Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
---|---|---|
Οὗτος ὁ ψαλμὸς ἰδιόγραφος εἰς Δαυΐδ καὶ ἔξωθεν τοῦ ἀριθμοῦ· ὅτε ἐμονομάχησε τῷ Γολιάθ. | ||
1 ΜΙΚΡΟΣ ἤμην ἐν τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ νεώτερος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου· ἐποίμαινον τὰ πρόβατα τοῦ πατρός μου. | 1 Μικρός και άσημος ήμην μεταξύ των αδελφών μου. Νεώτερος κατά την ηλικίαν εις την οικίαν του πατρός μου. Δι' αυτό και έβοσκα τα πρόβατα του πατρός μου. | 1 Οὗτος ὁ ψαλμὸς ἰδιόγραφος εἰς Δαυὶδ καὶ ἔξωθεν τοῦ ἀριθμου· ὅτε ἐμονομάχησε τῷ Γολιάθ. |
2 αἱ χεῖρές μου ἐποίησαν ὄργανον, καὶ οἱ δάκτυλοί μου ἥρμοσαν ψαλτήριον. | 2 Τα χέρια μου κατεσκεύασαν μουσικόν όργανον και τα δάκτυλά μου συνηρμολόγησαν ψαλτήριον, δια να ανυμνολογώ τον Κυριον. | 2 Ήμην μικρὸς καὶ ἄσημος μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν μου καὶ ἤμην ὁ νεώτερος κατὰ τὴν ἡλικίαν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ πατρός μου, δι' αὐτὸ δὲ καὶ ἔβοσκον εἰς τὰ ὅρη τὰ πρόβατα τοῦ πατρός μου. |
3 καὶ τίς ἀναγγελεῖ τῷ Κυρίῳ μου; αὐτὸς Κύριος, αὐτὸς εἰσακούσει. | 3 Ποίος είναι ικανός και άξιος να ανυμνολογήση τον Κυριον; Αυτός όμως ο ίδιος ο Κυριος, αποβλέπων εις την αγαθήν διάθεσιν της καρδίας μου, θα κάμη ευμενώς δεκτόν τον ύμνον, που θα του ψάλω. | 3 Αἱ χεῖρες μου ἐποίησαν ὄργανον καὶ οἱ δάκτυλοί μου συνήρμοσαν ψαλτήριον, διὰ νὰ μέλπω ὕμνους πρὸς τὸν Κύριον. |
4 αὐτὸς ἐξαπέστειλε τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἦρέ με ἐκ τῶν προβάτων τοῦ πατρός μου καὶ ἔχρισέ με ἐν τῷ ἐλαίῳ τῆς χρίσεως αὑτοῦ. | 4 Αυτός έστειλε τον άγγελόν του και με επήρε έξαφνα από τα πρόβατα του πατρός μου και με έχρισε με το έλαιον, με το οποίον χρίονται οι βασιλείς. | 4 Ἀλλὰ καὶ ποῖος εἶναι ἱκανὸς νὰ ἐξαγγείλῃ τὰ θαυμάσια τοῦ Κυρίου μου διὰ γλώσσης, ἀναμέλπων συγχρόνως καὶ διὰ μουσικῶν ὀργάνων ὕμνους πρὸς δόξαν αὐτοῦ; Αὐτὸς ὅμως εἶναι Κύριος καὶ ὡς γνωρίζων τι τὰ βάθη τῆς καρδίας μου ποθοῦν νὰ εἴπουν, ἤκουσε ταῦτα, ἔστω καὶ ἂν τὸ στόμα ἦτο ἀδύνατον νὰ τὰ ἐξαγγείλῃ. |
5 οἱ ἀδελφοί μου καλοὶ καὶ μεγάλοι, καὶ οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς ὁ Κύριος. | 5 Οι αδελφοί μου ήσαν ωραίοι και εύσωμοι, αλλά δεν ευηρεστήθη εις αυτούς ο Κυριος. | 5 Αὐτὸς ἐξαπέστειλε τὸν ἄγγελόν του καῖμε παρέλαβεν αἰφνιδίως ἀπὸ τὰ πρόβατα τοῦ πατρός μου καὶ μὲ ἔχρισε μὲ τὸ ἔλαιον, μὲ τὸ ὁποῖον χρίει τοὺς βασιλεῖς. |
6 ἐξῆλθον εἰς συνάντησιν τῷ ἀλλοφύλῳ, καὶ ἐπικατηράσατό με ἐν τοῖς εἰδώλοις αὐτοῦ· | 6 Εξήλθον, δια να αντιμετωπίσω και μονομαχήσω με τον αλλόφυλον Γολιάθ, και εκείνος με κατηράσθη επικαλεσθείς εναντίον μου τα είδωλά του. | 6 Οἱ ἀδελφοί μου ἦσαν ὡραῖοι καὶ εὔσωμοι καὶ ὅμως ὁ Κύριος δὲν ἔδειξε τὴν εὐαρέσκειάν του εἰς αὐτούς. |
7 ἐγὼ δέ, σπασάμενος τὴν παρ᾿ αὐτοῦ μάχαιραν, ἀπεκεφάλισα αὐτὸν καὶ ἦρα ὄνειδος ἐξ υἱῶν ᾿Ισραήλ. | 7 Εγώ όμως ανέσπασα την ιδικήν του μάχαιραν και τον απεκεφάλισα. Απεμάκρυνα δε έτσι και εξήλειψα την εντροπήν του ισραηλιτικού λαού. | 7 Ἐξῆλθον ὅπως ἀντιμετωπίσω τὸν ἀλλόφυλον Γολιὰθ καὶ ἐκεῖνος μὲ κατηράσθη ἐπικαλεσθεὶς τὰ εἴδωλά του. |
Πρωτότυπο Κείμενο
Ούτος ο ψαλμός ιδιόγραφος εις Δαυίδ και έξωθεν του αριθμου· ότε εμονομάχησε τω Γολιάθ.
