Άνθρωποι που συγκλόνισαν την ανθρωπότητα με τα εγκλήματά τους, σε μια πιο ανάλαφρη διάθεση στην αφήγηση, χωρίς φυσικά να αναιρούμε την σοβαρότητα των γεγονότων ή να παίρνουμε θέση σε αυτά.
Στόχος μας είναι η ενημέρωση και ο προβληματισμός. Αφήνοντας στην άκρη τα βίαια σκηνικά, να ερευνήσουμε την περιπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και τις συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί κάποιος να βγει εκτός ορίων.
Γιά Πλήρη Οθόνη (Click the Link)
Δικαστικές πλάνες στην Ελλάδα που καταδίκασαν αθώους
Τα εγκλήματα μιας ελλιπούς ή στρατευμένης "δικαιοσύνης" και της αυθαίρετης δημόσιας κοινής γνώμης.
Πληθώρα περιπτώσεων που αθώοι άνθρωποι βρίσκονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, και μάλιστα καταδικάζονται για εγκλήματα που δεν διέπραξαν, υπήρξαν και υπάρχουν στα αστυνομικά χρονικά παγκοσμίως. Άλλοτε σκόπιμα και άλλοτε μη, δικαστικές πλάνες έχουν στοιχίσει χρόνια ελευθερίας ή και την ίδια τους τη ζωή σε αθώους πολίτες, που βίωσαν τη δημόσια κατακραυγή και άργησαν πολύ να βρουν τη δικαίωση που άξιζαν.
Ανάλογες υποθέσεις συναντώνται φυσικά και στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά στιγματίζοντας την ελληνική δικαιοσύνη και μερικές πολύ γνωστές από αυτές θα δούμε στις σημερινές Ιστορίες για αγρίους.
Υπόθεση Αριστείδη Παγκρατίδη (“Δράκος του Σέιχ Σου”)
Η πιο διάσημη περίπτωση σκόπιμης δικαστικής πλάνης και καταδίκης ενός αθώου στην Ελλάδα αποτελεί η περίπτωση του Αριστείδη Παγκρατίδη, που εκτελέστηκε ως ο περίφημος “Δράκος του Σέιχ Σου”, ενώ ο πραγματικός ένοχος δεν αποκαλύφθηκε ποτέ.
Κατά την δεκαετία του ’50 και στον απόηχο του Εμφυλίου Πολέμου τρομοκράτησαν την κοινή γνώμη και πιο συγκεκριμένα τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης μια σειρά φρικτών δολοφονιών στο δάσος του Σέιχ Σου. Εξαρχής τα στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος έδειξαν ότι επρόκειτο για δύο δράστες, όμως η αστυνομία δεν κατάφερε να φτάσει στα ίχνη τους και οι υποθέσεις για ένα διάστημα ξεχάστηκαν.
Τον Μάιο του 1963 δολοφονείται ο βουλευτής Γρηγόριος Λαμπράκης και, παρά τις αρχικές προσπάθειες για συγκάλυψη ως “τροχαίο ατύχημα”, σύντομα αποκαλύφθηκε πως επρόκειτο για οργανωμένο έγκλημα της κυβέρνησης Κωνσταντίνου Καραμανλή και υψηλόβαθμων παραγόντων της Αστυνομίας. Η δολοφονία του βουλευτή προκάλεσε διεθνή κατακραυγή και μεγάλη αναταραχή στο πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό της χώρας.
Και όπως συμβαίνει πάντα σε περιπτώσεις πολιτικής αναταραχής, έπρεπε να βρεθεί ένας «αποδιοπομπαίος τράγος», κάτι ικανό να στρέψει την προσοχή του κόσμου προς άλλη κατεύθυνση. Αυτό τον ρόλο έμελλε να παίξει άθελά του ο Αριστείδης Παγκρατίδης, που βρέθηκε ουσιαστικά στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.
Ο νεαρός Παγκρατίδης, βιάστηκε από μικρό παιδί και μεγαλώνοντας ζούσε στο δρόμο κάνοντας χρήση ναρκωτικών ουσιών και προσφέροντας “σεξουαλικές υπηρεσίες” σε μεγαλύτερους άντρες για τα προς το ζην του. Συνελήφθη τυχαία τον Δεκέμβριο του 1963 και θεωρήθηκε ο “ιδανικός ένοχος” για να φορτωθεί τα εγκλήματα του “Δράκου του Σέιχ Σου” και να αποσπάσει την προσοχή του λαού από το πολιτικό σκάνδαλο.
