία. Εξίσου επικίνδυνη αποδεικνύεται, τέλος, και η χρήση των εκσυγχρονιστικών “ψεκαστηριών”. Η εκτεταμένη χρήση του pepper spray στις ΗΠΑ σχετίζεται με 60 τουλάχιστον θανάτους συλληφθέντων από το 1992 μέχρι σήμερα. Οσο για το CS, που χρησιμοποιείται και στα καθ’ ημάς, ο πρώτος νεκρός από “φυσούνα” σημειώθηκε στη Βρετανία το Μάρτιο του 1996. Λεγόταν Ιμπραήμ Σέι και ήταν 29 χρονών. Οι αστυνομικοί που τον “ψέκασαν” δε γνώριζαν πως έπασχε από υπέρταση…
Δύσκολα μπορεί λοιπόν να υποστηρίξει κανείς σοβαρά ότι αυτές οι δυο έρευνες είναι επιστημονικά ουδέτερες. Αλλά ακόμα κι αυτές δεν αποφεύγουν να θέσουν τόσο αυστηρές προδιαγραφές στη χρήση των χημικών, που στην ουσία την καθιστούν αδύνατη. Ο καθηγητής Κλίμερ, για παράδειγμα, προειδοποιεί:
“1. Να μην ψεκάζετε κοντύτερα από 3-4 μέτρα, αναλόγως τη συσκευή, διότι αλλιώς μπορεί να προκληθεί σοβαρή βλάβη των οφθαλμών και του δέρματος.
2. Ποτέ να μην ψεκάζετε απευθείας το πρόσωπο του διαδηλωτή, διότι αυτό θα οδηγήσει οπωσδήποτε σε βαριά βλάβη των ιστών του οφθαλμού.
3. Ο χρόνος ψεκασμού να είναι ελάχιστος. Ο ψεκασμός ατόμων που διαλύονται δεν είναι μόνο απάνθρωπος, αλλά οδηγεί και σε βλάβες της υγείας των διαδηλωτών.
4. Επιτρέπεται ο ψεκασμός μόνο ατόμων που έχουν τις αισθήσεις τους και είναι υγιή. Δεν επιτρέπεται ψεκασμός σε κλειστούς χώρους.”
Και η μελέτη καταλήγει: “Μόνο κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί κανείς να κρατήσει σε χαμηλό σημείο τους κινδύνους βλάβης της υγείας από τη χρήση των αστυνομικών αυτών συσκευών και να συγκατατεθεί στην εφαρμογή αυτών των μεθόδων.”
Το πόσο σοβαρά λαμβάνουν υπόψη οι αστυνομίες όλου του κόσμου τις υποδείξεις των “δικών τους” ερευνητών είναι γνωστό. Σε επίδειξη μεθόδων διάλυσης παρανόμων διαδηλώσεων που διοργάνωσε για τον Τύπο η αστυνομία του Δυτικού Βερολίνου τον Οκτώβριο του 1967, οι αστυνομικοί ψέκαζαν από απόσταση 80 εκ. τα πρόσωπα των υποτιθεμένων διαδηλωτών. Κάτι σχετικό γνωρίζουν και οι Ελληνες αδιόριστοι εκπαιδευτικοί μετά τον περασμένο Ιούνιο.
Εγκλημα πολέμου σε ειρηνική περίοδο
Μετά από εισήγηση του ίδιου του τότε γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Ου Θαντ, η γενική συνέλευση του οργανισμού συζήτησε το 1969 το θέμα και κατέληξε σε μια απόφαση που δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις, διότι η αναφορά στα δακρυγόνα είναι ρητή: “Στην έκθεσή του ο γενικός γραμματέας προτείνει 1) να ανανεώσουν τα Ηνωμένα Εθνη την έκκλησή τους προς όλα τα κράτη να προσχωρήσουν στο Πρωτόκολλο της Γενεύης του 1925 και 2) να κάνουν σαφή δήλωση, ότι η απαγόρευση που περιλαμβάνεται στο Πρωτόκολλο της Γενεύης έχει εφαρμογή στην πολεμική χρήση όλων των χημικών, βακτηριολογικών και βιολογικών ουσιών (συμπεριλαμβανομένων των δακρυγόνων και άλλων βλαπτικών ουσιών), όσων υφίστανται σήμερα και όσων μπορεί να αναπτυχθούν στο μέλλον.”
Η πρόταση του Ου Θαντ εγκρίθηκε με 80 θετικές ψήφους έναντι 3 αρνητικών και 36 αποχών (Απόφαση 2603, 16/12/1969). Οι τρεις αρνητικές ψήφοι ανήκαν στις ΗΠΑ και την Αυστραλία -που εκείνη την εποχή βομβάρδιζαν με χημικά το Βιετνάμ- και την Πορτογαλία -που επιχειρούσε να καταστείλει τις εθνικοαπελευθερωτικές εξεγέρσεις στις δικές της αποικίες. Η Ελλάδα, μαζί με τις περισσότερες δυτικές χώρες δεν είχε διανοηθεί να υπερψηφίσει την απόφαση: απείχε. Μόνο η Ισπανία, η Ιρλανδία, η Σουηδία και η Φιλανδία τόλμησαν να καταδικάσουν τα χημικά όπλα στο πλάι των “αδέσμευτων” και των “σοσιαλιστικών” κρατών. Μαζί τους και η Κύπρος του Μακάριου, που είχε νωπή τη δική της εμπειρία από τα δακρυγόνα των Βρετανών (όπως και η Ιρλανδία).
Δεν υπάρχει βεβαίως καμιά νομική βάση στον παράλογο ισχυρισμό ότι αυτό το όπλο που απαγορεύεται μεταξύ εμπολέμων κρατών είναι δυνατόν να επιτρέπεται σε συγκρούσεις (διαδηλώσεις, εξεγέρσεις) στο εσωτερικό ενός κράτους. Η υπεράσπιση της ανθρώπινης ζωής από αυτά τα απάνθρωπα όπλα δεν είναι δυνατόν να διαχωρίζεται σε διεθνές και εσωτερικό δίκαιο. Ο Γερμανός νομικός Ιπσεν υποστήριξε με συντριπτική πειστικότητα αυτή την άποψη κατά το Διεθνές Συνέδριο Επιστημόνων στο Βερολίνο στις 21 Νοεμβρίου 1971.
Η ίδια η ιστορική απόφαση 2603 του ΟΗΕ δίνει άλλωστε τη λύση. Ζητεί την καταστροφή όλων των σχετικών όπλων (φυσικά και των δακρυγόνων). Δύσκολα μπορεί κανείς σοβαρά να υποστηρίξει ότι εξαιρούνται τα όπλα της αστυνομίας.
Διαβάστε ακόμη: Τα μυστικά της φυσούνας, Δακρυγόνα νέας εσοδείας., Βικιπαίδεια / Δακρυγόνο.