1 Μικρός ήμην εν τοις αδελφοίς μου και νεώτερος εν τω οίκω του πατρός μου· εποίμαινον τα πρόβατα του πατρός μου.
2 Αι χείρές μου εποίησαν όργανον, και οι δάκτυλοί μου ήρμοσαν ψαλτήριον,
3 και τις αναγγελεί τω Κυρίω μου; Αυτός Κύριος, αυτός εισακούσει.
4 Αυτός εξαπέστειλε τον άγγελον αυτού και ήρέ με εκ των προβάτων του πατρός μου και έχρισέ με εν τω ελαίω της χρίσεως αυτού.
5 Οι αδελφοί μου καλοί και μεγάλοι, και ουκ ευδόκησεν εν αυτοίς Κύριος.
6 Εξήλθον εις συνάντησιν τω αλλοφύλω, και επικατηράσατό με εν τοις ειδώλοις αυτού·
7 εγώ δε σπασάμενος την παρ' αυτού μάχαιραν, απεκεφάλισα αυτόν και ήρα όνειδος εξ υιών Ισραήλ.
Ερμηνεία Ιωάννου Κολιτσάρα
1 Μικρός και άσημος ήμην μεταξύ των αδελφών μου. Νεώτερος κατά την ηλικίαν εις την οικίαν του πατρός μου. Δι' αυτό και έβοσκα τα πρόβατα του πατρός μου.
2 Τα χέρια μου κατεσκεύασαν μουσικόν όργανον και τα δάκτυλά μου συνηρμολόγησαν ψαλτήριον, διά να ανυμνολογώ τον Κύριον.
3 Ποίος είναι ικανός και άξιος να ανυμνολογήση τον Κύριον; Αυτός όμως ο ίδιος ο Κύριος, αποβλέπων εις την αγαθήν διάθεσιν της καρδίας μου, θα κάμη ευμενώς δεκτόν τον ύμνον, που θα του ψάλω.
4 Αυτός έστειλε τον άγγελόν του και με επήρε έξαφνα από τα πρόβατα του πατρός μου και με έχρισε με το έλαιον, με το οποίον χρίονται οι βασιλείς.
5 Οι αδελφοί μου ήσαν ωραίοι και εύσωμοι, αλλά δεν ευηρεστήθη εις αυτούς ο Κύριος.
6 Εξήλθον, διά να αντιμετωπίσω και μονομαχήσω με τον αλλόφυλον Γολιάθ, και εκείνος με κατηράσθη επικαλεσθείς εναντίον μου τα είδωλά του.
7 Εγώ όμως ανέσπασα την ιδικήν του μάχαιραν και τον απεκεφάλισα. Απεμάκρυνα δε έτσι και εξήλειψα την εντροπήν του ισραηλιτικού λαού.
Ερμηνεία Παναγιώτη Τρεμπέλα
1 Ήμην μικρός και άσημος μεταξύ των αδελφών μου και ήμην ο νεώτερος κατά την ηλικίαν εις την οικίαν του πατρός μου, δι' αυτό δε και έβοσκον εις τα όρη τα πρόβατα του πατρός μου.
2 Αι χείρες μου εποίησαν όργανον και οι δάκτυλοί μου συνήρμοσαν ψαλτήριον, διά να μέλπω ύμνους προς τον Κύριον.
3 Αλλά και ποίος είναι ικανός να εξαγγείλη τα θαυμάσια του Κυρίου μου διά γλώσσης, αναμέλπων συγχρόνως και διά μουσικών οργάνων ύμνους προς δόξαν αυτού; Αυτός όμως είναι Κύριος και ως γνωρίζων τι τα βάθη της καρδίας μου ποθούν να είπουν, ήκουσε ταύτα, έστω και αν το στόμα ήτο αδύνατον να τα εξαγγείλη.
4 Αυτός εξαπέστειλε τον άγγελόν του καίμε παρέλαβεν αιφνιδίως από τα πρόβατα του πατρός μου και με έχρισε με το έλαιον, με το οποίον χρίει τους βασιλείς.
5 Οι αδελφοί μου ήσαν ωραίοι και εύσωμοι και όμως ο Κύριος δεν έδειξε την ευαρέσκειάν του εις αυτούς.
6 Εξήλθον όπως αντιμετωπίσω τον αλλόφυλον Γολιάθ και εκείνος με κατηράσθη επικαλεσθείς τα είδωλά του.
7 Εγώ όμως, αφού ανέσυρα την ιδικήν του μάχαιραν, τον απεκεφάλισα και απεμάκρυνα το όνειδος από τους υιούς του Ισραήλ.
[full_width]