Χωρίς να αναγνωρισθεί ως ο επίμαχος δράστης από κανένα από τα θύματα και χωρίς να ταυτοποιηθεί το δείγμα DNA του με αυτό του αληθινού δολοφόνου, ο 28χρονος καταδικάστηκε σε θάνατο το 1966 και εκτελέστηκε δύο χρόνια αργότερα. “Μανούλα μου, είμαι αθώος!” ήταν οι τελευταίες του λέξεις. Και πράγματι ήταν.
Μέσα στα επόμενα χρόνια, δημοσιογράφοι, πρώην αστυνομικοί και άλλοι εμπλεκόμενοι μάρτυρες των τότε γεγονότων αποκάλυψαν ότι ο Παγκρατίδης είχε εκβιαστεί σε ομολογία και ότι οι ίδιοι είχαν δεχθεί απειλές για τις οικογένειές τους, ώστε να μην αποκαλύψουν τη σκευωρία, αφού «η εντολή είχε έρθει από ψηλά».
Ένα ντροπιαστικό κεφάλαιο της ελληνικής δικαιοσύνης με πολιτικές σκοπιμότητες, που στοίχισε τη ζωή σε έναν αθώο αφήνοντας τον πραγματικό εγκληματία ελεύθερο.
Υπόθεση Σταυρούλας Κατσαφαρέα
Πάσχα του 1990, το βράδυ πριν την Ανάσταση, ο 58χρονος αγροφύλακας Παύλος Κατσαφαρέας και η 57χρονη σύζυγός του Κανέλλα βρέθηκαν δολοφονημένοι μέσα στο σπίτι τους στο Νέο Οίτυλο Λακωνίας. Το ζευγάρι είχε δεχθεί πολλαπλούς πυροβολισμούς εν ψυχρώ με δύο διαφορετικά όπλα, που οι ιατροδικαστές πιστοποίησαν πως χρησιμοποιήθηκαν σίγουρα από επαγγελματίες δολοφόνους.
Παρόλα αυτά, η ταυτότητα των δραστών παρέμεινε ένα μυστήριο και βασική ένοχη θεωρήθηκε η κόρη τους, Σταυρούλα Κατσαφαρέα, που ήταν εκείνη που βρήκε πρώτη τους δολοφονημένους γονείς της. Συγγενείς της οικογένειας και άλλοι συγχωριανοί δεν δίστασαν να κατηγορήσουν εκείνη και τον σύζυγό της για την δολοφονία ισχυριζόμενοι οικογενειακές διαφορές για ζητήματα περιουσίας.
Το αυθαίρετο “σούσουρο” που δημιούργησαν γύρω από το όνομά της, οδήγησε τελικά τη γυναίκα μπροστά στον ανακριτή και σύντομα σε δίκη με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή και της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας.
Παρά το άλλοθι που παρουσίαζε, αλλά και το γεγονός ότι δεν ταίριαζε με το προφίλ των δραστών που είχε σκιαγραφήσει η αστυνομία μέσω των στοιχείων, η 37χρονη Σταυρούλα Κατσαφαρέα καταδικάστηκε τον Νοέμβριο του 1991 σε δύο φορές ισόβια για την δολοφονία των γονιών της.
Δύο χρόνια αργότερα ασκήθηκε ποινική δίωξη για συμμετοχή στην δολοφονία εις βάρος και της μικρότερης κόρης του άτυχου ζεύγους και του συζύγου της. Ελλείψει στοιχείων το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καλαμάτας αθώωσε και τους δύο τον Μάιο του 1995. Η Σταυρούλα όμως παρέμενε ακόμα στις φυλακές Κορυδαλλού επιμένοντας με όλη της την ψυχή για την αθωότητά της.
Λίγο αργότερα, οι τρεις κατηγορούμενοι δικάστηκαν και πάλι για την υπόθεση με πολλούς μάρτυρες να καταθέτουν εναντίον τους, όχι επειδή γνώριζαν κάτι, αλλά επειδή “απλά πίστευαν ότι μόνο αυτοί θα μπορούσαν να είναι οι ένοχοι”! Είχε όμως αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και οι τρεις κατηγορούμενοι βρισκόντουσαν σε άλλο μέρος (στο χωριό Αρεόπολη) την ημέρα του διπλού φονικού, ενώ κανείς τους δεν γνώριζε και από όπλα. Επίσης οι ιατροδικαστές συνέχισαν να επιμένουν ότι οι εκτελεστές ήταν επαγγελματίες.
Μετά από πέντε χρόνια άδικης φυλάκισης και ξεδιάντροπης διαπόμπευσης, η Σταυρούλα Κατσαφαρέα κρίθηκε επιτέλους αθώα στις 8 Δεκεμβρίου του 1995. Δεν αποζημιώθηκε ποτέ για την αναίτια καταδίκη της, παρά τις συνεχείς προσπάθειές της και την οικονομική καταστροφή εκείνης, της αδερφής της και του γαμπρού της.
“Κατηγορήθηκα άδικα για τη δολοφονία των γονιών μου, τους οποίους λάτρευα και κανείς πια δεν μπορεί να μου τους φέρει πίσω. Νιώθω πικρία γιατί ανάμεσα στους μάρτυρες κατηγορίας, στους ψευδομάρτυρες δηλαδή, υπήρξαν και συγγενικά μου πρόσωπα. Πληγώθηκα από τους ανθρώπους, έχασα το γέλιο μου, καταστράφηκα από το άδικο αυτής της κοινωνίας…”
Λίγο καιρό αργότερα αποκαλύφθηκε πως ο πραγματικός δολοφόνος ήταν ο κακοποιός Βασίλης Σούφλας, μέλος της εγκληματικής ομάδας, γνωστής ως “Συνδικάτο του Εγκλήματος“. Η εγκληματική οργάνωση αποδείχθηκε ένοχη για πλήθος κατά συρροή εγκλημάτων μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας του ’90, από δολοφονίες μέχρι ένοπλες ληστείες και εκβιασμούς, μεταξύ αυτών και για τον φόνο του ζεύγους Κατσαφαρέα.
Οι αιτίες πίσω από την δολοφονία του ζευγαριού παρέμειναν άγνωστες, καθώς τα περισσότερα μέλη της οργάνωσης είχαν ήδη βρεθεί δολοφονημένα, πιθανώς από άλλα μέλη του Συνδικάτου.
Η τραγική υπόθεση όμως της Σταυρούλας Κατσαφαρέα έμεινε στην ιστορία ως άλλη μια κατάφωρη δικαστική πλάνη με συν-αυτουργό το ανήθικο λαϊκό δικαστήριο.
Υπόθεση αστυνομικού Πολίτη Κεκάτου
Μια από τις μεγαλύτερες και πιο γνωστές δικαστικές πλάνες στην Ελλάδα ήταν και αυτή του αστυνομικού Πολίτη Κεκάτου, που έμεινε στη φυλακή μια ολόκληρη δεκαετία για ανθρωποκτονία, την οποία δεν είχε διαπράξει ο ίδιος.
Στις 18 Οκτωβρίου του 1986 βρέθηκε νεκρός στον σταθμό υπηρεσίας του στο Αιγάλεω ο πυροσβέστης Παντελής Παπάζογλου. Βασικός ύποπτος θεωρήθηκε σύντομα ο αστυνομικός Πολίτης Κεκάτος λόγω υποτιθέμενης ερωτικής αντιζηλίας, όπως αποφάνθηκε -ποιός άλλος- η αυθαίρετη κοινή γνώμη. Όταν έγινε δημοσίως γνωστό πως το θύμα είχε ερωτική σχέση με εξαδέρφη του Κεκάτου και ίσως κάποιες επαφές και με την σύντροφό του, ο αστυνομικός βρέθηκε να δικάζεται ως ο δράστης της δολοφονίας.
Παρόλο που είχε αποδεδειγμένο άλλοθι ότι το βράδυ του φόνου βρισκόταν σε σπίτι συγγενών του, αυτή η “λεπτομέρεια” αγνοήθηκε επιμελώς από το δικαστήριο.
Ο 32χρονος τότε αστυνομικός καταδικάστηκε σε 14 χρόνια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με μόνο ελαφρυντικό αυτό του πρότερου έντιμου βίου.
Μετά από 11 ολόκληρα χρόνια στη φυλακή, κατά τη διάρκεια των οποίων ο άτυχος αστυνομικός έφτασε μέχρι και τον Άρειο Πάγο για να αποδείξει την αθωότητά του, τελικά κατάφερε να ανακηρυχθεί αθώος λόγω άλλοθι και ανεπαρκών στοιχείων εναντίον του.
“Δεν είναι εύκολο να μιλάω για όσα πέρασα. Το βέβαιο είναι ότι καταστράφηκα ηθικά και οικονομικά και πλέον δεν έχω εμπιστοσύνη σε τίποτα.”
Η νομική δικαίωση του Πολίτη Κεκάτου άργησε 11 χρόνια, κατά τα οποία στερήθηκε αδίκως την ελευθερία του, αλλά η ηθική του δικαίωση και το στίγμα του δολοφόνου άργησε περισσότερο να φύγει από πάνω του, αφού οι συγγενείς του θύματος συνέχισαν να τον θεωρούν ένοχο, καθώς ο πραγματικός δολοφόνος δεν αποκαλύφθηκε ποτέ μέχρι σήμερα.
Υπόθεση Γιάννη Θωμάτου
Τον Ιούλιο του 1997 βρίσκεται νεκρή μέσα στο διαμέρισμά της στο Θησείο η 27χρονη Μαρία-Ηλέκτρα Ζογλοπίτου. Ο τελευταίος που είχε συναντηθεί μαζί της ήταν ο 25χρονος σύντροφός της, Γιάννης Θωμάτος, που συγκλονισμένος ανακάλυψε πρώτος και τον ξαφνικό θάνατό της.
Μαζί όμως με την απώλεια της αγαπημένης του η μοίρα του επιφύλασσε και μια δεύτερη φρίκη, καθώς βρέθηκε ο ίδιος κατηγορούμενος για τη φερόμενη δολοφονία της. Αυτή τη φορά η “πλάνη” της υπόθεσης δεν ξεκίνησε στο δικαστήριο, αλλά από το τραγικό λάθος του γνωστού ιατροδικαστή Νίκου Καρακούκη.
Ο ιατροδικαστής Νίκος Καρακούκης αποφάνθηκε λανθασμένα πως ο θάνατος της κοπέλας προκλήθηκε από στραγγαλισμό οδηγώντας έτσι τον νεαρό Θωμάτο στο εδώλιο ως κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία από πρόθεση! Για να σταθεί η κατηγορία υποστηρίχθηκε πως βρισκόταν σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής και με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 12 χρόνια φυλάκιση!
Τόσο η οικογένειά του, όσο και η οικογένεια της άτυχης Μαρίας, σοκαρίστηκαν με την απόφαση και με δηλώσεις τους υποστήριζαν μέχρι τέλους πως δεν πίστευαν με τίποτα πως ο Γιάννης την δολοφόνησε. Αντιθέτως, αποδείχθηκε πως ο θάνατός της οφειλόταν σε παθολογικά αίτια και δεν είχε διαδραματιστεί καμία δολοφονία…
“Είναι άδικο, χάσαμε και το δεύτερο παιδί μας”, είχε πει στο άκουσμα της καταδικαστικής απόφασης για τον Γιάννη η ίδια η μητέρα της Μαρίας-Ηλέκτρας.
Στην αποκατάσταση της αλήθειας βοήθησαν οι ιατροδικαστές Μάριος Ματσάκης και Δημήτρης Μουρτζίνης αποκαλύπτοντας την πλάνη του συναδέλφου τους, που κόλλησε αναίτια σε έναν άνθρωπο τη ρετσινιά του δολοφόνου.
Μετά από πέντε χρόνια προσπάθειας και έξι μήνες στη φυλακή, ο Γιάννης Θωμάτος αθωώθηκε τον Δεκέμβριο του 2001 από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών.
Και μια δημοσιογραφική πλάνη – Υπόθεση Κωσταλέξι
Σε ένα αφιέρωμα που πραγματεύεται την εγκληματική καταδίκη και τον στιγματισμό απόλυτα αθώων ανθρώπων, δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στην πασίγνωστη υπόθεση Κωσταλέξι, για την οποία μέχρι σήμερα πολλοί αγνοούν την πραγματικότητα.
Δεν επρόκειτο για δικαστική πλάνη, αφού το δικαστήριο αθώωσε εξαρχής τους αδίκως κατηγορούμενους, αλλά για ένα τραγικό λαϊκό δικαστήριο με πρωτεργάτη τα αδηφάγα μέσα ενημέρωσης, που προώθησαν μια ψεύτικη ιστορία στιγματίζοντας μια οικογένεια και ένα ολόκληρο χωριό.
Τον Νοέμβριο του 1978 ανακαλύφθηκε η περίπτωση της 47χρονης Ελένης Καρυώτης, που λόγω βαριάς ψυχικής νόσου βρισκόταν επί 30 χρόνια κλεισμένη στο σπίτι της υπό την προστασία των τριών αδερφών της. Η γυναίκα βρέθηκε γυμνή, αδύναμη και βγάζοντας μόνο κάποιες άναρθρες κραυγές. Έκτοτε τα μέσα ενημέρωσης οργίασαν.
Άρχισαν να διαδίδουν μια δραματική ερωτική ιστορία με έντονη πολιτική πινελιά – την απόλυτη δηλαδή συνταγή για να πωλούνται όλο και περισσότερες φυλλάδες.
Έγραφαν πως όλα αυτά τα χρόνια η Ελένη ήταν φυλακισμένη στο υπόγειο του σπιτιού τους ως τιμωρία, επειδή κάποτε είχε ερωτευτεί έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ, τον οποίο δεν ενέκριναν οι βασιλόφρονες γονείς της. Δεν δίστασαν να κυκλοφορήσουν φωτογραφίες με τον υποτιθέμενο χαμένο της έρωτα, αλλά και να δημοσιεύουν συνεντεύξεις μιας γυναίκας που ως τότε δεν μπορούσε καν να μιλήσει… Κατηγόρησαν τα αδέρφια της για φυλάκιση και κακοποίηση της Ελένης, αλλά και πιθανή δολοφονία του -άφαντου φυσικά- “αγαπημένου” της!
Η ασύλληπτη υπόθεση απανθρωπιάς συγκλόνισε την κοινή γνώμη δημιουργώντας ένα απαράμιλλο λαϊκό δικαστήριο, που ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία της “κακής” οικογένειας και έκανε πασίγνωστο με τον χειρότερο τρόπο το χωριό Κωσταλέξι. Οι κάτοικοι διαμαρτύρονταν για την αμαύρωση του τόπου τους και τα αδέρφια της Ελένης προσπαθούσαν να καταλάβουν που ακριβώς είχαν φταίξει.
Βλέπετε, η πραγματικότητα ήταν καθοριστικά διαφορετική από τα αφηγήματα που διατυμπάνιζαν με θράσος οι εφημερίδες. Η Ελένη Καρυώτη είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια από νεαρή ηλικία και, όπως επιβεβαίωναν και οι ψυχίατροί της, παρουσίαζε σοβαρή παραληρηματική συμπεριφορά: “Έσπαζε τζάμια. Έσχιζε τα ρούχα της. Πετούσε τα φαγητά. Γύριζε σαν άγριο θηρίο.”
Για ένα διάστημα είχε εισαχθεί σε Ψυχιατρείο στο Δαφνί, όμως οι συνθήκες που επικρατούσαν εκεί ήταν κάθε άλλο παρά ευνοϊκές. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι στην Ελλάδα εκείνης της εποχής η έννοια της ψυχιατρικής μέριμνας και υποστήριξης ήταν σχεδόν άγνωστη και άτομα με τέτοιες παθήσεις ήταν ουσιαστικά καταδικασμένα. Ο κόσμος είχε πλήρη άγνοια και φόβο και τέτοιες περιπτώσεις ατόμων κατέληγαν στιγματισμένα στο περιθώριο. Μαζί τους συνήθως και οι οικογένειές τους.
Οι γονείς της βλέποντας τις άσχημες συνθήκες που επικρατούσαν στο ίδρυμα, αποφάσισαν να κρατήσουν την κόρη τους στο σπίτι για να μπορέσουν να την προστατέψουν, ενώ άφησαν σχεδόν “ευχή και κατάρα” στα υπόλοιπα παιδιά τους να μην εγκαταλείψουν την αδερφή τους όταν εκείνοι πεθάνουν.
Πράγματι, τα αδέρφια της, Μαρία, Ολυμπιάδα και Ευθύμιος, αφιέρωσαν όλη τη ζωή τους στη φροντίδα της αδερφής τους. Δεν έκαναν ποτέ δικές τους οικογένειες και ζούσαν μαζί της κλεισμένοι μέχρι τέλους (στις ίδιες ακριβώς συνθήκες φτώχειας και κακής υγιεινής με εκείνη, γεγονός διόλου περίεργο για τα δεδομένα της εποχής).
Τα αδέρφια Καρυώτη οδηγήθηκαν σε δίκη για αρπαγή, απομόνωση και κακοποίηση της αδερφής τους, όμως ούτε ένας μάρτυρας δεν βρέθηκε να καταθέσει εναντίον τους και φυσικά αθωώθηκαν πανηγυρικά. Το έγκλημα όμως του απόλυτου στιγματισμού είχε ήδη διαπραχθεί και πέρασαν πολλά χρόνια για να αποκατασταθεί η αλήθεια πίσω από την τραγική παραπληροφόρηση.
Το αποκορύφωμα της πραγματικής κοινωνικής απανθρωπιάς ήταν ότι όταν τα μέσα ενημέρωσης “χόρτασαν” από την ιστορία και τα φώτα της δημοσιότητας στράφηκαν αλλού, η άρρωστη Ελένη ξεχάστηκε.
Παρόλο που είχε επιβεβαιωθεί με 100% αναπηρία λόγω της νόσου της, δεν υπήρξε καμία κρατική, ιατρική μέριμνα για εκείνη και στάλθηκε απλά πίσω στην φροντίδα των αδερφών της, των μόνων ανθρώπων που την νοιάστηκαν ποτέ.